Ακριβώς είκοσι χρόνια πριν, μια ταινία έκανε τέτοια αίσθηση μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που ήταν σαν να προκαλούσε την επανεκκίνηση του ελληνικού κινηματογράφου. Το καταιγιστικό, αποκαλυπτικό, απροκάλυπτα ωμό «Σπιρτόκουτο» ενθουσίασε, ενόχλησε, δεν άφησε κανέναν αδιάφορο.
Σήμερα θεωρείται καλτ, ο δημιουργός του Γιάννης Οικονομίδης έχει αποκτήσει το δικό του μεγάλο κοινό, έχει κάνει έκτοτε τέσσερις αξιόλογες ταινίες, ενώ οι ηθοποιοί του συχνά ταυτίζονται με τις στυλιστικές του ιδιαιτερότητες: ακατάσχετο βρίσιμο χωρίς όρια, άγρια επιθετικότητα, αλλόκοτη αντικοινωνικότητα.
Όλοι οι πρωταγωνιστές του μας είναι αναγνωρίσιμοι και αγαπητοί. Ένας μόνο, που είχε ξεχωρίσει και πολλοί είχαν δείξει το ενδιαφέρον τους για εκείνον, ο Σταύρος Γιαγκούλης, ο γιος του Ερρίκου Λίτση στην πρώτη εκείνη ταινία-γροθιά, ο Λουκάς της ιστορίας, ήταν εξαφανισμένος για πάρα πολλά χρόνια. Δικαιολογημένα, καθώς είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα. Τώρα πια έχει επιστρέψει και με την αφορμή της επαναπροβολής της ταινίας ήρθε η ώρα να συστηθεί εκ νέου στο κοινό.
Γνωριστήκαμε μετά από επιμονή του Οικονομίδη. Πέρασε λίγος καιρός μέχρι να αποφασίσει να μιλήσει, αλλά το πρώτο που μου είπε πριν ξεκινήσει η συνέντευξη ήταν: «Για να επιστρέφει ξανά και ξανά, σημαίνει ότι η ταινία έχει μια ιστορική και κοινωνική βάση πολύ ισχυρή και με όλα αυτά τα κοσμοϊστορικά που συμβαίνουν γύρω μας παραμένει επίκαιρη. Είναι φοβερό!».
Γεννημένος στη Γερμανία και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε σκανταλιάρικο και μάλλον υπερευφάνταστο και ευαίσθητο παιδί, που από πολύ νωρίς φάνηκε η καλλιτεχνικη του φλέβα, αφού σκάρωνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στις οποίες έκανε μιμήσεις, χόρευε και τραγουδούσε. «Το βασικό μου παιχνίδι ήταν να οργανώνω με τις ώρες τα μικρά μου σόου, από φυσική ροπή για έκφραση, ένστικτο και βέβαια, πάνω από όλα, από διάθεση για παιχνίδι. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου αυτό έκανα», λέει.
Οι πρόβες για το «Σπιρτόκουτο» ήταν κυρίως αυτοσχεδιαστικές, με απόλυτη ελευθερία, στο πλαίσιο ενός σκηνοθετικού σχεδίου. Οι διάλογοι χτίστηκαν από τον Οικονομίδη, ο οποίος πάντα αναζητά έναν ακραίο ρεαλισμό, σε συνεργασία με τους ηθοποιούς. Ο Λουκάς, ο γιος της οικογένειας, έχει έντονη επιθετικότητα προς όλους γύρω του.
Το θέατρο το ανακάλυψε στην εφηβεία, όταν άρχισε να παρακολουθεί τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ και κυρίως της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης. «Υπήρξε για μένα, τώρα το αντιλαμβάνομαι, ο σπόρος. Η Σκηνή αποτέλεσε πνευματική φωλιά για νέους ανθρώπους, και θυμάμαι να συγκινούμαι βαθιά με τα κείμενα και τα έργα, δηλαδή τη γενεσιουργό δύναμη της θεατρικής πράξης. Είχα ανατριχιάσει και ακόμα ανατριχιάζω που το σκέφτομαι» επισημαίνει.
