ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Σάσα Ντάριο: «Με αγάπησαν. Αυτό δεν είναι τύχη;»

Σάσα Ντάριο: «Με αγάπησαν. Αυτό δεν είναι τύχη;» Facebook Twitter
Θέλω να βλέπω το πιο ωραίο κομμάτι στη ζωή, αν μπορώ. Οι δικοί μου όλοι έφυγαν. Μόνο οι φίλοι έμειναν. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Είχα να τη δω από τα χρόνια του «Να η ευκαιρία», της εκπομπής ταλέντων με τη Ροζίτα Σώκου, τον Γρηγόρη Γρηγορίου, τον Γιώργο Κατσαρό και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Έχουν περάσει δεκαετίες!

Με υποδέχτηκε στο ρετιρέ της στου Γκύζη με ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ο υπέροχος και φωτεινός διάκοσμος παραπέμπει στα ’60s και τα ‘70s. Χρώματα, έπιπλα αντίκες, αναρίθμητες ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους από την τριαντάχρονη πορεία της ως πρώτης χορεύτριας στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Παραμύθια του Χόφμαν, «Βαφτιστικός», «Κάρμεν», «Σπίτι των τριών κοριτσιών», πολλά ακόμα, αλλά και από ταινίες, καλλιτεχνικά πορτρέτα της εποχής, μία γυμνή που μου τη δείχνει με συστολή. Της λέω πόσο υπέροχη είναι και πως σήμερα δεν δείχνει καμία τολμηρότητα.

Η αφήγησή της περιβόλι. Ιστορίες από χρόνια μυθικά, σαν με ασπρόμαυρο φόντο κι αυτές, με τρανταχτά ονόματα αλλοτινών καιρών, χλιδή σε σπίτια-παλάτια, η Αλεξάνδρεια, η Κωνσταντινούπολη, το μεταπολεμικό Παρίσι, η Αθήνα των επιθεωρήσεων και του σινεμά, τα παλιά Ολύμπια και τα καινούργια, η μέχρι πρότινος στέγη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η οποία της ετοιμάζει μια τιμητική εκδήλωση. Στην οποία μόλις παραχώρησε και όλο το αρχείο και τα κοστούμια της από ιστορικές παραστάσεις. Απολαύστε την κυρία Σάσα Ντάριο!

— Μέχρι που σας έμαθε το πανελλήνιο από την τηλεόραση, ήσασταν ελάχιστα γνωστή, έτσι δεν είναι; 
Με ήξεραν μόνο οι άνθρωποι που ερχόντουσαν στη Λυρική και έκλειναν θέσεις από την αρχή του χρόνου. Εκείνοι ήταν σαν οικογένειά μας, ήξεραν αν ένα τουρ είχε πετύχει. Τόσο πολύ δικοί μας άνθρωποι, θυμάμαι έναν ναύαρχο και έναν πρέσβη οι οποίοι κάθονταν πάντοτε στις ίδιες θέσεις. Δεν έλειπαν ποτέ από πρεμιέρα και βέβαια είχαμε και την κριτική τους. Εγώ βγήκα στα παλιά Ολύμπια που είχε δύο μαρμάρινες σκάλες έξω, μετά έγινε το καινούργιο κτίριο. 

Ό,τι άφησα δεν το άφησα με πόνο. Δεν με αφήσαν τα πράγματα, έφυγα μόνη μου. Κι ό,τι άφησα το άφησα με χαρά και αγάπη. Ήρθαν όλα καλά. Ήταν και δύσκολα και άσχημα. 

— Πάντως περάσατε πολύ φτωχικά παιδικά χρόνια, δεν μεγαλώσατε σε αστικό σπίτι με γαλλικά, πιάνο, μπαλέτο. 
Δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν σχολές μπαλέτου! Γεννήθηκα στον Πειραιά, στη Λεύκα, δίπλα στην Κοκκινιά. Συνοικίες φτωχές, εμείς σαν παιδιά παίζαμε στον δρόμο. Ο μπαμπάς μου πέθανε δυστυχώς πολύ νέος, το ’40, από καρκίνο στο κεφάλι. Δεν θέλω να τα θυμάμαι, πολλά πράγματα τα άφησα πίσω. 

— Είχατε αδέλφια;
Ναι, έξι, η μαμά μου είχε παντρευτεί δύο φορές. Από τον πατέρα μου είχε τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Ήμουν η μικρότερη, σκεφτείτε ότι η διαφορά μου μαζί τους ήταν τέτοια που ο μεγαλύτερος θα μπορούσε να είναι και πατέρας μου.

