Όταν ο Λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις ανέβασε το 2011 το Déjà Vu σε κείμενα του Κάφκα, το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης μιλούσε για μια αποκάλυψη, μια ανεπανάληπτη για τα δεδομένα της πόλης θεατρική εμπειρία. Οι Επτά επί Θήβας ήταν το απόλυτο sold out το καλοκαίρι του 2017. Μετά ασχολήθηκε με κάτι που ήξερε καλά, τη Ρωσική Επανάσταση. Και τώρα ανεβάζει Τσέχοφ, τις Τρεις Αδερφές, που ο ίδιος χαρακτηρίζει «το πιο θλιμμένο και ανελέητο έργο του». Τι τον έκανε να το ασχοληθεί με αυτό, τι είναι εκείνο που τον κάνει να επιστρέφει σε ένα από τα εμβληματικά έργα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα; Τι θεωρεί ότι το κάνει οικουμενικό;
— Δεν είναι η πρώτη φορά που ανεβάζετε τις Τρεις Αδερφές του Τσέχοφ. Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε αυτό το έργο; Τι είναι εκείνο που εξακολουθεί να σας μιλάει σ' αυτό δράμα της πλήξης και της ακύρωσης;
Πράγματι, οι Τρεις Αδερφές του Τσέχοφ με απασχόλησαν και στο παρελθόν. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας. Δεν είναι η γνώμη μου, είναι η αλήθεια. Όμως, όταν ο Γιάννης Αναστασάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, μου πρότεινε να το ανεβάσω πριν από μερικά χρόνια, είχα πολλές αμφιβολίες που με εμπόδιζαν να δεχτώ. Κυρίως επειδή θεωρώ ότι είναι ένα έργο βασανιστικά τραγικό. Απ' την άλλη πλευρά, η απόπειρα ν' ανεβάσει κανείς τις Τρεις Αδερφές αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για έναν καλλιτέχνη του θεάτρου. Θα έλεγα, κάνοντας χιούμορ, ότι μπορεί κανείς να πάρει το έργο και να κάνει ένα γλυκό μελόδραμα για ηλικιωμένους μικροαστούς. Αλλά αν το παρατηρήσει προσεχτικά και το προσεγγίσει με ειλικρίνεια και χωρίς προκαταλήψεις, τότε κάτι του προκαλεί ανησυχία και τον αναγκάζει να αναμετρηθεί με πιο υπαρξιακά, ακόμα και μεταφυσικά θέματα.
Όταν πέφτουν τα φώτα της πλατείας και ξεκινά η παράσταση, γινόμαστε όλοι λίγο παιδιά, ανοιχτοί στο να βιώσουμε το ταξίδι στη φαντασία μας. Μέσα στο εκθαμβωτικό σκοτάδι του θεάτρου όλες οι διαφορές που μπορεί να υπάρχουν, ό,τι ξεχωρίζει ή χωρίζει τους ανθρώπους εξαφανίζεται, γίνεται ασήμαντο.
— Πού συναντιέται ο 19ος αιώνας του Τσέχοφ με το σήμερα; Λέει σε κάποιο σημείο η Ιρίνα: «Θα έρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα τα μάθουν όλα». Εξακολουθούν να μας ταλανίζουν τα ίδια συλλογικά αδιέξοδα και ερωτήματα που βασάνιζαν τις Τρεις Αδερφές;
Το τελευταίο που θέλω να κάνω με αυτό το έργο είναι να το κάνω επίκαιρο. Στις πρόβες, με τους ηθοποιούς μου, δεν σκεφτόμαστε το παρόν, την επικαιρότητα. Προσπαθούμε να δούμε τα αιώνια ανθρώπινα ζητήματα. Η αληθινή, μεγάλη ποίηση δεν ανήκει σε καμιά συγκεκριμένη εποχή. Ξέρω πως οι άνθρωποι και τα συναισθήματά τους παραμένουν ίδια, όπως και πριν από 100 ή 1.000 χρόνια. Το να χάνεις τις ελπίδες σου, την πίστη σου στο νόημα της ζωής, δεν ήταν πιο οδυνηρό πριν από 100 χρόνια. Πιστεύω ότι βάζοντας αυτήν τη φράση στα χείλη της νεαρής Ιρίνα, ο κύριος Τσέχοφ χαμογελούσε σαρκαστικά.
— Σε τι διαφοροποιούνται οι Τρεις Αδερφές από τα υπόλοιπα έργα του Τσέχοφ; Πού νομίζετε ότι θέλετε να ρίξετε το βάρος στην παράσταση που ετοιμάζετε;
Δεν είναι η πρώτη φορά που μου τίθεται αυτό το ερώτημα και, ως συνήθως, προτιμώ να σωπάσω. Είμαι σκηνοθέτης, οπότε εκφράζω τις απόψεις μου με θεατρικά μέσα, μέσω της θεατρικής δράσης. Το χειρότερο που μπορώ να κάνω στους θεατές, τους οποίους σέβομαι και εκτιμώ πολύ, είναι να τους δηλώσω τι θέλω να πω προτού δουν την παράσταση. Ο θεατής θα δει αυτό που θα δει. Θα βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και θα έχει πάντα δίκιο. Αν καταφέρω να εκφράσω αυτό που θέλω να εκφράσω, το κοινό θα καταλάβει. Θέλω να δίνω στον θεατή τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με την παράσταση, χωρίς να τον προκαταλαμβάνω ως προς το τι πρέπει να δει ή να καταλάβει.
