Ποτέ ξανά δεν θα μας πιτσιλίσει καλλιτέχνης με υδροχλωρικό οξύ προκαλώντας την αγανάκτηση, την οργή, τις βίαιες αντιδράσεις μας.
Ποτέ ξανά δεν θα κυλιστούμε στο πάτωμα ουρλιάζοντας εκστατικά, παραδομένες σ’ ένα μείγμα από χρώματα, σώματα, ωμά ψάρια και άψυχα κοτόπουλα.
Ούτε, φυσικά, θα μας δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία να ξεσπλαχνίσουμε έναν σταυρωμένο αμνό, να τσαλαβουτήσουμε στο αίμα του, να ποδοπατήσουμε τα σπλάχνα και τα κόπρανά του και να παρασυρθούμε από τον οίστρο της συλλογικής παραφοράς μας.
Όχι ότι όλα αυτά συνέβησαν κάπου εδώ κοντά μας – θα ήταν δύσκολο, άλλωστε, σήμερα να οργανώσει κανείς ανενόχλητος τέτοιου είδους δράσεις, οι οποίες θα παραβίαζαν κάθε αίσθημα σεβασμού προς νεκρά και ζωντανά πλάσματα.
Συνέβησαν, όμως, κάποτε, σε μερικές από τις πιο επιδραστικές περφόρμανς της δεκαετίας του ’60, όταν καλλιτέχνες όπως ο Γιόζεφ Μπόις, η Καρόλι Σνέεμαν και ο Χέρμαν Νιτς, αναζητώντας μια «αρχέγονη έκσταση», επινοούσαν «διονυσιακές» τελετουργίες και συμπράξεις που παραβίαζαν τα καθιερωμένα ως τότε όρια μεταξύ τέχνης και ζωής, παρασύροντας τους θεατές σε πρωτοφανείς εμπειρίες, έξω από κάθε νόρμα της καθημερινότητάς τους.
Στο Μπλε, η αφήγηση δεν αποτυπώνεται ποτέ σε μια ένσαρκη διαδικασία μεταμόρφωσης. Ως επί το πλείστον, το σώμα της περφόρμερ παραμένει ένας βωβός πομπός που στέλνει λιγοστά, ξέπνοα σήματα, ανίκανα να μας δονήσουν κατά το ελάχιστο.
Προφανώς, δεν νοσταλγώ να ξεσπλαχνίσω κανένα ζώο ούτε να κυλιστώ μαζί του πάνω σε μπογιές, ενώ ελάχιστα θα με χαροποιούσε να εμπλακώ σε γρονθοκοπήματα μεταξύ θεατών και καλλιτεχνών με αφορμή επικίνδυνα οξέα.
Τα θυμήθηκα, όμως, όλα αυτά την περασμένη Κυριακή στο ΠΛΥΦΑ, εξερχόμενη, αμήχανη και προβληματισμένη, από το Μπλε της Άννας Λεμονάκη, με την ίδια να έχει μόλις ερμηνεύσει έναν αυτοβιογραφικό μονόλογο εμπνευσμένο από τη μακρά θητεία της στη χώρα με το πιο τυραννικό πολίτευμα – στην επικράτεια, δηλαδή, του άγχους και του πανικού.
Πώς μπορεί να μας αγγίξει το «πραγματικό σώμα» στον «πραγματικό χώρο» (Μαξ Χέρμαν); Πότε γεννιέται κάτι σημαντικό από τη διάδραση σωμάτων και πνευμάτων; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρωθούν, προκειμένου να αναδυθεί ένα συμβάν που θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον υποκειμενικό χωροχρόνο μας;
«Ακραία, αιματηρή, υγρή, πότε μια περφόρμανς μετατρέπεται σε αληθινή εμπειρία για τον θεατή;» αναρωτιόμουν.
Μια νεαρή γυναίκα εμφανίζεται ενώπιόν μας και ο μηχανισμός τίθεται σε λειτουργία. Είναι εμφανής η ευγενής πρόθεσή της να συνδεθεί μαζί μας, να μας «αγγίξει» μεταφορικά και κυριολεκτικά, να μας εμπλέξει, να μας προσφέρει έναν «ρόλο». Ένας θεατής γίνεται ο «μπαμπάς» της, μια άλλη αναλαμβάνει το «τετράδιο εντυπώσεων», ενώ μια τρίτη επωμίζεται το «υποβολείο».
Στη διάρκεια της παράστασης η περφόρμερ θα καταβάλει κι άλλες προσπάθειες για να μετατρέψει εμάς τους θεατές σε ενεργό κομμάτι της διαδικασίας. Θα μας απευθύνει τον λόγο, θα μας θέσει ερωτήματα, θα μας καλέσει να «διαβάσουμε» το κείμενο με τη δική μας φωνή. Θα μας συστήσει την περσόνα που επινόησε, τη Μία, αλλά ταυτόχρονα θα μας αποκαλύψει πως πρόκειται επί της ουσίας για τον εαυτό της. «Θα σας δώσω τα πάντα», μας υπόσχεται.
