Γεννήθηκα το 1947 στο πατρικό μου ‒τότε τα παιδιά γεννιούνταν στα σπίτια‒, στη Λάρισα, στο κέντρο της πόλης. Είμαι παιδί του Εμφυλίου. Μεγάλωσα σε μια αστική οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν μηχανικός, από τη Ραψάνη, η μητέρα μου από την Άνδρο. Αγαπώ τα βουνά, τον κάμπο, αλλά λατρεύω τις Κυκλάδες, νομίζω πως είναι το ωραιότερο μέρος στη γη, δεν υπάρχει αυτό το φως πουθενά. Τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικία τα πέρασα εκεί, το ίδιο και τα παιδιά μου, πηγαίνουμε ακόμα τα καλοκαίρια στο Μπατσί.
• Είχα την ατυχία να χάσω τον πατέρα μου σε ηλικία οκτώ ετών και στη συνέχεια οι συνθήκες ήταν δύσκολες οικονομικά. Η μητέρα μου ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα, λεβέντισσα. Ήταν μόνο σαράντα δύο ετών τότε και ανέλαβε όλο το βάρος της οικογένειας, να αναθρέψει και να μεγαλώσει την αδελφή μου, που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη, κι εμένα. Τότε η Λάρισα δεν ήταν μεγάλη πόλη, όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας, οι πόρτες ήταν ανοιχτές, οι γειτόνισσες έξω στα πεζοδρόμια. Έχω ακόμα στη μνήμη μου τη μυρωδιά του τηγανητού κεφτέ και του βρεγμένου χώματος όταν κάθε απόγευμα πέρναγε η καταβρεχτήρα του δήμου. Παίζαμε ασταμάτητα στις αλάνες, στον δρόμο και στις όχθες του Πηνειού. Ήταν χρόνια ανέμελα, ξένοιαστα γιατί δεν καταλαβαίναμε την οικονομική δυσπραγία, ήμασταν ευτυχισμένοι με τα λίγα. Ήμουν αγοροκόριτσο μέχρι την εφηβεία, μόνο το παιχνίδι με ενδιέφερε.
Χάρη στο Θεσσαλικό και αργότερα τα ΔΗΠΕΘΕ δημιουργήθηκαν αίθουσες στην επαρχία, γιατί στην αρχή δεν υπήρχαν, παίζαμε σαν μπουλούκι, σε ερειπωμένες αποθήκες, τα κάναμε όλα μόνοι μας – δύσκολες συνθήκες.
• Στα δεκατέσσερα ερωτεύτηκα έναν φοιτητή, ένα παιδί από τη Λάρισα που είχε μπει στο Πολυτεχνείο. Ήταν πολύ έξυπνος κι εμένα με γοήτευε η εξυπνάδα, πάντα αυτό κοίταζα στους ανθρώπους. Ήταν ένας πλατωνικός έρωτας, στα δεκάξι τα φτιάξαμε, δηλαδή περπατήσαμε στο ανάχωμα του ποταμού χέρι-χέρι. Για φιλιά ούτε λόγος. Ο Βασίλης ήταν από αριστερή οικογένεια, η δική μου οικογένεια ήταν δεξιά ‒ κι εκείνος ήταν ενταγμένος στη νεολαία Λαμπράκη. Έτσι μπήκα σε αυτή την ιστορία, από τα μαθητικά μου χρόνια έγινα Λαμπράκισσα. Τότε, για να πάμε σχολείο, διασχίζαμε την κεντρική πλατεία και στο περίπτερο διαβάζαμε τους τίτλους των εφημερίδων. Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα που έγραφαν «Δολοφόνησαν τον Λαμπράκη για την υπόθεση της ειρήνης». Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση, προκάλεσε την πρώτη μου ανησυχία με την πολιτική, η αίσθηση της αδικίας, ότι δεν πάει κάτι σωστά. Οργανώθηκα στα δεκάξι μου στη νεολαία Λαμπράκη και εκεί γνώρισα τον Μίκη που έδωσε στους νέους τότε το όραμα για μια καλύτερη κοινωνία μέσα από τον πολιτισμό, τη σύνδεση των κοινωνικών αιτημάτων με την τέχνη. Πηγαίναμε στα χωριά, σε μέρη που είχαν δεινοπαθήσει από τις συνέπειες του Εμφυλίου και το ρήμαγμα της χώρας ‒σκεφτείτε, μέχρι το 1964 υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι‒ και φτιάχναμε λέσχες ανάγνωσης, παίζαμε μουσική, πρωτάκουστα πράγματα. Έτσι για μένα, πάντα, η πολιτική ήταν συνδεδεμένη με την τέχνη.
• Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ την ποίηση. Έχω λίγες εικόνες απ’ αυτόν, να με κρατάει στα γόνατά του και να μου διαβάζει Παλαμά, Σικελιανό ‒ ήταν μορφωμένος άνθρωπος, είχαμε βιβλιοθήκη καλή στο σπίτι. Εμένα με έβαζαν να λέω τα ποιήματα στο σχολείο κι αυτό μου άρεσε. Δεν ήταν ότι ανέβαινα στο πεζούλι και ήμουν λίγο πιο ψηλά, αλλά αισθανόμουν ότι με αυτόν τον τρόπο είχα επαφή με τους άλλους. Με μάγεψε αυτό το συναίσθημα και από μικρή αποφάσισα ότι αυτό ήθελα να κάνω, να γίνω ηθοποιός. Ήθελα να μπω σε δραματική σχολή, η μητέρα μου ήθελε να έχω και κάτι άλλο στα χέρια μου και επειδή ήμουν πολύ καλή μαθήτρια έδωσα στη Νομική Αθηνών. Μπήκα από τους πρώτους, κάτι που δεν ήταν εύκολο για τα παιδιά της επαρχίας τότε, ήταν δύσκολη σχολή.
• Συγχρόνως, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη σχολή του Κουν, που τον θαύμαζα. Εγώ, όμως, είχα μια ελευθερία, αγόρια - κορίτσια ήμασταν ένα στη Λάρισα, αισθανόμουν ίση με τα αγόρια και αυτό δεν υπήρχε εκεί. Δεν με σήκωσε το κλίμα, έφυγα σε έναν χρόνο και πήγα στο Εθνικό, όπου βρήκα την υγειά μου. Περάσαμε υπέροχα χρόνια σε μια καταπληκτική τάξη με Αρζόγλου, Μπαλανίκα, Τριφύλλη, Στασινοπούλου, Σκυλοδήμο, Χατζησάββα, Απέργη. Όλοι όσοι αποφοιτήσαμε γίναμε κάτι στο θέατρο. Ήμασταν σαν αδέρφια, αυτές οι σχέσεις και οι φιλίες κρατάνε για πάντα.
• Έμενα πάντα στα Εξάρχεια, ήταν φοιτητογειτονιά. Καλλιδρομίου και Μπενάκη ζούσα όταν έγινε η δικτατορία και ήρθαν να με συλλάβουν. Κρύφτηκα ένα μεγάλο διάστημα, σταμάτησα τις σπουδές στη Νομική, δεν μπορούσα να παρακολουθώ μαθήματα, αλλά πήγαινα στο Εθνικό, με προστάτευαν οι καθηγητές μου. Όταν τελειώσαμε το 1969 άρχισα να δουλεύω, όπως και όλη η τάξη μου, με καλούς ρόλους, μεγάλους. Ο Ζώρας Τσάπελης με σύστησε στον Φίνο και άρχισα να κάνω και σινεμά. Πρώτη ταινία ήταν το Ορατότης Μηδέν με τον Κούρκουλο, ήμουν η αρραβωνιαστικιά του.
