Οι C for Circus έχουν ξεκινήσει πρόβες για τον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Αν τους ρωτήσεις πού θα ανεβάσουν την παράσταση, δεν ξέρουν ακόμα, αλλά δεν ήταν δυνατό να περιμένουν άλλο.
Η συντροφιά των ηθοποιών που ένωσε η αγάπη για το θέατρο και θέλει να φτιάχνει παραστάσεις με ό,τι μέσα διαθέτει κάθε φορά ξεχωρίζει για τον χαρακτήρα των παραστάσεών της, παλεύοντας να έχουν ισάξιο ρόλο τα μέλη της ως δημιουργοί και εκτελεστές. Θεωρώντας πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να μην μπορέσουν να ξαναδουλέψουν όλοι μαζί, πόσο μάλλον σε καθεστώς «no budget», όπως τα πρώτα χρόνια της ομάδας, ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης, που σκηνοθετεί τον «Γλάρο», πρότεινε πριν από έναν χρόνο να καταθέσουν πρόταση στο υπουργείο.
Η πανδημία του κορωνοϊού δεν είχε ακόμα σαφείς προεκτάσεις, ήξεραν όμως ότι έρχεται μια κακή χρονιά. Από πολύ νωρίτερα, τα οικονομικά περιθώρια για πολύ κόσμο είχαν αρχίσει να στενεύουν, με την έρευνα του ΣΕΒ που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2020 να λέει ότι πάνω από το 50% των εργαζομένων βρισκόταν σε κίνδυνο επισφάλειας, προ κορωνοϊού. Η παιδική τους παράσταση «Ως την άκρη του κόσμου» επρόκειτο να κατέβει πρόωρα, λόγω χαμηλής προσέλευσης, διένυαν ήδη μια κακή θεατρική χρονιά.
Η πρόταση επιχορήγησης έγινε δεκτή, κάτι που, παρά την ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα της εποχής, έδωσε ξανά τη δυνατότητα στη ομάδα να συναντηθεί καλλιτεχνικά, να διαβάσει ένα από τα ομορφότερα θεατρικά έργα και να φανταστεί πώς αυτό θα μπορούσε να γίνει παράσταση της ομάδας.
Οραματίστηκα μια τέτοια παράσταση, με ανθρώπους να τρώνε και να πίνουν γύρω από ένα μεγάλο οικογενειακό τραπέζι, το οποίο να είναι ταυτόχρονα και το ιερό τραπέζι του ηθοποιού. Δηλαδή η διαδικασία της πρόβας, που οι ηθοποιοί διαβάζουν γύρω από ένα τραπέζι, αναζητώντας την παράσταση που θα γεννηθεί απ’ αυτήν τη διαδικασία.
Με την πανδημία να συνεχίζεται, κάθε όραμα σκηνικής αποτύπωσης ανατράπηκε. Συνεχίστηκε και η καραντίνα, χωρίς κάποιον ορίζοντα «επιστροφής στην κανονικότητα».
«Κλείσαμε έναν χρόνο σε καραντίνα, κανονικότητα πια είναι ένα χάος κακοδιαχείρισης, οικονομικής ανισότητας και χιλιάδων θανάτων που αυτή έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί» μας λέει ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης, που τον συναντάμε στον Βοτανικό Κήπο, απέναντι από τον χώρο όπου κάνουν πρόβες και που εκεί, έξω στη φύση, κάνουν «διάλειμμα» από τον εσωτερικό χώρο, κάνοντας ένα μέρος των ασκήσεών τους.
«Ζήτησα να ξεκινήσουμε πρόβες, πρώτα απ’ όλα για να μην τρελαθούμε. Μπορεί κάποιοι από εμάς να είχαμε δουλειά μέσα στην καραντίνα, αλλά οι ενενήντα στους εκατό ηθοποιούς, μιλώντας για εκείνους που είχαν δουλειά πριν τη χάσουν, είναι άνεργοι όλη αυτήν την περίοδο.
Το αστείο είναι ότι θεωρούνται τυχεροί όσοι βρίσκονται σε αναστολή σύμβασης ή πήραν ένα έκτακτο επίδομα ενίσχυσης. Είναι πολύ της μόδας οι φωνές που στρέφονται κατά των επιδομάτων. Θα πρέπει να λέμε και ευχαριστώ, δηλαδή, που δεν μας έχουν αφήσει να πεθάνουμε.
