Η όμορφη ηθοποιός Φάνι Γκόλντμαν σχετίζεται με τον άγνωστο, αλλά φιλόδοξο συγγραφέα Τόνι Μάρεκ. Αυτός, αφού εκμεταλλευτεί τις γνωριμίες της, την εγκαταλείπει για μια νεότερη γυναίκα και κάνει στη συνέχεια τη ζωή της αντικείμενο του πρώτου επιτυχημένου βιβλίου του.
«Τα πράγματα που εκείνη του είχε διηγηθεί τις νύχτες όταν ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, τα απογεύματα όταν περπατούσαν στο δάσος, όταν έπιναν τον καφέ τους», όσα του είχε πει –και στα δυο χρόνια που ήταν μαζί τού τα είχε πει όλα– βρίσκονταν στις σελίδες του βιβλίου του. Εγκαταλελειμμένη, παραδομένη στο αλκοόλ, αρρωσταίνει θανάσιμα όταν κάτι πρωτόγνωρο εμφανίζεται και εξαπλώνεται σαν καρκίνωμα στο σώμα, στο μυαλό και στο νευρικό της σύστημα: το μίσος. Αυτό την οδηγεί στον θάνατο.
Tο «Ρέκβιεμ για τη Φάνι Γκόλντμαν» δεν είναι ένα ρέκβιεμ για μια γυναίκα μόνο, είναι ένα ρέκβιεμ για ένα είδος ανθρώπου, είναι ένα ρέκβιεμ για έναν πολιτισμό.
Η παράσταση της Ζωής Χατζηαντωνίου «Ρέκβιεμ για τη Φάνι Γκόλντμαν» που θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών από τις 17 έως τις 20 Ιουλίου, βασισμένη στο σχεδίασμα ενός μυθιστορήματος της Αυστριακής ποιήτριας Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (1926-1973) που προοριζόταν να γίνει μέρος ενός κύκλου έργων με τον τίτλο «Τρόποι θανάτου», δημιουργεί ένα τοπίο αφηγηματικών σπαραγμάτων αντίστοιχο με το σύμπαν της συγγραφέως.
Ανακαλύπτοντας την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν
Ο Μπέρνχαρντ αποκαλεί την Μπάχμαν την ευφυέστερη και σημαντικότερη Αυστριακή συγγραφέα. Γεννημένη στο Κλάγκενφουρτ της Αυστρίας, σπούδασε Φιλοσοφία, Ψυχολογία, Γερμανική Φιλολογία και Νομική στα πανεπιστήμια του Ίνσμπρουκ, του Γκρατς και της Βιέννης. Eργάστηκε ως σεναριογράφος και συντάκτρια στον συμμαχικό ραδιοσταθμό Rot-Weiss-Rot, ιδιότητα που τη βοήθησε να αποκτήσει συνολική άποψη για τη σύγχρονη λογοτεχνία, ενώ παράλληλα της παρείχε την οικονομική δυνατότητα να ασχοληθεί με το συγγραφικό της έργο. Εκείνη την περίοδο ήρθε σε επαφή με τον Χανς Βάιγκελ και τον συγγραφικό κύκλο που είναι γνωστός ως Ομάδα 47, του οποίου μέλη ήταν οι Ίλσε Έσινγκερ, Πάουλ Τσέλαν, Χάινριχ Μπελ, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι και Γκίντερ Γκρας. Συνδέθηκε ερωτικά με τον Πάουλ Τσέλαν και αργότερα με τον Μαξ Φρις, με τον οποίο χώρισαν το 1962 – η απιστία του, μάλιστα, την επηρέασε σημαντικά.
Ήδη, από το 1953 είχε μετακομίσει στη Ρώμη, όπου πέρασε τον περισσότερο χρόνο γράφοντας σε συνεργασία με τον Χανς Βέρνερ Χέντζε ποιήματα, δοκίμια και σύντομες ιστορίες, καθώς και λιμπρέτα, τα οποία γρήγορα τους απέφεραν διεθνή φήμη και πολυάριθμα βραβεία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της εθίστηκε στο αλκοόλ και στα βαρβιτουρικά. Ένας φίλος της, σοκαρισμένος από το μέγεθος της εξάρτησής της, έγραψε:
«Έμοιαζε άσχημη, ήταν σαν κερί και χλωμή. Και ολόκληρο το σώμα της ήταν καλυμμένο με μώλωπες. Αναρωτήθηκα τι θα μπορούσε να τους είχε προκαλέσει. Μετά, όταν είδα πώς της γλίστρησε το Gauloise που κάπνιζε και το άφησε να καεί στο χέρι της, συνειδητοποίησα ότι ήταν εγκαύματα από τα τσιγάρα. Τα χάπια που έπαιρνε είχαν κάνει το σώμα της ανεκτικό στον πόνο».
