Το 1997, η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, προσγειώθηκε στον πλανήτη του θεάτρου Αμόρε. Πολλοί μέχρι σήμερα δεν ξέρουν ότι η ζωγραφική έχασε ένα μεγάλο ταλέντο όταν η Έλλη, από τις πιο αγαπημένες μαθήτριες του Μίμη Κοντού, ανιψιά του αρχιτέκτονα Σάββα Κονταράτου, ξαφνικά σταμάτησε να ζωγραφίζει, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του '80.
Ο «πνευματικός της πατέρας» Διονύσης Φωτόπουλος που είχε γνωρίσει από τα χρόνια της Θεσσαλονίκης έλεγε ότι θα ασχοληθεί με τη σκηνογραφία, αλλά η Έλλη δεν είχε καλά-καλά αποφασίσει. Έτσι, φοίτησε στη σχολή του Εθνικού και μάλιστα έπαιξε και στο Χορό, στη Μήδεια του Νίκου Χαραλάμπους, στην Επίδαυρο, αλλά μέχρι εκεί.
Με τον Θωμά Μοσχόπουλο έκανε την πρώτη της σκηνογραφία, στη Βενετσιάνα, στο υπόγειο του θεάτρου του Γιάννη Κακλέα, στον περίφημο τότε Τεχνοχώρο Υπό σκιάν το 1996. Αυτή η παράσταση ήταν το εισιτήριο εισόδου στο Αμόρε που ήταν μόλις πέντε ετών, για ένα καλλιτεχνικό ντουέτο που δούλεψε για σχεδόν δυο δεκαετίες μαζί. Στις 21 Οκτωβρίου 1997, η Έλλη υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης του Θωμά Μοσχόπουλου που άλλαξε όχι μόνο την αντίληψη πολλών για το θέατρο, αλλά σφράγισε με το ανέβασμά της μια νέα εποχή, με τον αέρα των ευρωπαϊκών θεατρικών ρευμάτων και δημιούργησε μια χαραμάδα στα νέα έργα που ήταν τολμηρά και πολύ μοντέρνα. Ο λόγος για το Shopping and Fucking, του Μαρκ Ρέιβενχιλ, το μόνο έργο του Αμόρε -που δεν έκανε επαναλήψεις- που επαναλήφθηκε για δεύτερη χρονιά και το σκηνικό της Έλλης, νέον και πλαστικό, τα κοστούμια της βγαλμένα από τα πεζοδρόμια του Λονδίνου με τους μικροντίλερς πρωταγωνιστές να φωτίζονται παράξενα σε ένα αλλόκοσμο περιβάλλον.
Από το 1996 η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, που ανήκε σε μια γενιά που έφερε έναν άλλο αέρα στη σκηνογραφία, δανείστηκε από τη μόδα και την ποπ κουλτούρα και ανανέωσε ή δημιούργησε μοναδικούς και αφαιρετικούς, πάντα πυκνούς σε νοήματα σκηνικούς χώρους, μας χάρισε περιβάλλοντα αλησμόνητα, άρρηκτα συνδεδεμένα με την ανάμνηση κάθε παράστασης.
Την ίδια χρονιά στην Κεντρική σκηνή σκηνογραφεί το έργο του Πίτερ Μάρμπερ Closer, με το σκηνικό της να είναι τα μεγάλα πορτραίτα των πρωταγωνιστών της παράστασης σε τεράστια πανό, οι καταπληκτικές φωτογραφίες του Τάκη Διαμαντόπουλου. Το σκηνικό της είναι καθηλωτικό, με το τσατ των πρωταγωνιστών να εμφανίζεται σε βιντεοπροβολή, κάτι που σήμερα μοιάζει κοινότοπο, αλλά τότε συνέβαινε για πρώτη φορά.
Είναι μια εποχή μίνιμαλ και ποπ και ανατρεπτική, με πολλά «όχι» και «γιατί» και αμμφισβητήσεις και ανεβάσματα έργων που δεν είχαμε ξαναδεί όπως το «Χοντροί άντρες με φούστες», «ο θεός είναι dj», μια παράσταση που σφραγίστηκε από το θάνατο της σκηνοθέτιδας Ελευθερίας Σαπουντζή στη διάρκεια των προβών, και η Έλλη δοκιμάζει τη μίνιμαλ αισθητική και στα έργα του Σέξπιρ και του Φεϊντό.
Στο «Πολύ κακό για το τίποτα» το θέατρο κόβεται κυριολεκτικά στη μέση, από τη μια κάθονταν οι άντρες από την άλλη οι γυναίκες -μια ιδέα του Μοσχόπουλου- και στη μέση εν είδει ανθισμένου ρινγκ, οι άντρες και οι γυναίκες δίνουν τη μάχη τους. Η Έλλη επηρεάζεται εκείνη την εποχή από τα σκηνικά της Πίνα Μπάους και του κεντροευρωπαϊκού θεάτρου αλλά πάντα κλείνει το μάτι στους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής. Το ίδιο συμβαίνει και στη Διπλή απιστία, του Φεϊντό, πέρλες και στιλ 50s καταλαμβάνουν τη σκηνή και μπερδεύονται με τα ένοχα μυστικά των πρωταγωνιστών.