Σάσα Ντάριο Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Πώς ανακαλύψατε τον χορό; 
Μία φορά μικρή με πήγαν στο σινεμά να δω την Imperio Argentina να χορεύει τα σπανιόλικα. 

— Μεσουρανούσε προπολεμικά! Το θυμάστε ακόμα; 
Μου είχε κάνει εντύπωση. Μετά με πήρε η μεγάλη μου αδελφή και με πήγε σε ένα σινεμά Κυριακή μεσημέρι και θα ερχόταν η Σίρλεϊ Τεμπλ, που χόρευε σε ένα κινηματοθέατρο στην Αγιασοφιά, συνοικία του Πειραιά. Μου άρεσε πάντα ο χορός, δεν είχα δει τίποτα μέχρι τότε, αλλά μόλις άκουγα μουσική χόρευα. Έβλεπα τα τσιγγανάκια στους δρόμους και χόρευα κι εγώ και μου έλεγαν «τσιγγανάκι είσαι κι εσύ». Στο σχολείο με έβαζαν και χόρευα.

Μετά έγινε ο βομβαρδισμός στον Πειραιά και αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Πριν γίνει ο βομβαρδισμός, ο μπαμπάς μου μού είχε αγοράσει ένα βιολάκι. Πήγαινα στο ωδείο κοντά στο λιμάνι. Σε έναν βομβαρδισμό κάποιος συμμαθητής της αδελφής μου με άρπαξε από το χέρι να τρέξουμε να σωθούμε και το βιολάκι έφυγε από τα χέρια μου και το έχασα. Μπήκαμε σε ένα μαγαζί κάτω από τα τραπέζια. Στον μεγάλο βομβαρδισμό έπεσαν τα τζάμια στο κρεβάτι μου στα πόδια μου. Φύγαμε με τη μαμά μου για την Αθήνα και την πρώτη νύχτα κοιμηθήκαμε σε ένα σχολείο.

Κάποιοι φίλοι μάς παραχώρησαν ένα δωμάτιο στην οδό Αναξαγόρα κι από εκεί άρχισα να βλέπω κόσμο και την πόλη που δεν ήξερα. Ήμουν στα 16 και προσπαθούσα να δω τι μπορώ να κάνω σε αυτόν τον κόσμο. Μαθαίνω ότι γίνεται μια Ακαδημία Κινηματογράφου, Βελμύρας και Καραβίας, στη Θεμιστοκλέους, και πάω μήπως με πάρουν, και με πήρανε. Δεν θα πλήρωνα. Εκεί γνωρίζω τον Γεωργιάδη, τον σκηνοθέτη, τον Φίλιππο Φυλαχτό, τον Λευτέρη Γρηγορίου, αδελφό του Γρηγόρη, τον Μάριο Βαλιθρό, διευθυντή αργότερα στην ΕΡΤ. Έναν χρόνο με πολλά μαθήματα και μια μέρα εκεί που μιλούσα με μια κοπέλα που είχαμε γίνει φίλες μου λέει ότι έκανε μπαλέτο. «Υπάρχουν σχολές που κάνουν μπαλέτο;» ρώτησα, δεν ήξερα! Ναι, στη σχολή Μοριάνοφ. Πάω να την ψάξω, δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει. Ήταν στην Ακαδημίας, ακριβώς στο στενάκι της εκκλησίας. Πήγα και ρώτησα, ήταν 30 δραχμές το μήνα. 

— Ήταν πολλά τότε 30 δραχμές; 
Για μας που δεν είχαμε, ήταν πολλά. Πήγα στη μαμά μου, της τα λέω. Καλά, θα τα βρούμε. Πάω λοιπόν και γράφομαι και κάνω για 3 μήνες, ανά 3 μαθήματα τη βδομάδα, 36 μαθήματα. Άρεσα του δασκάλου, με πρόσεχε, αλλά τα λεφτά τελειώνανε. Η μαμά μου είχε ξοδέψει 90 δραχμές. Ακούω ότι κάνει εξετάσεις η Λυρική Σκηνή. Το λέω στον Μοριάνοφ και μου λέει «έχεις ταλέντο, αλλά δεν μπορείς να δώσεις εξετάσεις, θα δώσει η κόρη μου που κάνει μαθήματα 15 χρόνια κι άλλα παιδιά που κάνουν 10 χρόνια». «Δεν πειράζει, κάντε μου μια χορογραφία», του λέω. «Όχι ακόμα, έχεις ταλέντο, αλλά είναι νωρίς» μου απαντάει.

