Λευκές κουρτίνες, λευκά τραπεζομάντιλα, ασημένιες πιατέλες, θελκτικά εδέσματα, κηροπήγια. Ποια είναι η περίσταση; Τι μαζευτήκαμε με τόση πολυτέλεια για να γιορτάσουμε; Έχει γενέθλια η Αγαύη σήμερα και η έπαυλη των Λαβδακιδών σείεται από αναστάτωση.
Οι υπηρέτες πηγαινοέρχονται, στρώνουν, ξεστρώνουν, σερβίρουν, όμως η ίδια η εορτάζουσα δεν φαίνεται καθόλου να απολαμβάνει τη διαδικασία: κάνει διαρκώς παρατηρήσεις στο προσωπικό, ξινίζει με το παραμικρό, αδημονεί για κάτι ακαθόριστο. Μια άφιξη; Μια έκπληξη; Μια έκρηξη;
«Ο κομήτης Διόνυσος εισέβαλε στην τροχιά της Γης», λέει η νεαρή υπηρέτρια, ανήσυχη, το άκουσε στις ειδήσεις. Τι σημαίνει αυτό; «Μήπως έφτασε το τέλος μας;», αναρωτιούνται. Ο μάντης Τειρεσίας (Γιώργος Ιατρού), μια εντυπωσιακή drag περσόνα, κάτι μεταξύ Μέριλιν Μάνσον και Lady Gaga, προσπαθεί να τους καθησυχάσει. Θα ήθελε να τους πει να ξεχάσουν τον κομήτη, γιατί ο Διόνυσος, ο αληθινός Διόνυσος, βρίσκεται ήδη εδώ, ανάμεσά τους: κάθεται στο τραπέζι και παρακολουθεί τα πάντα. Κανένας δεν τον βλέπει, όμως, εκτός από τον Τειρεσία, που τον υποδέχεται τραγουδώντας μελαγχολικά.
Οι εορτάζοντες έχουν οικοδομήσει μέχρι τελειότητας την εικόνα τους –μια θαυμαστή, πολυφωνική σύνθεση πολιτισμών και εποχών, ίσως ένας «queer έθνικ φουτουρισμός»–, η υψηλή αισθητική τους, όμως, ορθώνεται σαν φρούριο του σώματος και όχι ως σκευή σαγήνης∙ αυτό που επιδεικνύουν είναι μια αυτοθαυμαστική και όχι μια ερωτική ενορχήστρωση των σημείων∙ σκοπό έχουν το θάμπος και όχι το κάλεσμα του Άλλου.
«Δεν ήρθα μόνος», λέει ο κουκουλοφόρος άνδρας (Ariah Lester). «Ήρθα με χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες που διασχίζουν τη Μεσόγειο. Ήρθα με τους φοβισμένους, με κείνους που έχουν σάπια δόντια, με κείνους που βράζουν, με κείνους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Ήρθα με χιλιάδες παιδιά ξοπίσω μου, με εραστές που έχουν φλεγόμενα φτερά, με τυφώνες, με τον ήλιο και με το φεγγάρι... Εγώ ειμί Διόνυσος». Αδιαφορώντας για το decorum, ακουμπά τις γυμνές, βρόμικες πατούσες του πάνω στο τραπέζι: Η «μόλυνση» έχει αρχίσει...
Μόδα και οικολογία
Μια γιορτή που δεν συνοδεύεται από καμία έκφραση χαράς, μια τελετή που δεν παραπέμπει σε κανένα μυστήριο, μια συνεύρεση όπου κανένας δεν αγγίζει κανέναν. Το λευκό ύφασμα που καλύπτει τις επιφάνειες της τραπεζαρίας αντανακλά το άσπιλο, αμόλυντο πεδίο της αποστειρωμένης και απενεργοποιημένης επιθυμίας των συνδαιτημόνων. Οι εορτάζοντες έχουν οικοδομήσει μέχρι τελειότητας την εικόνα τους –μια θαυμαστή, πολυφωνική σύνθεση πολιτισμών και εποχών, ίσως ένας «queer έθνικ φουτουρισμός»–, η υψηλή αισθητική τους, όμως, ορθώνεται σαν φρούριο του σώματος και όχι ως σκευή σαγήνης∙ αυτό που επιδεικνύουν είναι μια αυτοθαυμαστική και όχι μια ερωτική ενορχήστρωση των σημείων∙ σκοπό έχουν το θάμπος και όχι το κάλεσμα του Άλλου.
Φαίνεται ότι το μόνο που κυκλοφορεί αβίαστα μέσα σ’ αυτό το σπίτι είναι τα latest trends: της μόδας αλλά, επίσης, της οικολογίας, της διατροφής, των gender politics.
