Ο γιος του Παντελή Χορν και της Ευτέρπης Αποστολίδη γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921, σε ένα ξενοδοχείο της οδού Σταδίου, και πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 1998.
Υπήρξε ένα ζωηρό αγόρι, αριστοκρατικής καταγωγής, με παππού Αυστριακό, ένα αγόρι πάντα ερωτευμένο, που έγραφε μελαγχολική ποίηση.
Σκέφτομαι πως ήμουν τυχερή που έζησα τρία απογεύματα δίπλα του, συζητώντας για ό,τι μπορείς να φανταστείς. Γέλια, εξομολογήσεις, ξαφνικές μελαγχολίες, αφορισμοί, αναμνήσεις, απωθημένα, μιμήσεις, αποκαλύψεις και ύστερα καφέδες, φαγητό και τσιγάρο, πολύ τσιγάρο.
Θυμόταν χιουμοριστικές λεπτομέρειες της νηπιακής ηλικίας, εκείνης της υπερδραστήριας συναισθηματικής περιόδου του, με πρωταγωνίστριες τα κορίτσια του, τη Φωφώ, τη Μαρία, την Μπουμπού, τους αξέχαστους προσχολικούς έρωτές του. Θυμόταν γελώντας, το πόσο προσπάθησαν με την Μελίνα να... ερωτευτούν, χωρίς όμως, κανένα αποτέλεσμα. «Στάθηκε αδύνατο, όσο κι αν αγωνιστήκαμε και να την ερωτευτώ και να με ερωτευτεί...».
«Θα υπάρχω ως μακρινή ανάμνηση, ως μια γνωριμία που προσέφερε ευκαιρία για κρίσεις, συγκρίσεις και παραδείγματα προς αποφυγήν. Ένας συμπαθής εφιάλτης! Ο Χορν –θα λες–, Θεός σχωρέσ' τον, ήταν υποφερτός ανυπόφορος!». Έτσι έλεγε, λίγο πριν από το τέλος.
Δεν χορταίνεται, όταν διηγείται, κάνει τον χρόνο να είναι σημαντικός, έχει απολαυστικό χιούμορ, είναι σαγηνευτικός συνομιλητής.
Αναρωτιέμαι, τόσα χρόνια μετά, πού βρήκα το θράσος και του είπα την πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε, στο πρώτο πεντάλεπτο του γυρίσματος, εκείνο το «κύριε Χορν, πώς θα σας φαινόταν αν σας έλεγα πως σας αγαπάω;». «Το ήξερα πως θα μου το λέγατε...», με είχε αποστομώσει, συμπληρώνοντας: «Νιώθω άλλωστε ότι σας ξέρω πολύ καλά, μέσα κι όξω».
Έτσι ακριβώς έπαιξε ο διάλογος στην τηλεόραση, κάτι που παραξένεψε τότε την κόρη μου. «Τι εννοούσε ο κ. Χορν, μαμά;»
Ποιος να ξέρει τι εννοούσε..
• • •
Ηθοποιός. επάγγελμα ερημικό και εφήμερο
Ιανουάριος 1993. Γύρισμα εκπομπής για τον ΑΝΤ1. Τον παρακολουθώ να μιλάει και νιώθω όλους αυτούς, στους οποίους έδωσε ζωή στη σκηνή, να κάθονται γύρω μου στο σαλόνι του. Ο Δον Ζουάν, ο Ερρίκος ο Δ', ο Άμλετ, ο Τίμων ο Αθηναίος, ο Ριχάρδος ο Γ', ο Αρχιμάστορας Σόλνες και ο αγαπημένος του «Τρελός» από τη «Δωδεκάτη Νύχτα».
Πιστεύει πως «το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το πιο ερημικό, το πιο εφήμερο». Πως «όλοι οι εκτελεστές είναι φευγαλέοι». Καπνίζει πολύ και όλο παίζει μηχανικά με το καλώδιο του τηλεφώνου δίπλα του.
«Είμαι μόνος» λέει. «Το μόνο που κάνω πια είναι το τίποτε. Συναντιέμαι πού και πού με τους φίλους μου. Θα 'θελα να πηγαίνω πιο συχνά στον Χατζιδάκι, που μένει εδώ δίπλα, αλλά δεν μπορώ να ξέρω τις ώρες που ξυπνάει». Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή λέει: «Πάμε με τον Λαμπρία και του λέμε σόκιν ανέκδοτα και περιστατικά, κι αφού τα έχει ακούσει όλα κι αφού έχει γελάσει πολύ, μας προτρέπει να σοβαρευτούμε και να σταματήσουμε».
