Τι θα συνέβαινε αν σπάγαμε όλα τα δεσμά και αποφασίζαμε να ζήσουμε στη φύση; Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια εναλλακτική κοινωνία, όπου η ζωή δεν θα επικεντρωνόταν στο άγχος του βιοπορισμού αλλά στη συλλογική εργασία και έκφραση; Τι διεξόδους θα ανακαλύπταμε και τι αδιέξοδα θα συναντούσαμε; Πόσο ουτοπική είναι μια τέτοια φαντασίωση; Ο Πολωνός σκηνοθέτης Λούκας Τβαρκόβσκι (γνωστός στο ελληνικό κοινό από τον ανατρεπτικό Rohtko που παρουσιάστηκε πέρσι και φέτος στη Στέγη), οι συνεργάτες του και δεκαπέντε ηθοποιοί αναχώρησαν πριν από τέσσερα χρόνια για τα δάση της Λιθουανίας με σκοπό να θέσουν σε εφαρμογή αυτό ακριβώς το τολμηρό σχέδιο. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο, αλλά στην πορεία ανακάλυψαν έναν ιδεώδη τρόπο για να συνυπάρχουν δημιουργικά: αφιερώθηκαν στη rave μουσική, έμαθαν να την αγαπούν και να τη χορεύουν, παραδίδονταν καθημερινά στους μεθυστικούς ήχους της, πέρασαν σε μια άλλη διάσταση.
Με την κάμερα στο χέρι, ο Τβαρκόβσκι και οι συνεργάτες του φρόντισαν να καταγράψουν σκηνές από την καθημερινή ζωή στην αυτοσχέδια πολιτεία τους, καθώς και μια σειρά εξομολογητικών μονολόγων μέσω των οποίων οι συμμετέχοντες μοιράζονταν τις σκέψεις, τις εντυπώσεις και τους προβληματισμούς τους για όσα βίωναν αποκομμένοι από τον αστικό πολιτισμό. Επιθυμώντας να δώσει και στους θεατές τη δυνατότητα να γευτούν, έστω για λίγες ώρες, την ίδια αίσθηση ελευθερίας και εξερεύνησης, ο Τβαρκόβσκι δημιούργησε την υβριδική παράσταση Respublika, στο πλαίσιο της οποίας techno, θέατρο, περφόρμανς-εγκατάσταση, χορός, σινεμά, εικαστικές τέχνες και DJ set γίνονται ένα.
Το Respublika είναι σημαντικό για μένα, επειδή καταπιάνεται με όλα τα πάθη μου, με εμπειρίες που είχα στο παρελθόν, στις αρχές του 2000, όταν πήγαινα σε πάρτι που είχαν οργανωθεί παράνομα, όπου αισθανόσουν την αύρα της εξέγερσης να πλανάται και γευόσουν αυτή την ακραία αίσθηση ελευθερίας, πίστευες ότι βρισκόσουν σε μια Προσωρινή Ζώνη Αυτονομίας όπως τη χαρακτηρίζει ο Χακίμ Μπέη.
Από το 2011, οπότε και έκανε το ντεμπούτο του, ο Λούκας Τβαρκόβσκι επιδιώκει τη σύζευξη των παραστατικών και των εικαστικών τεχνών με τα πολυμέσα. Το 2013 σκηνοθέτησε το έργο Akropolis του Stanisław Wyspiański, προσελκύοντας το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών. Οι σκηνοθεσίες του στα έργα Lokis (2017) και Respublika (2020) διακρίθηκαν στην Πολωνία, ενώ παράλληλα εκτόξευσαν τη φήμη του και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Με τον ίδιο ενθουσιασμό, δικαίως, υποδέχθηκε η κριτική και τον Rohtko, έναν ποιητικό στοχασμό που εκτυλίσσεται σε πολλαπλές χρονικότητες και με ποικιλία εκφραστικών μέσων, θέτοντας ξανά και ξανά τα ερωτήματα: τι είναι τέχνη; πώς ορίζεται η αξία της; ποια η σχέση τέχνης και ζωής; Στα ίδια αυτά ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει και η Respublika που θα φιλοξενηθεί από τις 13 ως τις 15 Ιουνίου στη Μαλακάσα.
