Σε αντίθεση με τον Βυσσινόκηπο, η προοπτική και η πιθανότητα μιας καινούργιας ζωής για τους ήρωες του Θείου Βάνια διαγράφεται ανέφικτη. Μέσα στην απελπισία ακούγονται δύο πυροβολισμοί, μια στιγμιαία έκρηξη που θα μπορούσε να ανατρέψει τα πάντα· όμως η μοίρα, ούσα ελάχιστα γενναιόδωρη, φροντίζει ώστε τίποτε να μην αλλάξει. Οι σφαίρες, αδιάφορες για το ανθρώπινο δράμα που εκτυλίσσεται δίπλα τους, καρφώνονται στα έπιπλα. Η αγωνία εξανεμίζεται, όλα επιστρέφουν στην ακινησία και στη θανάσιμη πλήξη τους.
Στα μισά της ζωής του, ο Βάνιας αισθάνεται ήδη τελειωμένος. «Ω Θεέ μου! Είμαι σαράντα επτά χρονών· αν υποθέσουμε ότι θα ζήσω μέχρι τα εξήντα, μου μένουν άλλα δεκατρία χρόνια. Τόσος πολύς καιρός! Πώς θα τα περάσω αυτά τα χρόνια; Τι θα κάνω; Πώς θα τα γεμίσω;» αναφωνεί. Κάποτε ήξερε να γεμίζει κάθε λεπτό της ώρας, δουλεύοντας αδιάκοπα για να στηρίζει οικονομικά τον άντρα της αδελφής του.
Ο καθηγητής ήταν το ίνδαλμά του, ένας διανοούμενος που θα έκανε τον Βάνια υπερήφανο, σταδιοδρομώντας στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Μόσχας. Οι προσδοκίες όμως διαψεύστηκαν, το ίνδαλμα αποδείχτηκε κούφιο, ή ακόμη και αχάριστο, μια πατρική φιγούρα που δεν αναγνώρισε ποτέ την αφοσίωση και την αυταπάρνηση του «γιου» του.
Προφανώς, ο Θείος Βάνιας ως έργο διαθέτει στοιχεία φαιδρότητας, αλλά είναι ο τρόπος που αυτά αποδίδονται σε μια παράσταση ο οποίος κάνει την ειδοποιό διαφορά. Έχει σημασία ο σκηνοθέτης να αντισταθεί στις εύκολες λύσεις αστεϊσμού, ο Γιώργος Κιμούλης όμως ενέδωσε ανέτως και κατ' επανάληψη στον πειρασμό αυτόν.
Τα χρόνια τα γκρέμισαν όλα. Τα πράγματα δεν απέκτησαν ποτέ το νόημα που όλοι προσδοκούσαν. Οι κόποι δεν ανταμείφθηκαν. Τα όνειρα δεν ευδοκίμησαν. Ακόμη και ο πόθος του σώματος δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος να ξεδιψάσει. «Μέρα και νύχτα με πνίγει η σκέψη πως η ζωή μου έχει χαθεί αμετάκλητα. Παρελθόν δεν υπάρχει, ξοδεύτηκε ανόητα για τιποτένια πράγματα, και το παρόν είναι φριχτό στον παραλογισμό του» λέει ο Βάνιας στην Έλενα, τη νεαρή σύζυγο του ηλικιωμένου πλέον καθηγητή.
Στο πρόσωπό της ο Βάνιας βλέπει την τελευταία ελπίδα για λίγη, έστω αργοπορημένη ευτυχία. Εκείνη όμως αρνείται πεισματικά την προσφορά του. Στο μικρό αυτό σύμπαν της απομονωμένης εξοχικής έπαυλης κανένας δεν ανταποδίδει τον έρωτα κανενός. Οι ήρωες του έργου διαγράφονται βαθύτατα απογοητευμένοι, ανεπανόρθωτα δυστυχισμένοι.Οι περισσότεροι αναζητούν επιμόνως ανακούφιση στην εργασία, δουλεύουν ασταμάτητα για να γεμίζουν τον χρόνο και το κενό που τους κατατρώει. Ο γιατρός Άστροφ οργώνει την ύπαιθρο, φροντίζοντας τους αρρώστους χωρίς σταματημό.
