Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δραπετεύσεις από την πραγματικότητα: Οι ήρωες του Ουίλιαμς επιλέγουν τον κόσμο της φαντασίας και της ψευδαίσθησης.
Στην Αμερική της δεκαετίας του '50, όταν η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας καθίσταται ζήτημα υψίστης προτεραιότητας, όταν οτιδήποτε εναλλακτικό θεωρείται αυτομάτως απειλή προς τον παραδοσιακό τρόπο ζωής,όταν οι κομμουνιστές και οι ομοφυλόφιλοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους και συλλαμβάνονται, ενώ το κράτος καλεί τους πολίτες να καταδώσουν φίλους και συνεργάτες, οι ήρωες του Ουίλιαμς φτιάχνουν τους δικούς τους γυάλινους κόσμους προκειμένου να επιβιώσουν, να βρουν ένα ασφαλές μέρος για να ανασάνουν ελεύθερα.
Επινοούν εκ νέου τον εαυτό τους, συγκεντρώνουν θραύσματα εμπειρίας, αληθινά και ψεύτικα, κατασκευάζουν μια δική τους αφήγηση του κόσμου, ένα δωμάτιο με απαλό φωτισμό, σαν αυτόν που αποζητά η Μπλανς Ντιμπουά στο Λεωφορείο ο Πόθος για να κρύβει τις ρυτίδες της, να παρουσιάζεται γοητευτική κι αιθέρια, εκπρόσωπος της ευγένειας και της αριστοκρατίας του Νότου, όπως εκείνη τον θυμάται και όπως δεν υφίσταται πλέον παρά μόνο στο μυαλό της.
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Θησείον έπασχε, μεταξύ άλλων, από αυτή την κακοφορμισμένη αντίληψη περί θεατρικότητας που αποτυπώνεται μέσα από ευκολίες και στερεότυπα, που θεωρεί πως ό,τι κάνει μεγάλες κινήσεις και πολύ θόρυβο αποκτά αυτομάτως «ζωντάνια» και «χαρακτήρα».
Η Μπλανς λέει «παραμύθια» για να αντέξει τους δράκους της αμερικανικής ψυχροπολεμικής υστερίας, να αντιταχθεί στους μύθους της επιτυχίας και της νεότητας, σύμφωνα με τους οποίους την κρίνουν και την κατακρίνουν όλοι γύρω της.
Ο Μπρικ, με τη σειρά του, ένας από τους κεντρικούς ήρωες της Λυσσασμένης Γάτας, προσπαθεί κι αυτός να ξεφύγει από τα φαντάσματά του, την ενοχή που αισθάνεται για την αυτοκτονία του επιστήθιου φίλου του Σκίπερ, μουδιάζει τον πόνο του στο αλκοόλ, αρνείται την αλήθεια της επιθυμίας του, οδηγείται σε ψυχική και σωματική αναπηρία.
Τόσο η Μπλανς όσο και ο Μπρικ λαχταρούν να νικήσουν τον χρόνο. Να σταματήσουν τη φθορά, να εμποδίσουν την ενηλικίωση, να μείνουν καρφωμένοι στο παρελθόν, όταν όλα λειτουργούσαν υπέρ τους και το μέλλον φάνταζε υπέρλαμπρο. Όταν ο Μπρικ Πόλιτ ήταν αστέρας του ποδοσφαίρου, οι φίλαθλοι παραληρούσαν, και ο Σκίπερ στεκόταν γεμάτος λατρεία στο πλευρό του. Όταν οι δύο νεαροί συμπαίκτες μπορούσαν ανέμελα να υποκρίνονται ότι δεν υπάρχει ερωτική διάσταση στη σχέση τους.
Είναι αδιαμφισβήτητα σαγηνευτικοί οι ήρωες του Τενεσί Ουίλιαμς: τυλιγμένοι με τη ρομαντική αύρα του ηττημένου, ευάλωτοι φορείς ξεθωριασμένης δόξας, έτοιμοι να θρυμματιστούν ανά πάσα στιγμή, χαράσσουν τη μελαγχολική πορεία τους στο περιθώριο μιας κοινωνίας που τους αντιμετωπίζει χωρίς συμπόνια, θεωρώντας τους ακατανόητους, φαντασμένους, αποτυχημένους, «ανώμαλους».
