Η προηγούμενη επίσκεψη των El Conde de Torrefiel στην Αθήνα τούς έχει μείνει αξέχαστη. Το χορευτικό δίδυμο με έδρα τη Βαρκελώνη, που αποτελείται από τον Ισπανό Pablo Gisbert και την Ελβετή Tanya Beyeler, είχε παρουσιάσει πριν από ενάμιση χρόνο την παράσταση Guerilla και, όπως αναφέρει η Tanya, «η Αθήνα την έκανε να νιώσει σαν να χτυπήθηκε από ένα βέλος».
Η χορογράφος έχει έντονες προσωπικές αναμνήσεις από τον έναν μήνα που πέρασαν εδώ, με την ίδια την πόλη να της προκαλεί αντικρουόμενα συναισθήματα: «Τα όρια ανάμεσα στο κοινό, το έργο και εμάς ήταν σχεδόν ανύπαρκτα και μετά τις παραστάσεις περάσαμε πολύ χρόνο με τους θεατές, με τους οποίους μοιραστήκαμε λόγια πολύ ξεχωριστά. Είναι σημαντικό για εμάς να επιστρέφουμε εκεί. Κάθε φορά που βρισκόμαστε στη Μεσόγειο, νιώθουμε ότι η δουλειά μας βρίσκει ρίζες, ότι γίνεται δυνατότερη. Νιώθουμε σαν στο σπίτι μας».
Μετά την ενασχόλησή τους, λοιπόν, με τους τριγμούς που αντιμετωπίζει συθέμελα η Ευρώπη, εστιάζουν πλέον στο άτομο και στις απρόβλεπτες αλλαγές στη ζωή του. Επιχειρούν μάλιστα μια προσέγγιση στον χωροχρόνο, μια έννοια δύσκολη, που απασχολεί ολοένα και περισσότερους καλλιτέχνες.
Τώρα οι El Conde, καλεσμένοι του Φεστιβάλ Αθηνών με το έβδομο κατά σειρά έργο τους με τον τίτλο La Plaza, το οποίο έκανε πρεμιέρα πριν από λίγο καιρό στις Βρυξέλλες, ανοίγουν έναν νέο κύκλο στην πορεία τους, που συνήθως συνδέει χορογραφία, κείμενο και πρόζα. Σε αυτό συμμετέχουν μάλιστα και εννέα Έλληνες περφόρμερ, αφού σε κάθε χώρα όπου το παρουσιάζουν προκύπτουν ντόπιοι συμμετέχοντες μετά από αντίστοιχα καλέσματα, στοιχείο που κάνει κάθε παράσταση ξεχωριστή, σαν πρεμιέρα.
Μετά την ενασχόλησή τους, λοιπόν, με τους τριγμούς που αντιμετωπίζει συθέμελα η Ευρώπη, εστιάζουν πλέον στο άτομο και στις απρόβλεπτες αλλαγές στη ζωή του. Επιχειρούν μάλιστα μια προσέγγιση στον χωροχρόνο, μια έννοια δύσκολη, που απασχολεί ολοένα και περισσότερους καλλιτέχνες.
Παράλληλα εγείρει υπαρξιακά ερωτήματα που, σύμφωνα με την Tanya, είναι μάλλον η κινητήριος δύναμη σε κάθε μορφή τέχνης. «Η προσέγγισή μας σε αυτήν τη δημιουργία γίνεται περισσότερο με όρους φόρμας παρά με όρους περιεχομένου» εξηγεί η καλλιτέχνις. «Από άποψη περιεχομένου, το κοινό θα βρει θέματα που χαρακτηρίζουν τις προηγούμενες δουλειές μας, τα οποία θα συνόψιζα ως ερωτήματα πάνω στη φύση των δυνάμεων που αναπτύσσονται μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, στο τώρα, μέσα από τα μεγάλα ζητήματα της εποχής.
Η πρώτη μας παρόρμηση εδώ ήταν να τα εξερευνήσουμε από την προοπτική του μέλλοντος, όμως σύντομα συνειδητοποιήσαμε ότι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσεις για το μέλλον και να αγγίξεις το κοινό είναι μέσω του παρόντος, καθώς οι σημερινές αποφάσεις καθορίζουν το μελλοντικό τοπίο. Ενώ, λοιπόν, βρισκόμασταν μόλις μία εβδομάδα πριν από την πρεμιέρα, ανακαλύψαμε ότι η δύναμη των εικόνων είχε γιγαντωθεί, οπότε έγινε εντονότερη η υποκειμενική θεώρηση της πραγματικότητας.
Φυσικά, υπάρχει σύνδεση με τα προηγούμενα έργα μας αναφορικά με τα ερωτήματα που προανέφερα, αλλά αυτό που αλλάζει ριζικά εδώ είναι η προοπτική που αφορά περισσότερο το άτομο. Το Guerilla ήταν πολύ πιο συμπαγές, αφού παρουσίαζε βιωματικές ιστορίες ανθρώπων επί σκηνής, θέλοντας να δώσει μια πιο ρεαλιστική εικόνα ενός σημείου του κόσμου στον σημερινό χάρτη. Βλέπω το La Plaza περισσότερο ως ιμπρεσιονιστικό πίνακα, κάπως άδειο όμως, με αρκετό κενό χώρο που το κοινό μπορεί να γεμίσει με τον δικό του τρόπο – ή να αποφασίσει πως δεν θέλει να το κάνει».