• Τότε ο Αλέξης Δαμιανός επρόκειτο να κάνει την τρομερή Ευδοκία και με φώναξε, κάναμε πρόβες για πέντε-έξι μήνες, αλλά μετά πήγε στο Λονδίνο και γνώρισε τη Μαρία Βασιλείου και πήρε εκείνη για τον ρόλο. Παρόλο που τότε στενοχωρήθηκα πολύ, είχε δίκιο, εγώ δεν είχα αυτό το ενστικτώδες, το χθόνιο, η Μαρία ήταν εξαιρετική, ιδανική. Την ίδια εποχή ο Βούλγαρης είδε μια φωτογραφία μου και με κάλεσε για το Προξενιό της Άννας, καλοκαίρι του 1972. Παίχτηκε πρόσφατα στην Ταινιοθήκη και μου είπε ο Παντελής: «Πώς το έκανες, Άννα, αυτό; Ήσουν πολύ μικρή, μόνο είκοσι εφτά χρονών. Τι κουβάλησες;». Ίσως κουβάλησα τον πόνο των κοριτσιών που έβλεπα στη Λάρισα, αυτές είναι οι καταβολές, τα βιώματά μου, είχα ξαδέλφες μετανάστριες, έβλεπα άλλες που έφταναν στην Αθήνα να δουλέψουν υπηρέτριες στα σπίτια. Γι’ αυτό και στη συνέχεια οι μεγάλες μου θεατρικές επιτυχίες είχαν να κάνουν με απλές γυναίκες του λαού, τη Λενάκη στον Γάμο, την Αγγέλα Παπάζογλου. Είμαι πιο κοντά σε αυτές τις γυναίκες ως ηθοποιός, είναι μέσα μου, τις νιώθω, τις πονάω. Όταν πήγε η ταινία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ο Παντελής φορούσε ένα δανεικό κοστούμι από τον Λουκιανό κι εγώ είχα πάρει μια τουαλέτα από την Κατιάνα που δούλευε τότε με τον Γιώργο Μαρίνο και είχε ωραία βραδινά ρούχα. Γελάμε ακόμα, λέμε «πήραμε πέντε βραβεία με δανεικά ρούχα», μου άρεσε όμως αυτή η επισημότητα. Δεν ήταν το χάλι των Όσκαρ, που συζητάμε μόνο τι φόρεσαν, τότε οι άνθρωποι φορούσαν τα καλά τους για να τιμήσουν την περίσταση.
• Με τον Λουκιανό γνωριστήκαμε το 1972, έκανα γυρίσματα για το Προξενιό της Άννας, εκείνος ήταν στο ξεκίνημα, επρόκειτο να κυκλοφορήσει η «Κόκκινη Κλωστή» του Γκάτσου με τον Μητσιά και τη Γαλάνη και την επόμενη χρονιά τα «Μικροαστικά». Δεν υπήρχε περίπτωση να βγουν βέβαια, ήταν χούντα. Ήταν ένας άγγελος ο Λουκιανός, το έχω πει πολλές φορές, δεν μπορούσες να μην τον ερωτευτείς. Έτσι ξεκίνησε αυτή η σχέση που κράτησε, και κρατάει ακόμα. Υπάρχει ένα τραγούδι του Λουκιανού που λέει «έγινε η ζωή μας δυο κομμάτια», αυτό έγινε όταν έφυγε και ζω με τη μισή ζωή. Όμως υπάρχει συνέχεια εδώ, και είναι μεγάλη υπόθεση, η συνέχεια της οικογένειας, δυο κορίτσια καταπληκτικά, τρία εγγόνια, η μνήμη είναι ζωντανή, υπάρχει η ατέλειωτη αγάπη του κόσμου. Τώρα κυκλοφόρησε το διπλό CD «Σ’ ευχαριστώ, Λουκιανέ» με τα τραγούδια του που τα λένε οι καλύτεροι της νέας γενιάς. Έτσι περνάνε στους επόμενους, η παρουσία του δεν σβήνει.
• Ο Λουκιανός ήταν πάντα πρωτοπόρος, σε όλα. Τα «Μικροαστικά» βγήκαν μετά τη χούντα, σε κόκκινο βινύλιο κι εμείς κολλούσαμε αυτοκόλλητα σε τηλεφωνικούς θαλάμους για να τα διαφημίσουμε. Ήμασταν πολύ ερωτευμένοι, αλλά εγώ αποφάσισα να γυρίσω στη Λάρισα, να δημιουργήσω ένα θέατρο για τον πολύ κόσμο, το είχα στο μυαλό μου από πολύ νέα. Ήταν δύσκολος αποχωρισμός, αλλά ο Λουκιανός έλεγε πάντα, μέχρι το τέλος, «προχώρα, Αννάκι». Υπήρχε συντροφικότητα, ήταν πάντα ο ένας δίπλα στον άλλον και, όταν χρειαζόταν, ο ένας λίγο πιο πίσω από τον άλλο, γι’ αυτό κράτησε η σχέση μας όλα αυτά τα χρόνια. Όταν πήγα στη Λάρισα, ο Λουκιανός έκανε μουσική για διαφημιστικά, αυτά στήριξαν και τη δική του οικογένεια, μάνα και αδελφό, κι εμένα, όπως και την οικογένειά μου στη Λάρισα.
