Ένα μαύρο τετράγωνο. Που «σπάει» αθόρυβα σε τέσσερα μέρη, σχηματίζοντας έναν τεράστιο σταυρό από φως. Στη βάση του, ένα μικροσκοπικό μπονζάι. Στην καρδιά του, κάτι κινείται: δύο άνδρες ξαπλωμένοι ανάσκελα, τα κεφάλια τους ενωμένα στην κορυφή.
Αν και είναι εγκλωβισμένοι σε μια στενή οριζόντια λωρίδα, το κέφι τους μοιάζει αμείωτο. Μιλάνε, γελάνε δυνατά, τρίβουν τα μάγουλά τους, μπλέκουν τα χέρια τους. Κάποιες στιγμές μοιάζουν να ενώνονται, να γίνονται ένα δικέφαλο, θορυβώδες πλάσμα με τέσσερα πόδια.
Από την πρώτη στιγμή αισθανόμαστε ότι σε τούτη την παράσταση υπάρχει μια ριζική μετατόπιση. Κανένα από τα κλασικά χαρακτηριστικά των αναπαραστάσεων του «Γκοντό» δεν θα συναντήσουμε εδώ. Όχι μόνον έχει εξαφανιστεί το δέντρο και ο εξοχικός δρόμος (αειθαλή σήματα-κατατεθέντα του μπεκετικού τοπίου), αλλά έχει αναιρεθεί και η όρθια στάση των δύο ηρώων, του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν. Στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί ο σταυρός, το μαχαίρι, τα άρβυλα, το κόκκινο γυναικείο γοβάκι, το ματωμένο ύφασμα: όλα τα αγαπημένα αντικείμενα της τερζοπουλικής αισθητικής συναντιούνται εδώ εκ νέου, διαποτίζοντας το μπεκετικό σύμπαν με τους εννοιολογικούς κώδικες του κορυφαίου Έλληνα δημιουργού.
Οι πλάνητες του Μπέκετ συνομιλούν, φιλοσοφούν, λένε ωραία πραγματα. Για τη ζωή, για τον άνθρωπο, για τη φύση, για την τέχνη. Το τρέξιμο δεν είναι δημιουργία. Είναι αναζήτηση της ευτυχίας, είναι μανία καταδίωξης, μανία φυγής.
Ο Τερζόπουλος εφευρίσκει τη συνθήκη από την αρχή. Ξαναστήνει το έργο –το κομβικότερο του εικοστού αιώνα– με τρόπο ρηξικέλευθο, μετατρέποντας την οικεία, χιλιοϊδωμένη έρημη χώρα του «Γκοντό» σε έναν σκοτεινό, υπαρξιακό κύβο του Ρούμπικ που απειλεί ανά πάσα στιγμή να καταπιεί όποιον βρεθεί στο διάβα των περιστροφόμενων κομματιών του. Ποιος είπε ότι η αναμονή είναι κάτι βαρετό; «Περιμένοντας ανοίγει ο χώρος και ο χρόνος», μου εξηγεί ο σκηνοθέτης όταν τον συναντώ στην Αθήνα, για να μιλήσουμε για την «ιταλική παράσταση» (έτσι την αποκαλεί), που είχα κι εγώ την τύχη να παρακολουθήσω προ μηνός στο ξακουστό Piccolo Teatro, στο Μιλάνο (και που τώρα συνεχίζει τη θριαμβευτική περιοδεία της σε άλλες ιταλικές πόλεις, προτού παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, τον Μάιο).