Για να μην πεθάνουμε, λοιπόν, βρεθήκαμε δεκατέσσερις ηθοποιοί και συντελεστές να κάνουμε πρόβα ακόμα και χωρίς χειροπιαστή προοπτική παράστασης. Ζήτησα να πληρωθούμε γι’ αυτές τις πρόβες έναν αξιοπρεπή μισθό, παρότι αυτό άφηνε τον κίνδυνο να εκτεθούμε οικονομικά στις απαιτήσεις μιας επερχόμενης θεατρικής παραγωγής.
Βρήκα έναν χώρο για πρόβα, που μας διέθεσε η καλή Ξένια Θεμελή, της εξαιρετικής Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων, πήραμε ανά χείρας τον "Γλάρο" στην αγαπημένη μου μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου και πριν από περίπου δύο μήνες ξεκινήσαμε να βρισκόμαστε, να διαβάζουμε, να παίζουμε και να συζητάμε».
Ακολουθώντας το πρωτόκολλο διεξαγωγής πρόβας της ΓΓΠΠ, ξεκίνησαν καθήμενοι σ’ έναν μεγάλο κύκλο, φορώντας μάσκες, έχοντας θέα απ’ τα μεγάλα παράθυρα το καταπράσινο άλσος του Γεωπονικού στον Βοτανικό, να φαντάζονται την παράσταση που ελπίζουν να καταφέρουν να παρουσιάσουν μέχρι τον Ιούνιο.
Η ομάδα C for Circus ξεκίνησε ως θεατρική ομάδα στη Θεσσαλονίκη το 2008, όταν όλα τα μέλη της ήταν ακόμα φοιτητές στο πανεπιστήμιο. Γνωρίστηκαν συμμετέχοντας στο Πολιτιστικό Camping, ένα φεστιβάλ φοιτητικών θεατρικών ομάδων στο Αστρίτσι Ηρακλείου, τόπο αναφοράς για πολλούς καλλιτέχνες της γενιάς τους. Πολλοί από αυτούς έγιναν φίλοι και ήρθαν στην Αθήνα για να σπουδάσουν και να κάνουν αυτό που αγαπούν, το θέατρο. Σκηνοθετούν όλοι σαν από φυσική ανάγκη να μετέχουν ισότιμα στην ομάδα. Αποκεί ξεκινά και η συζήτησή μας με τον Νικόλα.
— Πώς έχει προκύψει η κυκλική σκηνοθεσία και με ποιον τρόπο επιλέγετε τα έργα που ανεβάζετε;
Για πολλά χρόνια η επιλογή έργου γινόταν βάσει πλειοψηφίας. Καθένας πρότεινε διάφορα έργα για την επόμενη παράσταση και επιλεγόταν αυτό με τη μεγαλύτερη αποδοχή. Τα πρώτα χρόνια η δουλειά ξεκινούσε σ’ ένα πλαίσιο συνσκηνοθεσίας, κάτι που προέκυψε ως φυσική ανάγκη, μια και ο λόγος του καθενός από εμάς έχει ακριβώς την ίδια βαρύτητα. Άλλωστε, η ομάδα αποτελείται από ηθοποιούς, δεν υπάρχει διακριτός ρόλος δασκάλου μεταξύ μας.
Αυτό το πλαίσιο δουλειάς άλλαξε το 2017, όταν σε συνάντηση επιλογής έργου ο Παύλος Παυλίδης έφερε στο τραπέζι το «Δαχτυλίδι της μάνας» και ζήτησε να το αναλάβει ο ίδιος, καταθέτοντας ένα συγκεκριμένο όραμα. Από αυτό προέκυψε μια διαφορετική, πολύ επιδραστική παράσταση.
Ακολούθησαν οι «Μεταμορφώσεις» από τον Παύλο και την Ειρήνη Μακρή, το «Ως την άκρη του κόσμου» από τον Σπύρο Χατζηαγγελάκη και το «Love and Information» από τον Παναγιώτη, το οποίο επρόκειτο να παρουσιαστεί στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Αναβλήθηκε όμως λόγω της πρώτης καραντίνας και ακυρώθηκε έπειτα από απόφαση του έκπτωτου καλλιτεχνικού διευθυντή Δημήτρη Λιγνάδη, όταν επέλεξε να ανανεώσει όλες τις εκκρεμείς παραγωγές, εκτός απ’ τη δική μας. Η κυκλική σκηνοθεσία προέκυψε ως μοτίβο, έτσι δόθηκε ο χώρος να προτείνω και τον δικό μου «Γλάρο».