Μετά την επιστροφή του από τη Βοστώνη των ΗΠΑ, όπου παρακολούθησε θρησκευτικές σπουδές, σεμινάρια υποκριτικής και σκηνοθεσίας στο Art Harvard, έδωσε εξετάσεις στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου και πέρασε πρώτος, κερδίζοντας και μια υποτροφία. Μετά από 2,5 χρόνια κατεβαίνει στην Αθήνα για να παρακολουθήσει παραστάσεις και μία από αυτές τον κάνει να αποφασίσει να παρατήσει τη σχολή, στερώντας από τον εαυτό του μια σίγουρη καριέρα ως ηθοποιός του ΚΘΒΕ.
«Η δραματολόγος μας, κυρία Βαφειάδου, μας είχε μιλήσει για το θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή και του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Πήγα και είδα τον “Ρομαντισμό”, την αποχαιρετιστήρια παράσταση στο Στούντιο Ιλίσια με πρωταγωνίστρια την Αμαλία Μουτούση και έπαθα ένα πολιτιστικό σοκ. Θα μπορούσα να μιλάω ώρες για αυτό το γεγονός. Είπα, εγώ αυτό θέλω να κάνω.
Άνοιγε τότε η σχολή του Εμπρός για δεύτερη φορά και πήρα αστραπιαία την απόφαση να μείνω εδώ και να δουλέψω. Έτσι, άρχισα από το μηδέν άλλα τέσσερα χρόνια. Με τον αείμνηστο Τάσο Μπαντή, τον Δημήτρη Καταλειφό, τη Ράνια Οικονομίδου και την Αμαλία Μουτούση, αγαπημένη μου δασκάλα, όπως και η άλλη αγαπημένη μου στην κίνηση, η Μαίρη Τσούτη. Ξαφνικά η Αθήνα έγινε πεδίο δράσης για να αναπτυχθώ ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης και να ξεφύγω από τον στενό κύκλο της Θεσσαλονίκης, που ούτως ή άλλως με έπνιγε.
Πολύ σύντομα η επιθυμία μου να κάνω κάτι σαν αυτό που είχα δει στο Στούντιο Ιλίσια έγινε πραγματικότητα, πριν καν αποφοιτήσω. Έπαιξα σε παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, του πιο πρωτοποριακού σκηνοθέτη της Ελλάδας, που έγινε ο μέντοράς μου. Είναι ένας άνθρωπος πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου. Συμμετείχα στον “Αγαμέμνονα” με τον Μπλέιν Ρέινινγκερ στον ομώνυμο ρόλο και ηθοποιούς όπως η Ρούλα Πατεράκη, η Μισέλ Βάλεϊ, ο Θέμης Πάνου, η Ιωάννα Τσιριγκούλη, η Θεοδώρα Τζήμου, η Αριέττα Μουτούση, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης και άλλους. Κάναμε και περιοδεία στη Βενεζουέλα, στη Γεωργία, στη Ζυρίχη. Όλο αυτό αποτέλεσε μεγάλο σχολείο. Μαζί με την εμπειρία μου από το θέατρο στο εξωτερικό, αυτό ήταν που με διαμόρφωσε στο μετέπειτα.
Πριν από αυτό, το 1998, έκανα μια μεγάλη περιοδεία και έπαιξα στην Επίδαυρο με τον αείμνηστο Δημήτρη Παπαμιχαήλ και σκηνοθέτη τον Σταύρο Τσακίρη, ως τραγουδιστής στον Χορό. Ήταν απλώς μια δουλειά, αλλά βρέθηκα δίπλα σε ηθοποιούς της παλιότερης γενιάς, ανθρώπους της τηλεόρασης, από τους οποίους έμαθα πράγματα πιο πολύ συμπεριφοράς και όχι τόσο θεατρικά».
Με το που παίρνει το πτυχίο του από το Εμπρός πηγαίνει στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και δουλεύει με τον Θέμη Μουμουλίδη και τον Γεράσιμο Γεννατά στον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Γκολντόνι. Εκείνο ακριβώς τον καιρό ο Γιάννης Οικονομίδης έψαχνε ηθοποιούς για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Είχε ήδη επιλέξει την Αγγελική Παπούλια και της είχε πει ότι ψάχνει νέους άντρες ηθοποιούς. Φίλη του Σταύρου από τη σχολή, εκείνη ήταν που τους έφερε πρώτη σε επαφή. Η παράσταση της Πάτρας ήρθε στην Αθήνα, στο Θέατρο Πορεία, και ο Οικονομίδης πήγε και είδε τον υποψήφιο ηθοποιό του. Στο τέλος της βραδιάς του έδωσε να διαβάσει τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ. Ο Σταύρος είχε πάρει τον ρόλο του Λουκά.