Ο Πενθέας (Βασίλης Μπούτσικος) καταφθάνει φορώντας κόκκινο κραγιόν και τιάρα στα μαλλιά. Καταδικάζει, λέει, την κατανάλωση κρέατος, επειδή προκαλεί καταστροφή του περιβάλλοντος. Αντ’ αυτού προτιμά την «Αμβροσία 50», ένα ειδικό κοκτέιλ βιταμινών και ραδιο-απωθητικών ουσιών, που εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη μέγιστη ψηφιακή αποδοτικότητα. Με κάθε ευκαιρία διατυμπανίζει την πίστη του στην αποτελεσματικότητα του συστήματος που εκπροσωπεί κομπάζοντας για τις ηγετικές του ικανότητες. Πριν από λίγες ώρες, εξηγεί στη μητέρα του –γι’ αυτό και άργησε να έρθει στο πάρτι–, ήταν στη Βουλή, όπου σημείωσε μια σημαδιακή νίκη: πέρασε τρεις νέους νόμους που προφυλάσσουν τη χώρα μας από τα μεταναστευτικά ρεύματα. Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, η εξουσία εργάζεται, δεν υπάρχει τίποτε ανεξέλεγκτο σε τούτη τη γη.
Τίποτε, ούτε καν η επιθυμία μας∙ ακόμη κι αυτή τέθηκε, επιτέλους, υπό έλεγχο. Τώρα πια, ο καθένας είναι σε θέση να γνωρίζει ακριβώς τι μπορεί και τι θέλει να κάνει το σώμα του, ποιο είναι το χαρτογραφημένο πεδίο των δυνατοτήτων του: «Πιστεύω πως πάντοτε ήμουν ασέξουαλ, κύριε» λέει η υπηρέτρια (Λητώ Μεσσήνη), όταν ο Πενθέας τη ρωτάει για τις ερωτικές προτιμήσεις της. «Κυμαίνομαι ανάμεσα στο φάσμα του asexual και του allosexual. Μου αρέσει ο ρομαντισμός, αλλά δεν είναι για μένα», αναγγέλλει, πεπεισμένη ότι έχει λύσει το αίνιγμα της σεξουαλικότητάς της.
Κανένα άγχος δεν προκαλεί ετούτη η ρύθμιση της επιθυμίας με την κάνουλα. Κάθε περίπτωσή έχει μελετηθεί, αναλυθεί, ταξινομηθεί. Έχουν καταγραφεί οι συνήθεις παραλλαγές, τα κυριότερα γνωρίσματα, το ακριβές πλαίσιο δράσης και διάδρασης που προβλέπεται ανά κατηγορία. Έχοντας επιλέξει τη συγκεκριμένη μικρο-ετικέτα που μας αναλογεί, μπορούμε να την επιδεικνύουμε και να την αντιπαραθέτουμε με των αλλωνών, εντοπίζοντας ομοιότητες και διαφορές μέχρι να πεθάνουμε.
Η ανάσταση της επιθυμίας
Μοιραία τίθεται το ερώτημα: Εμείς οι απελευθερωμένοι, εμείς οι τεχνολογικά εξελιγμένοι, οι polyamorous και πολλαπλώς συνειδητοποιημένοι, τι ανάγκη έχουμε τον αρχαίο θεό Διόνυσο, τον Λύσιο, τον απελευθερωτή;
«So many freedoms, but no desire», λέει κουνώντας στωικά το κεφάλι του ο Τειρεσίας. Η Αγαύη (Χαρά Κότσαλη) χώνει το πρόσωπό της σε μία κανάτα: είναι άρρωστη, μονολογεί, τα δάχτυλά της παραλύουν, δεν θα τα καταφέρει. Ο Πενθέας τρυπώνει στην κουζίνα και βιάζει την ασέξουαλ υπηρέτρια για να τη «γιατρέψει». «Ένας καλός ηγέτης φροντίζει για όλους», θα πει επιστρέφοντας στην τραπεζαρία.
Κάτω από την αστραφτερή, «ενημερωμένη» και πολιτικώς ορθή ζωή τους φωλιάζουν άμετρες εκφάνσεις βίας, συνειδητής και ασυνείδητης: όχι μόνο προς το Άλλο αλλά και προς τον εαυτό τους. Βιασμοί και αυτο-ευνουχισμοί που πολλαπλασιάζονται μέσα σε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.
Η ώρα της αποκάλυψης έφτασε. Η ώρα του Διόνυσου. Χρειάζεται ένα Συμβάν για να σπάσει τα δεσμά της νέας αυτής κανονικότητας που αναλώνεται στη μιντιακή ελευθεριότητα αποφεύγοντας κάθε σχέση με την ετερότητα∙ που δημιουργεί μια πλάνη ασφάλειας και αυτογνωσίας, εμποδίζει τις προσμίξεις, το γίγνεσθαι, το άνοιγμα στον κόσμο∙ βάζει τα πάντα σε προστατευτικά κουτάκια, καθοδηγεί τις επαφές (διατροφικές, ερωτικές κ.ο.κ.) και πνίγει, τελικά, την αληθινή ζωή στον φόβο.