Το βράδυ της 25ης Σεπτεμβρίου 1973 το νυχτικό της πήρε φωτιά και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Sant' Eugenio με εγκαύματα δεύτερου και τρίτου βαθμού. Η τοπική αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φωτιά προκλήθηκε από τσιγάρο. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της εμφάνισε συμπτώματα στέρησης, όμως οι γιατροί που την παρακολουθούσαν δεν γνώριζαν την αιτία. Αυτό μπορεί να συνέβαλε στον θάνατό της στις 17 Οκτωβρίου.
Ενώ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού από τους λογοτεχνικούς, ποιητικούς και σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα ανδρικούς κύκλους της Ευρώπης, η δημοτικότητά της δεν συνεχίστηκε μετά τον τραγικό θάνατό της. «Ίσως ένας λόγος γι' αυτό είναι ότι τη λογοτεχνία της τη χαρακτήρισαν, παρεξηγώντας την, αποκλειστικά φεμινιστική. Την ποίησή της, όσο ζούσε, την χαρακτήριζαν λυρική. Εκείνη βασανιζόταν από αυτές τις δύο μεγάλες παρεξηγήσεις. Σε αρκετά διηγήματα και ποιήματά της τα γυναικεία πρόσωπα αντιπροσωπεύουν τη γλώσσα, την ποίηση ή την τέχνη», λέει η Ζωή Χατζηαντωνίου. Η Γκόλντμαν, που πέθανε επίσης κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, περιγράφοντας ιστορίες γυναικών, ερευνά τους τρόπους εξόντωσης της γυναικείας υπόστασης εντός της πατριαρχικής λογικής που ορίζει την ιστορία, την πολιτική, τη θρησκεία, την οικογένεια, ακόμη και την ίδια τη γυναικεία αυτοαντίληψη.
Το Ρέκβιεμ για τη Φάνι Γκόλντμαν
«Τα πρώτα κείμενα της Μπάχμαν που έπεσαν στα χέρια μου ήταν τα διηγήματα Το τριακοστό έτος και Η Ουντίνε φεύγει. Μου φάνηκε πολύ γοητευτική η βραδυφλεγής και σαρκαστική γλώσσας της, η τεχνική της αφήγησή της που μοιάζει σαν να κρύβει μέσα της, σαν να κρύβεται κάτω από τη γλώσσα, ένα διαρκώς κινούμενο ρεύμα. Συνδέθηκα με τον τρόπο σκέψης της, με το χιούμορ της, αλλά πιο συχνά με την απελπισία της που αφορούσε τους ανθρώπους και την ιστορία τους. Έτσι, για αρκετά χρόνια τα διηγήματα, τα ποιήματα και τα πεζά της βρίσκονταν εκτός βιβλιοθήκης, πάντα κάπου κυκλοφορούσαν μέσα στο σπίτι, δεν καταχωνιάστηκαν ποτέ σε κάποιο ράφι», λέει η Ζωή Χατζηαντωνίου.
Φαίνεται ότι το μόνο που έχει σημασία για την Μπάχμαν είναι αυτό που πρέπει να ειπωθεί. Αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο έναν βιωμένο λόγο, ενίοτε σπαρακτικό. Τα κείμενά της είναι βιώματα που επικαλύπτονται από την αφηγηματική διάσταση ενός εξωτερικού παντογνώστη αφηγητή – από αυτήν τη διάσταση κάποιες φορές ξεγλιστρά κι έτσι φανερώνεται η ίδια η συγγραφέας, η λογοτεχνική περσόνα λειτουργεί ως medium, διαμεσολαβητικά. Ωστόσο, το «Ρέκβιεμ για τη Φάνι Γκόλντμαν» δεν είναι ένα ρέκβιεμ για μια γυναίκα μόνο, είναι ένα ρέκβιεμ για ένα είδος ανθρώπου, για έναν πολιτισμό. Ταυτόχρονα, θα μπορούσε να είναι σενάριο για ταινία του Billy Wilder, κάτι σαν το Sunset Boulevard. Μια μπανάλ ιστορία εμμονής και προδοσίας, μια ιστορία αρρώστιας που προκαλείται από την ηλίθια ηθική των θυμάτων του σύγχρονου πολιτισμού και των νόμων της αγοράς. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια ιστορία αγάπης αλλά για μια ιστορία ανάγκης για ανθρώπινη αγάπη που δεν θα έρθει ποτέ.
