Είναι Μάιος και οι βυσσινιές έχουν ανθίσει. Δώδεκα άτομα συγκεντρώνονται στο κτήμα της Λιούμποφ, στην εξοχή. Μαζί θα περάσουν τους επόμενους μήνες, μέχρις ότου ο ξακουστός βυσσινόκηπος της οικογένειας χαθεί οριστικά λόγω ανεξόφλητων χρεών.
Τους παρακολουθούμε να σμίγουν και να χωρίζουν, να γλεντούν και να δακρύζουν, να ονειρεύονται και ν' απελπίζονται. Όλοι τους, είτε κάνουν κάτι γι' αυτό είτε όχι, ζουν υπό τον ίσκιο της επερχόμενης απώλειας. Όλοι (σχεδόν) επιθυμούν να σώσουν τον βυσσινόκηπο, εφόσον θεωρούν πως το περίφημο αυτό κτήμα έχει μια σημαντική αξία –οικονομική, συναισθηματική, κοινωνική, ιστορική– την οποία λαχταρούν να διαφυλάξουν.
Για τον καθένα ενσαρκώνει κάτι διαφορετικό. Για τη Λιούμποφ και τον αδελφό της τον Γκάγιεφ είναι η ζωή τους όλη: οι αναμνήσεις, η μητέρα κι ο πατέρας τους, τα ανέμελα νιάτα τους, τότε που δεν υπήρχαν δάνεια και τόκοι και χρέη, δυσάρεστα πράγματα που τώρα απειλούν να καταστρέψουν αυτό το θαύμα που γεννήθηκε από τη φύση και την ανθρώπινη φροντίδα.
Για τη Βάρια, την υιοθετημένη κόρη της Λιούμποφ, ο βυσσινόκηπος είναι το τοπίο, οι ήχοι και οι μυρωδιές της καθημερινότητάς της, άρρηκτα συνυφασμένα με την υπαρξιακή ασφάλειά της.
Ο «Βυσσινόκηπος» δεν έχει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια της λέξης, είναι μάλλον ένα «θεατρικό ποίημα για την οδύνη της αλλαγής»,² μια σειρά επεισοδίων που στροβιλίζονται γύρω από τον άξονα της απώλειας, της ζωής που συνεχίζεται άτσαλα και λυπητερά και εύθυμα, ακόμη κι όταν πλησιάζει η ώρα να εγκαταλείψουμε αυτό που ξέρουμε, το οικείο και αγαπημένο, επειδή αυτό έχει πλέον γίνει βαρίδι κι εμπόδιο στην εξέλιξή μας.
Για τον Λοπάχιν, το φτωχό χωριατόπαιδο που έγινε πρόσφατα πάμπλουτος επιχειρηματίας, ρούβλια κρέμονται από τα κλαδιά των βυσσινόδεντρων: βλέπει σ' αυτόν μια πολλά υποσχόμενη έκταση γης που μπορεί να τεμαχισθεί και να πουληθεί κομμάτι-κομμάτι σε ενδιαφερόμενους παραθεριστές. Για τον Τροφίμοφ, τον «αιώνιο φοιτητή», ο βυσσινόκηπος είναι το σύμβολο της καταπίεσης των γαιοκτημόνων που αγόραζαν και πουλούσαν ανθρώπους, ένα απομεινάρι μιας φριχτής εποχής που πρέπει να ξεριζωθεί για να προχωρήσει η Ρωσία μπροστά.
Για τον Φιρς, τον υπερήλικο υπηρέτη, αντιθέτως, είναι ακριβώς εκείνη η εποχή την οποία νοσταλγεί κι εύχεται να μην είχε τελειώσει ποτέ.
Όλες αυτές οι αντιλήψεις δεν παρουσιάζονται ως αντικρουόμενα μανιφέστα κατά του «κακού» καπιταλισμού ή υπέρ του αριστοκρατικού τρόπου ζωής που εξαφανίζεται μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων. Υπάρχουν όλες αυτές οι εντάσεις στο έργο, όμως το κείμενο ξεπερνάει πάσης φύσεως ιδεολογικές απλουστεύσεις και απλώνεται μπροστά μας ως ένα πολύβουο μωσαϊκό κραυγών και ψιθύρων, γέλιων κι αναστεναγμών, αλλόκοτων ήχων και ξέφρενων χορών.
«Αν οι "Τρεις αδελφές" μιλούν για τη ζωή που ζούμε ενώ δεν πηγαίνουμε στη Μόσχα, ο "Βυσσινόκηπος" μιλά για τη ζωή που κάνουμε ενώ πρέπει ν' αποχαιρετήσουμε τα δέντρα» γράφει εύστοχα, όπως πάντα, ο Ρίτσαρντ Γκίλμαν. ¹
Ενώ πρέπει να αποχαιρετήσουμε τα δέντρα λοιπόν, η Σαρλότα επιδίδεται στα ταχυδακτυλουργικά της, ο Επιχόντοφ σκοντάφτει στα έπιπλα, ο γερο-Φιρς μονολογεί, ένας πλάνητας εισβάλλει από το πουθενά, στη σάλα χορεύουν υστερικά, η Βάρια κλαίει ήσυχα, η Άνια θαμπώνεται από τον Τροφίμοφ και η Λιούμποφ λαμβάνει τηλεγραφήματα από τον εραστή της στο Παρίσι.