• Η υπέροχη ιστορία του Θεσσαλικού Θεάτρου ξεκίνησε το 1975 με Τσιάνο, Λουκιανό, Χρονόπουλο, Ζιάκα, Αλεξανδράκη, Μεντή, Ζωγράφο, Χαραλάμπους. Το ιδρυτικό καταστατικό το είχαν υπογράψει ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις και ο Ελύτης, που τους βλέπαμε κάθε μεσημέρι στου Φλόκα. Ξεκινήσαμε με την Αυλή των Θαυμάτων και άρχισε αυτή η ιστορία που σηματοδότησε και την πολιτιστική αποκέντρωση. Δώσαμε στον κόσμο να καταλάβει ότι η τέχνη είναι ένας δρόμος για να πολεμάς και τον φόβο. Το Θεσσαλικό ήταν η «μάνα» των ΔΗΠΕΘΕ και αργότερα ο Γεννηματάς και η Μελίνα, αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι, μας ζήτησαν το μοντέλο για να γίνουν τα περιφερειακά θέατρα. Χάρη στο Θεσσαλικό και αργότερα τα ΔΗΠΕΘΕ δημιουργήθηκαν αίθουσες στην επαρχία, γιατί στην αρχή δεν υπήρχαν, παίζαμε σαν μπουλούκι, σε ερειπωμένες αποθήκες, τα κάναμε όλα μόνοι μας ‒ δύσκολες συνθήκες. Κάναμε ελληνικά έργα και τρεις επιθεωρήσεις που παίξαμε και στην Αθήνα και έκαναν πάταγο: το Της Λαρίσης το ποτάμι, το Κάτι τρέχει στα γύφτικα και το Χαιρέτα μου τον πλάτανο. Και μόνο αυτό να είχα κάνει στη ζωή μου, και τα παιδιά μου, θα έφτανε.
• Το 1977 παντρευτήκαμε με τον Λουκιανό, κάναμε τη Γιασεμί και τη Μαρία. Για τις κόρες μου είμαι πολύ περήφανη, η συμπεριφορά τους, ο καλός τους χαρακτήρας, είναι το μεγαλύτερο παράσημο, μεγάλωσαν με σεβασμό και αγάπη.
• Όταν γέννησα τη Μαρία, έπρεπε να κάνω ένα βήμα πίσω. Έκλεινε ο κύκλος με το Θεσσαλικό, ανέλαβε ο Τσιάνος το 1983 και άρχισα να δουλεύω με τον Λουκιανό ‒ εγώ στην οργάνωση. Κάναμε το πάρτι στη Βουλιαγμένη και για πολλά χρόνια ασχολήθηκα με τις συναυλίες και τις περιοδείες. Δεν υπήρχαν τότε καλλιτεχνικά γραφεία, τα κάναμε μόνοι μας όλα, ήταν πολύ πυκνά χρόνια.
• Το 1985 κάναμε το Τέξας στην πλατεία Μαβίλη, το πρώτο ροκ εν ρολ μπαρ. Τότε η Μαβίλη δεν ήταν της μόδας, μόνο ο Λώρας υπήρχε και ο Μικές. Έγινε πάταγος, έκλεινε από τον κόσμο η Δορυλαίου. Ήταν το πρώτο μπαρ που έφερε και έκανε ξανά μόδα τα ’50s και πολλές φορές κατηγόρησαν τον Λουκιανό σαν αμερικανόπληκτο, αλλά αυτά τα ακούσματα είχε, όπως όλη η γενιά του, που ήταν τρομερά εντυπωσιασμένη από τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Έφτανε με την Ντόλι, ένα ανοιχτό άσπρο αυτοκίνητο, και γινόταν πανικός. Κι έτσι συνεχίσαμε, ήρθαν οι περίφημες συναυλίες στοn Λυκαβηττό, μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική και όταν επιστρέψαμε ψάχναμε να βρούμε χώρο να αποθηκεύσουμε τα σκηνικά. Έτσι βρέθηκα εδώ που είμαστε τώρα, στο θέατρο Μεταξουργείο, ψάχνοντας χώρο σε μια γειτονιά που μου άρεσε από τότε που φοιτούσα στο Εθνικό. Ήταν μια παλιά αποθήκη, ερείπιο, με ένα αυτοκίνητο μέσα και τόνους σαπισμένου χαρτιού ‒ ήταν φακελοποιία που είχε κλείσει. Μαγεύτηκα από τους φεγγίτες στην οροφή και είπα «κάτι να κάνουμε». Βέβαια, δεν είχαμε χρήματα, ζούσαμε καλά, πληρώναμε στους συνεργάτες μας, αλλά δεν αποταμιεύαμε. Με δάνεια το φτιάξαμε και το ξεχρεώσαμε με τη δουλειά μας ‒ είμαι υπερήφανη. Τότε το Μεταξουργείο, τέλη της δεκαετίας του ’90, ήταν έρημο, με παραβατικότητα μεγάλη και δώσαμε μεγάλες μάχες για τη γειτονιά. Πουλήσαμε το σπίτι μας στο Ψυχικό και αγοράσαμε ένα δίπλα στο θέατρο. Μιλάμε για τρέλα, ποιος άφηνε το Ψυχικό για να έρθει στο Μεταξουργείο; Αλλά έχει μεγάλη αξία η ποιότητα ζωής που είχαμε, συγκεντρωθήκαμε σε ένα μέρος, οικογένεια και δουλειά. Πλέον δεν αλλάζω με τίποτα το Μεταξουργείο.