Τροφή για σκέψη, λοιπόν, το La Plaza, όπου μια μάζα ανώνυμων ανθρώπων διασταυρώνεται σε μια δημόσια πλατεία στην οποία «δεν συμβαίνει τίποτα και συμβαίνουν τα πάντα», ενώ το αποτέλεσμα, όπως περιγράφει η δημιουργός του, προκαλεί ένα αίσθημα αποξένωσης και απόστασης στο κοινό, που ενδεχομένως εντείνεται από τη χρήση του ζεντάι, της άφυλης στολής στο χρώμα του δέρματος που αφαιρεί εντελώς τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά από το πρόσωπο των ερμηνευτών.
Πώς υποκινήθηκε, αισθητικά και πρακτικά, η χρήση αυτού του ασιατικής προέλευσης κοστουμιού, για το οποίο, μάλιστα, οι χορογράφοι ενημέρωναν στις οντισιόν ότι ενδέχεται να είναι άβολο και να περιορίζει την όραση, προκαλώντας ένα αίσθημα εγκλεισμού, οπότε οι υποψήφιοι συμμετέχοντες δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν πρόβλημα κλειστοφοβίας. «Όλο και περισσότεροι άνθρωποι το φορούν, είτε επειδή αισθάνονται κατά κάποιον τρόπο ασφαλείς μέσα σε αυτό είτε επειδή έχουν κάποια φετιχιστική σχέση μαζί του» σημειώνει η Tanya.
«Το πρώτο βήμα στη δημιουργία της παράστασής μας έγινε όταν πέσαμε πάνω σε μια φωτογραφία ενός ανθρώπου που φορούσε ζεντάι. Ήταν καθαρά αισθητικό το θέμα, αλλά βρήκαμε αυτή την εικόνα πολύ υπαινικτική. Στο έργο μας, τα άτομα επί σκηνής είναι συνέχεια εκτός πρώτου πλάνου, κανονικά δεν μιλάνε, κι αν το κάνουν τους "σβήνουμε" όσο περισσότερο μπορούμε, βάζοντάς τους να είναι πλάτη. Συνήθως κοιτάμε ένα πρόσωπο για να καταλάβουμε ποιον έχουμε μπροστά μας. Λαμβάνουμε πληροφορίες από το πρόσωπο και από το παρουσιαστικό.
»Εδώ ο θεατής έχει μόνο το περίβλημα, τα κοστούμια, που είναι κάπως μίνιμαλ, και αυτό κάνει τον εγκέφαλο αυτόματα να ψάχνει για περισσότερες πληροφορίες μέσω άλλων στοιχείων. Θεωρήσαμε ότι έτσι θα κινητοποιηθεί το κοινό, σε συνδυασμό με το γραπτό κείμενο, όπως σε ένα μυθιστόρημα όπου τοποθετείς το πρόσωπο και τις κινήσεις των χαρακτήρων σύμφωνα με τη δική σου αντίληψη περί του κειμένου. Βρήκαμε ενδιαφέρον στη μεταφορά αυτού του λογοτεχνικού στοιχείου επί σκηνής, αντί της συνήθους θεατρικής σύμβασης των χαρακτήρων που μιλούν, νιώθουν και κινούνται σαν αληθινοί».
Αναρωτιέμαι αν προκύπτουν καλλιτεχνικές ή ιδεολογικές διαφωνίες ανάμεσα στους δύο χορογράφους όταν ετοιμάζουν ένα νέο έργο. Η Tanya αναφέρει πως οι δυο τους λειτουργούν αλληλένδετα, παρά τις όποιες αποστάσεις: «Έχουμε σχεδόν ίδιο γούστο στο τι θέλουμε να χτίσουμε κάθε φορά στη σκηνή, αλλά είμαστε εντελώς αντίθετοι στη φόρμα. Ο Pablo είναι γρήγορος, δημιουργικός και παρορμητικός. Εγώ παρατηρώ περισσότερο, είμαι πιο λογική και "τακτοποιημένη".
Ο Pablo παίρνει απόσταση και βλέπει πολύ καλά τι γίνεται επί σκηνής, εγώ προτιμώ να δουλεύω στις λεπτομέρειες. Μετά από αυτά τα οκτώ χρόνια νιώθω ότι αλληλοσυμπληρωνόμαστε, ακόμα και όταν περνάμε πολύ χρόνο συζητώντας για να βρούμε έναν κοινό δρόμο. Όλο αυτό το ξεκινήσαμε επειδή θέλαμε να μοιραζόμαστε τον χρόνο μας με ανθρώπους που μας αρέσουν, για να περνάμε καλά. Το δυσκολότερο είναι να το κρατήσουμε ζωντανό επαγγελματικά. Αυτή είναι η βασική μας έγνοια».
Info:
El Conde de Torrefiel
La Plaza
Πειραιώς 260 (Δ)
30/6-1/7, 21:00
Με ελληνικούς υπέρτιτλους
σχόλια