Ισότητα των φύλων στο θέατρο δεν υπάρχει και θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να ισοφαρίσουν τα ποσοστά της επαγγελματικής παρουσίας των γυναικών, όχι φυσικά επάνω στη σκηνή, αλλά κάτω και γύρω από αυτήν. Στο θέατρο εργάζονται χιλιάδες γυναίκες, όσο όμως ανεβαίνουμε την πυραμίδα των θέσεων ευθύνης, η παρουσία τους γίνεται όλο και λιγότερο εμφανής. Οι γυναίκες είναι αυτές που σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από τους άνδρες θέλουν να ασχοληθούν με το επάγγελμα. Κυρίως ως ηθοποιοί.
Το 2019 στην έρευνα της LiFO για τις δραματικές σχολές στην Ελλάδα είδαμε ότι από τις 1.100 αιτήσεις στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου οι 850 έγιναν από κορίτσια. Αν και το Εθνικό έβαλε ποσόστωση φύλου στις εισαγωγικές, άλλη ποσόστωση στο ελληνικό θέατρο δεν υπάρχει και δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιθανώς σύντομα.
Ωστόσο και το Φεστιβάλ Αθηνών και οι κρατικές σκηνές δίνουν βήμα σε περισσότερες γυναίκες δημιουργούς, ένα βήμα που οι γυναίκες του θεάτρου το κατακτούν με αληθινό κόπο, επιμονή και προσήλωση.
Οι μεγάλες πρωταγωνίστριες
Αν και οι πρωταγωνίστριες λειτουργούν ως μαγνήτης για τους θεατές, οι γυναίκες δημιουργοί είχαν και έχουν υποδεέστερο ρόλο. Οι πρωταγωνίστριες είναι μαγνήτης και για τους παραγωγούς, καθώς αποτελούν εγγύηση για την εμπορική επιτυχία μιας παράστασης.
Η Άννα Κοκκίνου, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Μπέτυ Αρβανίτη, η Όλια Λαζαρίδου, όπως και η Ελένη Ράντου, η Κάτια Δανδουλάκη, η Μιμή Ντενίση, που είναι και από τις λίγες γυναίκες επιχειρηματίες, ανάμεσα σε άλλες, έχουν κοινό δικό τους και η καθεμία αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Πάντως προπολεμικά και μεταπολεμικά, σε σχέση με τη σημερινή εικόνα, πολύ περισσότερες γυναίκες ηγούνταν θιάσων –κυρίως εμπορικών– στο κέντρο της Αθήνας. Από τη Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κυβέλη μέχρι την Κατερίνα Ανδρεάδη και την Τζένη Ρουσσέα.
Το θέατρο άλλαξε δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και σήμερα υπάρχουν πολλά οξύμωρα που σχετίζονται με το φύλο. Οι γυναίκες –σε πολλές περιπτώσεις– στο θέατρο αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους. Αν τους δοθεί η ευκαιρία να σκηνοθετήσουν, οι παραγωγοί επικαλούνται ακριβώς αυτή την «ευκαιρία» που τους δόθηκε για να τις πληρώσουν λιγότερο.
Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά την ύπαρξη μιας κακοποιητικής ή υποτιμητικής συμπεριφοράς, σε επίπεδο προσωπικό, απλώς αποτυπώνει την αλήθεια, ότι το θέατρο διοικείται από άνδρες, και επιβεβαιώνει την κουβέντα της Κούλας Aντωνιάδη, της πρώτης γυναίκας που σκηνοθέτησε στην Επίδαυρο το 1982 –τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη για το ΚΘΒΕ–, ότι «σε γυναίκα σκηνοθέτη δεν επιτρέπεται ποτέ να δώσει μέτρια δουλειά».
Το θέατρο άλλαξε δραστικά τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και σήμερα υπάρχουν πολλά οξύμωρα που σχετίζονται με το φύλο. Οι γυναίκες –σε πολλές περιπτώσεις– στο θέατρο αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους.