Ο Βάνιας και η ανιψιά του, η Σόνια, φροντίζουν τη γη και τις ανάγκες του κτήματος. Ο καθηγητής έχει τα γραπτά του, ενώ η Έλενα, στον αντίποδα, μαραζώνει άεργη, αδυνατώντας να προσδώσει νόημα στην απραξία της. Περιφέρεται σαν ένας όμορφος, λευκός καμβάς, επάνω στον οποίο προβάλλουν οι απελπισμένοι τη λαχτάρα τους για σωτηρία. Η αγάπη, πιστεύουν, θα τους βγάλει από την κατήφεια της ισοπεδωτικής, ανέμπνευστης καθημερινότητας. Η αγάπη θα προσδώσει το χαμένο νόημα στη ζωή τους, θα γιατρέψει τις πληγές της αποτυχίας τους.
Έρωτας και εργασία: οι δύο μεγάλοι μύθοι του πολιτισμού μας. Αν έχουμε αυτά, τότε θα είμαστε καλά. Αν έχουμε αυτά, θα ξορκίσουμε τους δαίμονες, θα πάψουμε να βασανιζόμαστε, θα βρούμε την πολυπόθητη ευτυχία ή, έστω, λίγη γαλήνη... Πόσο δύσκολο να αναγνωρίσουμε ότι αυτό δεν ισχύει! Πόσο δύσκολο να αποδεχτούμε ότι το ευρύτερο σχέδιο της μοίρας δεν επιφυλάσσει κανέναν οίκτο για την αγωνία μας.
«Γιατί προσπαθείς να μας τρομάξεις; Δώσ' το πίσω, θείε Βάνια» λέει η Σόνια στον θείο της, εννοώντας το περίστροφο με το οποίο ο τελευταίος έχει μόλις προσπαθήσει (ανεπιτυχώς) να σκοτώσει τον καθηγητή. «Μπορεί να είμαι το ίδιο δυστυχισμένη μ' εσένα, αλλά δεν υποκύπτω στην απόγνωση. Θα κάνω υπομονή και θα συνεχίσω να κάνω υπομονή, ωσότου η ζωή μου φτάσει στο φυσικό τέλος της... Να κάνεις κι εσύ υπομονή».
Πάρτε το απόφαση, είναι σαν να μας λέει η Σόνια, αυτό είναι και δεν θα αλλάξει. Ούτε με την επιπολαιότητα της λαγνείας, ούτε με τον ιδρώτα της υπερβολικής εργασίας, ούτε με πιστόλια, ούτε καν με κανόνια. Η ζωή είναι πολύ μεγάλη για να είναι ευχάριστη. Τις περισσότερες φορές είναι ανυπόφορη, μοναχική, επώδυνη, γεμάτη απογοητεύσεις.
Μπορεί να ακούγεται απαισιόδοξο όλο αυτό και σίγουρα ο Θείος Βάνιας είναι βυθισμένος σε ζοφερά νερά. Τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει για τους ήρωες, αφότου πέσει η αυλαία. Το αισθανόμαστε έντονα αυτό διαβάζοντας το κείμενο. Θα συνεχίσουν ακριβώς όπως και πριν. Θα μιλάνε, θα τρώνε, θα μελαγχολούν, θα σκάβουν, θα γράφουν, θα πίνουνε ποταμούς βότκας.
Ίσως, και αυτή είναι η μόνη ελπίδα που αναδύεται στο τέλος, θα έχουν τουλάχιστον απεμπολήσει τις ψευδαισθήσεις τους. Το «τι θα μπορούσα να είχα κάνει, εάν...» και το «πόσο ωραία θα ήταν, εάν...». Μια σκληρή ματιά στην πραγματικότητα, μια γενναία αποδοχή του «αυτός είμαι, αυτά και τα λάθη μου». Ή, αλλιώς, όπως το έθεσε πολλά χρόνια μετά ο Μπέκετ, «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».
