Σάββατο απόγευμα, πρόβα στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Ο μουσικός της παράστασης Τραχίνιες, Κορνήλιος Σελαμσής, διδάσκει ένα χορικό. Τον συνοδεύουν οι μουσικοί του, οι οποίοι θα παίζουν ζωντανά και στην παράσταση: κρουστά, φλάουτο, σαξόφωνο. Οι αυτοσχεδιασμοί τους δίνουν μια αίσθηση τζαζ. Προς στιγμήν επεμβαίνει ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος και ζητάει από τις νεαρές γυναίκες που αποτελούν τον χορό να δοκιμάσουν μια κινησιολογική ιδέα. Καθώς τραγουδούν να χτυπούν ρυθμικά το σώμα τους. Στην κουβέντα μας, που ακολούθησε, μου διευκρίνισε, και υπογράμμισε, τη σημασία του χορού: «Για μένα ο χορός είναι το βασικό στοιχείο και από εκεί γεννιέται η τραγωδία. Τραγωδία χωρίς χορό δεν είναι τραγωδία. Ο ήρωας είναι κάτι πολύ απόμακρο, κάτι μυθικό. Ο χορός είναι ο μεσολαβητής και ο αφηγητής του σημερινού θεατή».
#quote#
Οι Τραχίνιες είναι ένα από τα «κρυφά» αριστουργήματα του Σοφοκλή. Αφηγείται πώς η Δηιάνειρα, γυναίκα του Ηρακλή, ενώ αγωνιά για την επιστροφή του από τους άθλους του, μαθαίνει ότι τον έχει χάσει από μια άλλη γυναίκα. Στην προσπάθειά της να τον ξανακερδίσει με ένα ερωτικό φίλτρο του Κένταυρου Νέσσου τον θανατώνει, χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός της. Το πρώτο πράγμα που ρώτησα τον Μοσχόπουλο ήταν γιατί, ενώ θεωρείται έργο εξαιρετικής οικονομίας και δεξιοτεχνίας, ανεβαίνει τόσο σπάνια. «Εμφανίζει δομικά ερωτηματικά -όχι προβλήματα-, γιατί ο πραγματικός πειραματιστής δεν είναι ο Ευριπίδης, όπως λέγεται συνήθως, αλλά ο Σοφοκλής. Όλα εκείνα που εισάγει και θεωρούνται αδόκιμα μέρη, στη δομική τους λειτουργία είναι βασικές τομές με τις οποίες δοκιμάζει πράγματα που θεωρούνται ανορθόδοξα. Παρ' όλα αυτά, έχει μια δομική ορθοδοξία ως έργο. Ξεκινάει ως δράμα της Δηιάνειρας και τελειώνει ως δράμα του Ηρακλή, οδηγώντας μας συχνά να χάνουμε τις βασικές συνδέσεις μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους, εξαιτίας του λεπτού τρόπου με τον οποίο ο Σοφοκλής τις υποβάλλει. Κι ενώ μιλάει για πολύ άγρια πράγματα, το κάνει με έναν εξαιρετικά λεπτό τρόπο. Καθώς το έργο λέγεται Τραχίνιες, είναι σαν να βάζει τον άνθρωπο, που εκπροσωπείται από τον χορό, στο κέντρο μιας σύγκρουσης μεταξύ δύο γιγάντιων χαρακτήρων. Η σύγκρουση του πολιτισμένου και του απολίτιστου». Συνδετικός κρίκος αυτής της σύγκρουσης στο έργο είναι ο γιος του μυθικού ήρωα, Ύλλος. Ο σκηνοθέτης συνεχίζει: « Το ότι ο Ύλλος βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο μπορεί να τον συνθλίψει. Αν το διαβάζαμε φροϋδικά, θα λέγαμε ότι υπάρχει ένας γιος ο οποίος συνθλίβεται από αυτούς τους δύο γονείς κι εντέλει επιβιώνει και υπάρχει ξανά μέσα από την ένωση των δύο ακροτήτων». Καθώς η συγκεκριμένη τραγωδία αναδεικνύει σε ιδιαίτερο βαθμό το αναπόδραστο της ανθρώπινης μοίρας, το μοιραίο που καταβαραθρώνει τη βεβαιότητα και την αλαζονεία των ανθρώπων ότι είναι εν δυνάμει άτρωτοι, ζητάω από τον Μοσχόπουλο να μου δώσει τη δική του ερμηνεία. Απαντάει ως εξής: «Και οι δύο ήρωες έχουν αποφασίσει να ερμηνεύσουν τους χρησμούς λάθος. Έχουν δώσει λάθος ερμηνεία και πίστη σε ένα σκοτεινό σημείο. Ο μεν Ηρακλής πιστεύει ότι ο Δίας του υποσχέθηκε, μετά την εκπλήρωση των άθλων του, μια ευτυχισμένη ζωή, ενώ τελικά το αντάλλαγμα ήταν η απαλλαγή από τους μόχθους του μέσω του θανάτου, η δε Δηιάνειρα εμπιστεύεται το φίλτρο του Νέσσου. Κι ενώ έχει πνίξει για χρόνια τη βία μέσα της, σε απόλυτη αντίθεση με τη βία του Ηρακλή, εκρήγνυται σαν ηφαίστειο, κάνοντας πολύ μεγαλύτερο κακό από ό,τι αν άφηνε ελεύθερο το συναίσθημά της. Σε μια φιλοσοφική ανάγνωση του θέματος που θέτουν οι Τραχίνιες ο άνθρωπος ανακαλύπτει τη γνώση αφού πρώτα κάνει λάθος. Είναι σαν να περπατάς σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ξέροντας ότι υπάρχει μια τρύπα στην οποία κινδυνεύεις να πέσεις, αλλά μόνο όταν πέσεις καταλαβαίνεις πού ήταν η τρύπα. Ο άνθρωπος περπατάει στα τυφλά. Σε μια υπαρξιστική θεώρηση του πράγματος, ποτέ δεν θα πάψει ο άνθρωπος να αναζητά, αλλά πάντα θα κάνει λάθος. Πάντοτε η επίγνωση και η συνειδητότητα για την Αλήθεια θα είναι περιορισμένη και θα είναι ένας μάταιος αγώνας, ο οποίος μονίμως θα επαναλαμβάνεται. Αν αυτό είναι η μοίρα, τότε είναι προδιαγεγραμμένη».