— Γιατί διάλεξες τον «Γλάρο»; Τι καινούργιο έχεις να πεις για το έργο;
Ο Τσέχοφ είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας και ο «Γλάρος» το αγαπημένο μου έργο. Θα ξεκινήσω απ’ αυτό. Δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ανακάλυψα τον Τσέχοφ, διαβάζοντας τα θεατρικά του έργα στα πρώτα μου χρόνια στο θέατρο, έχοντας μια κακή εικόνα από παλιότερες παραστάσεις, είχα μια αίσθηση ότι πρόκειται για έναν βαρετό συγγραφέα που μιλάει για βαρετούς ανθρώπους μέσα σε μια ομιχλώδη εποχή.
Όταν ανακάλυψα τα διηγήματά του και τα πρώτα του μονόπρακτα, άρχισα να συγκινούμαι με την ευαισθησία του και να διασκεδάζω με το καταπληκτικό του χιούμορ. Έκλαψα διαβάζοντας τη «Νυφούλα», γέλασα πολύ με τον «Ίωνά» του, ο οποίος καταλήγει να λέει τον πόνο του σ’ ένα άλογο. Κι όταν άρχισα να καταλαβαίνω λίγο καλύτερα, άρχισα να χάσκω με τη λογοτεχνική του ικανότητα.
Όπως λέει και η Αρκάντινα για τον Τριγκόριν, ο Τσέχοφ καταφέρνει να αποτυπώσει μια ζωντανή εικόνα, ζωντανούς χαρακτήρες, με εξαιρετική ακρίβεια και απλότητα, χωρίς τίποτα το περιττό. Και κάπως έτσι άρχισα να διαβάζω τα θεατρικά του έργα με άλλο μάτι. Πάνε δέκα χρόνια περίπου απ’ όταν συγκινήθηκα πρώτη φορά, διαβάζοντας τον «Γλάρο» από την έκδοση της Εστίας που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου.
Στην αρχή ταυτίστηκα με το μοτίβο του ανεπιβεβαίωτου έρωτα, έχοντας υπάρξει πολλές φορές ο Μεντβεντένκο, που τον βλέπουμε στην έναρξη του έργου να λέει «σ’ αγαπώ» στη Μάσα, η οποία απαντάει «δεν μπορώ να ανταποκριθώ». Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Όσο μεγαλώνω, όσο επισκέπτομαι ξανά το έργο, ανακαλύπτω καινούργια πεδία συγκίνησης και προβληματισμού.
Ακούγεται περίεργο να χρησιμοποιεί κάποιος τη λέξη «καινούργιο» για κάτι που στη συλλογική συνείδηση θεωρείται παλιό, ιδιαίτερα γι’ αυτό το έργο, που μόνο στην Ελλάδα βλέπουμε κάθε χρόνο διάφορα ανεβάσματά του.
Κι όμως, ο «Γλάρος» θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο, τέλειο για κάποιους, έργο της σύγχρονης δραματουργίας. Ένα έργο με δέκα τόσο σπουδαίους χαρακτήρες, που όταν γράφτηκε δεν υπήρχε θεατρικός θίασος ικανός να το ανεβάσει.
Εκείνη την εποχή σε έναν θίασο υπήρχαν ο άνδρας και η γυναίκα πρωταγωνιστές, κάποιες φορές ένα νεαρότερο ερωτικό ζευγάρι, κι όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι λειτουργούσαν δορυφορικά, εμβόλιμα, ως κομπάρσοι, με λίγες μόνο ατάκες.
Λέγεται, μάλιστα, πως αφορμή για την ανάγκη της ύπαρξης της Μεθόδου, αυτής της διαδεδομένης πια σπουδής της υποκριτικής για την ανάλυση και ερμηνεία ρόλων με πλούσιο εσωτερικό βάθος, ήταν ο «Γλάρος».
Παραφράζοντας τα λόγια της Όλγας Κνίπερ, για να παίξει κανείς στα έργα του Τσέχοφ πρέπει να καταλάβει τον κόσμο του. Πρέπει να αγαπήσει κανείς τον άνθρωπο, όπως τον αγαπάει ο Τσέχοφ.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με αυτή την οδηγία, προσπαθούμε να αγαπήσουμε τους ανθρώπους του, για να τους παρουσιάσουμε ως ανθρώπους και όχι ως αρχέτυπα ή αρχαιολογικά εκθέματα. Και προσπαθούμε να υπερασπιστούμε τη ζωτική ανάγκη των νέων καλλιτεχνών να μπορούν να υπάρχουν στην Τέχνη. Της Νίνα, η οποία για μένα αποκαλύπτεται ως γνήσια τσεχοφική ηρωίδα, που, παρά τις αντιξοότητες, παίρνει τη ζωή στα χέρια της και προχωράει, και του Τρέπλιεφ, ο οποίος, ως μεγάλος ρομαντικός, αυτοκτονεί στα είκοσι επτά του χρόνια. Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι καινούργιο, είναι όλα όμως ιδωμένα με καινούργια μάτια.
