Με την πρόσφατη ανακοίνωση της συνεργασίας τους η περιέργεια εκτοξεύθηκε. Και μετά σιωπή για μικρό διάστημα, μέχρι προχθές που κυκλοφόρησαν οι πρώτες φωτογραφίες, με μια γυναικεία μορφή να βγαίνει σταδιακά μέσα από ένα εντυπωσιακό κουκούλι-σκάφανδρο που μοιάζει με σαρκοφάγο.
Κι εκεί καταλάβαμε ότι έχουμε όντως να κάνουμε με μια παράσταση του Θάνου Σαμαρά, έναν μονόλογο ενορχηστρωμένο εξ ολοκλήρου από τον ίδιο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα και στο ταλέντο της Έλλης Τρίγγου.
Καθώς κάνουμε βόλτα και συζητάμε στη Στοά του Αττάλου και ενώ η ημερομηνία της πρεμιέρας πλησιάζει ασφυκτικά, το σκληρό, σχεδόν μονίμως συνοφρυωμένο πρόσωπο του Θάνου παίρνει ακόμα πιο έντονες εκφράσεις και οι ανάσες χαμόγελου είναι ελάχιστες.
Εξάλλου, ζει «σε μια κατασκευή ενός εαυτού μόνο με παραμέτρους, κανόνες, απαγορεύσεις και συγκεκριμένες ελευθερίες, έναν απάνθρωπα οργανωμένο τρόπο ζωής που δεν μου επιτρέπει να είναι αυθόρμητος και μου στερεί τη χαρά».
Αλλά και η συνήθως πρόσχαρη Έλλη δείχνει αρκετά «χαμένη», ενδεχομένως και κουρασμένη από τις πολύωρες, εξαντλητικές τους πρόβες.
Φτιάχνω την εικόνα στο μυαλό μου με τους δυο τους, σχεδόν ολομόναχους, με τη συντροφιά μόνο της βοηθού σκηνοθέτη, καθημερινά χωμένους, εδώ και δύο μήνες, μέσα στο κτίριο-φάντασμα του Μπάγκειου στην Ομόνοια, να αναμετριούνται με τους προσωπικούς τους δαίμονες, καθώς αναζητούν την Κασσάνδρα και τον Ευαγγελισμό της, τη #thenewCassandra από το ομώνυμο ποιητικό κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, και δημιουργούν, σύμφωνα με την Έλλη, «ένα κατασκεύασμα εντελώς αντίθετο με τον χώρο, αφού ο κόσμος του Θάνου είναι πεντακάθαρος, μετρημένος, συμμετρικός».
Επικρατεί ένας τεράστιος φόβος να εξασφαλίσεις από αυτή την τόσο μικρή πίτα ένα επίσης μικρό κομμάτι και δεν πρέπει να το κάνεις αυτό. Πρέπει να μαγειρέψεις τη δική σου πίτα. Με σοκάρει που οι άνθρωποι καμώνονται τους έγκυρους.
«Είναι έτσι, αλλά για να σπάσει, να καταστραφεί, να καταλήξει χυμένος, ιδρωμένος και γαμημένος» απαντά ο Θάνος.
Μου έρχεται στη σκέψη η προ εικοσαετίας συνεργασία του Λαρς φον Τρίερ με την Μπιορκ στο Χορεύοντας στο Σκοτάδι, μια σχέση σχεδόν κακοποιητική, που είχε ως αποτέλεσμα ένα αριστούργημα. Θα με ευχαριστήσουν αργότερα για τη συζήτηση, την οποία ο Θάνος θα χαρακτηρίσει «καθαρτική».
«Την είχα βάλει στο μάτι από το "Suntan" την Έλλη, την αφουγκραζόμουν από καιρό. Μου πήρε πολύ καιρό να βρω την Κασσάνδρα μου. Είναι ένας μονόλογος, από τη φύση του εξαρτάται πολύ από το υλικό του ίδιου του ανθρώπου που θα βρεθεί σε αυτήν τη θέση. Εγώ δεν λειτουργώ καθόλου με τη λογική, η μόνη μου πυξίδα είναι το ένστικτο και κατόπιν μου φανερώνονται οι λόγοι των επιλογών μου. Στην Έλλη έστελνα διάφορα ανιχνευτικά μηνύματα, απολύτως ασαφή, σαν να τέντωνα ένα βέλος αλλά να μην το άφηνα να φύγει. "Είσαι εκεί; Έλλη;"» θυμάται ο Θάνος.