— Είναι το θέατρο για σας ένα κοινωνικό όσο και καλλιτεχνικό πείραμα;
Αυτή είναι μια σύνθετη ερώτηση. Στην περίπτωση της Respublika ήταν. Η κοινωνική διάσταση υπήρχε σίγουρα, εφόσον προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μια κοινότητα. Ταυτόχρονα, ήταν και ένα πείραμα με τον εαυτό μας αλλά και με το κοινό: επιδιώξαμε να χτίσουμε μια σχέση μαζί του, η οποία δεν ξέραμε εκ των προτέρων πώς θα εξελισσόταν, τι είδους επίδραση θα μπορούσε να έχει η συμμετοχή σε μια τέτοιου είδους θεατρική συνθήκη. Το rave είναι μια τόσο οριακή εμπειρία, ώστε ήταν πολύ δύσκολο αρχικά να φανταστούμε πώς θα ήταν δυνατό να επινοήσουμε μια φόρμα που να μπορεί όχι μόνο να επαναληφθεί ως «περφόρμανς» αλλά και να εξασφαλίζει κάθε φορά την ποιότητα και την ένταση που αναζητούν όσοι πηγαίνουν σε rave συναυλίες ή πάρτι. Τι είδους δυνατότητες ανοίγει αυτή η εμπειρία, πέρα από την επιθυμία της απόδρασης ή τον ηδονισμό; Είναι πολύ περισσότερα αυτά που οφείλουμε να αναζητήσουμε και να συζητήσουμε γύρω απ’ αυτό.
— Πώς μαγειρεύατε στο δάσος; Είχατε ηλεκτρικό;
Ναι, είχαμε. Η κουζίνα ήταν κάτω από μια τεράστια τέντα. Και είχαμε φέρει μαζί μας όλο τον ηχητικό εξοπλισμό από το Εθνικό Θέατρο της Λιθουανίας, φώτα, προτζέκτορες, μείκτες, γεννήτριες κ.λπ., έτσι ώστε να μπορούμε να χορέψουμε ρέιβ οπουδήποτε.
— Είχατε χρήματα μαζί σας;
Ναι, λίγα. Τα χρειαζόμασταν για να ψωνίζουμε είδη βασικής ανάγκης. Δύο από εμάς πήγαιναν στα καταστήματα, που ήταν σαράντα χιλιόμετρα μακριά.
— Πόσο μείνατε στο δάσος;
Παρόλο που στην παράσταση δημιουργούμε την εντύπωση ότι μείναμε έναν ολόκληρο χρόνο, στην πράξη μείναμε εκεί δύο μήνες. Αλλά είχαμε περάσει έναν χρόνο προετοιμάζοντας αυτό το τελικό στάδιο.
— Τι συνέβη όταν φτάσατε εκεί;
Το πιο σοκαριστικό για τους ηθοποιούς ήταν όταν τους είπα ότι δεν θα κάνουμε πρόβες∙ ότι εγώ δεν έχω έρθει με την ιδιότητα του σκηνοθέτη και ας ξεχάσουμε τους ρόλους που είχαμε ως τώρα. Δεν υπάρχουν προαποφασισμένες αρμοδιότητες, μπορείτε να επιλέξετε όποια αρμοδιότητα επιθυμείτε και θα δούμε πώς θα διαμορφωθεί το πρόγραμμα των ημερών μας, διαπιστώνοντας στην πράξη ποιος θέλει να κάνει τι. Φυσικά, είχα ήδη στο μυαλό μου την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ, αλλά με ενδιέφερε πρώτα να δημιουργήσω μια κοινότητα η οποία ανακαλύπτει σταδιακά την ηλεκτρονική μουσική και ενθουσιάζεται. Έτσι, προσποιηθήκαμε ότι δήθεν τυχαία ήταν μαζί μας ένας DJ και ένα πλήρες ηχοσύστημα (γέλια). Άλλοι άρχισαν μαθήματα γιόγκα, άλλοι μαγείρευαν, ζούσαμε ομαδικά, είχαμε τους σιωπηλούς περιπάτους, τα DJ sessions κ.ο.κ. Ήταν όλα πολύ δημοκρατικά. Σταδιακά άρχισα να τους δείχνω ταινίες για τη rave κουλτούρα και τα κινήματα, ο Κάρολ Ρακόφσκι, ο DJ, άρχισε να τους κάνει μαθήματα, τους έδειχνε πώς να φτιάχνουν μια track list (τη λίστα με τα μουσικά κομμάτια), να ετοιμάζουν τα βραδινά rave και μετά από μερικές μέρες είπαμε «ωραία, ας φανταστούμε τώρα ότι είμαστε μια ομάδα τρελών που αποφάσισαν ότι θέλουν να χορεύουν ρέιβ κάθε μέρα, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες τον χρόνο». Κι έτσι υλοποιήσαμε αυτήν τη φαντασίωση για μια ομάδα ανθρώπων που μπόρεσαν επιτέλους να κάνουν ό,τι τους άρεσε, επειδή ήταν ελεύθεροι. Κι αυτό που επέλεξαν να κάνουν ήταν να παίζουν μουσική και να χορεύουν καθημερινά ρέιβ.