Γυναίκες στη σκηνοθεσία
Αν ξεκινήσουμε από την Επίδαυρο και φτάσουμε στο σήμερα, με τη σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου να είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, έχει πέσει πολύ νερό στον μύλο για να φτάσουν να σκηνοθετούν στο μικρό και το μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου, ανάμεσα σε άλλες, η Αργυρώ Χιώτη, η Ιώ Βουλγαράκη, η Γεωργία Μαυραγάνη, η Λένα Κιτσοπούλου, που θα πάρει το βάπτισμα το 2023, ενώ πιο έντονη είναι η παρουσία των γυναικών που σκηνοθετούν στην Πειραιώς 260.
Μετά τη σκηνοθεσία της Αντωνιάδη το 1982 στην Επίδαυρο, οι επόμενες γυναίκες που σκηνοθέτησαν για λογαριασμό κρατικού θεσμού, για το Εθνικό, ήταν η Λυδία Κονιόρδου το 1996 και η Νικαίτη Κοντούρη το 1997. Καθόλου καλή επίδοση, οι γυναίκες έχουν σκηνοθετήσει σε ποσοστό μονοψήφιο στο σύνολο των εκατοντάδων παραστάσεων στην Επίδαυρο.
Ψάχνοντας δε τις παραστάσεις των τελευταίων δέκα ετών στην Επίδαυρο, τις μεταφράσεις των περισσοτέρων έργων αρχαίου δράματος –σε περισσότερες από 60 παραστάσεις– υπογράφουν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες, με δύο μόνο εξαιρέσεις, της Νικολέττας Φριντζήλα το 2014 για το Εθνικό Θέατρο στον «Ιππόλυτο», σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου, και της Παναγιώτας Πανταζή, που υπέγραψε τη μετάφραση της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» το 2022, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη.
Η πιο σημαντική συμβολική κίνηση που αφορούσε τις σκηνοθέτιδες έγινε πριν δύο χρόνια, όταν η πρώτη γυναίκα –μεταβατική– καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου Έρι Κύργια έδωσε βήμα στις τρεις μεγάλες σκηνές του Ε.Θ. στην Ελένη Ευθυμίου, στη Μαρία Μαγκανάρη και στη Μαρία Πανουργιά για να σκηνοθετήσουν, εκεί που τα προηγούμενα χρόνια δεν θα μπορούσαν καν να το σκεφτούν ως ενδεχόμενο.
Πόσες διευθύντριες καλλιτεχνικών οργανισμών έχουμε σήμερα; Τη Μαριάννα Κάλμπαρη στο Θέατρο Τέχνης και έξι γυναίκες στην καλλιτεχνική διεύθυνση των ΔΗΠΕΘΕ της χώρας, από τα 14 που υπάρχουν, σε καλύτερη ή χειρότερη κατάσταση, σήμερα.
Όμως, αν ένα ΔΗΠΕΘΕ έγινε διάσημο και άφησε αποτύπωμα με το ρεπερτόριο και τις παραστάσεις του και θεωρήθηκε «θαύμα», αυτό ήταν το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας όταν από το 1988 το διηύθυνε η Μάγια Λυμπεροπούλου, μια σπουδαία προσωπικότητα του ελληνικού θεάτρου και σπουδαία δασκάλα, εξαιρετικής μόρφωσης, όπως πολλές από τις γυναίκες που είχαν και έχουν δραστηριοποιηθεί στο θέατρο, με αξιόλογες σπουδές στο εξωτερικό, από πολύ παλιά, όπως η Χριστίνα Τσίγκου, που πρωτοσκηνοθέτησε Μπέκετ στο ΚΘΒΕ το 1967 ή η Μαριέτα Ριάλδη που ανέβασε το έργο της Κάριλ Τσέρτσιλ «Πετυχημένες γυναίκες» το 1983, ένα έργο βαθιά φεμινιστικό, την ίδια σχεδόν χρονιά με το Royal Court και αρκετά χρόνια πριν «ανακαλύψει» τη συγγραφέα το ελληνικό θέατρο.
Πριν τη Μαριέτα Ριάλδη η Ράια Μουζενίδου είχε σκηνοθετήσει ένα μονόπρακτο του Γεωργίου Σουρή στο Εθνικό –στην κινητή μονάδα του τότε. Όμως πέρα από τις κρατικές σκηνές, σκηνοθέτιδες όπως η Ρούλα Πατεράκη, η Ελένη Σκότη, η Έλενα Μαυρίδου, ανάμεσα σε άλλες, επιχείρησαν σε δικούς τους χώρους, ίδρυσαν θέατρα και δραστηριοποιήθηκαν και στην ελεύθερη αγορά.
