H Καίη Τσιτσέλη (1926-2001) ήταν μια ιδιαίτερη γυναίκα, με μια καθόλα ενδιαφέρουσα ζωή και μια διακριτή, προσωπική πορεία στα γράμματα: ξεκίνησε να γράφει, κυρίως νουβέλες και διηγήματα, στα αγγλικά τη δεκαετία του 1950 (κάποια εκ των οποίων μεταφράστηκαν πολύ αργότερα και στα ελληνικά), ενώ σημαντικό μέρος της ενασχόλησής της με τη λογοτεχνία αφορά την απόδοση στα αγγλικά μυθιστορημάτων/κειμένων του Στρατή Τσίρκα, του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του Μένη Κουμανταρέα, της Ρέας Γαλανάκη κ.ά. Η «διγλωσσία» είναι ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής ύπαρξής της γιατί κατά έναν τρόπο δηλώνει τον «ανοιχτό» τρόπο με τον οποίο έζησε κι έγραψε, περικλείοντας τόπους κι ανθρώπους, κείμενα και συγγραφείς που γνώρισε στην πολυταξιδεμένη ζωή της.
Στη βιογραφία της επισημαίνεται ο συγχρωτισμός της με τον κύκλο συγγραφέων και καλλιτεχνών του Brazilian, του ιστορικού καφέ της οδού Βουκουρεστίου, και του «Βυζάντιου», η συμβολή της στην «αντιδικτατορική» συλλογική έκδοση 18 κείμενα αλλά και η δημιουργία ενός εστιατορίου το 1973, του περίφημου Balthasar, στο αρχοντικό Πυρρή του 1904 της οδού Τσόχα στους Αμπελόκηπους, κατοικία κάποτε της Κυβέλης (Ανδριανού). Το όνομά του ανακαλούσε τον ήρωα του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου του Λόρενς Ντάρελ –δείγμα κι αυτό της άλλης «αντίστασης» στη χούντα που επιχείρησε η Τσιτσέλη με τον άνδρα της Νίκο Παλαιολόγο με τον χώρο και τα κοσμοπολίτικα πιάτα του Balthazar– όχι μόνο γιατί η χούντα τούς είχε αφαιρέσει τα διαβατήρια, «... αλλά διότι έκανε αντίσταση στη χοντροκοπιά της χούντας. Αντίσταση αρχοντιάς, αντίσταση καλού γούστου, αντίσταση φίνας γεύσης», όπως έχει γράψει ο Νίκος Δήμου).
Το 2010 η έκδοση του βιβλίου Η κουζίνα του Balthazar (1973-1983), Συνταγές και ιστορίες από ένα εστιατόριο της Αθήνας (εκδόσεις Ιστός) που υπέγραφαν η κόρη της, Λίλα Παλαιολόγου, και ο σύζυγός της, Βαγγέλης Πελέκης, αποτέλεσε μια χαρούμενη, γευστική, με χρώματα και ζωή αφορμή να θυμηθούμε τη συγγραφέα, μεταξύ άλλων, του Δρόμου προς τον Κολωνό και της ευαίσθητης συλλογής μικρών ιστοριών Ο χορός των ωρών. Αντιθέτως, ο «ειδικός» λόγος που τώρα ανατρέχουμε στην Καίη Τσιτσέλη αφορά έναν μονόλογο που ερμηνεύει η Αμαλία Μουτούση, βασισμένο σ' ένα εξομολογητικό κείμενο της συγγραφέως λίγο πριν πεθάνει (μέρος του μικρού βιβλίου Το Α και το Ω, εκδόσεις Άγρα 2006)
Το Ω είναι το τελευταίο χνάρι ενός ευαίσθητου ανθρώπου που βιώνει σε απόλυτο βαθμό την απώλεια – την απώλεια των ανθρώπων που αγαπά (κι ας βρίσκονται γύρω της, κι ας της κάνουν τα χατίρια, η ίδια ξέρει ότι οι δύο χρόνοι, ο δικός της και ο δικός τους, δεν συναντιούνται ποτέ), των επιθυμιών που συνέχουν την ίδια την ύπαρξη, της διανοητικής της επάρκειας. Άρρωστη καιρό, αποτυπώνει απελπισμένη στιγμές από τη ζωή της σαν μια ατέρμονη επανάληψη της ίδιας ρουτίνας, σ' έναν καταναγκαστικό ρυθμό που εξουθενώνει και την τελευταία θέληση για ζωή. «Να συμβαίνουν πράγματα, αυτό είναι ελευθερία, κι αυτή χάθηκε. Όλα χάθηκαν» γράφει. Και λίγο πιο κάτω: «Δεν δίνω και μεγάλη προσοχή σε αυτά που γράφω, το κάνω απλώς για να προχωράω, να χρησιμοποιήσω (ελπίζω) μερικές νέες λέξεις με νέους τρόπους για να απαλλαγώ από αυτήν τη μισητή αίσθηση της επανάληψης».