Και τι συμβαίνει όταν ανοίγει ο χώρος και ο χρόνος; «Εκεί έρχονται φαντάσματα», συνεχίζει. «Επιστρέφουν οι νεκροί. Οι προσωποποιήσεις των επιθυμιών. Επιστρέφουν σ’ αυτό το κενό, σ’ αυτήν τη σιωπή. Η Λερναία Ύδρα, οι παραισθήσεις και τα παροράματα...». Μιλάει σιγά, πολύ σιγά, εξασθενημένος από μια περιπέτεια υγείας που τον ταλαιπώρησε πρόσφατα, αλλά καθόλου δεν επηρέασε τη συναρπαστική ροή της σκέψης του. Ο χαμηλός, σχεδόν ψιθυριστός τόνος της φωνής του μοιάζει να βγαίνει από ένα πολύ βαθύ σημείο του σώματός του, από μια καταπακτή, όπως εκείνη από την οποία αναδύεται το κεφάλι του Λάκι στην παράσταση για να ερμηνεύσει τον πυρετώδη, αφρισμένο μονόλογό του.
Ο νεαρός ηθοποιός έχει αίματα στο μέτωπο και σείεται ολόκορμα, σε κατάσταση ακατάσχετου τρόμου. Από μια κάθετη σχισμή πίσω του εισβάλλει ο Πότζο, άγριος, επιβλητικός, κραδαίνοντας δύο μαχαίρια. Τοποθετεί στο νεαρό κεφάλι ένα πολεμικό κράνος. Το ουρλιαχτό μιας σειρήνας, ήχοι από πολυβόλα και αεροπλάνα ηλεκτρίζουν την ατμόσφαιρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, κι εδώ ο Τερζόπουλος αποκλίνει από τον «κανόνα», αψηφώντας δυναμικά την μπεκετική επιταγή για ένα «σβησμένο», ασαφές κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο: οι κραυγές του πολέμου διαπερνούν το κλειστό σύμπαν του «Γκοντό», θυμίζοντας στον θεατή τις σφαγές αμάχων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή.
Όταν τον ρωτάω σχετικά με αυτή την επιλογή, να καταργήσει δηλαδή τη χωροχρονική αβεβαιότητα, το no man’s land του Μπέκετ, μου απαντά: «No man’s land μπορεί να είναι ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου οι άνθρωποι περιμένουνε... No man’s land μπορεί να είναι μια πλατεία γεμάτη με αφασικό κόσμο... No man’s land μπορεί να είναι ένας μεγάλος χώρος αναμονής στο αεροδρόμιο... Όλα αυτά είναι άδειοι χώροι. Το θέμα του μακρινού ορίζοντα, του άδειου τοπίου το είδαμε εκατό φορές. Ας δούμε και το άδειο στο γεμάτο».
Πόσο γεμάτο, πράγματι! Ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της σκηνοθεσίας είναι ότι χαρτογραφεί μαγευτικά τους γκρεμούς και τις χαράδρες στις οποίες βουλιάζει απρόσμενα το Είναι ενώ συνομιλεί με τον εαυτό του και τον κόσμο, προσπαθώντας ν’ αναρριχηθεί προς την επιφάνεια, να γαντζωθεί από κάπου, από κάποιον, από μια ιδέα, από μια ελπίδα, από μια φράση. Επισημαίνω στον σκηνοθέτη ότι δεν έχω ξαναδεί παράσταση του «Γκοντό» όπου οι δύο κεντρικοί ήρωες να αγγίζονται τόσο πολύ, με τόση απρόσμενη τρυφερότητα. «Είναι σαν να βρίσκουν τον Γκοντό ο ένας στον άλλον. Ψήγματα του Γκοντό... Δούλεψα πολύ την αφή, την επαφή, τα χέρια... χορεύουνε, κοιτιούνται, σχεδόν σαν ερωτευμένοι», σχολιάζει χαμογελώντας.