Με βλέπει η ανιψιά του να κλαίω, η Σόνια Μοράνοβα, και μου λέει ότι θα μου έκανε εκείνη μία, και μου κάνει μια εύκολη χορογραφία, ένα πιτσικάτο. Πήγα στη Φειδίου στο Ωδείο που γινόντουσαν οι εξετάσεις, στην επιτροπή ήταν ο Μόρντο, ο Χέλμης, ο άντρας της Κοτοπούλη, η Λουκία Κωτσοπούλου και ο Άγγελος Γριμάνης. Ακούω τον Γριμάνη να λέει «αυτή θα την πάρουμε γιατί είναι νόστιμη». Η Κωτσοπούλου με ρώτησε αν θα κάνω πουέντ, αλλά εγώ ούτε ήξερα ακόμα να χορεύω με πουέντ ούτε είχα λεφτά να αγοράσω και είπα, με όλη μου την αφέλεια, ότι τις ξέχασα σπίτι μου. Αλλά δεν πας σε μια όπερα χωρίς πουέντ!

Σε 15 μέρες βγήκαν τα αποτελέσματα και εγώ ήμουν μέσα αλλά όχι η κόρη του Μοριάνοφ. Ο Γριμάνης είχε πάρει τις πιο νέες. Κι αλλάζει η ζωή μου. Δεν πληρώνω μαθήματα, ούτε παπούτσια και ρούχα, ήμουν βασίλισσα. Παίρνω 200 δραχμές, που για μένα ήταν πάρα πολλά λεφτά. Βλέπεις; Έχουν μείνει στη μνήμη μου τα πιο καλά κομμάτια της ζωής μου. Έδινα λεφτά στη μαμά μου και έτσι άρχισε η ζωή μου στη Λυρική Σκηνή. Εγώ πάντα έκανα σχέδια. 

Σάσα Ντάριο Facebook Twitter
Με χειροκρότησε ο Φρανκ Σινάτρα. Υπήρχε ένα κέντρο στο Κλισί, το Monseigneur, που το είχε μια Ελληνίδα γεννημένη στην Τήνο, η Καλλιόπη. Όποιος σπουδαίος πήγαινε Παρίσι έδινε το «παρών». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Πόσος καιρός χρειάστηκε για να συντονιστείτε με τις υπόλοιπες χορεύτριες; 
Ο σπουδαίος χορογράφος Γρυμάνης και δημιουργός του μπαλέτου της Λυρικής Σκηνής  έβλεπε ότι κάτι θα κάνω, του άρεσα πολύ. Στην αρχή στην πρώτη σειρά του μπαλέτου, και μετά όποιο μικρό σόλο υπήρχε το έδινε σε μένα. Βέβαια γινόταν μεγάλος πόλεμος από τις πρώτες χορεύτριες. Έκανα μαθήματα κάθε μέρα στη Λυρική. Το πρώτο μου σόλο ήταν στο «Ριγκολέτο». Με έντυσαν, μου έβαλαν μπουκλάκια, αλλά καθώς χόρευα αυτά έπεφταν.

Η μεγάλη μου επιτυχία ήταν στον «Βαφτιστικό». Φεύγει η Τατιάνα Βαρούτη το 1949 με υποτροφία στο Παρίσι κι έτσι χορεύω τα έργα της, και τον «Βαφτιστικό» βέβαια, το τσιγγάνικο σόλο, που ο Γριμάνης το έδωσε σε εμένα. Και αρχίζουν τα πράγματα να προχωράνε πολύ καλά. Παίξαμε «Ταρτούφο», μια ελληνική όπερα του Γιαγκάκη, υπήρχε κι εκεί ένα πολύ ωραίο μπαλέτο και χόρευε η Λιλή Μπερδέ με τον Γριμάνη. Αυτοί μπροστά και εγώ στο μπαλέτο πίσω.

Ένα βράδυ δεν ήρθε η Λιλή, πολύ ωραία γυναίκα και χορεύτρια, και μου είπε θα κάνεις εσύ το σόλο, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Έτσι άρχισα όλο και συχνότερα να παίρνω σόλο, και σιγά σιγά, μετά τη μεγάλη επιτυχία στον «Βαφτιστικό», έγινα σολίστ. Έτσι πέρασε ενάμισης χρόνος. Μέχρι που μου έγινε μια παρενόχληση.