— Και τα κατάφερε αυτή η χορευτική κοινότητα;
Ναι. Αλλά για τις ανάγκες της ιστορίας, μετά από έναν χρόνο απόλυτου ρέιβ, άρχισαν να αισθάνονται απογοήτευση. Συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν πλήρως κατανοήσει την κοινωνική διάσταση του πειράματος, ότι οι ιδέες που είχαν όταν έφτασαν στο δάσος ήταν πολύ αφελείς. Κι έτσι, η ομάδα διαλύθηκε.
— Πότε εκτυλίσσονται όλα αυτά;
Τοποθετούμε την ιστορία σε μελλοντικό χρόνο, αλλά μιλάμε για κάτι που έχει συμβεί ήδη. Λίγα χρόνια μετά τη «διάλυση» της ομάδας, το 2026, όταν η κατάσταση στον κόσμο έχει γίνει αφόρητη, τα μέλη της αντιλαμβάνονται ότι όσα βίωσαν στο δάσος (το 2020) ενδέχεται να συνιστούν τη μόνη δυνατή αντίδραση απέναντι σε τούτο τον χαοτικό κόσμο. Και τότε λένε: ας ξαναβρεθούμε και ας προσπαθήσουμε να χτίσουμε μια παράσταση, κάτι που μπορούμε να το μοιραστούμε, καλώντας θεατές και δείχνοντάς τους τα βίντεο από το πείραμά μας στο δάσος, παρουσιάζοντάς τους εκείνη την εμπειρία που δεν ξέρουμε πώς να την ονομάσουμε αλλά που ενδεχομένως ήταν κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που ίσως έχει αυτήν τη στιγμή ανάγκη η ανθρωπότητα. Γι’ αυτό οικοδομούν, τρόπον τινά, τους χώρους όπου ζούσαν τότε, φτιάχνουν μια κουζίνα, μια σάουνα, ένα τροχόσπιτο, που είναι και τηλεοπτικό στούντιο, μια μικρή σκηνή, και εκεί αρχίζουν να αναπαριστούν γεγονότα που συνέβησαν στο δάσος ή να αφηγούνται πώς έφτασαν να επιστρέψουν σε αυτό το μέρος όπου συναντιόμαστε τώρα όλοι μαζί.
— Πώς έχετε δομήσει την εμπειρία της «Respublika»;
Η πρώτη ώρα της παράστασης είναι η Έκθεση/Παρουσίαση: επισκεπτόμαστε τον χώρο, βλέπουμε τον χάρτη, μαθαίνουμε πού μπορούμε να αγοράσουμε ποτά, πού να βρούμε πετσέτες για τη σάουνα κ.ο.κ. Μετά ακολουθεί το καθαρά αφηγηματικό μέρος της παράστασης, που διαρκεί 3,5 ώρες και προβάλλεται σε δύο τεράστιες LED οθόνες. Ο θεατής αποφασίζει αν θέλει να παρακολουθήσει τη δράση στην οθόνη, σαν ταινία, ή να συμμετάσχει σε αυτήν. Στο τρίτο μέρος οι ηθοποιοί παίζουν ένα DJ set και οδηγούν σταδιακά τους θεατές σε ένα rave πάρτι. Χορεύουμε κι εμείς μαζί τους. Κανένα DJ set δεν είναι τυχαίο, έχει μια συγκεκριμένη δραματουργία, αλλά πάντα με τρελό χορό και σκληρή techno.