Είτε σκηνοθετούν την πραγματικότητα, φορώντας τα «κατάλληλα» ρούχα και φτιάχνοντας ατμόσφαιρα που θα αναδείξει την ερμηνεία τους, όπως η Μπλανς, είτε περιβάλλουν την ύπαρξή τους με ένα πέπλο μυστηρίου που προκαλεί αυτόματα όλους γύρω τους να θέλουν να το ανασηκώσουν, όπως ο Μπρικ, σε κάθε περίπτωση το θέατρο αποδεικνύεται για τους ήρωες αυτούς ο ισχυρότερος και αποτελεσματικότερος μηχανισμός άμυνας.
Ακόμη και η Μάγκι, η σύζυγος του Μπρικ, που πατάει γερά στο παρόν και ούτε στιγμή δεν ονειρεύεται να επιστρέψει στο παρελθόν της φτώχειας και της εξάρτησης, ακόμη κι εκείνη έχει κάτι υπερβολικά δραματικό στη σύστασή της: τι πιο θεαματικό από μια λυσσασμένη γάτα; «Αλλά βέβαια, εγώ δεν έχω τη γοητεία του ηττημένου, εγώ έχω ακόμα κουράγιο ν' αγωνίζομαι και είμαι αποφασισμένη να νικήσω... Αν και δεν ξέρω τι είδους νίκη μπορεί να πετύχει μια λυσσασμένη γάτα πάνω σε καυτή, τσίγκινη στέγη ─ μόνο να προσπαθήσει να κρατηθεί εκεί πάνω για όσο αντέχει...» λέει στον Μπρικ. Η Μάγκι δεν υποδύεται κανέναν ρόλο, χορεύει τον χορό της επιβίωσης όσο πιο παθιασμένα μπορεί. Όταν χρειαστεί, όμως, θα καταφύγει κι αυτή στο θέατρο: θα ανεβάσει την τέλεια παράσταση, προκειμένου να πείσει τα πεθερικά της ότι είναι έγκυος και συνεπώς δικαιούται να κληρονομήσει την περιουσία του Μπιγκ Ντάντι.
Αυτή η αίσθηση που δημιουργούν οι εν λόγω ήρωες, ότι δηλαδή στερούνται «κανονικών» διαστάσεων, ότι είναι «μεγαλύτεροι» από τη ζωή, επειδή έχουν μετατρέψει το θέατρο σε modus vivendi, οδηγεί συχνά σε παρεξηγήσεις με θλιβερές συνέπειες. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Θησείον έπασχε, μεταξύ άλλων, από αυτή την κακοφορμισμένη αντίληψη περί θεατρικότητας που αποτυπώνεται μέσα από ευκολίες και στερεότυπα, που θεωρεί πως ό,τι κάνει μεγάλες κινήσεις και πολύ θόρυβο αποκτά αυτομάτως «ζωντάνια» και «χαρακτήρα».
Η προσπάθειά μας να εισέλθουμε στον κόσμο της Γάτας, να συνδεθούμε με το ζεύγος Μάγκι και Μπρικ που συζητούν στην κρεβατοκάμαρά τους, διακόπτεται διαρκώς από τσιριχτά επιφωνήματα, παλαμάκια και ευχές Happy Birthday ─είναι τα γενέθλια του Μπιγκ Ντάντι─, καθώς παρακολουθούμε, σε παράλληλη δράση, την Μπιγκ Μάμα, τον πρεσβύτερο γιο Γκούπερ, τη γυναίκα του Μέι και τα ασυγκράτητα παιδάκια τους να χοροπηδούν και να κάνουν τρέλες.
Ο σκηνοθέτης επιδιώκει, υποθέτω, να συλλάβει την γκροτέσκα συμπεριφορά της μικροαστικής οικογένειας προικοθήρων που συγκεντρώνονται γεμάτοι χαρωπή υποκρισία γύρω από τον ετοιμοθάνατο πατριάρχη (ο Μπιγκ Ντάντι έχει προχωρημένο καρκίνο). Πρώτον, όμως, το κάνει με τρόπο εντελώς περιγραφικό, στήνοντας μια συστάδα από ανούσιες καρικατούρες που δεν επιτυγχάνουν τίποτε περισσότερο από τον εκνευρισμό μας. Και, δεύτερον, η ομάδα αυτή και η ψεύτικη, εντελώς ακατέργαστη θεατρικότητά της δημιουργούν τόση φασαρία, ώστε κυριαρχούν απωθητικά στη συνείδηση του θεατή.