Μια βραδιά στον «Βαφτιστικό» ο προσωπάρχης της Λυρικής μου είπε όταν τελειώσω, πριν φύγω, να περάσω από το γραφείο του. Σκέφτηκα κι εγώ ότι λόγω της επιτυχίας θα μου δώσει ένα συμβόλαιο σολίστ. Πήγα, εκείνα τα χρόνια δεν ξέραμε, άσχημα χρόνια για τις χορεύτριες, με το που τέλειωνα πήγαινα νωρίς σπίτι μου, με περίμενε η μαμά μου, άβγαλτη, ρωτάω τι θέλει κι εκείνος μου λέει «σ’ αυτά που θα σου πω δεν θα μου απαντήσεις τώρα, σε μία βδομάδα θα μου πεις είτε ότι τα δέχεσαι είτε ότι τα ξεχνάς». Κι αρχίζει να μου λέει ότι μπορεί να έχει εγγόνα σαν κι εμένα, αλλά έχει πάθει κάτι και δεν μπορεί να κοιμηθεί, ότι με σκέφτεται. Εμένα με έπιασε ζαλάδα γιατί στα 16 μας τα κορίτσια ήταν τότε πιο αγαθά από ό,τι είναι σήμερα. Τρόμαξα, ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος σαν παππούς μου, με γένια και μονόκλ, με το που τέλειωσε του είπα «μη σας κάνω να περιμένετε μια εβδομάδα, αυτά που μου λέτε τα ξέχασα». Φεύγω και περπατάω στον δρόμο με κλάματα. Είδα τη ζωή τι μπορεί να σου φέρει. Την επομένη δεν με χαιρέτησε.

Δεν το είπα ποτέ σε κανέναν, μόνο πριν από μερικά χρόνια στον Γιάννη Μέτση, τον χορευτή. Λένε οι κοπέλες που βγαίνουν σήμερα ότι αργούν να τα πουν. Δεν το είπα σε κανέναν και ποτέ. Μπορεί να μην με άγγιξε καν, αλλά ήμουν μικρή και ήταν και για μένα μια άσχημη εμπειρία. 

— Ήσασταν τυχερή, θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Μείνατε στη Λυρική; 
Μου λέει ο Γριμάνης, γίνεται ο μεγαλύτερος θίασος που έγινε ποτέ μετά τον πόλεμο και φεύγει περιοδεία Αλεξάνδρεια, Κύπρο, Κωνσταντινούπολη. Με μεγάλα ονόματα, Άννα Καλουτά, Ρένα Ντορ, Κωνσταντάρας, με τον Μουζενίδη σκηνοθέτη, και θα έπαιρναν τον Γριμάνη. Κι εκείνος τους είπε ότι ήθελε μαζί του εμενά, τη μικρή Πρωτοναρίου, για παρτενέρ. Μου λέει «μεθαύριο χορεύουμε “Κάρμεν” και θα έρθει να μας δει ο επιχειρηματίας της Αιγύπτου, ο Αθανασόπουλος, μαζί με τον Κρίτα». Έπρεπε να με εγκρίνουν.

Με είδαν, με πήρανε και είπα είναι καιρός να ανοίξω κι εγώ τα φτερά μου. Χορεύαμε 18 ντουέτα, μέχρι και στο σπίτι του Κοντ Αζίζι ντε Σάαμπ, ανθρώπου του Φαρούκ. Τεχνική δεν είχα, χόρευα με την ψυχή μου. Βλέπεις έχασα 10 χρόνια, όταν τα παιδιά αρχίζουν στα 6, εγώ άργησα να ξεκινήσω. 

Σάσα Ντάριο Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Μυθικές εποχές, η Αλεξάνδρεια ειδικά είχε παροικία ισχυρή και πλούσια. 
Βέβαια. Καθίσαμε τρεις μήνες στην Αλεξάνδρεια. Όλους τους πρωταγωνιστές μας καλούσαν οι πλούσιοι στα σπίτια τους. Πήγα στο σπίτι του Μπενάκη, αλλά και άλλων. Εκεί έμαθα να ζω, να κάθομαι στα μεγάλα τραπέζια, πού ήξερα από αυτά στην Αθήνα; Τότε οι πρωταγωνιστές είχαν και μια τιμητική βραδιά δική τους, όπου χόρευα κι εγώ σε αυτές. Έκανα κι εγώ την τιμητική μου, αλλά η δική μου έγινε στο «Μοχάμεντ Άλι», το μεγάλο θέατρο της Αλεξάνδρειας. Κέρδιζα πολλά λεφτά, αλλά μου τα έκρυβε ο Κρίτας. Στην Κύπρο πάλι τιμητική δική μου.

