Η όπερα «Μέσα Χώρα» σε μουσική Άγγελου Τριανταφύλλου, λιμπρέτο Γιάννη Αστερή και σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου ήταν να κάνει πρεμιέρα στις 10 Απριλίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Όπως ήταν φυσικό, αναβλήθηκε.
Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι το θέμα της είναι η μοναξιά και ο θάνατος στην τρίτη ηλικία. Μάλιστα, οι τραγουδιστές που συμμετέχουν είναι όλοι άνω των 65 ετών, όπως και οι δύο πολυπληθείς χορωδίες. Μια όπερα που αποδείχτηκε σχεδόν προφητική για όλα όσα έμελλε να συμβούν στους ηλικιωμένους, τις εκατόμβες νεκρών στην Ιταλία, στην Ισπανία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.
— Πώς ένιωσες όταν άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτες ειδήσεις για όλους αυτούς τους θανάτους;
Όπως όλοι, τίποτα διαφορετικό. Λύγισα όταν είδα φωτογραφίες ηλικιωμένων ανθρώπων πίσω από τζάμια να ακουμπάνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και να προσπαθούν να έχουν έστω μια τελευταία επαφή. Ένα «δεν ξέρω πότε ή αν θα σε ξαναδώ». Πώς γιγαντώνεται η ανάγκη για αγάπη την ίδια στιγμή που ο θάνατος απλώς περπατάει, να μην πω χορεύει έξω στον κόσμο; Δεν εμφανίστηκε τώρα ο φόβος για το τέλος, υπήρχε πάντα η αίσθηση της απώλειας, της απομόνωσης και της μοναξιάς. Είναι ένας «ιός» που μας χτυπάει συνεχώς. Φλερτάραμε πάντα το φινάλε μας, μάθαμε να ζούμε μαζί του από παιδιά, πηγαίναμε από μικροί σε μια καραντίνα από μόνοι μας και τον γιουχάραμε τον χάρο, τον παλεύαμε κάθε βράδυ κάτω απ' την κουβέρτα, μικροί ζητάγαμε απελπισμένα, σχεδόν ερωτικά να μείνουμε μόνοι για να μεταμορφωθούμε σε τιτάνες και να τρυπήσουμε τον θάνατο πέρα ως πέρα.
Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου και το λιμπρέτο του Γιάννη Αστερή, όταν μου πρότειναν αυτό το θέμα, ακούμπησε πλήκτρα του εαυτού μου που πάντα υπήρχαν μέσα μου. Απλώς ποτέ δεν περιμένεις ότι θα βγουν αληθινά. Τους γονείς μου, όσο μεγαλώνω, τους βλέπω και με βλέπουν πιο αραιά, τους θεωρώ δεδομένους και ό,τι μου θυμίζει πως τελειώνουν με κάνει να λιώνω. Όταν κοιτάω έναν άνθρωπο να ψάχνει και να αποχαιρετά τον δικό του με ένα άγγιγμα μέσα από ένα τζάμι, τα χάνω, σκορπίζει το μέσα μου. Και η «Μέσα Χώρα» είναι μια όπερα για την απώλεια, τον θάνατο και τη μοναξιά ανθρώπων σε επικίνδυνη στιγμή. Τελειώνει με τη φράση «αυτός ο Απρίλης τα έχει χαμένα». Είναι ένας ιός η μοναξιά.
Λύγισα όταν είδα φωτογραφίες ηλικιωμένων ανθρώπων πίσω από τζάμια να ακουμπάνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και να προσπαθούν να έχουν έστω μια τελευταία επαφή. Ένα «δεν ξέρω πότε ή αν θα σε ξαναδώ». Πώς γιγαντώνεται η ανάγκη για αγάπη την ίδια στιγμή που ο θάνατος απλώς περπατάει, να μην πω χορεύει έξω στον κόσμο;
— Ήρθε η ζωή και συνάντησε την τέχνη.
