Το 1905 ξέσπασε η Πρώτη Ρωσική Επανάσταση, όταν μία ειρηνική διαδήλωση εργατών που κατευθυνόταν στα ανάκτορα του τσάρου πνίγηκε στο αίμα. Η περίφημη «Ματωμένη Κυριακή» εκείνου του ζοφερού Γενάρη οδήγησε σε μαζική εξέγερση μέρους του λαού και του στρατού. Αν και η εξέγερση δεν μετατράπηκε σε ανατροπή, σίγουρα ταρακούνησε το τσαρικό καθεστώς. Ο συγγραφέας Μαξίμ Γκόργκι (1868-1936), ο οποίος βρισκόταν στη φυλακή εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεών του, και ενώ η διεθνής κοινότητα ζητούσε την αποφυλάκισή του, συντετριμμένος από τα γεγονότα γράφει μέσα σε λίγες μέρες τα Παιδιά του Ήλιου. Τον Φλεβάρη αποφυλακίζεται αλλά το έργο δεν παίρνει άδεια να ανέβει παρά μόνο τον Οκτώβρη του ίδιου πάντα έτους, από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
Τα Παιδιά του Ήλιου αποτελούν μια παραβολή. Χώρος δράσης το εσωτερικό μιας έπαυλης, την ώρα που έξω μαίνεται επιδημία χολέρας, από την οποία οι χαρακτήρες του έργου είναι προστατευμένοι. Η «απειλή» υφίσταται αλλά εκείνοι ζουν περίπου ανυποψίαστοι σε μια άλλη πραγματικότητα, όπου νομίζουν ότι όλα όσα συμβαίνουν έξω δεν τους αφορούν. Η επιδημία θα μπορούσε να εκληφθεί αλληγορικά ως εξέγερση των ανθρώπων ενάντια στους μεγαλοαστούς και σε όσους τους καταπιέζουν.
Ο Γκόργκι υπήρξε ο γεννήτορας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, οπότε είναι διάχυτες οι σκέψεις περί του αν η τέχνη πρέπει να είναι ωφέλιμη στον άνθρωπο, στην κοινωνία, για το αν πρέπει η τέχνη να είναι κατανοητή από όλο κόσμο ή όχι. Οι ήρωες μιλάνε εμφατικά για όλα αυτά, χωρίς να παίρνουν μια συγκεκριμένη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου.
Το έργο τοποθετείται χρονικά από τον Γκόργκι στον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια μιας υποτιθέμενης επιδημίας χολέρας. Θα ήταν λάθος να αναφερθούμε σε συγκεκριμένη ημερομηνία, καθώς οι επιδημίες εκείνα τα χρόνια ήταν σύνηθες φαινόμενο που ξεσπούσε χρόνο παρά χρόνο, κυρίως στα χαμηλότερα στρώματα του κοινωνικού ιστού. Έτσι, η χολέρα για τον συγγραφέα δεν είναι παρά ένας υπόγειος συμβολισμός. Έξω μαίνεται η επιδημία και μέσα στην έπαυλη παρατηρείται ένα άλλο είδος χολέρας: υποφέρει η ψυχή των ηρώων και μεταφέρουν ο ένας στον άλλο το φορτίο της αρρώστιας μέσα από τον έρωτα.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του έργου, ωστόσο, αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει, είναι κάτι που μέχρι τότε δεν είχε κάνει την εμφάνισή του σε άλλα έργα της εποχής. Ο Γκόργκι «αποκαλύπτει» όλα όσα συμβαίνουν μέσα στη μεγαλοαστική έπαυλη. Τα Παιδιά του Ήλιου είναι μια παρέα διανοουμένων –ένας ζωγράφος και ένας επιστήμονας ανάμεσά τους–, πρόσωπα που δεν βλέπουμε στα έργα του Τσέχοφ ή που, όποτε υπάρχουν, η ιδιότητά τους δεν έχει καθοριστική σημασία όσον αφορά τη δραματουργία. Στον Τσέχοφ οι χαρακτήρες λειτουργούν αόριστα και εσωτερικά. Οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες του Γκόργκι, οι οποίοι, όπως του Τσέχοφ, ανήκουν στον 19ο αιώνα, μιλάνε για ιδέες νεωτεριστικές, συχνά ριζοσπαστικές. Ιδέες διαδεδομένες πια στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς, εκτός από τον μαρξισμό, υπήρχε πλέον και ο Φρόιντ. Οι μεγαλοαστοί του έργου ασχολούνται κατά κόρον με τις ιδέες του Φρόιντ – μία από αυτές είναι ο φόβος του θανάτου. Οι χαρακτήρες επανέρχονται συχνά σε ερωτήματα του τύπου «τι νόημα έχει ο κόσμος;» ή «τι νόημα έχει η εξέλιξη;».