Πάμε Κωνσταντινούπολη άλλους δύο μήνες και μαζευτήκανε πια λεφτά. Τι θα τα έκανα; Να τα πάρω και να γυρίσω στην Ελλάδα και να αγοράσω ένα σπίτι που δεν είχαμε ή, όπως έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρή ότι μια μέρα θα με έστελνε στο Παρίσι να σπουδάσω χορό, που το ήθελα από μικρή; Κάναμε μια συμφωνία με τον Κρίτα, ήθελα να σπουδάσω χορό στο Παρίσι και θα με βοηθούσε. Ποιος πήγαινε στο Παρίσι τότε ‘50-‘51; Πώς θα στείλουμε τα λεφτά; Ήταν πολύ δύσκολο. Δεν ήθελα να περάσω καθόλου από την Αθήνα, είχα τελειώσει με αυτό.

Ο Κρίτας ήξερε έναν κύριο Ναούμ στο ΥΠΕΞ που είχε έναν ξάδελφο χρηματιστή στη Γενεύη, ο οποίος είχε παντρευτεί τη Βάνα, την εγγονή της Κυβέλης, δηλαδή την κόρη της Μυράτ. Έτσι τα λεφτά πήγαν στην Ελβετία. Και φεύγω στο Παρίσι και προσγειώνομαι στο παλιό αεροδρόμιο στο Ορλί. Εκεί με βοήθησε μια Ελληνίδα, η Χριστίνα Σακελλαρίδη, πρόεδρος αργότερα των Ελλήνων Εξαγωγέων. Με έστειλε να μείνω σε ένα ξενοδοχείο στην Avenue Kleber και γράφτηκα σε σχολή χορού στην Place Clichy, στο νούμερο 5 της Rue de Douai. Εκεί δίδασκαν η Πρεομπραζένσκα, ο Λένσκι και η Νόρα, οι σπουδαιότεροι δάσκαλοι της Γαλλίας, και έδιναν καθημερινά το «παρών» τους τα πρώτα ονόματα του μπαλέτου της Οπερά.

Μια μέρα βλέπω την Αλίκη Βέμπο, αδελφή της Σοφίας, που είχε έρθει να κάνει μαθήματα ισπανικών χορών, και μου λέει «Μένεις στην Kleber; Υπάρχει ξενοδοχείο απέναντι από τη σχολή φθηνότερο και όλοι οι Έλληνες που έρχονται εκεί μένουν». Κι έτσι μετακόμισα εκεί, όπου πέρασα δύο ολόκληρα χρόνια. Είπα τα 10 χρόνια μαθημάτων να τα κάνω σε 2. 

— Να προλάβετε όλα όσα άλλοι μαθαίνουν από παιδιά.
Και ο Νουρέγιεφ μετά τα 16 του ξεκίνησε. Πήγαινα πρωί-βράδυ, 5 ώρες κάθε μέρα, κλασικό μπαλέτο αλλά και ισπανικό και μοντέρνο. Πλήρωνες στην είσοδο και έμπαινες να κάνεις το μάθημά σου, όποιος ήθελε έκανε μάθημα. Κατά τ’ άλλα, ζούσα μια ζωή μαζεμένη, τα λεφτά τα είχα διανείμει σε 5 φακέλους για το ξενοδοχείο, το φαγητό και τα μαθήματα. Είδα και πολύ όπερα, που με ωφέλησε πολύ. Μπολσόι και άλλα πολλά. Έραψα και τα κοστούμια μου για να τα πάρω μαζί μου στην Αθήνα.

— Διασημότητες της εποχής γνωρίσατε; 
Με χειροκρότησε ο Φρανκ Σινάτρα. Υπήρχε ένα κέντρο στο Κλισί, το Monseigneur, που το είχε μια Ελληνίδα γεννημένη στην Τήνο, η Καλλιόπη. Όποιος σπουδαίος πήγαινε Παρίσι έδινε το «παρών». Ένα βράδυ με πήγε ένας φίλος. Είχε δύο ορχήστρες, μια ελληνική και μια ξένη, και χόρεψα στην ελληνική. Με χειροκρότησαν και στο κοινό ήταν και ο Σινάτρα, ο οποίος πήγαινε στην Ισπανία να βρει την Άβα Γκάρντνερ και πέρασε από εκεί. 