— Κρίνετε εκ των υστέρων ότι πέτυχε το πείραμα; Ποιο ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που αποκομίσατε από αυτό;
Ήταν εξαιρετικά επιτυχημένο αλλά δεν θα το ξαναέκανα. Και δεν έχω ιδέα τι άλλο θα έκανα τώρα πια, εφόσον αυτό ήταν τόσο παρανοϊκό. Ήταν μια αυτοκτονική ιδέα. Στην αρχή κανένας δεν μας πίστευε όταν λέγαμε ότι το Εθνικό Θέατρο της Λιθουανίας πληρώνει ανθρώπους για να πάνε να ζήσουν στα δάση, να κάνουν κάποιου είδους έρευνα/περφόρμανς πάνω στο rave που θα διαρκέσει έναν-ενάμιση χρόνο, χωρίς κείμενο, χωρίς τίποτα. Ταυτόχρονα, δεν ήθελα να είναι μια παρέα αποκλειστικά νέων ηθοποιών ερωτευμένων με τη ρέιβ μουσική∙ ήθελα να φτιάξω μια παλέτα που να αντιπροσωπεύει την ποικιλομορφία της κοινωνίας, διαφορετικές ηλικίες, ψυχοσυνθέσεις, χαρακτήρες, κοινωνικά υπόβαθρα – η νεότερη ηθοποιός ήταν είκοσι επτά χρονών και η πιο ηλικιωμένη εβδομήντα ενός. Η σπουδαιότερη δυσκολία ήταν αυτή: πώς να πυροδοτήσω την αγάπη για τη ρέιβ σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, που δεν προέρχονται από τη σχετική κουλτούρα. Και η προσπάθεια πέτυχε! Αυτό είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που συνέβησαν εκεί. Πολλές ενδιαφέρουσες εξομολογήσεις γεννήθηκαν έτσι, στο πλαίσιο καταγραφής της διαδικασίας: οι ηθοποιοί μιλούσαν για το τι τους συμβαίνει, πώς αισθάνονται, πως συσπειρώνεται η κοινότητα. Οι αντιδράσεις δεν ήταν ομοιογενείς. Ένας από τους ηθοποιούς μισούσε την ηλεκτρονική μουσική και παραπονιόταν ότι δεν αισθάνεται μέρος της ομάδας αλλά ξένος, και αποπειράθηκε πολλές φορές να αποδράσει. Εγώ προσπαθούσα να τον πείσω ότι έχουμε ανάγκη κάποιον όπως εκείνος, που αντιστέκεται, ώσπου στο τέλος, προς μεγάλη μας έκπληξη, τον βλέπουμε στην οθόνη να λέει: «Γαμώτο! Άρχισα να αγαπώ την τέκνο!» (γέλια)
— Εσείς έχετε βιώματα από τη ρέιβ κουλτούρα;
Ναι. Γι’ αυτό το Respublika είναι σημαντικό για μένα, επειδή καταπιάνεται με όλα τα πάθη μου, με εμπειρίες που είχα στο παρελθόν, στις αρχές του 2000, όταν πήγαινα σε πάρτι που είχαν οργανωθεί παράνομα, όπου αισθανόσουν την αύρα της εξέγερσης να πλανάται και γευόσουν αυτή την ακραία αίσθηση ελευθερίας, πίστευες ότι βρισκόσουν σε μια Προσωρινή Ζώνη Αυτονομίας όπως τη χαρακτηρίζει ο Χακίμ Μπέη (σ.σ. αναρχικός συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος, στο βιβλίο του T.A.Z.: The Temporary Autonomous Zone περιγράφει την τακτική δημιουργίας προσωρινών χώρων που ξεφεύγουν από τις επίσημες δομές ελέγχου). Δεν μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι στην καθημερινή ζωή μας αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε ζώνες όπου θα είμαστε ελεύθεροι για μια-δυο μέρες ή μια εβδομάδα. Κι αυτό μπορεί να ανάψει τη σπίθα της ελπίδας στην ανθρωπότητα, αυτό το αίσθημα που αποκτάς ζώντας για λίγο σε μια τέτοια «ζώνη» και το οποίο μπορεί να σε στηρίξει όταν επιστρέφεις την επομένη στην κανονική σου ζωή. Αυτό βρισκόταν για μας στον πυρήνα του Respublika. Γιατί η «χαρά είναι σημαντική», όπως λέει μία από τις ηθοποιούς. Όλοι οι γαμ...