Ποτέ η διαδικασία της αναμονής δεν υπήρξε τόσο περιπετειώδης – γιατί μέσα στη φαινομενική ακινησία υπάρχει μια ακατάπαυστη αναταραχή, μια διαρκής αναψηλάφηση του χώρου, μια διαρκής ανασύνταξη των υλικών και άυλων δομικών στοιχείων. Το ανθρώπινο σώμα διαθέτει απροσμέτρητο βάθος: ποτέ δεν γνωρίζουμε ποιες διεργασίες εκτυλίσσονται μέσα του, πόσο γρήγορα τρέχει το αίμα στις φλέβες μας, ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε ποιες δίοδοι ασφυκτιούν, ποιες ζωτικές λειτουργίες διενεργούνται επιτυχώς ή παρακωλύονται και με ποια κατάληξη. Στην παράσταση το απρόβλεπτο και το αυθαίρετο ενσαρκώνονται ανά πάσα στιγμή: το ερεβώδες μαύρο τετράγωνο ανοιγοκλείνει κατά βούληση αποκαλύπτοντας διαρκώς νέα σχήματα, νέες συντεταγμένες, νέες διαρρυθμίσεις, νέους κινδύνους, κρυφά πηγάδια και άγνωστες ατραπούς. Δύο άνθρωποι συνομιλούν και οι φωνές τους ξυπνούν τα φαντάσματα, η αγωνία τους αλλοιώνει την πυκνότητα του αέρα, η ενέργεια που εκλύουν διαπερνά τον φλοιό της γης και κάνει τις τεκτονικές πλάκες να ραγίζουν. Ο Τερζόπουλος μετατρέπει την αυστηρή γεωμετρικότητα του χώρου σε δύναμη απελευθέρωσης της επιθυμίας: όσο πιο περιορισμένη, όσο πιο καταπιεσμένη, τόσο πιο ξέφρενη εκτινάσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις, αθεράπευτα δονούμενη από τη λαχτάρα για ζωή.
«Ο εσωτερικός χρόνος είναι ιλιγγιώδης. Είναι ατρακτοειδής. Μέσα από αυτή την ατρακτοειδή κίνηση, το “πάνω” γίνεται “κάτω” και το “κάτω” γίνεται “πάνω”. Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν το “πάνω” γίνεται “κάτω”; Αυτή είναι μια σειρά αμφισβητήσεων, αναιρέσεων και άρσεων που επιχειρώ στην παράσταση», μου εξηγεί.
Ακόμη και η έννοια της αναμονής παίρνει εδώ άλλη διάσταση: για τον Τερζόπουλο είναι κάτι θετικό, όπως μου επισημαίνει. Τον κοιτάζω με έκπληξη: συνήθως την αντιλαμβανόμαστε ως κάτι αρνητικό, ως κάτι που μας καθηλώνει ανήμπορους σε ένα σημείο, αντιτείνω. «Όχι. Γιατί περιμένοντας οξύνεις την κριτική ικανότητά σου. Αναρωτιέσαι, συζητάς, σκέφτεσαι. Ενώ, όταν τρέχεις πίσω από κάτι για να το αρπάξεις, δεν σου μένουν περιθώρια σκέψης. Οι πλάνητες του Μπέκετ συνομιλούν, φιλοσοφούν, λένε ωραία πραγματα. Για τη ζωή, για τον άνθρωπο, για τη φύση, για την τέχνη. Το τρέξιμο δεν είναι δημιουργία. Είναι αναζήτηση της ευτυχίας, είναι μανία καταδίωξης, μανία φυγής. Οι πρόγονοί τους βρίσκονται στην αρχαία Αγορά. Εκεί όπου οι άνθρωποι φιλοσοφούσαν και μιλούσαν για τα άστρα και περίμεναν... Σκεπτόμενοι».