— Πώς θα είναι η παράσταση και πώς αποφασίσατε να ξεκινήσετε να δουλεύετε εν μέσω αυτής της αβεβαιότητας;
Όταν εγκρίθηκε η επιχορήγηση, οι ερωτήσεις της ομάδας ως προς το καλλιτεχνικό μου όραμα έγιναν ακόμα πιο έντονες. Ευτυχώς, δεν έχω ξανασκηνοθετήσει, οπότε ήμουν εξαρχής έτοιμος να πω «δεν ξέρω» και να κάνω λάθος. Είμαι επιρρεπής στο λάθος από μόνος μου, είμαι πολύ αυθόρμητος, καθόλου μεθοδικός, οπότε ήμουν προετοιμασμένος για ένα ανοιχτό πεδίο δοκιμών.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν λέει κάπου «Truth is the death of intention», η αλήθεια είναι ο θάνατος της πρόθεσης. Είναι τοποθετημένο σε διαφορετικό πλαίσιο, αλλά εγώ το καταλαβαίνω ως εξής: όταν προσπαθεί κάποιος να ορίσει κάτι, να το ονοματίσει ως κάτι πολύ συγκεκριμένο, όταν λέει «αυτό είναι αυτό και μόνο», στερεί από αυτό τη δυνατότητα μιας διαφορετικής ερμηνείας, σκοτώνει την πρόθεση εξερεύνησης του τι άλλο θα μπορούσε αυτό να είναι.
Το μόνο που ήξερα είναι ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από την ανάγνωση, ότι για να προκύψει κάτι αληθινό θα πρέπει να είμαστε σε μια κοινή σελίδα, όπως είπα νωρίτερα, ως προς την κατανόηση του συγγραφέα, του κόσμου του και έπειτα του έργου.
Ο Τσέχοφ λέει πως «ό,τι συμβαίνει επί σκηνής θα έπρεπε να είναι τόσο σύνθετο και συνάμα τόσο απλό όσο και στην πραγματική ζωή. Οι άνθρωποι κάθονται σ’ ένα τραπέζι, γευματίζουν, αυτό είναι όλο, μα την ίδια στιγμή γεννιέται η ευτυχία τους ή καταστρέφεται η ζωή τους».
Οραματίστηκα μια τέτοια παράσταση, με ανθρώπους να τρώνε και να πίνουν γύρω από ένα μεγάλο οικογενειακό τραπέζι, το οποίο να είναι ταυτόχρονα και το ιερό τραπέζι του ηθοποιού. Η διαδικασία δηλαδή της πρόβας, που οι ηθοποιοί διαβάζουν γύρω από ένα τραπέζι, αναζητώντας την παράσταση που θα γεννηθεί απ’ αυτήν τη διαδικασία. Μια παράσταση σε έναν κλειστό χώρο. Ιδανικά ήθελα να μπορέσουμε να παίξουμε στο αγαπημένο μου θέατρο, το Θησείον.
Ένας κύκλος ηθοποιών στις καρέκλες τους, με το κέντρο του κύκλου να μεταμορφώνεται σε σκηνή του έργου. Ένας κύκλος που σταδιακά χαλάει, αποδομείται, ενώ οι ηθοποιοί προσπαθούν να τον κρατήσουν ζωντανό.
Οι πρόβες πλησιάζουν στο τέλος τους, έχουμε τα βασικά υλικά, το έργο, τις καρέκλες μας, τη μουσική και τον εαυτό μας. Πέρα απ’ αυτό, δεν ξέρω τι παράσταση θα παραδώσουμε, μια και θα καθοριστεί και από τον χώρο που θα μας φιλοξενήσει. Προς το παρόν, τον αναζητούμε.
— Είστε πολλά χρόνια ομάδα, και μάλιστα μία από τις πιο δραστήριες και μακρόβιες. Είστε και πολύ δυναμικά ενεργοί στις κινητοποιήσεις των ηθοποιών, με θέσεις για τον κλάδο σας και όραμα για το μέλλον.