νοι τύραννοι θέλουν να είμαστε θλιμμένοι, αν, όμως, πρόκειται να επιβιώσουμε, πρέπει να νοιαζόμαστε και για τη χαρά. Είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς που πρέπει να κάνουμε. Και την κάνουμε, εν προκειμένω, χορεύοντας ρέιβ. Στο δάσος πλάσαμε έναν κόσμο, μεριμνήσαμε γι’ αυτόν, και σταδιακά καταλάβαμε πόσο μεγάλη προσπάθεια χρειάζεται, και πόσα πράγματα πρέπει να λησμονήσουμε προκειμένου να αισθανθούμε ελεύθεροι – κι αυτό θέλει δουλειά, το να φτάσουμε σε αυτή την αρμονία, δεν είναι δεδομένη, δεν μας χαρίζεται. Είναι δύσκολο να είσαι εύθυμος όταν βλέπεις τι συμβαίνει γύρω σου, αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να το κάνουμε αν δεν θέλουμε να τρελαθούμε. Αυτό μας προτείνουν οι συμμετέχοντες στο πείραμα του Respublika, αυτό είναι το πολύτιμο που ανακάλυψαν.
— Γνωρίζετε ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που έκαναν ρέιβ πάρτι; (γέλια) Τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν ένας τέτοιος χώρος μύησης και απελευθέρωσης, πρόσφεραν μια ζώνη προσωρινής αυτονομίας, όπως το θέσατε προηγουμένως. Και ο Νίτσε πίστευε πολύ στη δύναμη του Διονύσου να διαλύει τα στέρεα τείχη του εγώ. Στον Χορό της τραγωδίας γράφει «οι άβυσσοι που χωρίζουν τους ανθρώπους εξαφανίζονται μπροστά σε ένα ασυγκράτητο συναίσθημα ενότητας που μας ξαναφέρνει στην καρδιά της φύσης».
Ναι, φυσικά. Στο ρέιβ επέρχεται το σβήσιμο των ορίων μεταξύ φύλων, ηλικιών, εθνικοτήτων, γινόμαστε μέρος ενός πράγματος μεγαλύτερου από τον καθένα μας. Μέσα από το συναίσθημα της έκστασης μοιραζόμαστε κάτι που μας λείπει τόσο σε αυτή την ατομικιστική κοινωνία που ζούμε και το έχουμε τόσο ανάγκη.
— Είναι μια μορφή αντίστασης το θέατρο;
Είναι, αλλά, εκ των πραγμάτων, μια παράσταση δεν μπορεί παρά να έχει περιορισμένο κοινωνικό αντίκτυπο. Να μην ξεχνάμε πόσο ουτοπική είναι αυτή η ιδέα, πόση ενέργεια επενδύουμε προκειμένου να χτίσουμε κάτι που είναι στην τελική παράλογο και, φυσικά, αντι-καπιταλιστικό. Γιατί ποιος θα επένδυε τόσα χρήματα και τόσο κόπο σε κάτι που δεν αποφέρει κέρδος; Την ίδια στιγμή, αυτό ακριβώς αποδεικνύει την ομορφιά του ανθρώπου, το ότι επιδιώκει να δημιουργεί πράγματα που μοιάζουν παράλογα ή περιττά, αψηφώντας τη λογική της χρησιμότητας ή της ζήτησης. Τώρα που το συζητάμε, σκέφτομαι ότι έχουν εμφανιστεί παραστάσεις με κοινωνικό αντίκτυπο, όπως εκείνες του Μίλο Ράου. Ναι, σίγουρα το θέατρο είναι ουτοπικό, μια μορφή αντίστασης, ήδη από την πρώτη στιγμή που αρχίζεις να δουλεύεις και να χτίζεις μια ομάδα.
