Το σώμα της έχει γίνει προέκταση του καναπέ: ποτέ δεν τον απαρνείται, ποτέ δεν φεύγει από την αγκαλιά του, έχει πάρει το χρώμα, την υφή, τη μυρωδιά, τις καμπύλες και τις γωνίες του. Χάνεται στα μαξιλάρια, στις πλαγιές και στα λαγκάδια του, κρύβεται από την ευτέλεια, βυθίζεται στα lieder, στη μελαγχολία του δέκατου ένατου αιώνα, ακούει τη φωνή της να ξεχύνεται με λάμψη από τα έγκατα του είναι της, δραπετεύει σ’ ένα μέρος από το οποίο έχουν εξαφανιστεί οι αποχρώσεις του γκρι, μονάχα ο ήλιος και «η άλαλη σιωπή της ευτυχίας» φωτίζουν τα βλέμματα των ερωτευμένων στη γαλάζια ακτή.
Αυτή η Γουίνι του σαλονιού, θαμμένη στον λόφο του καναπέ της, ξορκίζει την αδηφάγα μικροπρέπεια της καθημερινότητας παλεύοντας ολοστόλιστη με τα ρεύματα της ζωής και του θανάτου, την ερωτική Sehnsucht του Στράους και του Λίλιενκρον από τη μια, και την ορμή αυτοαφανισμού του Μπεργκ και του Χέμπελ από την άλλη. Περιπλανιέται στο δάσος με τις οκτάβες και επιστρέφει για να φάει μακαρόνια δίχως τυρί. Λικνίζεται με τη βαρκαρόλα του Στράους και μετά ξεβράζεται στην τηλεοπτική ξέρα των βραδινών ειδήσεων. Χάνεται από τον κόσμο κρατώντας το χέρι του Μάλερ και γυρίζει αναγκαστικά στη μοναξιά, αναζητώντας την κατάλληλη απόχρωση μανόν για τα νύχια της.
Ποιο είναι το πραγματικό Living Room μας; Το δωμάτιο της ζωής μας; Πώς μετριούνται τα τετραγωνικά του; Πόσοι αναστεναγμοί έχουν ποτίσει την ταπετσαρία του; Ποιες χαραμάδες κρύβουν τις γραμμές φυγής μας;
Κρύβεται επειδή θέλει διακαώς να βρεθεί... Να αφαιρέσει την υφασμάτινη πανοπλία της, την περικεφαλαία και τις επωμίδες της, να φανερωθεί σε όλη την ευαλωτότητά της: έτσι όπως αληθινά είναι, εγκλωβισμένη ανάμεσα στην υψηλή ποίηση και στην μπαναλιτέ, ανάμεσα στη φλεγόμενη επιθυμία και στη ματαίωσή της, να βιώσει την αιωνίως διαφεύγουσα εκπλήρωση της ερωτικής έκστασης, σπαρταρώντας μελωδικά από δέος και ακαθόριστη προσδοκία για όσα θα μπορούσαν να της συμβούν, αλλά ποτέ δεν της συμβαίνουν.
Ποιο είναι το πραγματικό Living Room μας; Το δωμάτιο της ζωής μας; Πώς μετριούνται τα τετραγωνικά του; Πόσοι αναστεναγμοί έχουν ποτίσει την ταπετσαρία του; Ποιες χαραμάδες κρύβουν τις γραμμές φυγής μας; Μια γιγαντομαχία διαδραματίζεται κάθε βράδυ στο σαλόνι μας, τα πιο αβυσσαλέα πάθη κονταροχτυπιούνται με τις πιο ταπεινές συνήθειες, κι εκεί, σε αυτό το σπαρακτικό σημείο συνάντησης, γεννιέται και πεθαίνει ξανά και ξανά ο εαυτός και άπασες οι ανεξάντλητες εκδοχές του, οι ηλικίες και τα φύλα του, όλα όσα αναζητούν απεγνωσμένα έκφραση, εικόνες που δεν έχουν ενσαρκωθεί, αισθήσεις εν αναμονή, το σώμα μας που εγείρεται μαζί με τα συνημμένα σώματα, τους «άλλους», αυτούς που μας διακατέχουν, τους νεκρούς συνθέτες και τους απόντες εραστές, με τους οποίους κατοικούμε ένα μοναδικό Είναι, το πραγματικό παρόν.