Αυτό και μόνο καθιστά το συγκεκριμένο θεατρικό έργο, αν όχι το πρώτο, ένα από τα πρώτα στα οποία παρουσιάζονται υπαρξιακά θέματα, τοποθετώντας το στην κατηγορία των έργων του fin de siècle. Ο Φρόιντ εκείνη ακριβώς την εποχή δεν είναι καθόλου άγνωστος, αντιθέτως οι θεωρίες του συζητιούνταν ευρέως στα λογοτεχνικά σαλόνια. Παράλληλα, βέβαια, στη Ρωσία και αλλού, δινόταν έμφαση στις θεωρίες του Μαρξ, οι οποίες και οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Και όμως, η παράμετρος του Φρόιντ είναι ιδιαίτερα σοβαρή τόσο για την εποχή όσο και για τα Παιδιά του Ήλιου.
Οι αφελείς, ναρκισσευόμενοι, κάπως γελοίοι και σίγουρα καλομαθημένοι αστοί του Γκόργκι, που αναμφισβήτητα έχουν ταξική συνείδηση, αναλώνονται στις σκέψεις τους σαν να είναι φλέγοντα ζητήματα, στοιχείο που κάνει το έργο σύγχρονο. Υπάρχει χαρακτηριστικά μια ηρωίδα που επαναλαμβάνει: «Ωραίες οι ιδέες σας, αλλά έξω τι γίνεται; Έξω οι άνθρωποι πεθαίνουν». Και παρόλο που η ατμόσφαιρα είναι κοντά στον Τσέχοφ, ο έρωτας αποδίδεται με μεγάλη δόση χιούμορ, καθιστώντας το έργο δωματίου, στα όρια της κωμωδίας, παρότι προς το τέλος η απειλή του «έξω» παίρνει ζοφερές διαστάσεις.
Ο Γκόργκι υπήρξε ο γεννήτορας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Σε όλο το έργο είναι διάχυτες οι σκέψεις περί του αν η τέχνη πρέπει να είναι ωφέλιμη στον άνθρωπο και στην κοινωνία γενικότερα, για το αν πρέπει η τέχνη να είναι κατανοητή απ' όλο τον κόσμο ή όχι. Οι ήρωες μιλάνε εμφατικά για όλα αυτά, χωρίς να παίρνουν μια συγκεκριμένη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου. Ίσως να είναι αυτός ο κύριος λόγος που το έργο επί κομμουνισμού ήταν από τα πιο δημοφιλή και παιζόταν ακατάπαυστα. Από την άλλη, δεν θα το λέγαμε απαραίτητα «στρατευμένο» ή «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», καθώς ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτή η παράμετρος στην τέχνη και εξακολουθούμε να συζητάμε για το ποια είναι ή θα έπρεπε να είναι η συμβολή της στην εξέλιξη του ανθρώπου. Η διαφορά είναι ότι σήμερα ως κοινό γνωρίζουμε τα αποτελέσματα του «πειράματος» του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και αυτή είναι η ειρωνεία του έργου, ότι ξέρουμε τι έχει συμβεί μετά την Επανάσταση, σε αντίθεση με το κοινό της Ρωσίας των αρχών του 20ού αιώνα – πόσο έχει ωφελήσει η τέχνη τον κόσμο ή όχι και τι σημαίνουν οι ιδέες και η τέχνη έπειτα από την περιπέτεια που βίωσε η Ρωσία και ένα μέρος της Ευρώπης.
Στην παράσταση που ετοιμάζει ο Νίκος Μαστοράκης για το Θέατρο Τέχνης, καθώς το κείμενο είναι ουσιαστικά μια ανοιχτή συζήτηση σε επίπεδο ιδεών, τίθενται όλα αυτά τα ερωτήματα. Δηλαδή, τι σημαίνει σήμερα, για τον μέσο άνθρωπο, τέχνη, τη στιγμή που καταναλώνει τόνους εικόνων και αποβλήτων τέχνης, όπως είναι η τηλεόραση; Και εφόσον ούτε οι ηθοποιοί, αναπόδραστα, μπορούν να είναι «αγνοί» αποδέκτες του κειμένου, η εξαιρετική ομάδα που συμπληρώνει τη διανομή έκανε ατελείωτες συζητήσεις με τον σκηνοθέτη πριν ξεκινήσει τις πρόβες.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι με το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης το έργο έπαψε να παίζεται. Ξαναπαίχτηκε στη Ρωσία το 2008 με τεράστια επιτυχία, ενώ τα τελευταία χρόνια παίζεται σε όλη την Ευρώπη. Η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, που ξεκινάει στις 14 Νοεμβρίου, τοποθετείται αισθητικά κάπου ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα, χωρίς να είναι εντελώς μοντέρνα εκδοχή, ενώ ένα χαρακτηριστικό της είναι ότι δεν υπάρχει καθόλου μουσική. Σαν να θέλει ο σκηνοθέτης να «ακουστεί» μόνο η μουσική των λέξεων και των ιδεών. Η μετάφραση είναι της Ελένης Μπακοπούλου, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Βασίλη Παπατσαρούχα, ο σχεδιασμός φωτισμού του Σάκη Μπιρμπίλη. Τους χαρακτήρες ενσαρκώνουν η Μαρία Καλλιμάνη, ο Γιάννης Κότσιφας, η Ιωάννα Μαυρέα, η Φωτεινή Μπαξεβάνη, ο Μάκης Παπαδημητρίου, η Κωνσταντίνα Τάκαλου, ο Χάρης Φραγκούλης, ο Αδριανός Γκάτσιος και ο Άρης Ντελία.