— Τι εννοείτε; Υπάρχει κάτι εγγενώς ουτοπικό στη μέθοδό σας;
Υπάρχει, αν το σκεφτείτε: αρχίζουμε χωρίς κείμενο, χωρίς να γνωρίζουμε τους χαρακτήρες, επιλέγουμε τους ηθοποιούς χωρίς να γνωρίζουμε ποιος θα υποδυθεί ποιον, τους συναντάμε –στη Respublika είχαμε εκατόν εξήντα αιτήσεις κι εγώ εξέτασα τους υποψηφίους προσωπικά έναν έναν– και μετά προσπαθούμε να βρούμε τον καλύτερο συνδυασμό. Για πέντε-έξι εβδομάδες εργαζόμαστε χωρίς κείμενο, διερευνούμε ζητήματα φόρμας και καλλιεργούμε την ενότητα της ομάδας· δεν ξέρω πώς να εργαστώ με ανθρώπους που δεν είναι απολύτως αφοσιωμένοι και δεν πιστεύουν σε αυτό που κάνουμε. Είναι ένας αγώνας, φυσικά, δεν συμφωνούμε πάντοτε εξαρχής. Μετά γράφουμε το κείμενο –διαδικασία που διαρκεί τρεις με τέσσερις μήνες— και, τέλος, στήνουμε την παράσταση.
— Αυτήν τη μέθοδο ακολουθείτε σε όλες τις δουλειές σας;
Ναι.
— Και το κείμενο πώς προκύπτει;
Στην αρχή δεν υπάρχει κείμενο. Έχουμε θέματα, έχουμε χαρακτήρες, έχουμε κάποιες ιδέες για την πιθανή έκβαση των πραγμάτων, αλλά όλα αυτά υφίστανται μεγάλη επεξεργασία μέχρις ότου ολοκληρωθούν. Δοκιμάζουμε το καθετί. Ακόμα κι όταν ζητάμε από τους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν, σπάνια το κάνουμε για να χρησιμοποιήσουμε αυτούσιο το κείμενο του αυτοσχεδιασμού τους, αλλά κυρίως επειδή μας βοηθά να φανταζόμαστε τα ενδεχόμενα, να βλέπουμε τις πιθανές συνδέσεις μεταξύ των ηθοποιών∙ έτσι υφαίνουμε σιγά σιγά την ιστορία.
— Έτσι προέκυψε και ο Rohtko; Δεν είχατε αποφασίσει από την αρχή ότι το σκάνδαλο με τους πλαστούς Ρόθκο θα τοποθετούνταν στο επίκεντρο της ιστορίας σας;
Το γνωρίζαμε, τρόπον τινά, αλλά στην πορεία, έναν μήνα προτού αρχίσουμε πρόβες, ανακαλύψαμε το σχετικό ντοκιμαντέρ στο Netflix (σ.σ. Made you look: Μια αληθινή ιστορία για πλαστά έργα τέχνης). Το μόνο που ξέραμε στα σίγουρα, όταν ξεκινήσαμε, ήταν ότι ήθελα να κάνω μια παράσταση για τον Ρόθκο, επειδή ήταν Λετονός και πάντα ψάχνουμε να βρίσκουμε ένα θέμα που να συνδέεται με τον τόπο όπου εργαζόμαστε. Κι επειδή είχα διαβάσει το βιβλίο του Byung-Chul Han (σ.σ. Κορεάτης συγγραφέας και καθηγητής Φιλοσοφίας) με τίτλο Shanzhai: Deconstruction in Chinese, ήξερα ότι ήθελα να συνδυάσω τη φιλοσοφία του Han –τον τρόπο που βλέπει τη σχέση πρωτότυπου και πλαστού– με την περίπτωση του Ρόθκο.