Όχι απλώς ήρθε, χτύπησε την πόρτα όλων μας. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην τέχνη, βάζεις τα γέλια, λες «όπα, τι συνέβη εδώ;». Από την άλλη, είναι χαζό να σε πιάσει ναρκισσισμός και να πεις «το ίδιο έργο κάνω κι εγώ, το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ». Αυτά είναι ανοησίες, απλώς συμβαίνει μέσα σου μια κατάφαση σε αυτά που σκέφτεσαι και λίγο σκύβεις το κεφάλι, όπως όλοι μας μπροστά σε αυτό το γεγονός. Όταν η τέχνη συναντά τη ζωή με τέτοια ακρίβεια, είναι σαν αυτό που έλεγε ο Σεφέρης: «Είναι κάτι συμπτώσεις που θα 'πρεπε να ντρέπονται».
— Παρ' όλα αυτά, είναι αποκαλυπτικό.
Είναι! Και ο θάνατος είναι. Είναι η πιο ιδιωτική στιγμή του ανθρώπου, τον οποίο βιώνει μόνος του, ανήκει μόνο σε αυτόν η εμπειρία και σε κανέναν άλλον. Το τέλος των γονιών μας, των φίλων, των γνωστών μας, είναι μια ανατίναξη της ζωής, όπου οι σφαίρες γυρνάνε και μας πετυχαίνουν. Αποκαλύπτεται μπροστά μας ο κόσμος όλος μαζί με το νόημά του και δεν ξέρεις τι να κάνεις. Ποτέ ξανά ο κόσμος δεν θα 'ναι τόσο ολόκληρος και τόσο, μα τόσο προσωπικός.
— Εδώ και τρεις εβδομάδες παρακολουθούμε κάθε βράδυ ειδήσεις που ανακοινώνουν εκατόμβες νεκρών. Αν αναλογιστούμε ότι αναφέρονται κυρίως σε ηλικίες άνω των 70, είναι σαν να χαρτογραφούν τη «Μέσα Χώρα».
Αυτό είναι αλήθεια. Κι εμείς συζητούσαμε για αλλεπάλληλους θανάτους δεκάδων ανθρώπων από μοναξιά. Συμβαίνει. Τώρα τι με ρωτάς; Πότε περιμένω να ανέβουν στη σκηνή να ξανατραγουδήσουν; Αν θα είναι όλοι εκεί; Μακάρι να είναι! Περιμένω να ξανασυμβεί και να φωτιστεί από την εμπειρία που περάσαμε. Θα μου πεις, ποια είναι η ψυχολογία ενός μεγάλου ανθρώπου όταν πάει να παίξει σε μια όπερα που μιλάει για τον θάνατο ή τον θάνατό του. Νομίζω ότι περισσότερο νοιάζονται για το παιχνίδι. Θέλουν να δηλώνουν το «παρών», νοιάζονται για το τραγούδι, θέλουν να είναι εκεί και να το λένε. Άσε τον το θάνατο, αυτός, όταν είναι να έρθει, θα έρθει.
— Τι θα συμβεί όταν έρθει η ώρα να το παρουσιάσετε; Το τεράστιο αυτό σοκ θα μας έχει αλλάξει συθέμελα. Θα χρειαστούν αλλαγές και προσαρμογή;
Με έναν περίεργο τρόπο, το λιμπρέτο και η μουσική γι' αυτό μιλάνε. Το πώς δέχεται ένας μεγάλος τον θάνατο, τον αποχωρισμό του. Μη νομίζεις ότι έχει τόσες διαφορές, για τις οποίες πρέπει να γίνουν αλλαγές. Ήταν μια σύμπτωση. Και η τέχνη ή, καλύτερα, η μίμηση της ζωής ξεφοβίζει τα πράγματα.
Στην παράσταση έχουμε 50 υπέροχους ανθρώπους ηλικίας 65+. Σε μία από τις σκηνές της όπερας έχουμε νοσοκόμους που απολυμαίνουν τους χώρους όπου πεθαίνουν οι ηλικιωμένοι. Ο θάνατος συνέβαινε, και συμβαίνει, όπως και η μοναξιά και η απώλεια. Όλο αυτό το μυστήριο της ζωής, ότι γερνάμε και αποχωριζόμαστε, ότι δεν ξέρουμε πότε θα ξανασυναντηθούμε, είναι το μόνο βέβαιο. Απλώς μας ήρθε τώρα πολύ κοντά το πρόσωπο του θανάτου και μας τρόμαξε.