Σάσα Ντάριο Facebook Twitter
Δεν παντρεύτηκα, αλλά είχα έναν σύντροφο με τον οποίο ήμουν 30 χρόνια και ήταν καταπληκτικός. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Σάσα Ντάριο Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Στα δύο χρόνια επιστρέψατε λοιπόν; 
Ναι, και κάνω ένα ρεσιτάλ με το πατρικό μου όνομα Πρωτοναρίου. Με ζητάει ο Μπουρνέλης και με κλείνει στο Ακροπόλ για το καλοκαίρι. Εκεί γνώρισα τον Αυλωνίτη, με τον οποίο έκανα και ταινίες. Έχω παίξει σε 6 ταινίες. Ήρθε και ένας χορευτής από τη Γαλλία, ο Λίμπερο, και κάναμε τα πρώτα γυμνά. Πήγα και στο χειμερινό έργο που ήταν και η Ειρήνη Παπά. Έκανα και δεύτερο ρεσιτάλ και τότε άλλαξα το όνομά μου σε Ντάριο γιατί ήθελα να κάνω καριέρα έξω.

Αλλά με καλούν στη Λυρική ως σολίστ με τον Γριμάνη, που ήθελε να βάζει μπαλέτο σε όλα, οπερέτα, όπερα, μιούζικαλ, κι έμεινα 30 χρόνια. Έκανα τα πάντα, από το «Kiss me Kate» μέχρι «Κάρμεν», «Ναμπούκο», «Αΐντα», πολλές βραδιές μπαλέτου και πολλές οπερέτες. Διηύθυνε ο Παρίδης και χόρευε ο Μέτσης. Μετά έγινα πρώτη χορεύτρια. Μου έδωσαν και τον τίτλο «assoluta», που δεν έχει ξαναδοθεί. Στις οπερέτες τραγουδήσαμε μαζί με τον Γιάννη Μέτση. 

— Η προσωπική σας ζωή; 
Υπέροχη. Δεν παντρεύτηκα, αλλά είχα έναν σύντροφο με τον οποίο ήμουν 30 χρόνια και ήταν καταπληκτικός. Ταξιδεύαμε πολύ, είχε τη δυνατότητα, το Παρίσι έγινε πια συνήθεια, κάθε δυο μήνες ήμουν εκεί. Δυστυχώς έφυγε. Πήγα και στην Αβησσυνία, ήταν φίλοι μου οι μεγαλύτεροι έμποροι. Έμεινα πολύ καιρό. Επίσης στην Αμερική ταξίδεψα πολλές φορές. 

— Είχατε φίλους στη Λυρική ή υπήρχε ανταγωνισμός;
Όχι, με αγαπούσαν όλοι. Η Έφη Ζαχαράτου ήταν καλή φίλη μου, ο Φέφερ, ο Γριμάνης, ο Μεταξόπουλος, που ήταν κλασικός χορευτής και χορέψαμε μαζί. 

— Πώς ήταν το επίπεδο του μπαλέτου εκείνα τα χρόνια; 
Ήταν πολύ καλό αλλά ήταν άλλο από τώρα. Τώρα είναι ακόμα πιο καλό, εμείς δεν είχαμε καν αίθουσα να κάνουμε μάθημα. 

— Οι χορευτές έχουν ημερομηνία λήξης, ωστόσο, σε κάποια ηλικία αποχωρούν. Το σώμα κουράζεται. 
Εγώ δεν το ένιωσα να κουράζεται, αλλά είπα ότι ήταν ώρα να φύγω. Αλλά άρχισα να κάνω οπερέτες, όπου έπαιζα κιόλας. Στο «Σπίτι των τριών κοριτσιών» του Σούμπερτ έκανα την Γκρίζι. Τραγουδούσα και έπαιζα.

— Και αποφασίσατε να φύγετε με την ευκαιρία του «Να η ευκαιρία»;
Είχα αρχίσει να κάνω όλο και λιγότερα. Έφυγα ικανοποιημένη.

Σάσα Ντάριο Facebook Twitter
Ωραία τα μοντέρνα, αλλά δεν με γεμίζουν, θέλω πιο ξεκάθαρο τον χορό. Δεν είναι η ψυχή μου τα μοντέρνα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Μεγάλη σχετικά. 
Ναι, ναι! Αλλά δεν μεγάλωνα. 

