Παρίες, ναυαγοί, τρελοί, αποκλεισμένοι, εγκαταλελειμμένοι, απεγνωσμένοι, εξορισμένοι, ξοφλημένοι.
Ο ένας παράτησε το Αναρχικό Κίνημα μετά από τριάντα χρόνια αφοσίωσης και τώρα περνά τις μέρες του βουτηγμένος σ’ ένα μπουκάλι ουίσκι. Ο άλλος απολύθηκε από την εφημερίδα και ανέλαβε αρχηγός του Ριζοσπαστικού Κινήματος για το Αύριο. Ο τρίτος ήταν κάποτε ακροβάτης σε τσίρκο. Ο τέταρτος πολέμησε στην Αφρική και τώρα αγαπά να επιδεικνύει μια ουλή στην πλάτη. Τον πέμπτο τον σάρωσε η απληστία. Τον έκτο η πατρική υπεροχή. Και τούτος, ο άρτι αφιχθείς ανυπόμονος νεαρός, έστειλε τη μητέρα του στη φυλακή και ψάχνει ένα μέρος να κρυφτεί από τις Ερινύες.
Όλοι τους κατοικούν στο Παλάτι των Άπιαστων Ονείρων, στο μπαρ του Χάρι Χόουπ, στο West Side της Νέας Υόρκης. Άνεργοι, άφραγκοι, ανεπιθύμητοι, καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες αλκοόλ, καβγαδίζουν, φωνάζουν, αναπολούν με μανία τα παλιά και ονειρεύονται τη μέρα που θα κάνουν το άλμα, θα ανοίξουν την πόρτα και θα επιστρέψουν φρεσκοπλυμένοι στους κόλπους της κοινωνίας.
Ένα καθαρτήριο χαμένων ψυχών, ένα καταφύγιο όπου οι νόμοι και οι κανόνες έχουν πάψει προ πολλού να ισχύουν, ένας χώρος υφασμένος από τις μεθυσμένες ανάσες, τις σμπαραλιασμένες επιθυμίες, τις ανήμπορες, καταδικασμένες προσδοκίες αυτών των ανδρών που αρνούνται πεισματικά κάθε ένταξη στον κόσμο της κανονικότητας και στις παραγωγικές τάξεις της οικονομίας.
Μπορεί να παραπατά, μπορεί να μας «πετά» συχνά έξω, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η παράσταση δεν έχει να προσφέρει στον θεατή μια γοητευτική επίσκεψη στον κόσμο του Ο’Νιλ.
Γραμμένο δέκα χρόνια πριν από το «Περιμένοντας τον Γκοντό», το έργο αυτό του Ο’Νιλ, βασισμένο στις προσωπικές του αναμνήσεις, όταν, νεαρός ναυτικός και τυχοδιώκτης, σύχναζε στα μπαρ των λαϊκών συνοικιών της Νέας Υόρκης, προοικονομεί εντυπωσιακά το μπεκετικό σύμπαν της στάσης, της αναμονής και της αδιάκοπης διύλισης του χρόνου μέσα από τον λόγο.
«Να μιλάς προκειμένου να μην πεθάνεις», μοιάζει να είναι η μοναδική επιταγή στην οποία υπακούουν οι θαμώνες αυτής της συντροφιάς των απελπισμένων.
Δεν υπάρχει παρόν ή μέλλον – μονάχα το παρελθόν που συμβαίνει ξανά και ξανά, τώρα. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, οι ήρωες του «Παγοπώλη» αφηγούνται με περισσό ζήλο τις ιστορίες που σημάδεψαν τη ζωή τους: αυτή η αφηγηματική πράξη είναι και η μόνη πραγματική τους δραστηριότητα, η μόνη τους προστασία απέναντι στο παράλογο, η μόνη τους μέθοδος να αντιμετωπίσουν την τρέλα, τη συνειδητοποίηση ότι τίποτε ποτέ δεν θα αλλάξει, μια συνειδητοποίηση που την αρνούνται με όλες τις δυνάμεις απώθησης που έχουν ξεμείνει στα αγκυλωμένα κόκαλά τους.
Κι αν ο δικός τους Γκοντό αφιχθεί, τελικά, δεν θα είναι καθόλου αυτός που ελπίζανε. Ο αγαπημένος τους Χίκι, ο πλανόδιος πωλητής που είναι έξω καρδιά και με γενναιόδωρη τσέπη, θα εμφανιστεί και πάλι, πιστός στο ετήσιο ραντεβού τους, αυτήν τη φορά όμως θα έχει «άγριες» διαθέσεις.
Θα τους ζητήσει να πούνε την αλήθεια για τον εαυτό τους. Να σκοτώσουν τις ζωτικές ψευδαισθήσεις, τα «άπιαστα όνειρα» που δηλητηριάζουν τις ζωές τους. Να αναγνωρίσουν ότι δεν υπάρχει «αύριο». «Δεν το καταλαβαίνετε ότι τότε θα είστε ελεύθεροι να είστε ο εαυτός σας, χωρίς να χρειάζεται να νιώθετε τύψεις ή να λέτε ψέματα για τη δήθεν αναμόρφωσή σας;» τους παρακαλά. Κι αν, έστω για λίγο, τον πιστέψουν, κι αν, έστω απρόθυμα, σπεύσουν να ακολουθήσουν τη συμβουλή του, όλα θα αποδειχθούν μάταια και θα καταρρεύσουν εν ριπή οφθαλμού.
Η μοναδική «σωτηρία», μερικές φορές, είναι η αυταπάτη και κανένας εξωτερικός «καθοδηγητής», όσο πεπεισμένος ή πεφωτισμένος κι αν παρουσιάζεται, δεν μπορεί να μας φέρει, ακαριαία και βεβιασμένα –επειδή εκείνος το αποφάσισε– αντιμέτωπους με το αβάσταχτο.
Αφού αφαίρεσε προσεκτικά χαρακτήρες και κομμάτια διαλόγων από το πρωτότυπο, ο Ακύλλας Καραζήσης, σε συνεργασία με τον μεταφραστή του Αντώνη Γαλέο, συμπύκνωσε αριστοτεχνικά το πρωτότυπο σε μια πιο προσβάσιμη εκδοχή (αντί για πέντε ώρες παράστασης, όπως θα ήταν κανονικά, εδώ έχουμε δύο), διατηρώντας ζωντανή την ουσία και το πνεύμα του.
Τα προβλήματα, σε κάθε περίπτωση, αναφύονται αλλού: επιχειρώντας να μεταφέρει το έργο στο σήμερα, επιδιώκοντας ν’ αφουγκραστεί τους σύγχρονους απόκληρους και ονειροπόλους σε πρόσωπα του περιβάλλοντός του, ο Ακύλλας Καραζήσης επέλεξε νέους ηθοποιούς για να στοιχειοθετήσει την ανάγνωσή του.
Έτσι, εκτός από το πάθος τους, επιστράτευσε μοιραία και τη «φρεσκάδα» τους – την οποία εξαρχής εισπράττουμε (στη φωνή, στην κίνηση, στην αύρα τους) σε πείσμα των προθέσεων και των λόγων τους.
Ουδέποτε, με άλλα λόγια, αισθανόμαστε ότι τούτα τα παιδιά βιώνουν τελματωμένες ζωές και τρέφουν μαραμένες ελπίδες. Όχι επειδή δεν είναι καλοί ηθοποιοί ούτε, απαραίτητα, λόγω της ηλικίας τους, αλλά επειδή, επιπροσθέτως, ακολουθούν μια σκηνοθετική γραμμή που τους ζητά να στέκονται ανάλαφρα, ενίοτε ακόμη και κωμικά, να παίζουν χωρίς να «παίζουν», να μιμούνται, τρόπον τινά, τον σκηνοθέτη τους, ο οποίος αποφεύγει ανέκαθεν τη «δραματικότητα», όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Συνεπώς, βρισκόμαστε στην παράδοξη θέση να παρακολουθούμε μια ομάδα νέων που, παρά τις επίμονες «δηλώσεις» τους, δεν καταβάλλονται από κανένα αίσθημα απόγνωσης: παράγουν εξωτερικά υποκριτικά σχήματα και καμώνονται τους τελειωμένους, ενώ κάθε άλλο παρά τελειωμένοι είναι – τοποθετούνται εν πολλοίς στα πρόθυρα της παρωδίας.
Ως προς αυτό, φυσικά, δεν υπάρχει πλήρης ομοιογένεια και οι ποιότητες που εισπράττουμε διαφοροποιούνται ποικιλοτρόπως. Ο Γιώργος Κατσής, για παράδειγμα, ως ένας εκ των θαμώνων του μπαρ, πλάθει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο νεο-μπλαζέ καλλιτέχνη που ακροβατεί μεταξύ κυνισμού και ρομαντισμού, ερμηνεύοντας προς το κοινό τον αφοπλιστικό μονόλογό του με μια αξιοθαύμαστα σύγχρονη υποκριτική λιτότητα. Η Ελίνα Ρίζου μεταδίδει συγκινητικά τον τσακισμένο από τη μεταμέλεια ψυχισμό του επαναστατημένου γιου που οδηγείται στην αυτοκτονία μετά την «παρέμβαση» του Χίκι.
Και, τέλος, η Έλενα Τοπαλίδου, ως Χίκι, προσελκύει την τραυματισμένη προσοχή μας άμα τη εμφανίσει της, δημιουργώντας με την παρουσία της μια διάσταση «φευγαλέα», ακαθόριστη, αινιγματική, ωσάν ο Χίκι να είναι μια μορφή φασματική, σχεδόν εξωπραγματική, ένας ζωντανός-νεκρός που αναλαμβάνει μια ύστατη επιχείρηση σωτηρίας των φίλων του ή, ακόμη, ενσαρκώνει, χλωμά και φευγαλέα, ένα κάλεσμα του ασυνειδήτου.
Μπορεί να παραπατά, μπορεί να μας «πετά» συχνά έξω, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η παράσταση δεν έχει να προσφέρει στον θεατή μια γοητευτική επίσκεψη στον κόσμο του Ο’Νιλ. Όσο περνάει η ώρα, όσο πλησιάζουμε στο τέλος, η σκηνοθεσία διαμορφώνει σταδιακά μια ανεπαίσθητη «λούπα», μια συναρπαστική αίσθηση διαρκούς επιστροφής του ιδίου: κομμάτια ελαφρώς παραλλαγμένα, που διαδέχονται ρυθμικά, σχεδόν υπνωτιστικά το ένα το άλλο, μια επανάληψη που δεν οδηγείται ποτέ σε λύση, όπως ακριβώς και οι ζωές των ηρώων. Κλείνεις τα μάτια και, όταν τα ανοίγεις ξανά, ο εφιάλτης περιμένει ακόμη εκεί...
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Ο παγοπώλης έρχεται» που ανεβαίνει στο θέατρο Προσκήνιο.