Είναι, λοιπόν, το κύριο θέμα που θέτει ο Σοφοκλής σε αυτό του το έργο; «Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι ήρωες πεθαίνουν - αυτό είναι αναπόφευκτο. Το πρόβλημά τους είναι ότι προσπαθούν να δουν το νόημα σε αυτή την απώλεια. Όταν ο Ηρακλής καταλαβαίνει ότι αυτό είναι μέρος μιας νομοτέλειας, ηρεμεί σε σχέση με την απόγνωση της αρχής που λέει "φρόντισα κι έσωσα τους ανθρώπους, έκανα τόσο καλό, γιατί τιμωρούμαι με αυτό τον άδικο τρόπο;". Δηλαδή, το άδικο είναι πιο ισχυρό από τον θάνατο. Το παράλογο είναι ισχυρότερο από την απώλεια».
Άραγε, το αρχαίο κοινό πώς θα αντιδρούσε σε ένα έργο στο οποίο πεθαίνει ο απόλυτος ήρωας της λαϊκής μυθολογίας; «Ο Ηρακλής, ο κατεξοχήν δημοφιλής ήρωας, ο οποίος συνήθως εμφανίζεται σε σατυρικά δράματα, με εξαίρεση τον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη, εδώ εμφανίζεται ως αρνητικός χαρακτήρας. Γίνεται βίαιος με έναν παράλογο τρόπο. Αλλά αυτό έχει και μια άλλη οπτική. Πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στο αριστοκρατικό παρελθόν που εκπροσωπεί η Δηιάνειρα, που διαρκώς διατυμπανίζει τη σπουδαιότητα της γενιάς της, και στον κατεξοχήν λαϊκό ήρωα που συμβολίζει τον νέο Αθηναίο ο οποίος είναι δημοκράτης κι έχει πάρει την εξουσία πρόσφατα, αλλά εμφανίζεται σχεδόν αυταρχικός με το χορό. Πρόσωπο-κλειδί του έργου είναι ο Ύλλος, ο οποίος σε μια πράξη γενναιότητας δηλώνει δειλός, σε σχέση με τους γονείς του, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Λέει λίγο πριν από το τέλος στον χορό: «Εσείς που ξέρετε τι πόνο έχουν βιώσει ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα, βοηθήστε, γιατί οι θεοί είναι αδιάφοροι» και ο χορός συμπληρώνει: «Παρ' όλα αυτά, όλα είναι Δίας». Αυτή η φράση, που εμένα με συγκλονίζει, δηλώνει μια πίστη του Σοφοκλή στη νομοτέλεια, που ταυτόχρονα περιλαμβάνει τη φιλοσοφική αμφισβήτηση της απολυτότητας του θείου. Αυτό το τόσο ανθρώπινο αποκαλύπτει πόσο βαθιά ανθρωπιστής είναι ο Σοφοκλής».