— Σαρωτικά όμως. Οι απώλειες είναι πολλαπλές.
Βεβαίως είναι πολλαπλές, αλλά δεν αρρωστήσαμε ξαφνικά. Πάντα αρρωσταίναμε και πάντα πεθαίναμε. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι άρρωστοι από καρκίνο και άλλες ασθένειες και πεθαίνουν, και οικογένειες που πενθούν. Η διαφορά είναι ότι αυτό το ζήσαμε μαζικά.
— Οπότε τα γεγονότα κάνουν την όπερα πιο επίκαιρη;
Είμαι κι εγώ μουδιασμένος, είμαι άναυδος, δεν έχω απαντήσεις. Ξυπνάω κάθε πρωί και λέω «τι νόημα έχει η ζωή έτσι;». Έλεγε η μάνα μου «ζούμε για να μην αδειάζει ο τόπος» και έλεγα «μα, τι κουβέντα είναι αυτή;». Σαν ο άδειος τόπος να μην είναι για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι για τον άλλον άνθρωπο, να είναι μαζί.
— Ανησυχείς για δικούς σου ανθρώπους αυτό το διάστημα;
Όχι παραπάνω απ' ό,τι ανησυχώ κάθε μέρα. Ξέρεις, οι μεγάλοι άνθρωποι ζούνε σιγά-σιγά μια μορφή καραντίνας. Έχουν διαλέξει 2-3-5 βήματα που κάνουν κάθε μέρα, συνήθως όχι κοινωνικά. Οι γονείς μου θα ακολουθήσουν μια καθημερινή ρουτίνα και φυσικά έχουν περιορίσει τις εξωτερικές επαφές, αλλά δεν το φοβήθηκα. Ίσως γιατί δεν ήθελα να το δω, ίσως γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι παραπάνω;
— Με έναν αναπάντεχο και ύπουλο τρόπο ο κορωνοϊός χτυπάει όλες τις ηλικίες. Ένιωσες απειλή για σένα και το περιβάλλον σου;
Μπροστά στον κίνδυνο, φυσικά πρώτη αντίδραση είναι η προστασία, μετά έρχεται ο φόβος ‒ τρέχεις στους ανθρώπους σου, μοιράζεσαι sms, βάζεις ταινίες στο σπίτι να φωνάζουν, στέλνεις τα top μέρη του κόσμου σε φωτογραφίες, μέχρι και τα ρούχα σου θα κρέμαγες στον δρόμο αν ήταν να φοβηθεί το κακό και να φύγει. Είναι ανθρώπινο να ξορκίζεις τη ζωή σαν βλαχοσαμάνος.
Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το έργο, όσο πιο κοντά στον θάνατο πήγαινα, τόσο κατέληγα να υμνώ τη ζωή. Όπως ο Μίνως Βολανάκης, που πήγε να δει την «6η αίσθηση», γύρισε στον διπλανό του και του είπε «παιδί μου, τη ζωή μας την ορίζει ο θάνατος» και επέστρεψε στο σπίτι του και πέθανε. Κρατιόμαστε με νύχια και με δόντια, δαγκώνουμε το γεγονός ότι ζούμε και αναπνέουμε. Ακόμα και στην εντατική να είμαστε, είμαστε ακόμα εδώ.
— Μόνο που η συνθήκη αυτόν τον καιρό είναι καθημερινές ανακοινώσεις αριθμών.
Ναι, λες ότι είσαι ένα ασήμαντο νούμερο. Είναι ώρα να κατέβεις από το λεωφορείο, πάει, αυτό ήταν. Μπορεί κάποιοι άνθρωποι να φύγουμε. Και λες, μα αυτό ήταν; Ναι, μπορεί να ήταν κι αυτό! Ποιος ξέρει πού θα φτάσει η εξάπλωση;
— Και στη Βρετανία, εντελώς κυνικά, είπαν απλώς «μπορεί να χάσετε αγαπημένους ανθρώπους».