Την απάντηση στο ερώτημα, ποιες γυναίκες τον γοητεύουν, δεν τη σκέφτεται:
«Οι γυναίκες που δεν προσπάθησαν να με ελέγξουν».
«Και ο έρωτας;»
«Δεν θυμάμαι πώς είναι να ερωτεύεσαι. Φοβάμαι, πάντως, τους γεροντοέρωτες. Θα 'θελα πολύ να ξαναγίνω τριάντα πέντε χρόνων. Θα πουλούσα και την ψυχή μου στον διάβολο».
Επιμένει να γευματίσουμε μαζί του. Στρώνεται το λινό τραπεζομάντιλο στο μεγάλο τραπέζι, τοποθετούνται τα ασημένια μαχαιροπίρουνα και σερβίρονται σνίτσελ και σπανακόπιτα (αν και εκείνος θα προτιμούσε τα απαγορευμένα μακαρόνια).
Προτείνει να τον επισκεφθούμε πάλι, όταν θα έχουμε χρόνο. Βρίσκει την παρέα μας, αλλά και την κατάληψη που κάναμε τότε, σ' εκείνο το τηλεοπτικό γύρισμα, «πρώτης τάξεως».
«Ελάτε όποτε θέλετε, πάρτε τηλέφωνο κι ελάτε. Μόνος μου είμαι...»
Ξαναπήγα. Ό,τι κρατάω από εκείνα τα τρία απογεύματα μαζί του είναι η πεποίθησή μου ότι είναι μάγος. Μπορούσε να μεταμορφώνει το συμβατικό ψέμα της τέχνης σε αλήθεια της ζωής. Γνώριζε τη μέθοδο της συναρπαστικής συνύπαρξης του ενστίκτου με την τεχνική, του αισθήματος με τη σκέψη και της αναπαράστασης με την ενσάρκωση.
Ήταν και μάγος και ποιητής.
«Τα χρόνια που πέρασαν δεν μου έμαθαν τίποτε», σαν να τον ακούω πάλι να λέει. «Η ζωή είναι ένα τίποτε. Ούτε με δίδαξαν κάτι. Τα ίδια σφάλματα που έκανα μικρός κάνω και τώρα».
Οι φίλοι του και ο τρόμος της σκηνής
Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος έπαιζε μαζί του το 1968, έκανε τον Σγαναρέλο στον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου.
«Ήταν συγκλονιστικό το ταξίδι μαζί του», μου έλεγε, «ήταν ευλογία θεού η παρουσία του Χορν, είχε φινέτσα, ήταν σπάνιο είδος για τον βαλκανικό χώρο, πολύ μεγάλο μέγεθος ηθοποιού, έμοιαζε με τον Ζεράρ Φιλίπ, είχαν πολλά κοινά στοιχεία.
Απίστευτα γαλαντόμος πάντα, βοηθούσε κρυφά όποιους συναδέλφους είχαν ανάγκη, έστελνε στα σπίτια τους νύχτα τον Γεωγλερή και τη Ματίνα Καρρά, με φακελάκια γεμάτα λεφτά.
Πηγαίναμε μετά την παράσταση στο Ζόναρς για φαγητό και μοίραζε χιλιάρικα στα γκαρσόνια, που... "ήταν χαμηλόμισθα!"».
«Στον "Ριχάρδο τον 3ο" ο ρόλος του ήταν εξοντωτικός», θυμάται ο αγαπημένος οικογενειακός του φίλος, Γιώργος Γεωγλερής, «αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό που ζήσαμε σ' ένα κατάμεστο Δημοτικό Θέατρο. Ενώ είχε βγάλει σχεδόν τρεις ώρες παράσταση κι είχε μείνει μόνο ο μονόλογος του τέλους, ο Χορν αρνείται να βγει στη σκηνή και μου λέει στην κουίντα:
"Μέχρι εδώ ήταν Γιώργο, δεν μπορώ να συνεχίσω".
"Μα Τάκη", του λέω, "ένας μονόλογος έμεινε..."
"Να τους πείτε να φύγουν, να εξαργυρώσουν τα εισιτήριά τους και να φύγουν. Δεν μπορώ να παίξω άλλο. Είναι βουνό, δεν μπορώ να το ανέβω"».
Φυσικά όλο αυτό δεν ήταν κανενός είδους βεντετιλίκι ή σνομπισμός, ήταν φόβος και ανασφάλεια, ήταν υπαρξιακές αγωνίες πάνω στο αποτέλεσμα της τέχνης του.
