Στα Φτερά του Έρωτα του Βιμ Βέντερς, μια ταινία που αγαπώ ιδιαιτέρως, τίθεται το εξής «στοιχειωτικό» ερώτημα: «Λένε ότι ο χρόνος όλα τα γιατρεύει. Αν όμως ο χρόνος είναι η αρρώστια;». Το θυμήθηκα μία
ακόμα φορά, παρακολουθώντας τη σκηνική μεταφορά του διηγήματος του Ίρβιν Γιάλομ Ο Δήμιος του Έρωτα στο Ίδρυμα Κακογιάννη.Από τον χρόνο που περνάει υποφέρει η γηραιά ηρωίδα, από τη θέαση της ζωής ως flashback, από την ήττα της συνείδησης ότι η κατακτημένη μέσα στα χρόνια γνώση τίποτα δεν μπορεί να διορθώσει από κρίσιμες αλλά λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος. Ζούμε τη ζωή μας ως πρόβα. «Κανονική» παράσταση δεν έχει. Δεύτερη ζωή δεν έχει.
Ο Γιάλομ προφανώς γνωρίζει καλά ότι σ’ αυτό το ερώτημα γιατρειά δεν υπάρχει, μόνο συμπτωματική θεραπεία. Μια καλή, ειλικρινής σχέση με τον εαυτό μας και τους άλλους ανθρώπους οπωσδήποτε βοηθάει. Αλλά, αν καταλαβαίνω καλά το καταληκτικό, ειρωνικό συμπέρασμά του για την επάρκεια της επιστήμης του και το συνδέσω με μια φράση που κάποτε διατύπωσε η Λούλα Αναγνωστάκη στη LifΟ, «η ειλικρίνεια
εξοντώνει», τότε ίσως πρέπει να ξαναδούμε τη χρησιμότητα του ελλείμματός της. Αν κάποιος νιώθει καλά, και ζει καλά, πιστεύοντας στον Θεό, ποιος έχει δικαίωμα να του αποδείξει ότι ο Θεός είναι επινόηση των ανθρώπων; Αν η 70χρονη Θέλμα νιώθει ότι αξίζει να συνεχίσει να ζει, φτάνει να μοιράζεται λίγες ώρες της ζωής της με τον κατά 30 χρόνια μικρότερο ψυχοθεραπευτή της (με τον οποίο βρίσκεται σε συναισθηματική εξάρτηση επί οκταετία), είναι βέβαιο ότι αυτός που θα θελήσει να τη θεραπεύσει δείχνοντάς της τη διαφορά μεταξύ έρωτα και εμμονής θα αποτύχει.
Επιπλέον, είναι το ίδιο το φαινόμενο του έρωτα που ανθίσταται στην ψυχολογική ανάλυση και την ψυχοθεραπεία. Εδώ πλέον η λογική και η επιστήμη σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Όλοι γνωρίζουμε τι ζόφος κρύβεται συχνά πίσω απ’ αυτό το ά-λογο πάθος και πόσο σχιζοφρενική είναι η αναμέτρηση μαζί του, όταν συνειδητοποιείς ότι η λογική εξέταση των πραγμάτων–που γενικώς βοηθάει να ζήσει κανείς καλά
καγαθά– είναι παντελώς άχρηστη. «Του έρωτα μέγα κακό / σπαράζεις τους ανθρώπους» λέει ο Χορός στη Μήδεια και ο Γιάλομ απαντά: «Δεν μ’ αρέσει να δουλεύω με ερωτευμένους. Ίσως γιατί τους ζηλεύω – κι εγώ ο ίδιος λαχταράω να μαγευτώ. Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα». Η
πρόχειρη εξήγηση που δίνει ο ίδιος είναι ότι ο ψυχοθεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι αναζητώντας το φως, όταν ο έρωτας «συντηρείται από το μυστήριο». Αλλά ο έρωτας δεν συντηρείται από το μυστήριο – είναι μυστήριο.