• Το 1999 άρχισε να λειτουργεί το θέατρο και στο πατάρι έκανε τα μουσικά του προγράμματα ο Λουκιανός, μόλις τέλειωνε η παράσταση. Ξεκινήσαμε με τα Μικροαστικά, και πιο μεγάλη επιτυχία είναι η Αγγέλα Παπάζογλου, μια παραγγελία για τον δήμο Κοκκινιάς, για το μπλόκο, που ετοίμασα τότε για να παιχτεί δυο φορές. Είναι μια παράσταση που με έχει σημαδέψει, παίζεται επί είκοσι τρία χρόνια και έφερε στο προσκήνιο μια γυναίκα με τις μνήμες της Μικρασίας σε μια εποχή που δεν γινόταν καμιά συζήτηση γι’ αυτές τις ρίζες και αυτή την εποχή. Όταν μου έφερε ο Λάμπρος Λιάβας το κείμενο που είχε γράψει ο Γιώργος Παπάζογλου συγκλονίστηκα. Έβαζα τα κλάματα και δεν μπορούσα να μάθω τα λόγια.
• Το θέατρο εδώ έκανε επιτυχίες, δεν πήραμε ποτέ μεγάλες επιχορηγήσεις, αλλά δεν πειράζει, δεν έχω παράπονο. Όπως όλα τα μικρά θέατρα, αν μας ενδιαφέρει να υπάρχουν, θέλει στήριξη, τα λειτουργικά τρέχουν, είτε υπάρχει παράσταση είτε όχι κι εμείς εδώ το λειτουργούμε με τους ίδιους ανθρώπους. Έχουμε βεστιάριο, αποθήκες, κατασκευάζουμε τα σκηνικά και δεν πρόκειται να αλλάξουμε τον τρόπο ου δουλεύουμε. Είμαστε από τα λίγα θέατρα που έμειναν στα ίδια χέρια και κρατηθήκαμε με την αγάπη του κόσμου και τη δική μας σκληρή δουλειά, και είμαι βαθιά ικανοποιημένη γι’ αυτό.
• Δεν μετάνιωσα που ανακατεύτηκα με την πολιτική, αλλά μπορώ να πω ότι με απασχόλησε και με απασχολεί πολύ ο τρόπος που την ασκούμε. Και εδώ να εξομολογηθώ ότι πολλές φορές είναι ένα βάρος για μένα, αλλά το σηκώνω με χαρά και πολλές φορές με κέφι και ενθουσιασμό, γιατί ανταποκρίνεται σε αυτά που πιστεύω από μικρό παιδί.
• Στη Βουλή δέχτηκα πολεμική όχι ως γυναίκα αλλά ως ηθοποιός, κι αυτό δείχνει το επίπεδο πολλών ανθρώπων εκεί μέσα και την ιδέα που έχουν ακόμα και σήμερα για εμάς, τους ηθοποιούς. Το αποδεικνύει και η σημερινή τους συμπεριφορά στο αίτημα αναγνώρισης του επαγγέλματός μας, το θέατρο το υποτιμούν, το θεωρούν ευτελές και ύποπτης ηθικής. Όσο και αν δεν το πιστεύετε, μέσα στη Βουλή και όχι έξω στον κόσμο άκουσα να μου λένε «πάψε, μη μιλάς, δεν είναι θέατρο εδώ», αυτή την εικόνα έχουν, είναι η αντίληψή τους.