Μια γυναίκα ηθοποιός για κάθε μέρα του Μαρτίου
Οι γυναίκες στο ελληνικό θέατρο σήμερα είναι ταλαντούχες και μορφωμένες, ικανές και φιλόδοξες, και ευτυχώς η εποχή μάς επιτρέπει να το αναγνωρίσουμε πιο εύκολα. Το βλέπουμε στη σκηνή και στον τρόπο με τον οποίο υποδύονται τους ρόλους τους. Με μια πρόχειρη ανάγνωση βλέπουμε δεκάδες αξιόλογες ηθοποιούς, όπως, ανάμεσα σε άλλες, η Αγλαΐα Παππά, η Σοφία Χιλλ, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, η Άννα Μάσχα, η Πηνελόπη Τσιλίκα, η Θεοδώρα Τζήμου, η Μαρία Κεχαγιόγλου, η Ηρώ Μπέζου, η Ρένη Πιττακή, η Ράνια Οικονομίδου, η Λυδία Φωτοπούλου, η Λήδα Πρωτοψάλτη, η Μαρία Σκουλά, η Κάτια Γκουλιώνη, η Μαρία Κίτσου, η Έλλη Τρίγγου, η Στεφανία Γουλιώτη, η Κόρα Καρβούνη, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, η Μαίρη Μηνά, η Ναταλία Τσαλίκη, η Έμιλυ Κολιανδρή, η Ελένη Ουζουνίδου, η Δέσποινα Κούρτη, η Ανθή Ευστρατιάδου, η Ιωάννα Κολλιοπούλου, η Σοφία Κόκκαλη, η Αμαλία Καβάλη, η Εύη Σαουλίδου, η Αλεξία Καλτσίκη, η Λουκία Μιχαλοπούλου, η Ελένη Κοκκίδου. Με μια ανάσα 31 ονόματα, ένα για κάθε μέρα του Μαρτίου, μήνα των γυναικών.
«Σ’ εσάς που μας ακούτε»
Όμως μια προσεκτική ανάγνωση των οδηγών θεάτρου θα δείξει ότι είναι περισσότεροι οι θίασοι με άνδρες πρωταγωνιστές ή τα έργα με ανδρικούς ρόλους που ανεβαίνουν αυτήν τη χρονιά και ελάχιστα αυτά που ανεβαίνουν με αμιγώς γυναικείους θιάσους.
Οι γυναίκες έχουν γράψει ιστορία στην πρωτοπορία του ελληνικού θεάτρου, η Ξένια Καλογεροπούλου σφράγισε με την παρουσία και το έργο της το παιδικό θέατρο, η Αλίκη Γεωργούλη παλιότερα ήταν η πρώτη που έκανε θέατρο σε αποθήκη και η Γιολάντα Μαρκοπούλου κάνει θέατρο σε ασυνήθιστους, απρόβλεπτους χώρους.
Γυναίκα η διευθύντρια της δραματικής σχολής του Εθνικού, η Δηώ Καγγελάρη, ενώ από τις 19 ανώτερες δραματικές σχολές λιγότερες από πέντε διευθύνονται από γυναίκες. Οι κινητοποιήσεις των ηθοποιών που ξεκίνησαν από τις δραματικές σχολές έχουν ως μότο τον τίτλο του έργου της πιο εμβληματικής Ελληνίδας θεατρικής συγγραφέως, της Λούλας Αναγνωστάκη, μια παράφραση του «Σ’ εσάς που με ακούτε» –το έργο μιλά για τα πολιτικά και ατομικά αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας–, με τη φιγούρα της να δεσπόζει στα πανό και τα τρικάκια.
Με το ελληνικό έργο να μην μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις μεγάλες σκηνές, δύο ακόμα γυναίκες ξεχωρίζουν για το ιδιαίτερο μυαλό τους, μια κατασκευή γλώσσας που γίνεται θεατρικός λόγος και τη δημιουργία ενός μοναδικού στίγματος, η Γλυκερία Μπασδέκη και η Λένα Κιτσοπούλου.