Οι πρόβες για το «Σπιρτόκουτο» ήταν κυρίως αυτοσχεδιαστικές, με απόλυτη ελευθερία, στο πλαίσιο ενός σκηνοθετικού σχεδίου. Οι διάλογοι χτίστηκαν από τον Οικονομίδη, ο οποίος πάντα αναζητά έναν ακραίο ρεαλισμό, σε συνεργασία με τους ηθοποιούς. Ο Λουκάς, ο γιος της οικογένειας, έχει έντονη επιθετικότητα προς όλους γύρω του.
Ο Σταύρος λέει για εκείνον: «Ήταν ένα “κωλόπαιδο”, φαλλοκρατικό σκουλήκι, χαρακτηριστικός τύπος που ο στόχος του ήταν να πάρει αυτό που ήθελε ξεσπώντας κυρίως στον υπάλληλο του πατέρα, τον Βαγγέλη, που έπαιζε ο Γιάννης Βουλγαράκης. Πολύ μπινελίκι. Ήμουν όμως πολύ καλά προετοιμασμένος, είχα στο μυαλό μου το περίγραμμα του χαρακτήρα, άλλωστε είχαμε κάνει πολλές πρόβες, και όταν φτάσαμε στο γύρισμα και μπήκαμε στον σκηνικό χώρο, στο δωμάτιο, στη σκάλα που κατεβαίνει, στο μπάνιο, είμαστε έτοιμοι. Ο Γιάννης ερχόταν και έδινε τις τελικές οδηγίες και τις διορθώσεις και αυτό που καταγραφόταν είχε ροή. Ποτέ δεν κόβαμε για να αλλάξει κλίμα ή να κάνουμε διάλειμμα. Έτσι το έζησα, δεν βγήκα ποτέ για να ξαναμπώ. Οι σκηνές πήγαιναν σερί».
Η πλοκή ξεχειλίζει από μίσος και οργή. Ρωτάω τον Σταύρο σε ποιον βαθμό τον εξέφραζε. Μου λέει: «Απόλυτα, γι’αυτό άλλωστε και βγήκε καλά ο χαρακτήρας. Όλο είναι αυθεντικό. Σε αυτού του είδους την ταινία δεν μπορείς να υποκριθείς τίποτα, να κρύψεις κάτι. Δεν είχα ένα κοντινό να δείξω τα συναισθήματα του χαρακτήρα, εκτός από μια σκηνή που βγαίνω από το μπάνιο. Βαράει την πόρτα ο Λίτσης και λέω “Τι έγινε;’”.
Ο Λουκάς είναι αγρίμι. Είναι ο διάδοχος του πατριάρχη και πατέρα του. Είναι ο επόμενος πατριάρχης. Είναι καθαρά πατριαρχική ταινία. Πατάει επάνω στον “Πατέρα” του Στρίντμπεργκ και βλέπεις το δράμα και την τραγωδία του πατέρα. Στο “Σπιρτόκουτο” βλέπεις πώς παίρνει το σκήπτρο το επόμενο αρσενικό της οικογένειας. Ο Λουκάς μετατρέπει όλο αυτό το αρχηγηλίκι σε εξουσία ενάντια στον πατέρα του, αλλά πρωταρχικά ενάντια στον άνθρωπο που δουλεύει για τον πατέρα του, το παίζει ήδη αφεντικό. Είναι από τα πράγματα τα οποία δυστυχώς δεν έχουν εκλείψει ακόμα. Είναι και ο λόγος που κάνει την ταινία επίκαιρη».