— Ποιες παραστάσεις σας θυμάστε ως τις πιο σημαντικές;
Στο Ηρώδειο που άνοιγε και έκλεινε η Λυρική. «Αΐντα», «Ναμπούκο», «Φάουστ». 

— Στο Ηρώδειο θα είδατε και τους σπουδαίους της τέχνης σας.
Βέβαια, Νουρέγιεφ, Φοντέιν, τους γνώρισα και από κοντά. 

— Εκείνα τα χρόνια ήταν συχνός επισκέπτης και ο Μπεζάρ με τα Μπαλέτα του 20ού αι. 
Μου άρεσε ο Μπεζάρ, αλλά το «Μπολερό» του το βρίσκω ξερό. Πολύ ωραίος ο Χόρχε Ντον που το χόρεψε. Εμένα μου έκανε ένα «Μπολερό» ο Γριμάνης σε ένα υπέροχο σκηνικό με ένα τραπέζι, σκαλίτσες που κατεβαίνουν, πιο ωραία χορογραφία από του Μπεζάρ. Είναι το μόνο έργο απ’ το οποίο δεν έχω φωτογραφίες. Τι είναι το «Μπολερό»; Μια γυναίκα-τσιγγάνα στην ταβέρνα που πηγαίνανε οι άντρες να τη δούνε. Ο Μπεζάρ το έκανε μοντέρνο, αλλά δεν είχε αυτή τη γλύκα με τους μεθυσμένους που πάνε στην ταβέρνα κι αυτή χορεύει. 

σασα νταριο
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Ιάσων Τριανταφυλλίδης, Σάσα Ντάριο: 36 Μαθήματα Χορού. Αναμνήσεις, εκδόσεις Άγρα

— Η Ελλάδα σάς γνώρισε όμως από την τηλεόραση όπου πάντα δίνατε την καλύτερη βαθμολογία στους διαγωνιζόμενους. 
Καλά έκανα. Όταν μου άρεσε κάτι, γιατί; 

— Ίσως παραήσασταν γενναιόδωρη. 
Νομίζω έτσι είμαι σαν άνθρωπος. Θέλω όταν μ’ αρέσει κάτι να το χαίρεται και ο άλλος. 

— Πώς ήταν όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού σε μια ζωή κάτω από τα φώτα; 
Πολύ καλά. Ευτυχώς. Έφυγα χορτασμένη. Χόρεψα, έπαιξα, τραγούδησα. 

— Δεν νιώσατε θλίψη;
Καθόλου. Είχα την τηλεόραση 10 χρόνια και άλλα 20 χρόνια σχολή χορού. Δεν πικράθηκα.  Ό,τι άφησα δεν το άφησα με πόνο. Δεν με αφήσαν τα πράγματα, έφυγα μόνη μου. Κι ό,τι άφησα το άφησα με χαρά και αγάπη. Ήρθαν όλα καλά. Ήταν και δύσκολα και άσχημα. 

— Ο σύγχρονος χορός πώς σας φαίνεται; 
Μ’ αρέσει αλλά θέλω και μπαλέτο, να μην το αφήνουμε, είναι η βάση. Πρέπει ο κόσμος να δει και μια «Λίμνη των Κύκνων». Κι ας κάνουν και τα άλλα. Ωραία τα μοντέρνα, αλλά δεν με γεμίζουν, θέλω πιο ξεκάθαρο τον χορό. Δεν είναι η ψυχή μου τα μοντέρνα. Είμαι λίγο παλιά, μου άρεσε ο Άλβιν Άιλι, που ήταν πιο κοντά μου. Σήμερα όλο κυλιούνται χάμω, εμείς είχαμε μάθει αλλιώς, τις πιρουέτες, τα tour en l air, τις ισορροπίες τις ωραίες, αυτό το χάμω δεν το μπορώ. Το μπαλέτο έχει ομορφιά. Αλλά αυτή είναι η εξέλιξη, εγώ έχω ζήσει άλλα.  

— Η ζωή σας πώς είναι σήμερα; 
Μια χαρά. Θέλω να βλέπω το πιο ωραίο κομμάτι στη ζωή, αν μπορώ. Οι δικοί μου όλοι έφυγαν. Μόνο οι φίλοι έμειναν. Εγώ τη ζωή μου την άρχισα με δυσκολίες, αλλά ευτυχώς υπήρξα τυχερή. Με αγάπησαν. Αυτό δεν είναι τύχη;  

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Το βιβλίο «Σάσα Ντάριο: 36 Μαθήματα Χορού. Αναμνήσεις» του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα. 