Ήταν σαν να ακολουθούσαν ναζιστικές μεθόδους. Σου είναι αβάσταχτο να χάσεις έναν συγγενή σου, φαντάσου να μιλάς για τους νεκρούς σου σε πληθυντικό αριθμό.
— Οι πρόβες ήταν στην τελική ευθεία όταν ήρθε η καραντίνα;
Ναι, και κάθε μέρα πήγαινα στην πρόβα και στεκόμουν όλο και πιο μακριά από τους ηλικιωμένους. Κι αυτό που κατάλαβα ήταν ότι από αυτούς τους ανθρώπους δεν θα έκλεβες το παραμικρό σχόλιο. Ήταν τέτοια η αξιοπρέπειά τους, που δεν σχολίαζαν, ούτε καν σου δείχνανε το παραμικρό, ότι «φοβούνται», καθόλου. Ήταν ωραίοι, ήταν βουβοί. Εμείς ήμασταν έτοιμοι να αστειευτούμε, ότι «θα πεθάνουμε», ενώ εκείνοι σε κοιτούσαν με μεγαλύτερη σοφία. Έβλεπα δυο γέρους ρυτιδωμένους που διήνυσαν χιλιόμετρα στην Αγγλία για να δουν τα εγγόνια τους και μόνο μέσα από το γυαλί μπορούσαν. Δεν μπορώ να διανοηθώ τι είναι μια τηλεκηδεία. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπίσεις τον θάνατο.
— Σε απασχολεί το πότε θα επανέλθει το θέατρο;
Περισσότερο με νοιάζει το πώς και τι θα κάνουμε όταν ξαναβρεθούμε όλοι μαζί. Η ησυχία είναι ένα πολύ ωραίο δώρο, σε κάνει να σκέφτεσαι. Λίγο με γειώνει, με πατάει κάτω και με βάζει στο μέτρο μου. Με απομακρύνει από τον πολύ θόρυβο. Τα υπολογίζεις όλα αλλιώς, και τη δουλειά που κάνεις, και τον τρόπο που κινείσαι, και τον τρόπο που περπατάς πάνω στη σκηνή, και τα λόγια που λες. Όλα είναι προσωρινά πια. Ακόμα και οι άνθρωποι με τους οποίους σχετίζεσαι. Και πρέπει να τα φέρεις βόλτα. Έχει σημασία να αγαπήσεις τα μικρά πράγματα. Ξέρω, είναι κλισέ, αλλά έρχεται η στιγμή που σε επισκέπτονται τα κλισέ.
Έχει σημασία να νιώθεις πιο μικρός, πιο ασήμαντος, σε αντίθεση με αυτό για το οποίο μοχθούσαμε ως τώρα και μας έκανε να νιώθουμε οι πιο σημαντικοί και οι πιο ωραίοι. Μια ανάσα αγώνας. Ένας διαρκής πρωταθλητισμός με στόχο το βάθρο, να ανεβαίνουμε με τη βεβαιότητα ότι εμείς είμαστε ολόκληρο το πλανητικό σύστημα, ενώ δεκάδες κινητά που κινούνται γύρω μας σαν δορυφόροι αναβοσβήνουν τις οθόνες τους και γράφουν για εμάς. Έτσι ζούσαμε και ζούμε. Ό,τι ανήκει σ' εμάς ανήκει στη ζωή, ό,τι δεν ανήκει σ' εμάς, όχι. Και ξαφνικά, ξυπνήσαμε ένα πρωί και δεν ισχύει τίποτα. Είναι πια όλα τα άλλα κι εσύ, ένα ατελές ανθρωποειδές σε εξέλιξη. Όταν εμφανίζεται μια κρίση μπαίνεις στο μέτρο σου, προνόμιο που ως τώρα είχαν μόνο τα βουνά, μόνο αυτά μας φέρνουν στη σωστή μας διάσταση. Και η κρίση στην τέχνη είναι μια επανεκκίνηση των πάντων. Παρ' όλα αυτά, η απώλεια σε πειράζει πολύ. Πολύ. Άδειασαν τα σπίτια μας, μείναμε μόνοι, φεύγουμε και χανόμαστε. Αυτό ήταν και το νόημα της «Μέσα Χώρας». Τα άλλα, ες αύριον.
σχόλια