«Αυτά σε μια γραφή όπου συνυπάρχουν και συχνά αντιπαρατίθενται αταίριαστα γλωσσικά επίπεδα, βιβλική γλώσσα και καθομιλουμένη, ιερό και κοινότοπο, διαφορετικά "ύψη" γλώσσας. Δεν απαρνιέται την ποίηση στον πεζό λόγο της, παρόλο που η ίδια εκφράζει την άποψη ότι από ένα σημείο κι έπειτα η ποίηση έπαψε να της είναι αρκετή για να εκφράσει την κατάσταση, "την εμπειρία της με τους ανθρώπους". Στο "Ρέκβιεμ" η ποίηση προκύπτει από τη διαδοχή των προτάσεων, οι οποίες έρχονται η μία μετά την άλλη σαν να είναι στίχοι, εκφράζοντας τη "στοιχειωμένη ησυχία" μιας καταβεβλημένης, πανικόβλητης γυναίκας που αρρωσταίνει θανάσιμα εξαιτίας του μίσους της», λέει η Ζωή Χατζηαντωνίου.
Η ανώφελη θυσία των γυναικών
Το θέμα της ιδιότητας του θύματος απασχολεί την Μπάχμαν, βλέπει την κοινωνία των ανθρώπων ως ένα μόνιμο πεδίο πολέμου, μια αρένα όπου φρικιαστικά ηθικά δράματα διαδραματίζονται και ηθικά εγκλήματα διαπράττονται καθημερινά μπροστά μας. Το πάθος της απληστίας είναι αυτό που κινεί τα νήματα. Από την άλλη, έχουμε την ανώφελη σπατάλη της θυσίας κάποιων γυναικών, γιατί πρέπει, φυσικά, να είναι γυναίκες αυτές που θα θυσιαστούν, γυναίκες που μπαίνουν στον πειρασμό να θεωρήσουν τον εαυτό και της ζωή τους τόσο σημαντικά ώστε να τα θυσιάσουν. Παραιτημένες, κουρασμένες, προσηλωμένες στο τέλος τους, σχεδόν γοητευμένες από αυτό, καταδικάζουν τον εαυτό τους στον αφανισμό.
«Την απασχολεί η παράδοση των γυναικών "υπό διαγραφή", των γυναικών-θυμάτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κι εμείς επιχειρούμε ένα είδος δικού μας ρέκβιεμ, επαναλαμβάνοντας και αναπαριστώντας την ιστορία της, την απελευθέρωση, την απομάγευση των γυναικών από αυτήν τη στοιχειωμένη παράδοση. Μέσα από την αναπαράσταση και την αφήγηση του πάθους της η ίδια η Φάνι, διαιρεμένη σε τέσσερις υποστάσεις, διενεργεί μια τελετή και ταυτόχρονα μια δίκη του εαυτού της προς αποκατάσταση της αλήθειας, των αληθινών, εσωτερικών γεγονότων που την οδήγησαν στον θάνατο.
Σπάει τη σιωπή της μέσα από τις λέξεις της Μπάχμαν και τώρα μέσα από τις φωνές των τεσσάρων γυναικών, της Χαράς Μάτας Γιαννάτου, της Άννας Καλαϊτζίδου, της Αλεξίας Καλτσίκη και της Ελίνας Ρίζου, επί σκηνής. Είναι ένα αποσπασμένο, διαιρεμένο "εγώ" που επιτέλους μιλάει, έστω σε τρίτο πρόσωπο», σημειώνει η σκηνοθέτις.
