Είναι μια κλασική, συννεφιασμένη 28η Οκτωβρίου κι έχω ραντεβού με τον Michael Doolan, τον νεαρότερο σε ηλικία χορευτή της Λυρικής Σκηνής. Το ραντεβού είναι στο Barrett, ένα γνωστό κεντρικό μπαρ που μένει ανοιχτό μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Είναι νωρίς το πρωί και παρόλη τη χθεσινή κραιπάλη, η εθνική εορτή, η αργία και η συννεφιά μού δημιουργούν μια αίσθηση ανακούφισης. Ο Michael φτάνει στην ώρα του, είναι ψηλός και λυγερόκορμος, με ξανθιά φράντζα που πέφτει μπροστά από το αριστερό του μάτι, φοράει παρκά και Stan Smith και ζητάει ένα τσάι. Χαμογελάω καθώς σκέφτομαι: «Πόσο φανταστικά αγγλικό εκ μέρους του». Στη συνέχεια, ενώ βολεύεται στη θέση του, μου λέει πως χθες το βράδυ και αυτός ξενύχτησε. Είχε πάει σε ένα ρεμπετάδικο.
Η ζωή του Michael μοιάζει με ταινία για το μπαλέτο, από αυτές που ο κεντρικός χαρακτήρας περνάει από όλα τα στάδια: την απογοήτευση, τη σκληρή δουλειά και, τέλος, τη δικαίωση. Μου εξηγεί, στρίβοντας ένα τσιγάρο: «Ξαφνικά, και μέχρι σήμερα μυστηριωδώς, γύρω στα δέκα, αποφάσισα ότι θέλω να γίνω χορευτής. Η μητέρα μου είναι δασκάλα μουσικής και βλέποντας πόσο βαριόμουν τη μελέτη, δεν με εμπιστευόταν καθόλου. Οι γονείς μου έκαναν τρία χρόνια να το πιστέψουν, μια και γενικότερα δεν φημιζόμουν για τη θέληση και το πάθος μου – δεν τους κατηγορώ. Επέμεινα όμως και τελικά, στα δεκατρία, ξεκίνησα το μπαλέτο». Το πρώτο του μάθημα περιλάμβανε κυρίως μικρά πηδήματα και ρυθμική, αλλά ο Michael θυμάται ακόμα να βγαίνει από την τάξη, τον πατέρα του να τον περιμένει ανάμεσα σε μια θάλασσα από μικρά κορίτσια και τις μητέρες τους, νιώθοντας εμφανώς άβολα, και να του λέει ότι αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που έχει κάνει στη ζωή του.
Μπορεί να ακουστεί κάπως τετριμμένο για τους Έλληνες, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Ζορμπά στο Καλλιμάρμαρο. Πρέπει να είχε 10.000 κόσμο – ήταν και ο χώρος, αλλά, πάνω απ' όλα, η μουσική.
Ξεκινώντας, λοιπόν, στα δεκατρία του χρόνια μπαλέτο και κάνοντας μόνο μια φορά την εβδομάδα μάθημα, άρχισε να θέλει κάτι παραπάνω. Η μητέρα του έμαθε για κάποια οντισιόν σε μία από τις γνωστότερες σχολές του Birmingham και τον έπεισε να συμμετάσχει. «Μπαίνοντας μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο, συνειδητοποίησα αμέσως ότι δεν είχα ιδέα τι έκανα όσον αφορά το μπαλέτο. Όλοι εκεί μέσα ήταν τόσο καλύτεροι από εμένα που σκέφτηκα ότι αυτό ήταν, τελείωσε, κι έφυγα από την αίθουσα συντετριμμένος. Ένας από τους δασκάλους, όμως, με ακολούθησε και μου πρότεινε να παρακολουθήσω το μάθημα του Σαββάτου, δωρεάν. Δεν έχω ιδέα τι είδε σ' εμένα τότε, αλλά ήταν αυτή η στιγμή που καθόρισε την πορεία μου στον χορό».
Κάπως έτσι ο Michael πέρασε την εφηβεία του, κάνοντας δύο μαθήματα μπαλέτου την εβδομάδα, ρουφώντας όσο περισσότερη γνώση μπορούσε από το μάθημα του Σαββάτου, όπου χόρευε με συνομηλίκους του που γυμνάζονταν ώρες καθημερινά. Φτάνοντας τα δεκαοκτώ, αποφασίζει να ξεκινήσει σπουδές στη Σκωτία, στη σχολή Ballet West. «Η σχολή βρίσκεται σε ένα χωριό στα Highlands, πιο συγκεκριμένα τα στούντιο είναι πίσω από μια φάρμα ελαφιών στη μέση του πουθενά. Κάθε μέρα έπρεπε να περπατήσω σαράντα λεπτά για να φτάσω εκεί, περνώντας μέσα από άλλες φάρμες. Ήταν ένα εξαιρετικά απομονωμένο μέρος, το οποίο όμως ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Μπόρεσα να συγκεντρωθώ και να δουλέψω σκληρά, έξι και, πολλές φορές, επτά ημέρες την εβδομάδα, για ατελείωτες ώρες. Και να ήθελα να αποσπάσω την προσοχή μου από τον χορό, δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω».