Αρχίζει να αφηγείται την ιστορία της ζωής της: από τη στιγμή της γέννησης μέχρι την πρώτη κρίση πανικού, την καταβύθιση στο έρημο σύμπαν του φόβου, εκεί όπου πίνεις νερό ασταμάτητα, επειδή σου στεγνώνει το στόμα, κι επιστρέφεις στο σημείο όπου σου σφυροκόπησαν το κεφάλι με χιλιάδες «να προσέχεις!», και απαρνήθηκες την επιθυμία σου να βουτήξεις στη θάλασσα μήπως τυχόν συναντήσεις τίποτα αδηφάγα φύκια, κι έτσι, προτού καλά καλά το καταλάβεις, απέκτησες το «σύνδρομο του Ποσειδώνα», του πιο μισητού εραστή, που δεν λέει ποτέ να ολοκληρώσει, κι εσύ βράζεις στο ζουμί σου γιατί είσαι κατάκοπη, και θες να τον βρίσεις και να του πεις: «Όλη σου τη ζωή, ρε Ποσειδώνα, δεν έχεις βαρεθεί να γαμάς το ίδιο μουνί; Άντε, χύσε, επιτέλους, το αιώνιό σου σπέρμα για να μπορέσω κι εγώ να κοιμηθώ!».
Από τη στιγμή που επιστρατεύεται ο λόγος, ο ρόλος του αποδεικνύεται καθοριστικός. Και, δυστυχώς, είναι πολύ ισχνό το κείμενο της παράστασης: υποκύπτει σε κοινοτοπίες και ευκολίες («όταν είμαστε τελείως χαμένοι, νομίζουμε ότι δεν θα βρούμε ποτέ το μονοπάτι της δύναμης», «όταν είσαι στην απόλυτη φλατίλα, μπορείς να ζήσεις μια στιγμή διαύγειας», «ποιος φοβάται την ευθύνη να φέρει ένα παιδί στον κόσμο; Ποιος φοβάται να πει συγγνώμη;») και γενικότερα καταφεύγει διαρκώς σε χαριτωμένες, ανάλαφρες, χαϊδευτικές διατυπώσεις που αδυνατούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να μιλήσουν δηλαδή ικανοποιητικά για σοβαρά ζητήματα όπως η αγχώδης διαταραχή και ο πανικός στις προσωπικές και συλλογικές διαστάσεις τους.
Όσο κι αν η ηθοποιός επιμένει ότι μας καλεί στα άδυτα (ότι θα μας δώσει «τα πάντα»), εμείς παραμένουμε εν αναμονή στο κατώφλι λαχταρώντας ένα νεύμα, μια χειρονομία, μια συγκίνηση που δεν έρχεται ποτέ. Η απαρίθμηση των συμπτωμάτων δεν αρκεί, ούτε οι καλοσυνάτες συμβουλές και τα θεραπευτικά μπαλόνια. Οι προσπάθειες επικοινωνίας με το κοινό διαμείβονται κι αυτές εντελώς επιδερμικά: «Εσύ είσαι πιο πολύ βουνό ή θάλασσα;», μας ρωτούν κάποια στιγμή. Και σε αυτό πρέπει να απαντήσουμε, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα πόσα βιβλία παίρνουμε μαζί μας στην πλαζ.
Αν ο λόγος δεν ανακινεί βαθύτερες σκέψεις ή αντιδράσεις, τότε μήπως το σώμα έχει κάπου αλλού να μας πάει; Σε τέτοιου είδους θεατρικές συνθήκες, η έννοια της παρουσίας προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα: προϋποθέτει ότι η σωματικότητα της ηθοποιού –ο ρυθμός της κίνησής της, η ανάσα της, η φωνή της, όλα όσα, υλικά και άυλα, εκπέμπει από σκηνής– καταλαμβάνει τον χώρο και αναγκάζει τους θεατές να στρέψουν την προσοχή τους σε αυτήν. Σε ιδανικές συνθήκες, απελευθερώνει ενέργειες, οι οποίες κυκλοφορούν και γίνονται αισθητές από τους συμμετέχοντες, δηλαδή όλους εμάς.
Στο Μπλε, η αφήγηση δεν αποτυπώνεται ποτέ σε μια ένσαρκη διαδικασία μεταμόρφωσης. Ως επί το πλείστον, το σώμα της περφόρμερ παραμένει ένας βωβός πομπός που στέλνει λιγοστά, ξέπνοα σήματα, ανίκανα να μας δονήσουν κατά το ελάχιστο (μοναδική εξαίρεση η απρόσμενη στιγμή όταν ανοίγουν οι υφασμάτινοι «μαστοί» πάνω από τη σκηνή και αρχίζουν τις υδάτινες εκκρίσεις τους).
Η μετατροπή του προσωπικού βιώματος σε καλλιτεχνική πράξη είναι σαφώς μια πολυσύνθετη διαδικασία, σίγουρα, όμως, μία λογοτεχνίζουσα εξομολογητική διάθεση, ένας ψευτο-διάλογος με το κοινό, τρία ανούσια πολιτικά σχόλια, μια ηλεκτρική κιθάρα που τζαμάρει όμορφα και μελαγχολικά (Samuel Schmidiger) και μερικές επιδαπέδιες περιστροφές ενός βρεγμένου, ημίγυμνου σώματος πολύ απέχουν από το να συνιστούν μια ολοκληρωμένη κατάθεση.
Κείμενο, σκηνοθεσία, ερμηνεία: Άννα Λεμονάκη
Μουσικός επί σκηνής & ερμηνεία: Samuel Schmidiger
Δραματουργία: Μυρτώ Προκοπίου, Aurélien Patouillard
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Claire Forlcaz
Σκηνογραφία: Άννα Λεμονάκη
Φωτισμός: Renato Campora
Οι παραστάσεις έχουν ολοκληρωθεί
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.