Χτίζουμε μια drag περσόνα για να κρύψουμε το τραύμα, αλλά ταυτόχρονα να το ξορκίσουμε. Ο Γιώργος Ιατρού είναι η Νίνα Νάη και αντίστροφα: όχι μια σύζευξη αντιθέτων αλλά η έκφραση μιας θαυμαστής πολλαπλότητας που λαχταρά να υπάρχει χωρίς περιορισμούς, χωρίς περιφράξεις, χωρίς κατηγορίες ή κατηγόριες – ένα γίγνεσθαι-άλλο σε συνεχή μεταμορφωτική ροή που ποτέ δεν αποκρυσταλλώνεται σε μια παγιωμένη θέση, ακόμη κι όταν μοιάζει να μαραζώνει στην έρημο του μικροαστικού καναπέ της. Είναι, όπως λέει ο Ντελέζ, η επιθυμία που διεκδικεί το δικαίωμά της και αντιστέκεται σε κάθε «ταπετσαρία» που επιχειρεί να την καταπιεί.
Κι αυτή η ήρεμη μελαγχολία που μέσα της κοχλάζει αποτυπώνεται σε όλο το εύρος και το βάθος της, τόσο σε επίπεδο φωνητικό όσο και υποκριτικό, μέσα από τη συναρπαστική ερμηνεία του Γιώργου Ιατρού. Ο Ιατρού ποτέ δεν υπερβάλλει, κι ας είναι τόσο «υπερβολικός». Οι μεταβάσεις του είναι αβίαστες και η λιτότητά του θαυμαστή. Αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η μεγαλύτερη οδύνη δεν εκφράζεται θορυβωδώς αλλά ησύχως: δουλεύεται υπογείως με τα υλικά και τα άυλα της ευαισθησίας και αναδύεται μέσα από μια φόρμα σμιλευμένη αριστοτεχνικά, παλλόμενη από συναίσθημα, αλλά ουδέποτε έκρυθμη, ουδέποτε φανταχτερή.
Εν ολίγοις, έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετική περφόρμανς, η οποία, καίτοι queer, διαρρηγνύει κυριολεκτικά και μεταφορικά τα ιμάτια του queer και απλώνεται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρώπινου, γίνεται οντολογία.
Το σκηνικό που δημιούργησε ο Ζακ Λούσπας μετατρέπει εκθαμβωτικά την ιδέα σε ύλη, σε δωμάτιο-χαμαιλέοντα όπου όλα –τα έπιπλα, οι τοίχοι, τα πράγματα και οι άνθρωποι– έχουν γίνει ένα: το περιβάλλον διατηρεί, δυστυχώς, τη δύναμη να μας ρουφά κι εμείς παίρνουμε τη μορφή του για να επιβιώσουμε. Θα καταφέρει να εξοντώσει τη διαφορετικότητά μας; Η πορεία της περφόρμανς επιτρέπει στο τέλος μια αναλαμπή αισιοδοξίας: η περφόρμερ επιτελεί την απόσπασή της από αυτό.
Αφαιρεί τη χαμαιλεοντική σκευή της (υπέροχο το κοστούμι της Lara Buffard), αυτή που την καθιστά ένα «αντικείμενο» πανομοιότυπο με τα άλλα, και διεκδικεί αφοπλιστικά τη μοναδικότητά της. Βάζει στη θέση του σώματός της ένα μαξιλαρένιο ομοίωμα και «βγαίνει» από τον καναπέ για να σταθεί ημίγυμνη στο μπράτσο του επίπλου, στο μεταίχμιο «ρόλου» και «μη ρόλου», αφήνοντας τα ενδεχόμενα μιας επικείμενης εξόδου ανοιχτά.
Η παρουσία του Γιώργου Ζιάβρα στο πιάνο αποδεικνύεται εξίσου καθοριστική: γιατί δημιουργεί την αίσθηση ότι, πίσω από την παρτιτούρα, πίσω από τη μουσική που έγραψε ο συνθέτης, ακούγεται μια άλλη μουσική γλώσσα, μυστική και παράλληλη, που τη γράφει ο πιανίστας.
Όσον αφορά, τέλος, το εξω-θεατρικό επίπεδο, είναι νομίζω σημαντικό να επισημάνουμε την κρίσιμη σημασία που απηχεί η φιλοξενία του «Living Room» από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο πλαίσιο του Athens Pride. Ερχόμενη μετά την queer βιντεο-όπερα των Φυτών «ORFEAS2021», τον «Θάνατο του Άντονυ» του Χαράλαμπου Γωγιού και τη «Στρέλλα» του Μιχάλη Παρασκάκη, η περφόρμανς αυτή επιβεβαιώνει εκ νέου το συνεχιζόμενο και θαρραλέο άνοιγμα του σημαντικότερου θεσμού λυρικού θεάτρου της χώρας προς τα μέχρι πρότινος «απαγορευμένα» πεδία όλων των εκφάνσεων του queer.