«Η μαγιά της επιθυμίας φουσκώνει μόνο μέσω της μετάδοσης, της “μόλυνσης”, μέσω του ανώμαλου και του απρόβλεπτου», γράφει ο Ρεκαλκάτι. Αυτό το ανώμαλο και απρόβλεπτο –από το οποίο δεν υπάρχει προστασία– ενσαρκώνει εδώ ο Διόνυσος, ένας χυμώδης ποπ περφόρμερ, με αριστοφανική αύρα και περιβολή, χρυσά στήθη και χρυσή κοιλιά, που έρχεται να αναταράξει τις παγιωμένες πεποιθήσεις, να αναιρέσει τις περιχαρακωμένες θέσεις απομόνωσης και στείρου αυτοπροσδιορισμού, να φέρει την κρυφή πληγή σε κοινή θέα και αναψηλάφιση.
Η επίδρασή του αποδεικνύεται καταλυτική. Το δεύτερο μέρος της παράστασης παραδίδεται στην εξερεύνηση της διονυσιακής πνοής. Τα σώματα παρασύρονται, ιδρώνουν, λιώνουν. Τα στεγανά καταρρέουν.
«Δεν ξέρω ποιος είμαι, αλλά είμαι εδώ και χτυπιέμαι», θα μπορούσε να είναι το μότο των συλλογικών χορευτικών δράσεων που εκτυλίσσονται σε φρενήρεις ρυθμούς ενώπιόν μας. Η ασέξουαλ υπηρέτρια, γυμνή με τα μαλλιά ξέπλεκα, εξυμνεί τώρα τη γοητεία του «τέρατος». Ακόμη και ο Πενθέας αυτοαναιρείται μετά από τη σεξουαλική ένωσή του με τον θεό. Περπατώντας ημίγυμνος επάνω στο χαρτί του σεισμογράφου που ξεδιπλώνεται στη σκηνή σαν μακρόστενος διάδρομος, ο κλονισμένος «ηγέτης» θα αμφισβητήσει όλα όσα τον ανέθρεψαν και τον καθόρισαν.
«Ίσως δεν μπορώ να γίνω γυναίκα όπως οι άλλες γυναίκες, αλλά ούτε και άνδρας. Ίσως δεν υπάρχει κανένα μέρος για μένα σε ολόκληρη την πλάση», θα πει εκτελώντας το πέρασμά του στην «άλλη» πλευρά, με το ένα πέλμα γυμνό και το άλλο ακόμη εγκλωβισμένο σε μια κόκκινη μπότα.
Αυτή την «παράδοση», αυτό το άνοιγμα, την κατάργηση των προφυλάξεων και τη βουτιά στο άγνωστο της επιθυμίας, ευελπιστούν να μεταδώσουν οι «Βάκχες» της Έλλης Παπακωνσταντίνου στους θεατές. Αυτό που θέλουν να «πουν» –και που η ίδια το χαρακτηρίζει ως «πολιτικώς μη ορθό»– δεν το λένε με λόγια, τελικά, αλλά μέσα από μια φαντασμαγορία χρωμάτων, ήχων, μελωδιών, σωμάτων που αφοπλίζουν και αφοπλίζονται, χάνουν τα κελύφη των φύλων τους και οδηγούνται στο κατώφλι μιας άγνωστης χώρας. «Καταλαβαίνω τον κόσμο καλύτερα όταν τρέμω μαζί του», θα πει η εκστασιασμένη Αγαύη.
Διαρκής ενέργεια, αλληλοσυμπληρούμενες δυνάμεις, μάσκες, γλώσσες, ψυχεδελικές προβολές, αστραφτερά φετίχ, μορφές που λύνονται, η ζωή που δονείται πέρα από διαχωρισμούς, εισρέει και εκρέει σε όλες τις απρόβλεπτες συναντήσεις και περιπτύξεις, συγκλονίζοντας το μυαλό όπως και το σώμα, το μυαλό μέσα από το σώμα, παραβιάζοντας τα όρια των τυποποιημένων ταυτοτήτων.
«Αντικαταστήστε το ιατρικό ιστορικό με τη λήθη, την ερμηνεία με την εμπειρία», επιμένει ο Ντελέζ. «Βρείτε το χωρίς όργανα σώμα σας, μάθετε να το κάνετε, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, γήρατος και νεότητας, λύπης και χαράς. Εδώ παίζονται όλα».