Τώρα, ειλικρινά δεν ξέρω πώς γίνεται να τα πάρει κανείς όλα αυτά και να τα προσεγγίσει τόσο ανέμελα, να τα προσπεράσει κλείνοντας το μάτι, να τα γαρνίρει με κολπάκια για να τα καταστήσει ενδεχομένως εύπεπτα. Αυτή όμως την αίσθηση είχα, δυστυχώς, παρακολουθώντας την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κιμούλης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής πλάθει έναν Βάνια ανάλαφρο, που καταφεύγει διαρκώς σε μικρά κωμικά τερτίπια για να φλερτάρει με το κοινό. Δεν είναι μόνο ότι δίνει την εντύπωση ενός διασκεδαστή που εκτονώνει διακριτικά το κλοουνίστικο ταμπεραμέντο του, προσέχοντας να μην το παρακάνει. Δεν είναι ότι βγάζει τη μορφίνη από το εσώρουχό του ή ότι παίζει με τα λουλούδια ή ότι κάνει αστειάκια με κάθε ευκαιρία. Αυτά όλα θα μπορούσαν ίσως να λειτουργήσουν ως επιμέρους στοιχεία μιας προσωπικότητας που κρύβει τη μελαγχολία της πίσω από το προσωπείο του κλόουν.
Δυστυχώς, με εξαίρεση μία ή δύο στιγμές ο ηθοποιός δεν βουτάει ποτέ στα βαθιά, αρνείται το συναίσθημα του ρόλου και, ως εκ τούτου, μας το μεταδίδει ελάχιστα έως καθόλου. Ακόμη κι όταν χώνει το πρόσωπό του στη γραφομηχανή πικραμένος, μοιάζει κι αυτό με την υπολογισμένη χειρονομία ενός έμπειρου ηθοποιού που γνωρίζει πώς να εκμαιεύσει στιγμιαία συγκίνηση.
Προφανώς, ο Θείος Βάνιας ως έργο διαθέτει στοιχεία φαιδρότητας, αλλά είναι ο τρόπος που αυτά αποδίδονται σε μια παράσταση ο οποίος κάνει την ειδοποιό διαφορά. Έχει σημασία ο σκηνοθέτης να αντισταθεί στις εύκολες λύσεις αστεϊσμού, ο Γιώργος Κιμούλης όμως ενέδωσε ανέτως και κατ' επανάληψη στον πειρασμό αυτόν.
Ερχόμαστε συνεπώς αντιμέτωποι με ένα σύνολο το οποίο, όταν δεν εξοκέλλει προς τη (σεξο)κωμωδία –βλέπε τη σκηνή όπου ο Βάνιας «τσακώνει» έκθαμβος την Έλενα «καβάλα» στον γιατρό–, εκτυλίσσεται ως ένα πλαδαρό, άγευστο, χωρίς ταυτότητα και χωρίς κέντρο βάρους θέαμα, απογυμνωμένο από κάθε εσωτερικότητα, από κάθε ουσιαστική αναμέτρηση με την οδύνη της ανθρώπινης κατάστασης.
Γενικότερα, δεν βρίσκουμε από πού να κρατηθούμε σε αυτή την παράσταση. Από έναν Άστροφ (Τάσος Νούσιας) που επιδίδεται σε λεονταρισμούς, ψευτοτρεκλίζει σαν ψευτομεθυσμένος και στερείται πάσης φύσεως εσωτερική ώθηση; Από μια Έλενα (Στέλλα Καζάζη) που συμπεριφέρεται διαρκώς σαν δασκάλα οικοτροφείου που νουθετεί τους άτακτους μαθητές της; Από έναν καθηγητή (Γιώργος Ψυχογιός) που λειτουργεί ο δύσμοιρος ως καρικατούρα του ανθρώπου-ποδάγρα;
Στιγμές αλήθειας συναντάμε κυρίως στη Σόνια της Χαράς-Μάτας Γιαννάτου, ειδικά στον τελευταίο, περίφημο μονόλογο της ηρωίδας, που αποδίδεται με ένταση και πειθώ, ακόμη κι αν αναγκάζεται η δόλια ηθοποιός να σκαρφαλώσει σε μια κούνια για το φινάλε. Γλυκύτατη, επίσης, η Μάγδα Λέκκα ως Νένα.
Ιnfo
Άντον Τσέχoφ - Θείος Βάνιας
Μετάφραση-σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης
Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα
Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Διανομή: Γιώργος Κιμούλης, Τάσος Νούσιας, Στέλλα Καζάζη, Γιώργος Ψυχογιός, Μάγδα Λέκκα, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Μαίρη Νάνου, Κώστας Κοράκης
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς, 210 4143310
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετ.-Παρ. 20:30, Σάβ. 18:00 & 21:00, Κυρ. 19:00
σχόλια