Θέατρο
0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η Ρίκα Διαλυνά στη συνέντευξη της ζωής της στο LIFO.gr

Οθόνες / Ρίκα Διαλυνά: «Με ενοχλεί που έχω μεγαλώσει, αλλά το αποδέχομαι. Μπορείς να είσαι ολόιδιος για μια ζωή ολόκληρη;»

Από τα Καλλιστεία, την Αμερική και τον Φελίνι, μέχρι τις ταινίες με τον Χατζηχρήστο και τις ζηλοτυπίες της Βουγιουκλάκη, η όμορφη, χαλαρή σταρ που έχει γενέθλια σήμερα, είχε εξομολογηθεί τα πάντα (τα πάντα όμως!) στον Αντώνη Μποσκοΐτη
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΪ́ΤΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Ο Στρίντμπεργκ και η «Ορέστεια» προσγειώνονται στον κόσμο της Λένας Κιτσοπούλου

Θέατρο / Η Μαντώ, ο Αισχύλος και ο Στρίντμπεργκ προσγειώνονται στον κόσμο της Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου της έργου όλοι αναποδογυρίζουν, συντρίβονται, μοντάρονται, αλλάζουν μορφές και λένε λόγια άλλων και τραγούδια της καψούρας. Ποιος θα επικρατήσει στο τέλος;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Οι Αθηναίοι / «Η εποχή μας δεν ανέχεται το λάθος»

Η ηθοποιός Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου θυμάται τα χρόνια του Θεάτρου Τέχνης, το πείραμα και τις επιτυχίες του Χυτηρίου, περιγράφει τι σημαίνει γι' αυτή το θεατρικό σανίδι και συλλογίζεται πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θωμάς Μοσχόπουλος

Θέατρο / «Άρχισα να βρίσκω αληθινή χαρά σε πράγματα για τα οποία πριν γκρίνιαζα»

Έπειτα από μια δύσκολη περίοδο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει τον δικό του «Γκοντό». Έχει επιλέξει μόνο νέους ηθοποιούς για το έργο, θέλει να διερευνήσει την επίδρασή του στους εφήβους, πραγματοποιώντας ανοιχτές πρόβες. Στο μεταξύ, κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αργυρώ Μποζώνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Θέατρο / Τι είναι για σένα το «Οξυγόνο»;

Ένα συναρπαστικό υβρίδιο θεάτρου, συναυλίας, πολιτικοκοινωνικού μανιφέστου και rave party, βασισμένο στο έργο του επικηρυγμένου στη Ρωσία δραματουργού Ιβάν Βιριπάγιεφ, ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και αποπειράται να δώσει απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

The Review / Υπάρχει το «για πάντα» σε μια σχέση;

Ο Αλέξανδρος Διακοσάββας και ο δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Γιώργος Βουδικλάρης μιλούν για την παράσταση «Ο Χορός των εραστών» της Στέγης, τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει το κείμενο του Τιάγκο Ροντρίγκες και τη χαρά τού να ανακαλύπτεις το next best thing στην τέχνη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Όπερα / Φανί Αρντάν: «Σκυλάκι δεν είμαι, προτιμώ να παραμείνω λύκος»

Πολυσχιδής και ανήσυχη, η Φανί Αρντάν δεν δίνει απλώς μια ωραία συνέντευξη αλλά ξαναζεί κομμάτια της ζωής και της καριέρας της, με αφορμή την όπερα «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που σκηνοθετεί για την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το «Κυανιούχο Κάλιο» είναι μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων 

Θέατρο / «Κυανιούχο Κάλιο»: Μια παράσταση για το ταμπού των αμβλώσεων στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά και στον δημοκρατικό κόσμο, η συζήτηση για το δικαίωμα της γυναίκας σε ασφαλή και αξιοπρεπή ιατρική διακοπή κύησης παραμένει τρομακτικά επίκαιρη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

Θέατρο / Τενεσί Ουίλιαμς: Ο ποιητής των χαμένων ψυχών

«Εκείνο που με σπρώχνει να δημιουργώ θεατρικούς χαρακτήρες είναι ο έρωτας», έλεγε ο Ουίλιαμς, που πίστευε ότι ο πόθος «είναι κάτι που κατακλύζει πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που μπορεί να καλύψει ένας άνθρωπος». Σε αυτόν τον πόθο έχει συνοψίσει τη φυγή και την ποίηση, τον χρόνο, τη ζωή και τον θάνατο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