Η ευρηματικότητά της απογειώνεται ακόμα και στις φωτογραφήσεις. Χρησιμοποιεί τα πιο απίθανα και παράταιρα υλικά και τα μετατρέπει σε πολυτελή. Κατασκευάζει και γεμίζει πισίνες με μπαλάκια φελιζόλ στο Mainstream, γεμίζει με αντικείμενα όλο το χώρο στην Πίστη, ταξιδεύει τους θεατές με τον πιο ιδιόρρυθμο τρόπο στην Ιαπωνία για τον Ορφανό του Ζάο. Το 2004, με το θέατρο να είναι κατακόκκινο, με τις Las Meninas του Βελάσκεθ στη σκηνή, σκηνογραφεί μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Αμόρε, το έργο του Καλντερόν Η ζωή είναι όνειρο, σε στίχο μάλιστα, βάζοντας μια πινελιά μαξιμαλισμού και φαντασίας κάνοντας ένα ονειρικό σκηνικό με φτηνά υλικά.
Την ίδια χρονιά κάνει και τη μεγάλου μεγέθους σκηνογραφία της, υπογράφει την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων, πάλι μαζί με το Θωμά Μοσχόπουλο, στις 29 Αυγούστου 2004, μια τελετή εντελώς διαφορετική από αυτή της έναρξης, με ένα Ντάτσουν γεμάτο καρπούζια να διασχίζει το χώρο και μια αίσθηση διάχυτου διονυσιασμού, όλα τα χρώματα, τα σχήματα και τους τύπους των νεοελλήνων, μια εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας, την πιο ζωντανή που θα μπορούσε να αποδοθεί.
Με το Θωμά Μοσχόπουλο θα κάνουν μαζί και την τελευταία παράσταση που έκλεισε την 17ετή πορεία του Αμόρε, τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Με μουσική Μπαχ και Βιβάλντι, η Έλλη δημιούργησε ένα ειδικό χώρο στη σκηνή σε γκρίζα και μαύρα χρώματα σε ένα μεγάλο γυάλινο κουτί γεμάτο καπνούς, σαν μέσα σε ομίχλη, όπου εμφανίζονταν χοροθεατρικά οι ήρωες του μύθου, σαν σκιές σχεδόν, γυμνοί, εικονογραφώντας με έναν τρόπο διαφορετικό την ιστορία που έλεγε ο αφηγητής.
Στην Επίδαυρο με το Θωμά Μοσχόπουλο συνεργάστηκαν στην Άλκηστη, σε μια παράσταση που γοήτευσε τους θεατές από το πρώτο ως το τελευταίο της δευτερόλεπτο, θύμιζε ένα παζλ εκατομμυρίων κομματιών, που όλα μπαίνουν στη θέση τους, κανένα δεν χάνει τον δρόμο του σκηνογραφικά και αισθητικά. Ο χορός με τα κομψά μαύρα ρούχα, η αγαλματένια Άλκηστη, ο μισομεθυσμένος σαν Οβελίξ, Ηρακλής, ο κόσμος των κόμικς, ο κόσμος της κλασικής αρχαιότητας, τα επίπεδα του έργου με ανάλογα επίπεδα στη σκηνογραφία και τα κοστούμια της, δημιούργησαν μια αλησμόνητη σε εικόνες παράσταση.
Όταν συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Βογιατζή, στο Σχολείο Γυναικών του Μολιέρου, ο σκηνοθέτης της ζήτησε να δηλώνεται η απουσία του τόπου, καμία ρεαλιστική απεικόνιση. Η Έλλη σχεδίασε ένα μαίανδρο, «το σκηνικό με τους μαιάνδρους» σε όλη τη σκαμμένη σκηνή του θεάτρου της οδού Κυκλάδων μέσα στην οποία έπαιζαν το παιχνίδι της εξουσίας ο ανεκδιήγητος Αρνόλφος με τον βαθύ τρόμο ότι η γυναίκα που θα παντρευτεί θα τον κερατώσει και η νεαρή και αθώα Αγνή.
Από το Αμόρε, ξεκίνησε και η συνεργασία της με τον Γιώργο Λάνθιμο, στις «Διαδικασίες διακανονισμού διαφορών» του Δημήτρη Δημητριάδη την πρώτη θεατρική σκηνοθεσία του, για να συνεχιστεί στον Κυνόδοντα που εκεί δημιούργησε το ασφυκτικό περιβάλλον μιας δυστοπικής οικογένειας.