Ο «Βυσσινόκηπος» δεν έχει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια της λέξης, είναι μάλλον ένα «θεατρικό ποίημα για την οδύνη της αλλαγής»,² μια σειρά επεισοδίων που στροβιλίζονται γύρω από τον άξονα της απώλειας, της ζωής που συνεχίζεται άτσαλα και λυπητερά και εύθυμα, ακόμη κι όταν πλησιάζει η ώρα να εγκαταλείψουμε αυτό που ξέρουμε, το οικείο και αγαπημένο, επειδή αυτό έχει πλέον γίνει βαρίδι κι εμπόδιο στην εξέλιξή μας.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης τα είδε και τα άκουσε όλα αυτά, διάβασε ευλαβικά το κείμενο, συντονίστηκε αρμονικά με το νόημα και τους ρυθμούς του, τους μετέτρεψε μεθοδικά και τρυφερά σε ένα εύγλωττο θεατρικό πόνημα. Ανέδειξε επίμονα την αίσθηση της απαστράπτουσας συναισθηματικής φούσκας μέσα στην οποία ζει η Λιούμποφ και η οικογένειά της, την «υπέροχη φυλακή» ¹ ενός μυθοποιημένου παρελθόντος που καθιστά τους ήρωες αιχμάλωτους της νοσταλγίας τους, αδύναμους να επικοινωνήσουν με την πραγματικότητα και να προχωρήσουν μπροστά.
Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της παράστασης, στη Δεύτερη Πράξη, βλέπουμε την ηρωίδα με τον αδελφό της τον Γκάγιεφ επάνω στην ξύλινη κούνια του κήπου να χαχανίζουν πέρα δώθε. Ο Λοπάχιν τους φωνάζει επιτακτικά: «Το κτήμα σας πωλείται! Κάντε κάτι!», εκείνοι όμως συνεχίζουν ανέμελοι την αιώρησή τους. Είναι προφανές ότι βρίσκονται στον κόσμο τους: Γελάνε, χοροπηδούν, τρώνε καραμέλες, κι επιμένουν, κοτζάμ μεσήλικες, να παίζουν μ' ένα υφασμάτινο «σπιτάκι», απομεινάρι μιας παιδικής ηλικίας που δε λέει να τελειώσει ποτέ.
Η εμφάνιση της Λιούμποφ, λίγο αργότερα, με τουαλέτα νεράιδας και φτερά από χρυσόσκονη, εικονοποιεί καίρια τον εγκλωβισμό της ηρωίδας στις ψευδαισθήσεις της, στην ασυνείδητη πεποίθηση ότι το μαγικό ραβδάκι θα εξαφανίσει όλα τα προβλήματα...
Ο ουρανός που σκοτεινιάζει ξαφνικά όταν ακούγεται η περίφημη «χορδή», οι καλεσμένοι που συνωστίζονται μέσα στο σπιτάκι στην αρχή της Τρίτης Πράξης, αποδίδοντας μεταφορικά το οικονομικό στρίμωγμα που τους πιέζει, η Άνια που βγάζει τα φτερά της μητέρας της και την αγκαλιάζει παρηγορητικά καλώντας την να αφήσει πίσω της τον βυσσινόκηπο, ο αποχαιρετιστήριος κύκλος που σχηματίζουν οι ηθοποιοί γύρω από τον «λόφο» με τα παιδικά έπιπλα, καλυμμένα τώρα με ένα σεντόνι, είναι ίσως τα πιο εύστοχα ευρήματα μιας παράστασης που αποδίδει πλήρως το τόξο του συναισθηματικού ταξιδιού των ηρώων από την ξεγνοιασιά στον πόνο και από τον πόνο στην ελπίδα για μια νέα αρχή.
Οι αισθησιακοί φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου, που μας μεταφέρουν από το εντυπωσιακό χρυσοκίτρινο ηλιοβασίλεμα της δεύτερης Πράξης στο διακριτικό ψυχρό λευκό φως της τελευταίας, αφηγούνται κι εκείνοι με τη σειρά τους την ίδια ιστορία.
Έχουμε βέβαια να κάνουμε με έναν εξαιρετικό θίασο. Αστεία και συγκινητική, γυναίκα και κορίτσι, η Λιούμποφ της Θέμιδας Μπαζάκα επιδεικνύει αριστοτεχνικά όλη την ομορφιά της ευαισθησίας της, τη δύναμη της ανθρωπιάς της που αρνείται να μπει σε καλούπια και σχέδια εξόφλησης. Η γλυκόπικρη σκηνή της με τον Τροφίμοφ, όπου εξομολογείται τον αθεράπευτο έρωτά της για έναν «απατεώνα», είναι μια από τις γοητευτικότερες της βραδιάς.