Μόλις το βέλος «χτύπησε» την Έλλη εκείνη το δέχτηκε «κάπως ομαλά μέσα στην παραδοξότητά του». Έπειτα, μόλις διάβασε το κείμενο, άρχισε να ανταποδίδει και να του πετά, μέσω Messenger, αξημέρωτα, ατάκες «που ήταν κέντρα βάρους». Τότε ο Θάνος κατάλαβε ότι αμέσως η Έλλη είχε συναντηθεί με το έργο.
Γιατί όμως Δημητριάδη για πρώτη σκηνοθετική απόπειρα και γιατί το συγκεκριμένο κείμενο; «Για μένα ο Δημητριάδης είναι ο συγγραφέας που με τις λέξεις του μου διατυπώνει τη ζωή, τον έρωτα, τον θάνατο. Την ανθρώπινη φύση την ξέρει ο Δημητριάδης όσο κανείς άλλος ‒ γνώμη μου, πάντα. Βάζω τα λόγια του στο στόμα μου και μιλάω με αυτά σαν να είναι δικά μου, καταλαβαίνω τον τρόπο, τη γλωσσοπλασία του, το αναρχικό και το απόλυτα ποιητικό του, την ευαισθησία και τη σκληρότητά του για τον άνθρωπο».
Σύμφωνα με τον Θάνο, η Κασσάνδρα λέει κάτι που θα ήθελε πολύ ο ίδιος να ακούσει και να πει στον εαυτό του: «Ζήσε τη ζωή σου με τον τρόπο που η φύση σου σε καλεί να τη ζήσεις, πήγαινε στην κατεύθυνση που η πυξίδα σου σε ωθεί και σε οδηγεί, χωρίς καμία απολογία και ενοχή, ξεδιάντροπα, χωρίς την άδεια κανενός, διεκδίκησε αυτό το ένα πράγμα που χρειάζεσαι.
»Η ζωή είναι μια ανάσα και δεν πρέπει τη στιγμή που τελειώνει να πεις "γαμώτο δεν έκανα αυτό που ήθελα". Πρέπει να συναντηθείς με τον πόθο σου, όποιος κι αν είναι αυτός, με όποια συνέπεια κι αν έχει αυτή η συνάντηση. Αυτομάτως τότε δεν είσαι κομμάτι κάποιας ασφαλούς αγέλης.
»Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κοινός παρονομαστής, εκτός από κάποια πολύ μεγάλα πράγματα, όπως η ανάγκη για αγάπη, η έκφραση της ερωτικής φύσης – δεν είναι και πολλά».
Οι περιορισμοί και οι κανόνες που ένα control freak όπως ο Θάνος επιβάλλει του δίνουν «μια αίσθηση εαυτού», η οποία όμως είναι μια πλάνη, γιατί ο πραγματικός του εαυτός είναι μια πολύ πιο βρόμικη και τσαλακωμένη κατάσταση. Υπάρχει όμως πλήρης γνώση και ενσυναίσθηση από την πλευρά του και ταυτόχρονα βαθιά περιφρόνηση και θυμός προς οτιδήποτε αποτελεί κανόνα που «σκοτώνει τη ζωή».
«Αυτή η αντίφαση με γοητεύει σ' εκείνον» λέει η Έλλη. «Ενώ είναι τόσο τοποθετημένος με απόλυτη συνέπεια εντός των πλαισίων του, ταυτόχρονα είναι ενάντια σε κάθε κανόνα. Από τη στιγμή που δεν τον σκότωσα, είμαι καταδικασμένη να τον αγαπώ για πάντα!».
Τη ρωτώ αν η ίδια έχει περάσει από στάδιο «απέκδυσης» αντίστοιχο με αυτό της Κασσάνδρας. Ο Θάνος πετάγεται και λέει ότι αυτό ακριβώς είδε στην Έλλη, την ανυπαρξία ενός τέτοιου σταδίου. «Την Έλλη την καλεί ο ήλιος. Εγώ είμαι η φυλακή της Κασσάνδρας κι εκείνη θέλει να βγει από αυτή. Αυτές ακριβώς είναι οι πρόβες μας».