Γεμάτος αναφορές στη Βίβλο, εξιστορώντας κατά τα άλλα, θα έλεγε κανείς, μια μπανάλ ιστορία ερωτικής προδοσίας, ο λόγος της Μπάχμαν διαθέτει μια συμπιεσμένη ενέργεια που δεν κορυφώνει, αλλά προτείνει μια εσωτερική, βραδυφλεγή ανάπτυξη, γεμάτη κενά και ασυνέχειες, αφού πρόκειται για ημιτελές μυθιστορηματικό έργο. Η ίδια η Μπάχμαν δεν πρόλαβε να φτάσει στο στάδιο της σύνθεσης του υλικού. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη «διάσπαρτη» ιστορία ως εξής: η ζωή μια ωραίας γυναίκας με ωραίους ώμους που μια μέρα ένας φιλόδοξος μικροαπατεώνας, ένας νεόπλουτος, που ό,τι είδε, ό,τι άκουσε το μετέτρεψε χωρίς περιστροφές σε κέρδος, την έκανε best seller. Η αφήγησή της γίνεται αφήγηση δική του.
Ωστόσο, δεν κρίνεται αυτός αλλά η Φάνι, και μάλιστα από τον εαυτό της, αφού ακολουθεί την ίδια παλιά ιστορία της γυναίκας που μπαίνει μοιρολατρικά, από μια ανόητη αξιοπρέπεια, από δειλία, από ατολμία, από ντροπή, από τον φόβο του περίγυρου, στον ρόλο του αμνού, του σφάγιου, προκειμένου η ζωή να συνεχιστεί κανονικά για όλους τους άλλους πλην της ίδιας. Προσβεβλημένη από μίσος, καταδικασμένη σε μια εκδίκηση που δεν μπορεί να πάρει, στρέφει το μίσος στον εαυτό της. Μέσα σε ένα τελευταίο παραλήρημα πριν από τον φυσικό της θάνατο, συνδέει τον εαυτό της με όλα τα γυναικεία θύματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας κι εμείς γινόμαστε μάρτυρες ενός ανομολόγητου δράματος, ενός αφανισμού που δεν ήταν θάνατος αλλά φόνος. Η ανθρώπινη κοινωνία είναι για την Μπάχμαν ο τόπος των τελειότερων εγκλημάτων, αυτών που παραμένουν παντοτινά αδιόρατα και ανεξιχνίαστα.
«Η παράσταση δανείζεται στοιχεία από τη λειτουργία ενός εκκλησιαστικού ρέκβιεμ και από την αρχαία αιγυπτιακή αντίληψη για τη δοκιμασία που υφίσταντο το σώμα και η ψυχή των νεκρών προκειμένου να περάσουν στην επόμενη ζωή "χωρίς βαριά καρδιά" και να αναπαυθούν. Πρόκειται για μια ακολουθία επεισοδίων από τη ζωή της Φάνι Γκόλντμαν, χωρισμένη σε κεφάλαια, μέσα σε ένα είδος ambient, μυστικιστικής τελετουργίας. Αφηγηματικά και διαλογικά μέρη, αναπαράσταση γεγονότων εξωτερικών και εσωτερικών που δεν φτάνει ποτέ στον βαθμό του ρεαλισμού, σκηνές της ζωής και της σκέψης της Φάνι Γκόλντμαν μέσα σε ηχοτοπία που λειτουργούν ως ψυχικά τοπία και δημιουργούν διακυμάνσεις έντασης. Μέσα σε τέτοια τοπία ήχου και εικόνας αναπαρίσταται το δράμα της σαν ένα είδος θρησκευτικού δράματος, ενός Πάθους. Ταυτόχρονα, συντελείται μια διαδικασία κρίσεως, μιας θείας δίκης προκειμένου να έρθουν η συγχώρεση, η ησυχία και η έξοδος από τη νύχτα μέσα από την οποία περνάει η Φάνι και κατά τη διάρκεια της οποίας κρίνει τον εαυτό της ένοχο για τη σιωπή και την πτώση της. Στην πρόβα συχνά λέμε πόσο τυχερές είναι η Άννα, η Αλεξία, η Ελίνα και η Χαρά που έχουν να πουν αυτά τα λόγια ή μάλλον αυτή την αλληλουχία λέξεων και προτάσεων», λέει η Ζωή Χατζηαντωνίου.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.