— Θεωρείτε πετυχημένα τα ανεβάσματα του Τσέχοφ στο ελληνικό θέατρο ή πιστεύετε πως κάποια παράμετρος χάνεται τελείως;
Νιώθω άσχημα κάθε φορά που πλήττω σε παραστάσεις έργων του Τσέχοφ. Λυπάμαι και για τους υπόλοιπους θεατές. Υποθέτω ότι οφείλεται στο γεγονός πως οι Ρώσοι θεωρούν τον Τσέχοφ κάτι σαν απόδειξη του ότι «κι εμείς υπήρξαμε κομψοί και ευγενείς». Είναι λυπηρό ότι αυτό έγινε κλισέ, ότι τα έργα του Τσέχοφ ανεβαίνουν ως μελοδραματικές ιστορίες καλοντυμένων ανθρώπων που πλήττουν. Ο Τσέχοφ δεν είναι ούτε καραμελίτσα ούτε σοκολατίτσα. Είναι το εντελώς αντίθετο. Με τη σκληρή ματιά του κυνικού γιατρού ανατέμνει χειρουργικά τη θλιβερή μιζέρια των ανθρώπων, αποκαλύπτοντάς την. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, μας δείχνει τους ανθρώπους μέσα από άλλο πρίσμα, κάνοντάς μας να τους αγαπήσουμε και παράλληλα να σεβαστούμε τη ζωή μας.
— Έχει σημασία το πού ανεβαίνει ένα έργο; Δηλαδή είναι διαφορετικό το ανέβασμα ενός ποιητικού κειμένου σε μια περιφερειακή πόλη, όπως είναι η Θεσσαλονίκη, απ' ό,τι σε μια χαοτική, νευρωτική μητρόπολη;
Είναι καταπληκτικό το ότι έχω την τύχη ν' ανεβάζω αυτό το έργο στη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι η πόλη των χαμένων ελπίδων και των αποχαιρετισμών; Τουλάχιστον εγώ, ένας επισκέπτης που ξέρω κάποια πράγματα για την ιστορία της, νομίζω πως είναι. Επίσης, απολαμβάνω την ευκαιρία που μου δόθηκε να εργαστώ σε έναν πολύ δημιουργικό θεατρικό οργανισμό, και μάλιστα στην καλύτερη εποχή του! Επίσης, έχω έναν θαυμάσιο θίασο ηθοποιών που δεν αντιμετωπίζω απλώς ως επαγγελματίες που κάνουν εξαιρετικά τη δουλειά τους αλλά ως συνταξιδιώτες και συνδημιουργούς. Εννοώ ότι η δημιουργία αυτής της παράστασης δεν αποτελεί έναν ακόμα σταθμό στην καλλιτεχνική μας πορεία, στην καριέρα μας, αλλά πολύ-πολύ περισσότερα. Είναι ο πιο όμορφος τρόπος να ζεις, δημιουργώντας μαζί με άλλους με αφορμή την ποίηση. Όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για το κοινό μας. Δεν βασανίζω τον εαυτό μου με ερωτήματα του τύπου «πώς να προσαρμόσω αυτό που κάνω στο εκάστοτε κοινό της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Λιθουανίας, της Σουηδίας, της Κορέας». Όταν πηγαίνουμε στον γιατρό, όλοι είμαστε ίδιοι. Γυμνοί. Όταν πέφτουν τα φώτα της πλατείας και ξεκινά η παράσταση, γινόμαστε όλοι λίγο παιδιά, ανοιχτοί στο να βιώσουμε το ταξίδι στη φαντασία μας. Μέσα στο εκθαμβωτικό σκοτάδι του θεάτρου όλες οι διαφορές που μπορεί να υπάρχουν, ό,τι ξεχωρίζει ή χωρίζει τους ανθρώπους εξαφανίζεται, γίνεται ασήμαντο. Γινόμαστε όλοι ένα και αυτό είναι ένα θαύμα. Βέβαια, όλα όσα προανέφερα συμβαίνουν όταν μια παράσταση πετύχει. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να πω «φτου, φτου, φτου!».
Info
Τρεις Αδερφές του Αντόν Τσέχοφ από το ΚΘΒΕ
Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ)
Πρεμιέρα: Σάββατο 9 Νοεμβρίου
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετ. 18:30, Πέμ., Παρ., Σάβ. 20:30, Κυρ. 19:00
Με αγγλικούς και ρωσικούς υπέρτιτλους κάθε Σάββατο
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Σεβαστίκογλου
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά: Κένι ΜακΛέλαν
Κοστούμια: Κλερ Μπρέισγουελ
Μουσική: Μαρτίνας Μπιαλομπζέσκις
Κίνηση: Έντγκεν Λάμε
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Μπάρλας
Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Μάριος Καρβουνάκης
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Ιορδάνης Αϊβάζογλου
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά
Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου
Παίζουν: Κωνσταντίνος Χατζησάββας, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Χριστίνα Χριστοδούλου, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Λένα Νάτση, Απόστολος Πελεκάνος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Αλέξανδρος Κουκιάς, Σαμψών Φύτρος, Μανώλης Μαυροματάκης, Μάρκος Γέττος, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Γιώργος Σφυρίδης. Μαρία Καραμήτρη, Χρίστος Νταρακτσής
σχόλια