Κι ήταν τυχερός, γιατί το σώμα του ήταν σύμμαχος και όχι εμπόδιο για ένα παιδί που άρχισε τόσο αργά το μπαλέτο. Τελειώνοντας τις σπουδές του, ήξερε ότι ήθελε να φύγει εκτός Βρετανίας και μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, και εξαιτίας του δυσβάσταχτου κόστους ζωής και για να μην αποσπάται η προσοχή του. Κάπου εκεί στάθηκε τυχερός και η Ελληνίδα σύντροφος του καθηγητή του στον σύγχρονο χορό τού πρότεινε να κάνει οντισιόν για την Εθνική Λυρική Σκηνή στην Αθήνα. «Η αλήθεια είναι ότι όλα τα συμβόλαια είχαν συμπληρωθεί ήδη όταν ήρθα στην Αθήνα, αλλά ο διευθυντής πίστεψε σ' εμένα και μου έδωσε τη θέση μετά από δύο εβδομάδες» μου λέει με ένα στραβό, ντροπαλό χαμόγελο. Τον ρωτάω πώς του φάνηκε η αλλαγή περιβάλλοντος και με κοιτάει ανοίγοντας τα μεγάλα του μάτια: «Μου πήρε δεκαοκτώ γεμάτους μήνες να προσαρμοστώ και να αρχίσει να μου αρέσει εδώ. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Ήξερα ότι υπήρχε κάτι το οποίο μου διέφευγε, κάτι που θα με έκανε να αγαπήσω αυτή την πόλη». Σκέφτομαι πόσο πραγματικά δύσκολη μπορεί να γίνει η Αθήνα και συμφωνώ σιωπηλά.
Καθώς μιλάμε όλο και περισσότερο για τον χορό ως τέχνη, είναι εμφανές ότι ο ψηλός νέος που κάθεται απέναντί μου βρίσκεται στη δίνη της ανακάλυψης της ίδιας του της τέχνης. Μου μιλάει με ενθουσιασμό για τον σύγχρονο χορό στην Ελλάδα και τον αγαπημένο του χορογράφο Ohad Naharin, για το πόσο χαρούμενος είναι που η Λυρική θα συνεργαστεί με τον Αντώνη Φωνιαδάκη για μια παράσταση τον ερχόμενο Απρίλιο, για τους Rootless Root και τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Διαισθάνομαι μια ανάγκη έκφρασης που μοιάζει να μην ικανοποιείται από το κλασικό ρεπερτόριο. «Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται περισσότερο την τεχνική παρά την ερμηνεία όταν χορεύω κλασικό. Η ελευθερία που υπόσχεται το σύγχρονο με ενθουσιάζει». Άλλο ένα πράγμα που τον κάνει χαρούμενο αυτήν τη στιγμή είναι ότι έχουμε μπει στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση του Ιδρύματος Νιάρχου, όπου θα μετακομίσει η Εθνική Λυρική Σκηνή τόσο τις αίθουσες προβών όσο και το θέατρό της.
Τον ρωτάω για τη σημαντικότερη παράσταση που έχει δώσει μέχρι σήμερα: «Μπορεί να ακουστεί κάπως τετριμμένο για τους Έλληνες, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Ζορμπά στο Καλλιμάρμαρο. Πρέπει να είχε 10.000 κόσμο – ήταν και ο χώρος, αλλά, πάνω απ' όλα, η μουσική. Ήταν δύσκολο στην αρχή, γιατί δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιους ήχους και ρυθμούς, αλλά εκεί κατάλαβα και αγάπησα την ελληνική μουσική. Πλέον ακούω ρεμπέτικο, λαϊκό, και ο αγαπημένος μου μουσικός είναι ο Τσιτσάνης».
Στα εικοσιτέσσερα, με όλο τον καιρό μπροστά του για να συνεχίσει την καριέρα του, ο Michael Doolan σε δέκα χρόνια βλέπει τον εαυτό του όπου τον έχει πάει ο χορός. Μοιάζει απόλυτα εξοικειωμένος με τη νομαδική ζωή του χορευτή, αν και έχει αρχίσει να αγαπάει, όπως μου λέει, την Αθήνα. Τον ρωτάω γιατί: «Εδώ ενηλικιώθηκα ουσιαστικά. Εδώ ανακάλυψα ποιος είμαι και τι μου αρέσει κι εδώ απέκτησα την απελευθερωτική αίσθηση ότι αν θέλεις, μπορείς να κάνεις οτιδήποτε με τη ζωή σου. Αγαπώ την Αθήνα, είναι τόσο γοητευτική».
* Ο Michael Doolan συμμετέχει στο παιδικό μπαλέτο Καρμενσίτας που ξεκινά στις 22/11 και θα τρέχει έως 24/4, ενώ στη συνέχεια θα χορέψει στον Καρυοθραύστη που θα παρουσιαστεί σε Θεσσαλονίκη (από 5/12 στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης) και Αθήνα (από 23/12 στο Ολύμπια).
σχόλια