Οι γραμμές αυτές δικαιολογούν ίσως αυτό που έχει επισημάνει ο Άρης Μπερλής, ότι «υπάρχει σκοπιμότητα στη γραφή του, καθαρά λογοτεχνική», αλλά μέχρι να αποφανθούμε ότι υπάρχει «συγγραφική σύλληψη, σχέδιο, εκτέλεση και τέλος» η απόσταση είναι μεγάλη. Στο Ω υπάρχουν βέβαια οι 6 σελίδες του πειράματος με το πράσινο δαχτυλίδι που το φορά περιμένοντας ότι κάποιος θα το/την προσέξει. Κανείς δεν το/την προσέχει και η «φάρσα» με το δαχτυλίδι τα κάνει «όλα χειρότερα – αλλά και σαφέστερα». Η Τσιτσέλη καταλαβαίνει ότι έχει γίνει αόρατη, ότι έχει μεταβεί ήδη κατά έναν τρόπο στον «άλλο κόσμο». Αλλά ούτε αυτές οι συγκλονιστικές γραμμές δεν αλλάζουν το γεγονός ότι το Ω είναι αποσπασματική καταγραφή σκέψεων, λίγο προτού αναχωρήσει οριστικώς, μιας γυναίκας που έζησε μέσα στη λογοτεχνία, άρα κι αυτές δεν μπορεί παρά να έχουν λογοτεχνικά χαρακτηριστικά.
Το ζήτημα, όμως, είναι άλλο: ποιος και με τι σκεπτικό θεώρησε σκόπιμο να παρουσιαστεί το κείμενο αυτό εν είδει σκηνικού μονολόγου; Το ερώτημα είναι ρητορικό. Ο Γιώργος Σκεύας υπογράφει τη σύνθεση (και την εκτέλεση της παραγωγής η Λίλα Παλαιολόγου και ο Βαγγέλης Πελέκης) προφανώς πιστεύοντας τυφλά στην υποκριτική δεινότητα της Αμαλίας Μουτούση και στη σχέση εμπιστοσύνης που έχει αναπτύξει μέσα στα χρόνια με το σοβαρό κοινό του θεάτρου. Κι όμως, ακόμα κι αυτή εξαφανίζεται στο χαμηλοτάβανο ισόγειο της πολυκατοικίας στο Κολωνάκι που, ως θεατρικός χώρος, λέγεται «Προσωρινός».
Ο λόγος κομματιάζεται σε μικρά τεμάχια και η ηθοποιός τον ερμηνεύει σαν να βρίσκεται σε συνθήκη διαρκούς τρόμου, που γίνεται ιδιαιτέρως ψυχαναγκαστική για τους θεατές, αν σκεφτεί κανείς ότι παραμένουν επί ώρα σ' έναν ελάχιστα φωτισμένο χώρο, παρακολουθώντας κάτι που τελικά μοιάζει με λεκτικό επιθανάτιο ρόγχο.
Ο μονόλογος Lapsus συστήνει την Καίη Τσιτσέλη (αφού μια παράσταση αποτελεί πάντα μια καλή αφορμή για να διευρυνθεί το αναγνωστικό κοινό ενός συγγραφέα) όπως δεν θα έπρεπε: από τις γραμμές που έγραψε στο σβήσιμο της ζωής της κι όχι με τα κείμενα που χαρακτηρίζουν την ιδιοσυγκρασία και το κύριο συγγραφικό της έργο, όπως η έξοχη νουβέλα Ο θάνατος μιας πόλης που έγραψε αμέσως μετά την καταστροφή της Κεφαλονιάς από τον σεισμό το 1954 (κείμενο που ο πρόσφατος σεισμός στο νησί σχεδόν προκαλεί την ανακάλυψή του, 60 χρόνια μετά).
Δύο ακόμα πράγματα μού προκάλεσαν θλίψη: ο ταξικός «αυτισμός» που διέκρινα σ' αυτήν τη σκηνική επιλογή ανθρώπων που ασχολούνται με τις τέχνες και που μπορούν να στοχαστούν τον θάνατο γιατί δεν χρειάζεται να νοιαστούν για τον επιούσιο, όταν πολλοί από το δυνάμει κοινό τους έχουν βρεθεί στη δεινή θέση να πρέπει να αγωνίζονται για τα βασικά, για την ίδια την επιβίωσή τους. Και αυτός ο «καλλιτεχνικός» εγωισμός που δεν επιτρέπει στους δημιουργούς να σκεφτούν το κοινό τους με διάθεση προσφοράς, εγκαρδίωσης, υποστήριξης, που δεν τους επιτρέπει, με άλλα λόγια, να προτείνουν την παρηγορητική δύναμη της τέχνης από μια επίδειξη υποκριτικής virtuosité.
σχόλια