Ως αποτέλεσμα, καταστρέφεται κάθε πιθανότητα επικοινωνίας του θεατή με την ουσία του έργου: κούφια σχήματα, απλουστεύσεις, εντάσεις και συγκρούσεις χωρίς υπόβαθρο, χωρίς αληθινή κατανόηση.
Η Μαρία Κίτσου παρασύρεται από το γενικότερο κλίμα και επιδίδεται κι εκείνη σε υπερβολές, σε μια εξωτερικότητα που γεννάει σύννεφα καπνού και θολώνει την όρασή μας. Η Μάγκι διαθέτει τρομερά έντονη παρουσία και προσωπικότητα: αυτό όμως δεν σημαίνει ότι χρειάζεται κυριολεκτικά τόσο μεγάλες χειρονομίες για να επιβληθεί σκηνικά, χέρια που φεύγουν κατ' επανάληψη προς όλες τις κατευθύνσεις ή στηρίζουν το κούτελο κ.ο.κ. Η ηθοποιός διαθέτει όλη την υποκριτική δεινότητα να συνενώσει την απελπισία, τον δυναμισμό και τη λαχτάρα για ζωή που αναβλύζουν από την ηρωίδα της: θα μπορούσε, με την κατάλληλη καθοδήγηση, να πλάσει μια εκρηκτική Μάγκι. Ως έχουν τα πράγματα, παρατηρούμε κυρίως μια διάχυση δυνάμεων, ένα μπερδεμένο ξόδεμα ενέργειας άνευ στόχου.
Πιο συγκρατημένος, ο Ορέστης Τζιόβας ως Μπρικ διατηρεί χαμηλούς τόνους και μένει σ' ένα σωστό μονοπάτι, μεταδίδοντας ως έναν βαθμό την παραίτηση αλλά όχι τη βαθύτερη ασφυξία του ήρωα: τις στιγμές δραματικής έντασης χάνεται κι αυτός, σκορπίζεται.
Ο Ουίλιαμς αφήνει συνειδητά να πλανάται ένα μυστήριο γύρω από τον Μπρικ και έχει χαρακτηριστικά πει για τον ήρωά του πως είναι ένας «ομοφυλόφιλος ετεροφυλοφιλικά προσαρμοσμένος». Υποκύπτοντας στις πιέσεις του Ελία Καζάν, που σκηνοθέτησε το πρώτο ανέβασμα του έργου στο Μπρόντγουεϊ το 1955, ο συγγραφέας ξανάγραψε την τρίτη πράξη, παρουσιάζοντας το ζευγάρι να τα βρίσκει στο τέλος ─ αφήνοντας δηλαδή να εννοηθεί ότι η ζωτική ορμή και η αποφασιστικότητα της Μάγκι μπορεί να «θεραπεύσουν» τον Μπρικ από τις ομοφυλοφιλικές «τάσεις» του. Στην πορεία, μετά από χρόνια, η Λυσσασμένη Γάτα εκδόθηκε με την τρίτη πράξη όπως ακριβώς την είχε οραματιστεί ο Ουίλιαμς: το ζεύγος παγωμένο στο αδιέξοδό του, χωρίς προοπτική επιστροφής του Μπρικ στον ετεροφυλόφιλο γάμο του. Δύσκολο και σπαρακτικό, αλλά πόσο περισσότερο αληθινό...
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο για ποιον λόγο, εν έτει 2017, ο σκηνοθέτης επέλεξε την «εμπορική» εκδοχή του έργου, κλείνοντας την παράσταση με έναν θερμό εναγκαλισμό των δύο πρωταγωνιστών που καθόλου βεβιασμένος δεν έμοιαζε. Τόση ατολμία; Πραγματικά κρίμα...
Info:
Λυσσασμένη γάτα
Tενεσί Oυίλιαμς
Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Πρωταγωνιστούν: Νικήτας Τσακίρογλου, Μαρία Κίτσου, Ορέστης Τζιόβας, Ελένη Κρίτα κ.ά.
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σκηνικά: Έλλη Λιδωρικιώτη
Θέατρο Θησείον
Τουρναβίτου 7, Θησείο, 210 3255444
Τετ, Κυρ. 19:00, Παρ, Σάβ. 21:15