Έχουν αδυναμία στα λεξοτανίλ, στα τσιγάρα και στους άνδρες. Για την ακρίβεια, είναι απολύτως εξαρτημένες από τις ευφρόσυνες όσο και δηλητηριώδεις ουσίες που απελευθερώνονται στον οργανισμό τους κάθε φορά που καταναλώνουν ή έρχονται σε επαφή με ένα από τα τρία αυτά είδη.
Αξιαγάπητες, ανήσυχες και διψασμένες για ηλιοβασιλέματα στην Ανάβυσσο, για «σεξουαλικές» σοκολάτες, για περιπτύξεις στη λίμνη Υλίκη, για έρωτες στη Δήλο.
Η Αλέκα, η Φωτεινή, η Μάρω και η Ηλέκτρα. Τέσσερις γυναίκες με λαχτάρα για ζωή ροκανίζουν τον χρόνο, φλυαρώντας αδιάκοπα για πράγματα ασήμαντα, καθημερινά, ανθρώπινα. Θα μπορούσαν να συνθέτουν μια ανάλαφρη, κωμική εκδοχή των Τριών Αδελφών του Τσέχοφ, τοποθετημένων στην Κηφισιά της δεκαετίας του ενενήντα. Οι αγωνίες των τελευταίων, όμως, δεν αφορούν τόσο τη νιότη που χάνεται, τον χαμένο πατέρα, τα χρέη της οικογένειας, τη σκληρότητα των ανθρώπων, την εξάτμιση των χρημάτων, το άχθος της εργασίας ή την καταστροφή της αισθητικής. Όχι, οι δικές τους αγωνίες αφορούν μονάχα ένα πράγμα: την ανάγκη για άνδρα. Χοντρό, ξανθό, νεοναζί, παντρεμένο, χωρισμένο, δικηγόρο, φορτηγατζή ή εγγονό βιομηχάνου, δεν έχει σημασία. Όσον αφορά την Αλέκα, τη Μάρω και τη Φωτεινή, το μόνο που μετράει είναι μια κλοτσιά στην κοιλιά της μοναξιάς.
Πολλές κλοτσιές στην κοιλιά της μοναξιάς.
Όσα λένε οι γυναίκες μεταξύ τους... Λόγια, που γεμίζουν το κενό με χαριτωμένα τιτιβίσματα και παραφωνίες: η αίσθηση αυτή, όπως σωστά τη συνέλαβε ο σκηνοθέτης, αναδύεται καθαρά από την παράσταση και ανήκει στα ατού της.
Έτσι ώστε να δημιουργείται αενάως η ψευδαίσθηση της κίνησης, της έντασης, της αλλαγής. Έτσι ώστε να υπάρχουν ατελείωτα μικροθέματα συζήτησης και διαφωνίας, αντιπαράθεσης κι ελπίδας. Να προκύπτουν πάντα σοβαρές αφορμές για να καπνίζει κανείς το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, να κάνει δίαιτα και να τη «σπάει» με τούρτες, να χτυπάει το κουδούνι της φίλης μέσα στην άγρια νύχτα, να οργανώνει ταξίδια στην Ταϊλάνδη, να τα ακυρώνει, να φαντασιώνεται ότι κινδυνεύει η ζωή του, να ονειρεύεται τον όμορφο άγνωστο με τα ηλιοκαμμένα χέρια, να ξεμένει σε έναν ύφαλο στο Βιβάρι πασχίζοντας να διώξει τα σκυλόψαρα που τον κυκλώνουν ασφυκτικά εν μέσω ισχυρής παλίρροιας προσδοκιών και διαψεύσεων.
Είκοσι τρία χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα διά χειρός Λευτέρη Βογιατζή, το έργο των Κεχαΐδη-Χαβιαρά, μια πρωτόγνωρη τότε βουτιά στο γυναικείο σύμπαν, παραμένει φρέσκο, γοητευτικό και αστείο. Όσα λένε οι γυναίκες μεταξύ τους... Λόγια, λόγια, λόγια, που γεμίζουν το κενό με χαριτωμένα τιτιβίσματα και παραφωνίες: η αίσθηση αυτή, όπως σωστά τη συνέλαβε ο σκηνοθέτης, αναδύεται καθαρά από την παράσταση και ανήκει στα ατού της.