Οι C for Circus κλείνουν δεκατρία χρόνια από την ίδρυση της ομάδας ως εργαστηρίου θεατρικής έρευνας στη Θεσσαλονίκη από νεαρούς ερασιτέχνες, για να καταλήξει μια ομάδα επαγγελματιών που διανύουν την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους.
Για μένα, που ήμουν πολλά χρόνια εκτός, η ομάδα είχε μυθικές διαστάσεις. Δεν ήταν «άλλη μια θεατρική ομάδα», όπου οι συμμετέχοντες συναντιούνται μόνο στην πρόβα. Έβλεπα μια παρέα φίλων, μια οικογένεια, από την οποία προέκυψε και αυτή η θεατρική συντροφιά.
Όταν το 2015 ζήτησα απ’ τα παιδιά να δουλέψω μαζί τους, είχα κλείσει τρία χρόνια στη δουλειά, ερχόμουν από μια γεμάτη θεατρική σεζόν, όπου αντιμετώπιζα σε καθημερινή βάση συναισθηματικές εκρήξεις, δράματα από σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές, ντίβες μιας προηγούμενης γενιάς. Ζήτησα να συμμετάσχω στην ομάδα για να μην παρατήσω το θέατρο. Και μαζί τους έκανα τις καλύτερές μου παραστάσεις.
Θα έλεγε κάποιος ότι είναι φυσικό, όσο μεγαλώνουμε, όσο αφήνουμε πίσω την ενέργεια, τον ρομαντισμό και την αφέλεια της πρώτης νεότητας, να υπερτερεί η ανάγκη να ακολουθήσει κάποιος την προσωπική του διαδρομή, εννοώντας όχι την επαγγελματική σταδιοδρομία αλλά το πώς υπάρχει κανείς στην Τέχνη, πώς διαμορφώνει την προσωπική του αισθητική αντίληψη. Η πολυφωνία, η συνδιαμόρφωση, είναι πολύ δύσκολη διαδικασία, που πολλές φορές μάς έχει φέρει αντιμέτωπους.
Εξακολουθώ, όμως, να βλέπω ότι έχουμε πολύ περισσότερα να μας ενώνουν παρά να μας χωρίζουν. Εξακολουθούμε να είμαστε μια οικογένεια. Είμαστε γείτονες, συγκάτοικοι, αδελφικοί φίλοι, οι γονείς μας είναι γονείς για όλους. Είμαστε οι C for Circus.
Βιώνουμε όλοι μια ζοφερή εποχή που γεννάει καινούργιες ανάγκες και δεν είναι καθόλου τυχαίο που επιτέλους έχει προκύψει ένας διάλογος μεταξύ των εργαζομένων στον πολιτισμό. Και είναι μεγάλη ικανοποίηση να βλέπεις φίλους και συναδέλφους της δικής σου γενιάς να πρωτοστατούν σ’ αυτές τις ανάγκες, να γεννούν πρωτοβουλίες όπως οι Support Art Workers, ή να ανανεώνουν σε βάθος ιστορικά σωματεία όπως το ΣΕΗ.
Να πω σ’ αυτό το σημείο ότι υπάρχει μια προϋπόθεση από το ΥΠΠΟΑ να αναφέρουμε σε κάθε δελτίο Τύπου πως η παράσταση είναι επιχορηγούμενη, να υπογραμμίζουμε δηλαδή την αυτονόητη υποχρέωση του υπουργείου να στηρίζει τους ανθρώπους του πολιτισμού.
Ο Γλάρος του Άντον Τσέχοφ
Από την ομάδα C for Circus
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνοθεσία: Νικόλας Παπαδομιχελάκης
Δραματουργία: Άρτεμις Γρύμπλα
Σκηνικά Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Φώτα: Εβίνα Βασιλακοπούλου
Μουσική: C for Circus
Διανομή:
Αρκάντινα: Βαλέρια Δημητριάδου
Τρέπλιεφ: Βαγγέλης Αμπατζής
Σόριν: Νικόλας Παπαδομιχελάκης
Νίνα: Μαρία Μοσχούρη
Σαμράγιεφ: Σπύρος Χατζηαγγελάκης
Πωλίνα: Ειρήνη Μακρή
Μάσα: Χρύσα Κοτταράκου
Μεντβεντένκο: Άλκης Μπακογιάννης
Ντορν: Παύλος Παυλίδης
Τριγκόριν: Γιώργος Κισσανδράκης