— Ποια είναι αυτή η σχέση; Ότι και το αντίγραφο έχει αξία;
Η δική μας αντίληψη, εδώ, στη Δύση, σχετικά με τον διαχωρισμό πρωτότυπου και πλαστού απλούστατα δεν υπάρχει στην Ανατολή, στην Ασία. Όταν ήμουν στην Κίνα –ως κινηματογραφιστής έκανα εκεί δύο έργα δουλεύοντας για κάποιον άλλο σκηνοθέτη– το βιβλίο του Han μου έσωσε τη ζωή, επειδή κατάλαβα ότι ο λαός αυτός βλέπει τον κόσμο εντελώς διαφορετικά από εμάς. Ακόμα και η λέξη «πρωτότυπο» στα κινεζικά σημαίνει «ίχνος σκέψης». Δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του πρωτότυπου, θεωρούν ότι υπάρχει μία ιδέα –περίπου όπως υπάρχουν οι ιδέες στον Πλάτωνα– κι εμείς την υλοποιούμε με διάφορους τρόπους. Κάθε φορά, μάλιστα, μπορούμε να τη βελτιώσουμε, να την κάνουμε καλύτερη. Και πολλές φορές στην ιστορία της κινεζικής τέχνης το «αντίγραφο» έχει θεωρηθεί ανώτερο του «πρωτότυπου». Δεν υπάρχει η ιδέα της αρχής και του τέλους αλλά η πίστη σε μια ατελείωτη διαδικασία που μπορεί ενίοτε να μπαίνει σε λούπα. Αν με ρωτήσετε σε ποιον οφείλουμε τη δική μας αντίληψη περί αυθεντικού και πρωτότυπου δεν θα έλεγα τον Πλάτωνα αλλά τον Ιησού. Η χριστιανική κουλτούρα είναι που μας κληροδότησε την πεποίθηση της αρχής και του τέλους, όπως και την αντίληψη του «πρωτότυπου» – δείτε όλα τα λείψανα, «αυτό είναι ένα αυθεντικό κομμάτι του Τίμιου Σταυρού». Στην Κίνα, αν επισκεφτείτε έναν ναό που είναι ρεπλίκα αρχαίου, και ρωτήσετε τους Κινέζους «αυτό είναι αντίγραφο;», δεν θα καταλάβουν τι εννοείτε∙ θα σας πουν «είναι ακριβώς όπως ήταν». Τους φαίνεται περίεργο, για παράδειγμα, που δεν ξαναχτίζουμε την Ακρόπολη. Στην Ιαπωνία έχουν έναν ναό που γκρεμίζεται κάθε είκοσι πέντε χρόνια και χτίζεται κάθε φορά από την αρχή. Έτσι θεωρούν ότι διατηρούν απαράλλαχτη την αρχική μορφή του.
— Και πώς εφαρμόζεται αυτό σε μια περίπτωση σύγχρονης τέχνης, όπως ο Ρόθκο;
Όταν κάτι καταστραφεί από το πέρασμα του χρόνου, τότε δεν έχει πια καμία σχέση με το πρωτότυπο. Αυτό συνδέεται και με τους πίνακες του Ρόθκο: γιατί τα χρώματα που χρησιμοποίησε εκείνος για να φτιάξει τους πίνακές του τώρα πια έχουν ξεθωριάσει. Kι αυτό που εμείς βλέπουμε δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ο Ρόθκο ζωγράφισε πριν από δεκαετίες. Πηγαίνουμε στο μουσείο και χαιρόμαστε που είδαμε τους αυθεντικούς Ρόθκο, αλλά τι πραγματικά εισπράξαμε; Όταν άρχισα να ασχολούμαι με το NFT (σ.σ. το «μη ανταλλάξιμο διακριτικό» αποδεικνύει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των άυλων πραγμάτων στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας), στο πλαίσιο της παράστασης, ο διαχωρισμός μεταξύ πρωτότυπου και αυθεντικού κατέρρευσε εντελώς ενώπιόν μου και τότε κατάλαβα ότι οι Κινέζοι, οι Ασιάτες γενικότερα, είναι πολύ περισσότερο προετοιμασμένοι για το μέλλον απ’ ό,τι εμείς. Ακόμα και στα είδη του εμπορίου, δεν τους ενδιαφέρει αν μια τσάντα Dior είναι «μαϊμού», τους ενδιαφέρει μόνον η ποιότητα του αντικειμένου.