Η Θέλμα στα νιάτα της ήταν χορεύτρια. Η ίδια λέει: «Για δύο πράγματα ζούσα πάντα: για τον έρωτα και τον χορό». Σε αυτήν τη φράση προφανώς στηρίχθηκε ο Κώστας Γάκης, μεταγράφοντας τη νουβέλα σε παράσταση. Γιατί, εκτός από τον Μηνά Χατζησάββα και την Ξένια Καλογεροπούλου (πόσο όμορφοι είναι κι
οι δυο και πόσο γλυκά και «ψυχοθεραπευτικά» έχει γράψει πάνω στη μορφή τους και σε ό,τι εκπέμπουν η πατίνα του χρόνου και της τέχνης τους), δύο ακόμα πρόσωπα δένουν τη σκηνική πράξη: η Έλενα Γεροδήμου, η νεαρή Θέλμα, ως χορεύτρια, και ο Χρήστος Παπαδόπουλος ως Μάθιου, ο νεαρός ψυχοθεραπευτής που έκλεψε το μυαλό της ηρωίδας. Η ιδέα είναι καλή γιατί επιτρέπει στην απλή, ωσεί ρεαλιστική αφήγηση, να εμπλουτιστεί με σκηνές χοροθεατρικού ύφους. Επιπλέον, συνδέεται άμεσα με κρίσιμα ζητήματα που θίγει η ιστορία, αν σκεφτούμε ότι στον χορό αναμετριούνται η ελαφρότητα και η βαρύτητα, η ανάγκη να πετάξεις ελεύθερος με τον καταναγκασμό των νόμων της μηχανικής, η κίνηση με την αδράνεια, τα νιάτα με το γήρας.
Μια βόλτα στο «Χορός και Ψυχή» (1923) του Πολ Βαλερί καλύπτει μοναδικά το ζήτημα.
Αλλά τι συμβαίνει; Ενώ διαπιστώνεις καλές ιδέες και προθέσεις, το τελικό αποτέλεσμα δίνει την εντύπωση ότι δεν παιδεύτηκε αρκετά. Βρήκα, π.χ., την εισαγωγική σκηνή, όπου προβάλλονται σκηνές ζευγαριών που φιλιούνται από ταινίες του παλιού, καλού Χόλιγουντ, περιττή και άστοχη. Η σχέση πρόζας και χοροθεατρικών σκηνών ήθελε δραματουργική άποψη που να τη στηρίζει: αν είναι δύο πλάσματα που κουβαλά μέσα της η Θέλμα, δημιουργήματά της, η εικόνα της νιότης της και το αντικείμενο του έρωτά της, η σκηνοθεσία κάπως έπρεπε να το δηλώνει – γιατί αλλιώς μοιάζει να προστίθενται για να στολίσουν την πράξη, όχι για να τη φωτίσουν. Γνώμη μου είναι ακόμα ότι τα «πλάσματα» έπρεπε να είναι βουβά, να μην έχουν λόγο.
Το τεράστιο σκιάχτρο που κινείται από τον Χρ. Παπαδόπουλο και παριστάνει τον άντρα της Θέλμας μοιάζει να χρησιμοποιείται για να θηρεύσει εύκολες εντυπώσεις, που όμως δεν έχουν σχέση με τη σκηνική αφήγηση. Βρήκα περιττό και το τραγούδι που ερμηνεύει στο τέλος η Γεροδήμου – όπως και το βίντεο φουρτουνιασμένης θάλασσας που προβάλλεται παράλληλα. Είχε ανάγκη αυτή η ιστορία από επιπλέον «πληροφορίες» και ενισχυτικά της δράσης ευρήματα; Δεν είχε. Που σημαίνει ότι ο ευφάνταστος Κώστας
Γάκης, όπως και οι περισσότεροι από τους σκηνοθέτες της γενιάς του, πρέπει να βάλουν τα data κάτω, να συγκεντρωθούν, να μελετήσουν, να δώσουν χρόνο και σκέψη στο ταλέντο τους να προχωρήσει.
σχόλια