Από μεταφράστριες μάς έχει παραδοθεί και ένα μεγάλο σύνολο έργων υποδειγματικά μεταφρασμένων, π.χ. από τη Χρύσα Προκοπάκη και την Τζένη Μαστοράκη, όμως και οι σύγχρονες μεταφράσεις και οι ευκαιρίες που θα μπορούσαν να δοθούν σε περισσότερες μεταφράστριες σκοντάφτουν στην υποχρηματοδότηση του συστήματος.
Στο ελληνικό θέατρο έχουμε καταπληκτικές καθηγήτριες, κριτικούς που άφησαν εξαιρετικά θεωρητικά κείμενα, όπως η Ελένη Βαροπούλου και η Άννυ Κολτσιδοπούλου. Πάντα ήταν λιγότερες από τους άνδρες κριτικούς θεάτρου και μην ξεχνάμε ότι η Ελένη Ουράνη στην εποχή της, προφανώς για λόγους αξιοπιστίας, υπέγραφε ως κριτικός με το όνομα «Άλκης Θρύλος».
Η σκηνογραφία και η ενδυματολογία είναι πεδίο «πιο φιλικό» για τις γυναίκες δημιουργούς. Από τις ιστορικές σκηνογραφίες της Χλόης Ομπολένσκι μέχρι τη Λίλη Πεζανού, την πρόωρα χαμένη Έλλη Παπαγεωργακοπούλου και σήμερα την Εύα Μανιδάκη, την Ιωάννα Τσάμη, τη Ζαΐρα Φαληρέα, τη Μαρία Πανουργιά, την Ελένη Μανωλοπούλου, την Έφη Μπίρμπα, όλες δείχνουν σοβαρά δείγματα γραφής, αν και με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.
Οι φωτισμοί ήταν συνήθως, όπως και όλα τα τεχνικά κομμάτια του θεάτρου, «γένους αρσενικού», ωστόσο η πιο διάσημη του κλάδου που ξεκίνησε από το θέατρο και σήμερα κάνει διεθνή καριέρα με μεγάλες διακρίσεις είναι μια γυναίκα, η Ελευθερία Ντεκώ.
Προς την πολυπόθητη ισότητα στο θέατρο
Μέσα στα χρόνια έχει αλλάξει ο τρόπος που κάνουμε θέατρο. Ωστόσο, και στις σημερινές ομάδες θεάτρου η παρουσία των γυναικών σε ηγετική θέση είναι μικρότερη. Σε μια εποχή που είναι επιτακτική η ανάγκη της συζήτησης για την ορατότητα, πώς θέλουμε να βλέπουμε τις γυναίκες στο θέατρο και πόσο;
Ακόμα και σήμερα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, για να σταθεί επάξια μια γυναίκα απέναντι σε έναν άνδρα σκηνοθέτη πρέπει να δουλέψει περισσότερο και να δώσει περισσότερα δείγματα γραφής πριν της εμπιστευτούν μεγάλες παραγωγές.
Τις πταίει; Η μυθοποίηση των ανδρών θεατρικών δασκάλων; Η ισχυρή ανδρική ταυτότητα που έκανε για πολλά χρόνια τις γυναίκες να μην τολμούν να δοκιμαστούν; Οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις ότι οι γυναίκες στο θέατρο εξυπηρετούν συγκεκριμένους ρόλους, της μούσας ή της πρωταγωνίστριας; Ότι προσδίδουν τη λάμψη αλλά όχι και τη στιβαρότητα που χρειάζεται μια σκηνοθεσία, για παράδειγμα; Μπορεί να υποστηρίζουμε ότι το ταλέντο δεν έχει φύλο, αλλά δεν μπορεί να μην κρίνουμε το γεγονός ότι η προσφορά θέσεων υψηλού προφίλ και ευθύνης σε άνδρες είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι σε γυναίκες.
Υπάρχει όμως κάτι στο οποίο συμφωνούμε όλοι. Οι γυναίκες είναι το μεγάλο και σταθερό κοινό του θεάτρου. Το γυναικείο κοινό δίνει μια σοβαρή ψήφο και ένα φιλί της ζωής σε δεκάδες θέατρα. Βήμα-βήμα κάποια μέρα η δυναμική της πλατείας και η δυναμική πάνω και πίσω απ’ τη σκηνή θα συναντηθούν. Όπως γράφει ο Ευριπίδης στη «Μήδεια», «ο μακρός χρόνος έχει να πει πολλά για μας και πολλά για τους άντρες».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.