Πράγματι, οι δύο Ιταλοί ηθοποιοί –ο Enzo Vetrano και ο Stefano Randisi, βετεράνοι λαϊκοί καλλιτέχνες με μεγάλη εμπειρία στην κωμωδία, που όμως είναι ταυτόχρονα και διανοούμενοι, όπως τους χαρακτηρίζει– εκπέμπουν αβίαστα αυτή την αίσθηση σχεδόν ευφορικής περιέργειας για τα πράγματα. Είναι ακόμα ζωντανοί, δεν έχουν γίνει έρμαια μιας αδυσώπητης λούπας, αντιστέκονται. Όσο κι αν αναλογίζονται την αυτοκτονία ή τον αποχωρισμό, ξέρουμε ότι δεν θα τα πράξουν ποτέ. Κι ας καταλαμβάνονται φευγαλέα από απροσμέτρητη υπαρξιακή οδύνη... Στο δεύτερο μέρος της παράστασης, τους βλέπουμε προς στιγμήν να περιδινούνται στην πλέον ανεξερεύνητη περιοχή των απωθημένων αισθήσεων, αναμνήσεων και τραυμάτων, «την περιοχή του ζωώδους και του θείου, εκεί όπου γεννιούνται η τρέλα και το όνειρο, το παραλήρημα και ο εφιάλτης». Αρχίζουν να ξύνονται, να τινάζονται, να επιδίδονται σε σπασμούς, να οδηγούνται σε έναν ολοένα κορυφούμενο παροξυσμό, φέρνοντας στον νου δύο έγκλειστους σε ψυχιατρείο. Η διαβρωτική, βίαιη παρουσία του Πότζο έχει επιδράσει καταλυτικά επάνω τους: ο τυραννικός Πότζο είναι ο άνθρωπος που δεν σκέπτεται, που έχει όλες τις απαντήσεις έτοιμες, στυγνός υπηρέτης της καθεστηκυίας τάξης, «αυτοκαταστροφικός, σχεδόν αυτοκτονικός, αενάως αυτοτιμωρούμενος. Δεν ικανοποιείται ποτέ», λέει ο σκηνοθέτης.
«Τι είναι αυτό που μονίμως περιμένουμε; Τι είναι αυτό το ανικανοποίητο που έχει ο άνθρωπος; Είναι οντολογικής φύσεως;», τον ρωτάω. «Ο παππούς μου δεν το είχε. Ούτε ο πατέρας μου. Εγώ το είχα. Ήμουν ανικανοποίητος...». «Ναι, αλλά αυτό σας πήγε πολύ μακριά...», του απαντώ. «Κι όμως: έχασα πολλά από τη ζωή. Πάρα πολλά...». Δεν τολμώ να ζητήσω διευκρινίσεις. Μπορώ μόνο να φανταστώ πόσες θυσίες, πόσα αδιέξοδα, πόσες νύχτες μοναξιάς και απόγνωσης πέρασε κατά τη διάρκεια αυτής της τόσο θαυμαστής αλλά και σίγουρα τόσο επώδυνης διαδρομής του από τον Μακρύγιαλο Πιερίας μέχρι τις κορυφές του παγκόσμιου θεατρικού στερεώματος.
«Πάντα κάτι λείπει. Δεν ξέρουμε ποιο είναι αυτό. Περιμένουμε τον Γκοντό...», επανέρχεται. «Γι’ αυτό πρέπει να ησυχάσουμε. Βλέπεις ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν; Βλέπεις πόσο ήσυχοι είναι; Αγαπιούνται, χαϊδεύονται, ησυχάζουν. Ο ήλιος ειναι νέος κάθε μέρα, λέει ο Ηράκλειτος». Μοιάζει γαλήνιος. Σταματώ τις ερωτήσεις. Ξέρω πως τον κούρασα κι ας μην το παραδέχεται μες στην ευγένειά του. Εξάλλου σε λίγο πρέπει να κατέβει κάτω, στις πρόβες της «Ορέστειας». Με διαβεβαιώνει πως, παρ' όλη την εύθραστη κατάσταση της υγείας του, παραμένει αισιόδοξος. Αισθάνομαι πως λέει την αλήθεια και πως η φλόγα θα καίει για πολύ ακόμη. Ένα αίσθημα ανυπομονησίας με καταλαμβάνει: να ξαναδώ τον «Γκοντό» του, να τον ξανασυναντήσω...