Ο Αργύρης Ξάφης, σταθερός συνεργάτης του Θωμά Μοσχόπουλου, κρατάει τον ρόλο του Ηρακλή. Λειτουργώντας περισσότερο ως μέλος μιας ομάδας και αναγνωρίζοντας τους κώδικες της κοινής τους δουλειάς, συμπληρώνει: «Έχουμε ξεκινήσει από τις Βάκχες, που κάναμε το 2008, μια συλλογιστική σε σχέση με κάποιες βασικές φόρμες που προ-υπάρχουν μες στην τραγωδία: το ρυθμικό, το λυρικό και το ρητορικό κομμάτι. Μέσα στη μελέτη αυτού του πράγματος ανακαλύψαμε ότι θα μπορούσαμε πολύ ξεκάθαρα να ξεχωρίσουμε αυτά τα στοιχεία μέσα στο κείμενο της τραγωδίας και αντίστοιχα να τα αποδώσουμε. Τα ρητορικά κομμάτια, που είναι και τα πιο άμεσα δραστικά, μιλιούνται κανονικά. Εκείνα που κουβαλούν συναίσθημα, και συνήθως είναι πιο ποιητικά γραμμένα, τα λυρικά, έχουν μελωδία και τραγουδιούνται. Ο μουσικός της παράστασης έκανε τη ρυθμολογική ανάλυση και την παρέθεσε στον Θωμά, ο οποίος πάνω σε αυτήν έκανε τη μετάφραση». Πράγματι, η παράσταση που ετοιμάζουν αντιμετωπίζει το αρχαίο δράμα ως μουσικό έργο. Πρόκειται για μια συλλογιστική που ταξιδεύει πολύ πίσω στον χρόνο και στη ρυθμική απαγγελία του έπους κι επίσης στην έρευνα που έγινε στην αναγεννησιακή Φλωρεντία, όπου η όλη προσπάθεια να αναλυθεί μουσικά η τραγωδία γέννησε την όπερα. «Ένα storytelling που γίνεται από λαούς της Αφρικής και πολύ αργότερα οδήγησε στο ραπ» συμπληρώνει ο Μοσχόπουλος.
Πώς είναι να ερμηνεύει ένας ηθοποιός μυθολογικό ήρωα; Ο Ξάφης εξηγεί: «Είναι το έργο με το περισσότερο μυθικό στοιχείο απ' όλα της αρχαίας τραγωδίας. Κένταυροι, προσονομασμένοι ποταμοί, γίγαντες, τιτάνες, όλα παίρνουν μέρος και το επηρεάζουν. Ενώ σε άλλα έργα υπάρχουν μικρές αναφορές που απλά έρχονται να επαληθεύσουν ότι όλα ήταν μοιραίο να συμβούν, εδώ τα μυθικά στοιχεία παίρνουν μέρος στην πλοκή. Είναι υπεύθυνα για τον θάνατο του Ηρακλή, ο οποίος πεθαίνει για να γίνει θεός, αλλά νιώθει τον πόνο και την ίδια αδικία ακριβώς όπως κάθε άνθρωπος».
Η Άννα Μάσχα, η οποία έχει αναλάβει τον ρόλο της Δηιάνειρας, σχολιάζει για την ηρωίδα: «Αυτό που είναι πολύ ωραίο και τη διαφοροποιεί από άλλες ηρωίδες είναι ότι πρόκειται για έναν πολύ καλό χαρακτήρα. Δεν θέλει ούτε να εκδικηθεί, ούτε να κάνει κακό. Στην αρχή παρουσιάζεται ως μια πάρα πολύ πολιτισμένη γυναίκα, βάζοντας μπροστά τη συμπόνια, την αξιοπρέπεια, το μέτρο. Στο επόμενο επεισόδιο ξυπνάει μέσα της ο έρωτας και γίνεται πρωτόγονη. Μιλάει για την ηλικία της γυναίκας και το πέρασμα του χρόνου. Το όνομα "Δηιάνειρα" ετυμολογικά σημαίνει "αυτήν που καταστρέφει τους άντρες". Κι ενώ στον μύθο κάνει ό,τι κάνει με στόχο την εκδίκηση, ο Σοφοκλής ανατρέπει αυτή την αντίληψη, παρουσιάζοντάς την ως θετική ηρωίδα και τον Ηρακλή ως αρνητικό ήρωα».
Διερωτώμαι γιατί στη φωτογραφία της παράστασης ολόκληρη η διανομή είναι γυμνή. «Προσπαθήσαμε να δείξουμε πόσο ευάλωτοι είναι όλοι οι χαρακτήρες του έργου» λέει ο Μοσχόπουλος. Έχοντας παρερμηνεύσει την εικόνα, νόμιζα ότι ίσως οι χαρακτήρες να ξεπετιούνται από ένα σύνολο ανθρώπινης μάζας. Μου εξηγεί: «Όχι, δεν θα ξεπετιούνται και θα επανεντάσσονται. Στην τραγωδία αυτός που διαφωνεί εξαιρείται από το σύνολο. Αυτό είναι η έννοια του τραγικού. Η παρεξήγηση που συνήθως κάνουμε είναι ότι δίνουμε υπερβολική φόρτιση στο συναίσθημα του ήρωα, ενώ στην ουσία η αντίδραση του χορού στο στάσιμο που ακολουθεί το συναίσθημα που έχει εισπράξει από τον ήρωα είναι τόσο πιο δυνατή, που δεν έχει κανένα νόημα, είναι μάταιη η σχεδόν οπερατική προσπάθεια να βγάλουμε τον ήρωα μελοδραματικό. Η σύγκρουση μεταξύ λογικής και συναισθήματος είναι και η σύγκρουση στο αρχαίο δράμα μεταξύ μύθου και λόγου».
=====
Εθνικό Θέατρο - Θωμάς Μοσχόπουλος
Σοφοκλή, Τραχίνιες
9-10 Αυγούστου, 21:00
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
σχόλια