Ο Γρηγόρης Βαλτινός (στην παρέα του οποίου κατέφευγε κι όταν ήθελε να φάει ζυμαρικά, που του απαγόρευε ο γιατρός) μου θυμίζει εκείνη τη φορά που αρνιόταν να βγει σε παράσταση και τσακωνόταν με γνωστό επιχειρηματία, που δεν ήξερε τι να κάνει με τον κόσμο που περίμενε σε ουρά για να μπει στο θέατρο.
— Δεν θέλω να παίξω, έλεγε ο Χορν, αν παίξω θα τους κοροϊδέψω.
— Θα παίξεις οπωσδήποτε.
— Δεν θα παίξω, δεν θα είμαι καλός.
— Η αίθουσα γέμισε κι έχει ουρά στο ταμείο. Θα παίξεις.
— Είναι αδύνατον, δεν μπορώ.
— Να μπορέσεις! Ο κόσμος σε περιμένει, δεν καταλαβαίνεις πως, έτσι που κάνεις, τους προσβάλλεις όλους αυτούς;
— Εντάξει νίκησες. Θα παίξω. Αλλά μόνο το πρώτο μέρος!
• • •
«Ανήκω στον σκουπιδοτενεκέ του ζωδιακού κύκλου»
«Βασίλη, παιδί μου, τι ζώδιο είστε;» ρώτησε κάποτε τον Βασίλη Παπαβασιλείου.
«Ιχθύς, κ. Χορν, όπως κι εσείς».
«Είμαστε ο σκουπιδοτενεκές του ζωδιακού κύκλου. Δες ποιοι είναι Ιχθύες... Εσύ, εγώ, ο Κων/νος Καραμανλής, ο Θεοφιλογιαννάκος, ο Μακάριος, ο Νουρέγιεφ...».
Αγαπούσε τον Μπαχ, τον Μότσαρτ, τον Λένον, τον Λογοθετίδη. Δεν αγαπούσε τον Μινωτή, που κάποτε τορπίλισε ένα σημαντικό επαγγελματικό ταξίδι του Χορν στο Λονδίνο. Ζήλεψε που προσκάλεσαν τον Τάκη κι όχι εκείνον.
Μισούσε τη φέτα και όσους τον κολάκευαν. Έλεγε: «Ο κόλακας και ο κόρακας σε δυο στοιχεία διαφέρουν, το "λ" και το "ρ". Ο κόρακας τρώει πτώματα, ο κόλακας τρώει ζωντανούς».
Δεν του άρεσε ο εαυτός του, έλεγε πως ήταν ψευδοσεμνός και ψευδομετριόφρων, δεν ήθελε να βλέπει την εικόνα του στο μόνιτορ. Στο γύρισμα ζήτησε να το γυρίσουμε ανάποδα.
«Δεν μου αρέσουν οι ρυτίδες και τα προγούλια μου» εξήγησε.
Η μαμά του, μου έλεγε, ήταν «όμορφη, ξένοιαστη, χαριτωμένη και σπάταλη». Η νονά του, η μεγάλη Κυβέλη, τον έβγαλε μωρό στο θέατρο, έφηβος έπαιξε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Χιλιάδες ώρες εξοντωτικής θεατρικής δουλειάς, πρόβες, μελέτη, έρευνα, ρόλοι, ρόλοι, ρόλοι...
«Είμαστε πολιτισμένοι οι Έλληνες»; τον είχα ρωτήσει.
«Όχι», ήταν η απάντησή του, «η έλλειψη πολιτισμού είναι γνώρισμα της φυλής μας. Δεν σεβόμαστε την ελευθερία του άλλου»
Τον θυμάμαι να βγάζει την καρφίτσα, που στερέωνε κρυφά στο πέτο του σακακιού του, και να τρυπάει πολλές φορές το φίλτρο του –πολλοστού– τσιγάρου του.
Ο Βαλτινός τον ρωτούσε «μα γιατί το κάνετε αυτό, κ. Χορν;» κι εκείνος εξηγούσε: «Μα δεν το ξέρεις; Βλάπτει πολύ λιγότερο!»
Δεν βρίσκω επίλογο.
Θυμάμαι που έλεγε: «Τα λόγια που δεν μπορείς ν' αρθρώσεις μοιάζουν πλούσια όταν δεν ηχούν».
Εντάξει, δεν έχω τίποτε άλλο να πω.
Είναι 16 Ιανουαρίου και η φωνή του φωνή του στο «Πες μου μια λέξη» έκανε παρέα σ' αυτό το κείμενο...
Δημήτρης Χορν & Μάρω Κοντού - Πες μου μια λέξη
σχόλια