Η Έλλη δίνει τη δική της οπτική: «Μιλάει μια γυναίκα που έχει στερηθεί κι έπειτα αποτάσσεται τις στερήσεις, κάτι που δεν συνάδει με τη σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα οι επιθυμίες διαχέονται, οι άνθρωποι παραεκφράζονται, η σεξουαλικότητα έχει ανοίξει τρομερά. Συναντήθηκα όμως με τη συνθήκη της Κασσάνδρας επειδή δεν είμαι σίγουρη ότι υπάρχει απόλυτη συνείδηση σε όλα όσα συμβαίνουν, μια και έχει κατακτηθεί η ελευθερία.
»Η Κασσάνδρα μας καλεί να επιστρέψουμε στην αρχή των πραγμάτων. Αυτή η ιέρεια που ζούσε στον ναό και αρνιόταν τον πόθο μας προτρέπει να μην καταχραζόμαστε απλώς κεκτημένες ελευθερίες αλλά να τις κάνουμε απόφαση, φύσει και θέσει. Εγώ έτυχε στη ζωή μου κάπως νωρίς, μετά από έναν θάνατο, να βγω από γραμμές και πλαίσια».
Ο Θάνος δηλώνει πως ζηλεύει την Έλλη που συνειδητά τοποθέτησε τα πράγματα στη ζωή της σε μια ιεραρχία από τόσο νωρίς, γιατί ο ίδιος έχασε πολύ χρόνο – όπως και η Κασσάνδρα. «Ο χρόνος είναι μια μονάδα μέτρησης της ζωής που η μετοχή της είναι πανάκριβη. Δεν τον παίρνεις ποτέ πίσω τον χαμένο χρόνο. Εγώ μουλαρώνω και δεν μπορώ να μάθω τίποτα, αν δεν το κάνω εμπειρικά. Έπρεπε να χάσω χρόνο και χρόνια και ζωή για να προλάβω ίσως τώρα να ζήσω πιο συνειδητά».
Ακριβώς αυτή η ισορροπία ανάμεσα στα δύο άκρα που πρεσβεύουν ως χαρακτήρες είναι, σύμφωνα με την Έλλη ‒που παράλληλα θα συνεχίσει για τρίτη σεζόν στο σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικό «Στέλλα Κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη‒ το πιο ενδιαφέρον στοιχείο στη συνεργασία τους.
«Ο Θάνος είναι τέρας πειθαρχίας, ακρίβειας, το είχα πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη αυτό. Μέχρι στιγμής στις συνεργασίες μου, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος (στο "Suntan") μου έμαθε να είμαι ο εαυτός μου, ο Οικονομίδης να είμαι ελεύθερη και ο Σαμαράς να είμαι ακριβής. Ό,τι θα δείτε να συμβαίνει στη σκηνή, η κάθε τοποθέτηση είναι μετρημένη με διαβήτη».
Το 2016 ήταν κομβική χρονιά και για τους δυο τους. Ο Θάνος μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από το εξωτερικό, είχε παραδώσει τον καλλιτεχνικό σχεδιασμό της καμπάνιας της Στέγης για εκείνη τη σεζόν και συνεργαζόταν με την bijoux de kant, ενώ η Έλλη είχε μόλις γίνει γνωστή με το «Suntan».
«Ήρθα με τεράστια λαχτάρα να συναντηθώ με αυτό που είχα αφήσει» λέει εκείνος. «Η προσγείωση δεν έμοιαζε ανώμαλη στην αρχή. Αυτά που συνάντησα φαίνονταν ίδια, ήταν άλλα όμως. Βρέθηκα σε μια Αθήνα που πραγματικά δεν την ήξερα.
»Είμαι ακόμα σε ζάλη, δεν καταλαβαίνω την πόλη γύρω μου. Οι άνθρωποι είναι πιο σκοτεινοί, πιο σοβαροφανείς και φοβούνται να εκδηλώσουν πόσο ευάλωτοι είναι. Έχουν την ανάγκη να διατηρήσουν αυτήν τη σοβαρότητα και σημαντικότητα της συμβολής τους ως καλλιτεχνών και να μη χάσουν τα λίγα κεκτημένα τους, και αισθάνομαι ότι αυτό δεν συνάδει με τη στιγμή.