• Είμαι εν ενεργεία βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, πηγαινοέρχομαι στη Λάρισα και αναδεικνύω τοπικά θέματα που με ενδιαφέρουν πολύ. Ας πούμε, πριν από το καλοκαίρι είχα κάνει ερώτηση για την άθλια κατάσταση των σιδηροδρόμων στη Λάρισα. Το τρένο περνάει μέσα από την πόλη και είχε γίνει ένα δυστύχημα, σκοτώθηκε ένας άνθρωπος. Δεν υπάρχουν σηματοδότες, έχουν κλείσει οι διαβάσεις από αγριόχορτα, δεν υπάρχουν κιγκλιδώματα. Δεν καταδέχτηκε ο υπουργός να μου απαντήσει καν. Κάνω όσο μπορώ καλύτερα αυτήν τη δουλειά και πολύς κόσμος, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, απευθύνεται σ’ εμένα και αυτή είναι μεγάλη τιμή. Θα είμαι ξανά υποψήφια, είναι δύσκολα τα πράγματα, ρευστά και το διεθνές περιβάλλον σε κρίσιμη φάση. Μη γελιόμαστε, δεν βγήκαμε ποτέ από την κρίση, πρέπει να δώσουμε μάχη. Εγώ δεν είμαι βουλευτής που πηγαίνει σε είκοσι βασιλόπιτες το Σαββατοκύριακο, δεν μπορώ να το κάνω. Αυτά τα βλέπει ο κόσμος, δεν είναι χαζός, τα μετράει πια. Είναι συγκλονιστική εμπειρία αυτή η επαφή με τον κόσμο, αν κάτσεις να το σκεφτείς.
• Αυτήν τη χρονιά ανεβάζουμε ένα συναρπαστικό έργο, το Φοβάμαι, ταυρομάχε του Pedro Lemebel, που το βρήκα διαβάζοντας μια βιβλιοπαρουσίαση στην «Αυγή». Το λάτρεψα. Είναι βαθιά πολιτικό και ανθρώπινο και μιλά για την αποδοχή της διαφορετικότητας, τη φιλία και τη μοναξιά με τρόπο σπαρακτικό. Τι σημασία έχει το φύλο όταν υπάρχει μέσα σε όλους μας η βαθιά ανάγκη να αγαπηθούμε; Αυτή η ιστορία ενέπνευσε και τον χώρο που δημιουργήσαμε εδώ, αυτό το πρωταγωνιστικό πρόσωπο κινείται συνεχώς μεταξύ της γυναικείας και της ανδρικής του υπόστασης, κεντά και ακούει παθιασμένα μπολερό. Βρήκαμε παλιά κεντήματα για να μετατρέψουμε τη σκηνή σε έναν τόπο σαν το ερειπωμένο σπίτι που γεμίζει με χειροτεχνίες κα αναμνήσεις. Το πολιτικό κομμάτι ‒όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στη δικτατορία του Πινοσέτ που ήθελε να καταστείλει οτιδήποτε διαφορετικό‒ είναι κάτι που και σε άλλες πολιτικές συνθήκες συμβαίνει, η αποδοχή ακόμα και της σεξουαλικής προτίμησης, η ορατότητα, δεν είναι πράγματα αυτονόητα, υπέφεραν και υποφέρουν γύρω μας οι άνθρωποι, κάποιοι γεννιούνται και πεθαίνουν και δεν μπορούν να εκφραστούν. Γι’ αυτό πιστεύω σε τέτοια έργα, όπως αυτό που ανεβάζουμε, το οποίο δίνει μια εφιαλτική εικόνα του κόσμου μέσα από μια ποιητική διάσταση. Αυτό κάνει η τέχνη, το θέατρο, δεν αφήνει να σιγήσει μέσα μας η φωνή, το καμπανάκι που μας θυμίζει ότι δεν πρέπει να σταματήσουμε να διεκδικούμε την ελευθερία της έκφρασης σε όλη της την έκταση και τη λαμπρότητα με αξεπέραστη δύναμη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.