— Δεν πιστεύετε στην αύρα του έργου τέχνης; Στο αποτύπωμα του νου που το δημιούργησε;
Ναι, πιστεύω, αλλά την ίδια στιγμή βλέπω τον παραλογισμό σε αυτό. Τον παραλογισμό τού να μένουμε προσκολλημένοι στην αύρα, παρόλο που το έργο που έχουμε ενώπιόν μας δεν έχει σχέση με το έργο που φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης. Τα έργα του Ρόθκο έχουν ξεθωριάσει φριχτά. Δεν υπάρχει πια το χρώμα που εκείνος χρησιμοποίησε.
— Θα θέλατε να σχολιάσετε την εκτενή χρήση της κάμερας στη δουλειά σας; Σκέφτεστε μελλοντικά να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο;
Η επιθυμία μου από την αρχή ήταν να ασχοληθώ με το θέατρο. Συνδέεται με την ιστορία του πατέρα μου, που ήταν πιλότος και εκπαιδευτής αλεξιπτωτισμού, αλλά στην ψυχή του ήταν ποιητής και θεατρόφιλος. Όταν ήμουν επτά ετών, η μητέρα μου τον πέταξε έξω από το σπίτι, αλλά πριν από αυτό με πήγαινε στο θέατρο – και για μένα αυτό ήταν πάντοτε το μέρος όπου συμβαίνει η μαγεία. Bλέπαμε κλασικά πράγματα, τον Βιολιστή στη στέγη κ.ο.κ., και, σε ηλικία δύο ή τριών ετών, είπα ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Οι συγγενείς μου ήταν θρησκευόμενοι, οπότε κι εγώ σκηνοθετούσα τη Θεία Λειτουργία στο σπίτι. Όλοι χαίρονταν που υπήρχε ένας γεννημένος ιερέας στην οικογένεια! (γέλια). Όταν έγινα πέντε ετών και με ρώτησαν αν θα γίνω ιερέας τούς είπα «όχι, φυσικά, θα γίνω ηθοποιός». Έκτοτε υπάρχει μέσα μου αυτή η σύνδεση μεταξύ θεάτρου, μαγείας, θρησκείας και μυστικιστικής εμπειρίας. Στα δώδεκα άρχισα να μελετώ βίντεο με τη δουλειά του Ταντέους Κάντορ και τότε αντιλήφθηκα ότι, εκτός από τον ηθοποιό, υπάρχει και ο σκηνοθέτης. Και αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης. Στην πόλη όπου γεννήθηκα, το Βρότσλαβ, διαθέτουμε ένα κέντρο πολυμεσικής τέχνης, όπου πήγαινα ως έφηβος και παρακολουθούσα video art και multimedia art, οτιδήποτε συνδεόταν με την τεχνολογία. Έκτοτε συνειδητοποίησα ότι ήθελα να συνδυάσω πολλές μορφές τέχνης. Αγαπώ το σινεμά, αλλά προτιμώ αυτή την υβριδική φόρμα που δημιουργούμε με τους συνεργάτες μου, κάτι που δεν είναι ούτε σινεμά ούτε θέατρο αλλά μια συνέργεια, η οποία οδηγεί σ’ ένα αποτέλεσμα που δεν εξασφαλίζεται ούτε μόνο με το ένα μέσο ούτε μόνο με το άλλο. Γι’ αυτό δεν σκέφτομαι να γυρίσω μια κινηματογραφική ταινία, τη βρίσκω «φτωχή» σε σχέση με τη ζωντανή περφόρμανς. Η κινηματογραφική οθόνη σε αυτήν τη «ζωντανή» εμπειρία βοηθά τον θεατή να ταξιδεύει, χαρίζει την υπόσχεση ενός μη πεπερασμένου κόσμου, σε αντίθεση με τη θεατρική σκηνή που αφορά το εδώ και το τώρα. Είμαστε τόσο εξοικειωμένοι με τις οθόνες στη ζωή μας, ώστε νιώθω πως έτσι μπορώ να χτίσω ένα άλλο είδος σχέσης με τον θεατή, νιώθω πιο ελεύθερος να πειραματιστώ με τη δραματουργία των συναισθημάτων.
Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.