Το ίδιο εξαιρετικό περιβάλλον δημιουργεί και στην ταινία Hardcore του Ντένη Ηλιάδη, σαν ρέκβιεμ μιας εποχής ανεμελιάς που χάθηκε με τη δεκαετία του '90, ενώ με τον φίλο της από τις πρώτες τους κιόλας δουλειές στο Αμόρε Αργύρη Ξάφη, κάνουν το 2014 τις Απόψεις ενός Κλόουν στο Εθνικό Θέατρο. Η Έλλη φτιάχνει με το ελάχιστο, τον πλούσιο και μελαγχολικό κόσμο του τσίρκου, με απίθανα λεπτές αποχρώσεις και λεπτομέρειες, δείχνοντας εκεί όλες τις κινηματογραφικές της αναφορές.
Μια από τις πιο σημαντικές της δουλειές ήταν στο Σκλαβί της Ξένιας Καλογεροπούλου στο θέατρο Πόρτα. Παράσταση εμβληματική για το παιδικό θέατρο, με τη σκηνή να πλημμυρίζει με ατέλειωτα μέτρα χρωματιστού υφάσματος. Σκηνογραφική της επιτυχία ήταν και ο Μακμπέθ στη Στέγη, με τη σκηνή να μεταμορφώνεται να αλλάζει και να ακολουθεί το πνεύμα όχι μόνο του σκηνοθέτη αλλά και κάθε χρήση σύγχρονης τεχνολογίας.
Η Έλλη ευτύχησε και στη συνεργασία της με τον Νίκο Καραθάνο, φίλο από τα σπουδαστικά χρόνια στη σχολή του Εθνικού. Ξεκίνησαν την επιτυχημένη συνεργασία τους στις Οκτώ γυναίκες με τη δράση να μεταφέρεται μέσα από το σκηνικό της, σε ένα απομονωμένο χιονισμένο λόφο (αντί για ένα ζεστό αστικό σαλόνι) και τις οκτώ γυναίκες, που δεν ήταν γυναίκες αλλά άνδρες που τις υποδύθηκαν να, εμφανίζονται με μακριά φαρδιά μαύρα κοστούμια, που παρέπεμπαν σε ρούχα εποχής, δίχως όμως περούκες, αλλά με το πρόσωπο φυσικό, σχεδόν άβαφο. Τη μεγάλη αυτή επιτυχία διαδέχεται ο Σιρανό στο Εθνικό θέατρο, με την Έλλη να χρησιμοποιεί σαν κοστούμια που ήταν και αναπόσπαστο μέρος του σκηνικού διάκοσμου, και αυτή τη φορά, τις πολύχρωμες ακρυλικές κουβέρτες που πουλάνε στις λαϊκές αγορές. Καραθάνος και Έλλη επαναλαμβάνουν την συνεργασία και την επιτυχία του στη θρυλική πιά Γκόλφω με τη σκηνή του Ρεξ να γεμίζει μαύρους βράχους, και το λιτό και απείρως λειτουργικό σκηνικό να απογειώνει την παράσταση, μια από τις ευτυχέστερες στιγμές του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία χρόνια.
Η επιτυχημένη συνεργασία τους συνεχίζεται και στο Δεκαήμερο, στον Βυσσινόκηπο με όλα τα αρχιτεκτονικά σχήματα που αγαπά από τα υπόσκαφα της Σαντορίνης μέχρι τις σύγχρονες λοξές αρχιτεκτονικές δομές και με ένα νεύμα στις ποντικότρυπες στις οποίες μπαίνει μια χαραμάδα φωτός ενώ οι ήρωες φορούν τα αυτιά του Μίκι Μάους και στους Όρνιθες, την τελευταία δουλειά που υπογράφουν μαζί. Η Επίδαυρος μετατρέπεται σε πανηγύρι, σε εξωτικό νησί, σε ουτοπία, σε έναν πολύχρωμο φανταστικό κόσμο. Δουλεύει μαζί με τη Λένα Κιτσοπούλου στην Κοκκινοσκουφίτσα, μετατρέποντας τη σκηνή σε ένα σουρεαλιστικό, τρομακτικό και αστείο τοπίο, βάζοντας όλα τα αιρετικά και βλάσφημα στοιχεία του έργου της Κιτσοπούλου και κάνοντάς τα εικόνες.
Από το 1996 η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, που ανήκε σε μια γενιά που έφερε έναν άλλο αέρα στη σκηνογραφία, δανείστηκε από τη μόδα και την ποπ κουλτούρα και ανανέωσε ή δημιούργησε μοναδικούς και αφαιρετικούς, πάντα πυκνούς σε νοήματα σκηνικούς χώρους, μας χάρισε περιβάλλοντα αλησμόνητα, άρρηκτα συνδεδεμένα με την ανάμνηση κάθε παράστασης. Δούλεψε σε περισσότερα από εξήντα έργα. Οι άνθρωποι που τη γνώρισαν και δούλεψαν μαζί της, τη σκέφτονται να χαμογελάει κάτω από τις πυκνές τις αφέλειες, μέσα σε ένα κόσμο με ατέλειωτα μέτρα χρωματιστά πανιά, ακρυλικές κουβέρτες, σχέδια και βιβλία, εξωτικά δέντρα και μια ουτοπία που ονειρεύτηκε και προς την οποία ταξιδεύει πολύ νωρίτερα από όσο όλοι είχαμε υπολογίσει.