Μια ομάδα ηθοποιών με νεύρο, αίσθηση συντροφικότητας και χιούμορ δημιουργεί τον σχεδόν αυτιστικό κόσμο τους και κολυμπούν με άνεση μέσα του, ακολουθώντας τους ίδιους κώδικες νεύρωσης, αφέλειας, αυταπάτης, θηλυκότητας. Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη αποδεικνύεται κυρίαρχος των υψηλών ταχυτήτων, απολαυστική, σπινθηροβόλα. Η Λυδία Φωτοπούλου ξεχειλίζει cool αισθησιασμό και λειτουργεί ως βραδυφλεγές αντίβαρο στην εύφλεκτη ύλη των συναδέλφων της. Η Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, κάπως αταίριαστη με τις υπόλοιπες, χρειάζεται να βρει τρόπους να ενσωματωθεί.
Η Έμιλυ Κολιανδρή, τέλος, η πλέον νευρωτική της ομάδας, μεταδίδει τη γόνιμη υποψία ότι μπορεί και να υπάρχει τρόμος κάτω από τα ερωτικά φρου-φρου.
Δυστυχώς, οι καλές αυτές ηθοποιοί εγκλωβίζονται σταδιακά στις καρικατούρες που έχουν τρυφερά πλάσει και αρχίζουν να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους. Η παράσταση, δηλαδή, λειτουργεί πολύ καλά στο πρώτο μέρος, το μέρος της «γνωριμίας» με πρόσωπα και πράγματα, αλλά δεν καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον μας στη συνέχεια. Νιώθουμε αιχμάλωτοι μιας λούπας. Κι αν η ζωή των ηρωίδων εξελίσσεται σε πανομοιότυπα επεισόδια, συνιστά καθήκον του σκηνοθέτη να μετατρέψει αυτή την κυκλικότητα σε παλλόμενη αισθητική κατασκευή και όχι σε επίπεδη σύνθεση από λαμπερές μανιέρες.
Όποτε επιχειρεί να ανασηκώσει το κάλυμμα για να μας δείξει το σκοτάδι που καιροφυλακτεί στην ψυχή των γυναικών, ο σκηνοθέτης καταφεύγει σε ευκολίες που ακυρώνουν κάθε τέτοια πρόθεση: οι μεταπτώσεις από τη χαρωπή υστερία στη μελαγχολία μοιάζουν επίπλαστες, στημένες, σαν να προκύπτουν μηχανικά με το πάτημα ενός διακόπτη. Κάθε φορά που πρέπει να αλλάξει λίγο η ατμόσφαιρα, γιατί παραέγινε το αστείο, εφαρμόζεται η κλασική συνταγή: χαμηλώνει ο φωτισμός, η τηλεοπτική οθόνη γεμίζει «παράσιτα», η διάσημη άρια ακούγεται «σπασμένη», τα σώματα και τα βλέμματα παγώνουν στον καναπέ.
Όσον αφορά την όψη της παράστασης, εδώ βιώνουμε μια ελαφρά χωροχρονική σύγχυση: το σαλόνι της Αλέκας, γεμάτο με έπιπλα sixties αισθητικής (σκηνογραφία Άρτεμις Φλέσσα), σε συνδυασμό με τα fifties κοστούμια (Ιωάννα Τσάμη), προκαλεί την εντύπωση πως οι γυναίκες αυτές είτε έρχονται από το παρελθόν μέσα σε μια χρονοκάψουλα είτε συλλέγουν και φορούν μανιωδώς οτιδήποτε vintage.
Δεν γνωρίζω αν οι αξιαγάπητες ηρωίδες του έργου μένουν ακόμη στην Κηφισιά και πόση οικονομική δύναμη διαθέτουν πλέον, ώστε να έχουν την πολυτέλεια να αφιερώνουν όλο τον χρόνο τους στους άνδρες – παλιούς, νυν και επόμενους. Ούτε χρειάζονται «ακριβείς» απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Χρειάζεται όμως μια γενικότερη σύνδεση με το παρόν του θεατή. Και η σύνδεση αυτή νομίζω πως απουσιάζει από την παράσταση.
Info:
Με δύναμη από την Κηφισιά
Θέατρο του Νέου Κόσμου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Παίζουν: Λυδία Φωτοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη