Τότε που πρωτοδιάβασα το Τρίτο Στεφάνι
Όταν πρωτοβγήκα στο θέατρο το 1972, στον Επιθεωρητή, βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Είχαν έρθει κατά τη διάρκεια μιας πρόβας και τον συνέλαβαν για αντιδικτατορική δράση. Όταν βγήκε από τη φυλακή, μαζί με όλα τα κακά που έζησε εκεί, μου είπε ότι διάβαζαν για ανεξήγητους λόγους το Τρίτο Στεφάνι και μου το έδωσε. Ενθουσιάστηκα με το βιβλίο για τους ίδιους λόγους που είμαι ακόμα ενθουσιασμένος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπες ένα κείμενο, στο οποίο η καθαρεύουσα, τα γαλλικά, η αργκό, το «γαμιέσαι», το απόσπασμα από ένα Λατίνο συγγραφέα γειτόνευε μ' ένα λαϊκό τραγούδι. Πρώτη φορά συνάντησα τέτοια πολυγλωσσία. Ήταν μια Ελλάδα που σπαρτάραγε μέσα από αυτήν τη γλώσσα. Δεν είχε σχέση με την ηθογραφία, αλλά είχε όλο το ήθος και το έθος των τότε Ελλήνων. Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ που, επειδή γράφαμε τότε την πρώτη μας επιθεώρηση, το Και συ χτενίζεσαι, έγραψα ένα νούμερο, τη Σοφία, που ήταν ξεπατικωτούρα από τη Νίνα από το Τρίτο Στεφάνι. Ο Ταχτσής, όταν το κατάλαβε, χαμογέλασε...
Το 1972 έχει περάσει μόνο ένας χρόνος από την κυκλοφορία του έργου. Δεν το ξέρει κανείς. Είχε βγει το '62 και είχε πάει άπατο και το '71 επανεκδόθηκε . Μετά το '73 και το '74 το διάβασαν όλοι. Η Αριστερά δεν το είχε υποδεχθεί καλά και αυτή ήταν δυστυχώς και ευτυχώς που κρατούσε τα σκήπτρα της διανόησης. Είναι γνωστή η κουβέντα της Έλλης Αλεξίου: «Αν είναι δυνατόν να είναι μυθιστόρημα δύο γυναίκες που συζητούν πάνω από κάτι μπουγαδόνερα». Ενόχλησε και κάποιους καταξιωμένους συγγραφείς, το «μετερίζι» που δεν καλοείδε κάποιον που έρχεται από το πουθενά και τους ξεσηκώνει. Ο ίδιος ο Ταχτσής κιόλας ζει μια ζωή αρκετά ευάλωτη. Παρ' όλα αυτά, είναι τέτοιος ο θόρυβος που κάνει η ανάγνωσή του που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο τον κόσμο. Θέματα που τα θεωρούσαμε ασήμαντα έγιναν πρωταγωνιστικά. Λέξεις που ήταν εν αχρηστία αποκτήσανε ξαφνικά το νόημά τους. Και μια φτήνια που υπάρχει δίπλα σε κάτι λαμπερό και που χαρακτηρίζει τον Έλληνα. Μια χυδαιότητα δίπλα στην άκρατη ποιητική διάσταση κάνει τη δική της «πρεμιέρα».
Η ελληνική κοινωνία δεν επέτρεπε τότε στον εαυτό της να φοβηθεί από τον καθρέφτη της. Ήταν υπεράνω. Νόμιζε πως ήταν ο διπλανός της που σκιτσάρεται. Σήμερα το έργο το βλέπω ως ένα διαστημικό ταξίδι στο παρελθόν. Ένα ταξίδι επιστημονικής φαντασίας στο παρελθόν για πράγματα που δεν ξέρουμε, που αγνοούμε. Τώρα γνωρίζουμε μόνο τα παιδικά και τα εγγόνια αυτών των αισθημάτων. Δεν θα την αναπαραστήσουμε την Ελλάδα ηθογραφικά. Δεν θα δείτε στη σκηνή κουρελούδες. Θα ήθελα, όμως, να πάμε πίσω στο χρόνο και να δούμε πώς ζούσε τότε ο κόσμος.
Η θεατρική μου «καθοδήγηση»
Αυτό το βιβλίο με σφράγισε σε όλες μου τις θεατρικές εκφράσεις. Αυτή την πανσπερμία γλώσσας τη χρησιμοποίησα και στη σκηνοθεσία και στο παίξιμο. Έχω πάντα στοιχεία επιθεωρησιακά, εξπρεσιονιστικά, νατουραλιστικά και ποιητικά. Γιατί έτσι ήταν το κείμενο. Η γλώσσα δεν ερχόταν στην υπηρεσία του συγγραφέα, αλλά του εκάστοτε αισθήματος. Αυτό είναι ένα μεγάλο άλμα που γίνεται στην ελληνική λογοτεχνία και στην ελληνική έκφραση. Η γλώσσα δεν είναι συγγραφική υπογραφή, είναι ανάλογα με το αίσθημα και το χαρακτήρα που υποβάλλει η σκηνή.
Ήταν τότε καθαρά προοδευτικό να διαβάζεις Ταχτσή. Μην κοιτάς τώρα που έχει ξεφτιλιστεί η λέξη. Τη θέση του προοδευτικού έχει πάρει το μεταμοντέρνο. Η Αθήνα σήμερα είναι προντεμοντέ. Έχει επέλθει μια ευζωία και μια συρρίκνωση εναλλαγής αισθημάτων που μπορεί να μεταλλαχθεί σε κάτι καλό. Αυτό που λέμε «τεχνολογία» μπορεί ακόμα τώρα να είναι κάτι ψυχρό, αλλά είναι τέτοιες οι ελευθερίες της που μπορεί να φέρει μια ποιοτική και ποιητική αλλαγή.
'Ηταν η πρώτη φορά που έβλεπες ένα κείμενο στο οποίο η καθαρεύουσα, τα γαλλικά, η αργκό, το "γαμιέσαι", το απόσπασμα από ένα Λατίνο συγγραφέα γειτόνευε μ' ένα λαϊκό τραγούδι.
Ο συγγραφέας και εγώ...
Τον Ταχτσή τον είχα συναντήσει δύο τρεις φορές κοινωνικά. Δεν ήταν φίλος μου. Δεν μπόρεσα να του δείξω τον ουσιαστικό θαυμασμό μου. Το έργο του νομίζω ότι τον ξεπέρασε. Τα έργα ξεπερνάνε τους συγγραφείς. Δεν με ενδιαφέρει ο συγγραφέας, με ενδιαφέρει το έργο του γιατί περιέχει και αυτόν και την προέκτασή του.
Και σήμερα θα ήταν μεγάλο σοκ ένας καταξιωμένος συγγραφέας να έχει διπλή ζωή το βράδυ. Αν και η κοινωνία στάθηκε αρκετά ανεκτική απέναντί του. Είχε μια προσωπική χάρη, ένα «στεφάνι φωτός» που τον έκανε να ξεπερνάει τον αντικρουόμενο χαρακτήρα του. Όπως είναι και το Τρίτο Στεφάνι. Αντικρουόμενες υποθέσεις. Εγώ το είχα συνυφάνει με τον ίδιο. Ήξερα από την αρχή ποιος είναι και τι κάνει. Μια έκπληξη και μια αμηχανία ένιωσα για το πώς θ' αντιμετωπίσω το βιβλίο. Και μετά το διαβάζω και με την πρώτη φράση «Που να μη σώσουν αυτοί που δεν με άφησαν να κάνω την έκτρωση» παθαίνω το δικό μου σοκ.
Η παράσταση...
Δεν σταματάω ν' ανεβάζω ελληνικά έργα. Ακόμα και όταν κάνω ένα ξένο, δίπλα κάνω ένα ελληνικό. Το έχω για ρημάδι. Μου είναι πιο κατανοητό, αλλά έχει περισσότερες απαιτήσεις. Μου είναι τόσο παρήγορος, όμως, ο ήχος της ελληνικής φωνής. Δεν ξέρω τι στέκεται σήμερα θεατρικά. Δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Ύστερα, πάντοτε αγαπούσα ό,τι δεν στέκεται. Δεν με ενδιέφερε ποτέ η κατάφαση και η παντογνωσία. Για μένα η τέχνη είναι ό,τι τελειώνει μ' ένα ερωτηματικό. Και όλο το έργο (Τρίτο Στεφάνι) τελειώνει μ' ένα ερωτηματικό. Μια αμφιβολία για τα πάντα. Σε κάθε σκηνή έχουμε ένα μότο: «Τι να 'κανα;» ρωτάει ο ήρωας. Είναι σαν να απευθύνεται στο κοινό. Κανείς δεν έχει να προτείνει μια λύση σε όλον αυτό τον κυκεώνα. Από τη μία το επίσημο κράτος και από την άλλη όλο αυτό το χαμαιτυπείο... Το «τι να 'κανα;» όταν είναι γνήσιο ερωτηματικό δεν είναι μια δικαιολογία. Γιατί εσύ πρέπει ν' απαντήσεις. Δεν υπάρχει, βέβαια, απάντηση. Γι' όλα φταίει ένα προσόν και συνάμα ελάττωμα που έχουμε: μια αβάσταχτη ελαφρότητα. Αβάσταχτη! Είναι αυτό που λέει ο Νίτσε: «Οι Έλληνες από την πολλή ελαφρότητα απέκτησαν μεγάλο βάθος». Χαρακτηρίζει και το Τρίτο Στεφάνι αυτό.
Οι μεταφορές μυθιστορημάτων στο θέατρο είναι κάτι που απεχθάνομαι...
Δεν είναι και από τα πιο εύκολα πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Δεν υπολόγισα μέσα στον ενθουσιασμό μου κάτι πάρα πολύ βασικό: ότι το έργο είναι δύο γυναικείοι μονόλογοι και πρέπει να γίνουν ογδόντα ρόλοι. Και ενώ ο μονόλογος, ο γυναικείος, με την επιλογή των λέξεων και το συντακτικό εκφράζει το χαρακτήρα, ο χαρακτήρας, όταν πρέπει να μιλήσει, τι γλώσσα θα έχει; Αυτό με σκότωσε, με κούρασε πάρα πολύ. Έφτασα σ' ένα σημείο που σχεδόν το μετάνιωσα. Αυτό που θέλω να κάνω είναι κάτι που δεν ενέκρινα ποτέ. Δε μου αρέσουν οι διασκευές μυθιστορημάτων. Και, παρ' όλα αυτά, επεδίωξα να γίνει. Είναι οι αντιφάσεις του ανθρώπου. Πώς το ζήτησα κάτι τέτοιο; Έλα, ντε! Είναι αυτό που λέει ο Προυστ «επεδίωξε να πεθάνει για μια γυναίκα που δεν ήταν καν ο τύπος του». Εγώ είμαι έτοιμος να πεθάνω καλλιτεχνικά για να γίνει ένα μυθιστόρημα θεατρικό έργο. Δεν θα το ξανακάνω. Αν αυτό μου έγινε βάσανο σε ένα έργο που το ξέρω όσο λίγα πράγματα στον κόσμο, καταλαβαίνεις τι θα σήμαινε να το κάνω σε ένα έργο που δεν το ξέρω τόσο καλά.
Το έργο το ζηλεύω πολύ. Δεν το φθονώ, όμως. Δεν έχω προσθέσει κανένα χαρακτήρα. Δεν έχω καμιά ιδιοκτησία πάνω στο έργο. Μόνο στην εφευρετικότητα να το μεταφέρω. Πολλές φορές, σε κρίση μεγαλομανίας, λέω πως τη μεταφορά που έχω κάνει εγώ δεν μπορεί να την κάνει κανείς. Σε σχέση με άλλο διασκευαστή, όχι με τον Ταχτσή. Γιατί έχω πιάσει έξι στοιχεία που είναι διάσπαρτα μέσα στο έργο, και τα έχω κάνει μια ατάκα.
Δεν ψάχνω ποτέ για αντιστοιχίες στο τότε και στο σήμερα μέσα στο έργο. Μου φαίνεται κωμικό και σχεδόν ερασιτεχνική άποψη πάνω στο θέατρο. Το δικό μου το μάτι είναι σημερινό. Το 1972 δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το ανεβάσω καν. Δεν θα ήξερα καθόλου. Σήμερα το χέρι πηγαίνει μόνο του στην ανάπτυξη μιας φράσης Αστεία αστεία έχω γράψει 320 επιθεωρησιακά νούμερα. Τότε δεν θα ήξερα να συνδέσω δύο προτάσεις. Έχω παίξει και 60 έργα και ξέρω πια πώς να χρησιμοποιήσω τους ήρωες. Όπως και ο Ταχτσής παίρνει από όλα τα είδη της γλώσσας έτσι και εγώ παίρνω από όλα τα είδη του θεάτρου. Και μερικά είναι αρκετά τολμηρά. Αστικό θέατρο, μπρεχτικές αναζητήσεις, επιθεωρησιακές ατάκες, κωμικά πράγματα, όλα αυτά εναλλάσσονται όπως η γλώσσα στο στόμα των ηρώων. Πάντα, όμως, φοβάμαι μην ξεφύγω. Μέχρι την τελευταία ώρα. Αυτός ο φόβος είναι που σε κρατάει δίπλα στο έργο και δεν σε αφήνει να το παραμελήσεις.
Και μετά...
Μετά θα κάνω κάτι πολύ μικρό. Ένα μονόπρακτο για ένα μικρό θέατρο. Να ηρεμήσω λίγο.
σχόλια