Λιτή, σοβαρή, μεστή, η Βάρια της Κόρας Καρβούνη εκπέμπει αβίαστα τη λάμψη της ταπεινότητας που ζυμώθηκε στη σκληρή δουλειά χωρίς να χάσει ποτέ τη ζεστασιά της. Συμπαθέστατος ο Γκάγιεφ του Γιάννη Κότσιφα, ένας ρομαντικός που πλέκει ύμνους στην αιωνόβια βιβλιοθήκη του, ένα παιδί που αρνείται να μεγαλώσει ακόμη κι όταν πιάνει δουλειά στην τράπεζα.
Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος ζωντανεύει με ειλικρινές πάθος τον αγκυλωμένο ιδεαλιστή Τροφίμοφ που περιφρονεί τα χρήματα και τον έρωτα. Μια νότα δροσιάς προσθέτει με την τρελούτσικη Ντουνιάσα της η Γεωργιάννα Νταλάρα, ενώ εξίσου απολαυστικός αποδεικνύεται ο γερο-Φιρς του Γιώργου Μπινιάρη.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης αποδίδει πολύ ανθρώπινα και αβίαστα την πολυπλοκότητα του Λοπάχιν, τη φωτεινή, αξιαγάπητη πλευρά του, από τη μία, και τη σκοτεινή, εκδικητική ματιά του, από την άλλη: «Εγώ τον αγόρασα!» ανακοινώνει και μια φωνή που περίμενε δεκαετίες κρυμμένη στα βάθη των ταξικών απωθημένων του αναδύεται εκτυφλωτικά. Ο απίθανος χορός του θριάμβου του, άγαρμπος αλλά επιτακτικός, ενσαρκώνει όλη την ηδονή του αγράμματου, ξυπόλητου, ξυλοδαρμένου «χωριάτη» που έγινε επιτέλους αφεντικό των αφεντικών του κι «αγόρασε ένα κτήμα που ομορφότερο στον κόσμο δεν υπάρχει».
Η παράσταση βρίθει από αγάπη για τους ήρωες του Τσέχωφ. Μόνο που για τον θεατή που έχει δει πολλά ανεβάσματα του έργου δεν επιφυλάσσει κάποια ιδιαίτερη έκπληξη κι αυτό συνιστά, νομίζω, το βασικότερο μειονέκτημά της: ότι παραείναι by the book. Επιπλέον, τείνει ενίοτε να γίνει υπερβολικά χαριτωμένη (μα πόσα πέρα δώθε σ' αυτή την κούνια!), υπερβολικά καλογυαλισμένη, και υπερβολικά «παιγμένη» –κάποιες στιγμές ή από κάποιους ηθοποιούς–, δημιουργώντας φευγαλέα μια ελαφρώς παλιομοδίτικη αίσθηση σε υποκριτικό επίπεδο.
Η μουσική του Μίνου Μάτσα συνεισφέρει γόνιμα στη δραματουργία της παράστασης, διαποτίζει τις σκηνές που συνοδεύει με μια απρόσμενη διάσταση, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει το συναισθηματικό βάθος τους – την αναταραχή, το όνειρο, τη μελαγχολία τους.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετικά δουλεμένη και ευαίσθητη δουλειά συνόλου, γεμάτη μικρά διαμάντια. Η σκηνή όπου ο γερο-Φιρς κλείνει στο ημίφως το τελευταίο παράθυρο, ξεχασμένος από τους ανθρώπους και τον Χρόνο, είναι σκηνή ανθολογίας. Το ίδιο και ο ο χορός του Λοπάχιν, τα εκδικητικά βήματα του οποίου επάνω στους κομμένους κορμούς του βυσσινόκηπου θα μείνουν για καιρό χαραγμένα στη μνήμη μας.
Παραπομπές
1. Richard Gilman, Chekhov's Plays: An Opening Into Eternity
2. Francis Fergusson, The Idea of a Theater
Info
Ο Βυσσινόκηπος, Άντον Τσέχωφ
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Μετάφραση: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Απόδοση: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης – Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Έλενα Σκουλά
Βοηθός Σκηνογράφου: Αλεξάνδρα Καψή
Παίζουν: Θέμις Μπαζάκα, Δημήτρης Λιγνάδης, Κόρα Καρβούνη, Αθηνά Μαξίμου, Γιάννης Κότσιφας, Σίσσυ Τουμάση, Γιώργος Μπινιάρης, Γιάννης Στόλλας, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Γιάννης Γιαννούλης, Τάσος Δημητρόπουλος, Γεωργιάννα Νταλάρα.
Θέατρο Χορν (Αμερικής 10, 210 3612500)
Τετ., Κυρ. 20:00, Πέμ., Παρ. 21:00, Σάβ. 18:00 & 21:00
σχόλια