»Η στιγμή είναι για να τα κάνεις όλα μουνί. Δεν υπάρχει τίποτα ιερό. Επικρατεί ένας τεράστιος φόβος να εξασφαλίσεις από αυτή την τόσο μικρή πίτα ένα επίσης μικρό κομμάτι και δεν πρέπει να το κάνεις αυτό. Πρέπει να μαγειρέψεις τη δική σου πίτα. Με σοκάρει που οι άνθρωποι καμώνονται τους έγκυρους.
»Δεν με πειράζει να θέλεις να εξελίξεις τον εαυτό σου, αυτό είναι απαραίτητο, αλλά πρέπει να γίνεται με τη γνώση ότι δεν είσαι τίποτα στην πραγματικότητα, πως, ό,τι κι αν κάνεις, είσαι γυμνός απέναντι στο ενδεχόμενο του επόμενου. Ίσως να είναι και δικό μου σκάλωμα επειδή βρίσκομαι σε μια διαδικασία να καταστρέψω την κατασκευή του εαυτού μου».
Ο Θάνος, εκτός από τη σκηνοθεσία της Κασσάνδρας, έχει αναλάβει την κίνηση, τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα φώτα, τον ήχο. Δουλεύει στο έργο από τον περασμένο Μάρτιο, το μελετά καθημερινά ξανά και ξανά, το σκέφτεται κάθε στιγμή, «στην τουαλέτα, στο ασανσέρ, καθώς μαγειρεύω».
Δηλώνει πως μόνο μέσα από τη δημιουργική διαδικασία νιώθει ζωντανός, ότι για εκείνον είναι ζήτημα «ζωής και θανάτου» και πως από τη στιγμή που ξεκίνησε να δουλεύει το έργο δεν έχει κάνει έρωτα.
Σφίγγει τα δόντια στους εξωγενείς θορύβους που διαταράσσουν την κουβέντα μας και προσπαθεί να μη χάσει τον ειρμό των σκέψεών του, που είναι απρόσκοπτη, ενώ κρατιέται, όπως λέει, για να μην αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο. Μιλά αργά και χαμηλόφωνα και δεν τον «φρενάρεις» εύκολα. Είναι ευγενής και γεννημένος πρωταγωνιστής.
Αναρωτιέμαι πώς νιώθει που, ενώ η παράσταση είναι καθ' όλα δική του, επέλεξε να σκηνοθετήσει ένα έργο στο οποίο δεν θα παίξει, στο οποίο η «σταρ» είναι άλλη και για πρώτη φορά πρέπει να περιοριστεί «στα μετόπισθεν».
«Νιώθω απαλλαγμένος από τον ναρκισσισμό μου, τον οποίο ακόμα πολεμάω και δεν είμαι αρκετά έξυπνος να τον νικήσω. Ίσως να έχω κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά θα φανεί την επόμενη φορά που θα παίξω. Είμαι ανακουφισμένος, δεν μου λείπει, ζω μέσα από την Έλλη, αισθάνομαι ταύτιση, γι' αυτό είναι τόσο σημαντική η παρουσία της. Έψαχνα έναν άνθρωπο που θα τον ερωτευόμουν, αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξω ούτε μισή ώρα στην πρόβα».
«Σ' έχει βασανίσει πολύ, ε;» ρωτώ την Έλλη προτού αποχαιρετιστούμε. «Πολύ, αλλά υπάρχει λόγος. Δεν θα μπορούσα να βασανιστώ χωρίς λόγο, να κάνω απλώς τα γούστα ενός περίεργου τύπου. Αξίζει τον κόπο. Οτιδήποτε είναι τόσο μαγευτικά όμορφο, έχει κόστος».
«Αμοιβαίο» καταλήγει εκείνος. «Έχουν πέσει πολλά δάκρυα και ξεγυμνωθήκαμε πραγματικά και με όλους τους τρόπους».
Info
Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας του Δημήτρη Δημητριάδη
Σκηνοθεσία, κίνηση, σκηνικό, κοστούμια, φωτισμοί, σχεδιασμός ήχου: Θάνος Σαμαράς
Ερμηνεία: Έλλη Τρίγγου
Δραματουργία: Έρι Κύργια
Συνεργάτης στη διδασκαλία κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Κυβέλη Δραγούμη
4/5-11/6, Πέμ.-Κυρ. 21:15
Ξενοδοχείο Μπάγκειον (πλατεία Ομονοίας 18)