Μετά από είκοσι χρόνια θα τη λέγαμε και κλασική, συμπληρώνω, και συνεχίζει: «Ναι, φυσικά! Κι αυτή η αποξένωση μέσα στην ταινία και η έλλειψη διαφυγής. Όλοι οι χαρακτήρες είναι συγκλονιστικά μόνοι και παραμένουν μόνοι. Παρεμπιπτόντως, τι καταπληκτικό κάστινγκ! Εκρήγνυνται πραγματικά σαν σπίρτα μέσα στο σπιρτόκουτο. Το μόνο που απομένει είναι να γίνει μια έκρηξη, να κάψει τους τοίχους και τη βεράντα, να κάψει τον Κορυδαλλό. Θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον, το έχω πει αυτό στον Γιάννη, να βλέπαμε τη μετεξέλιξη αυτών των χαρακτήρων σε μια δεύτερη ταινία. Έδειξε ενθουσιασμό αλλά δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό».
Ο Σταύρος είδε πρώτη φορά την ταινία στην πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θυμάται: «Είναι φοβερό να βλέπεις τον εαυτό σου σαν δεύτερο πρόσωπο, απ’ έξω. Δεν είναι όπως στο θέατρο, που παίζεις και φεύγεις. Δεν βλέπεις τι έχεις κάνει. Όταν το παίξιμό σου αποτυπώνεται πάνω στο πανί, θέλεις να κάνεις εμετό. Έτσι ένιωσα ακούγοντας και μόνο τη φωνή μου. Αρχικά, γιατί αργότερα το ξεπέρασα. Αλλά έχω διαπιστώσει ότι κάθε φορά που βλέπω την ταινία, έχω ξεπεράσει ότι έχω αποτυπωθεί εγώ εκεί, βλέπω τον χαρακτήρα και όλη την ταινία.
Έχω εκφράσει την ευγνωμοσύνη μου στον Γιάννη. Το αισθάνομαι τώρα, κάθε φορά που το βλέπω. Είναι τόσο βαθιά πληγωτική, γιατί είναι μια ταινία η οποία έχει καταγράψει τη βαθιά πληγή μιας κοινωνίας που παραμένει ανοιχτή. Χειροτερεύει και δεν βλέπουμε καμία προσπάθεια από κανέναν, ούτε στο θέατρο, ούτε στο σινεμά, ούτε στην πολιτική, ούτε στον κοινωνικό ιστό, για να απαλυνθεί. Οι καλλιτέχνες αποκαλύπτουν αυτές τις πληγές, ευτυχώς, για να μπορέσουν οι κοινωνίες να αντεπεξέλθουν στα προβλήματά τους μέσα από την τέχνη. Η τέχνη είναι εκεί για να κρούει τον κώδωνα και όχι για να χαϊδεύει αυτιά και συνειδήσεις.
Για μένα η τέχνη είναι μια βαθιά πολιτική πράξη. Και κάθε φορά που βλέπω την ταινία λέω, να, γι’ αυτό ακόμα απασχολεί. Όταν γελάς βλέποντας το “Σπιρτόκουτο”, γελάς με νεύρο, με θλίψη, πίσω από το χαμόγελο υπάρχει ένας λυγμός, ότι, γαμώτο, έτσι είναι! Είναι σαν να βλέπεις έναν κανίβαλο να τρώει έναν άνθρωπο, να αναγνωρίζεις ότι είναι άνθρωποι και να δέχεσαι ότι, εφόσον είναι κανίβαλος, άρα θα τον φάει. Δεν κάνεις τίποτα, γιατί παραλύεις από την πραγματικότητα».
Ρωτάω τι θυμάται από τις αντιδράσεις του κοινού τότε. Λέει: «Ο κόσμος κυρίως ενθουσιάστηκε. Επιτέλους καταγραφόταν κάτι το οποίο δεν τολμούσε κανένας να δείξει. Μάλιστα, με έναν τρόπο τόσο ρεαλιστικό που δεν ήταν ξεκάθαρο αν ήταν αυτοσχεδιασμός με μία κάμερα που κρατούσε κάποιος ή αν ήταν πραγματικά ένα σενάριο.
Αυτή ήταν η μεγάλη ορμή της ταινίας, η οποία παραμένει ακόμα και έχει γίνει καλτ. Εγώ με το “Σπιρτόκουτο” τότε δεν είχα καταλάβει τι είχε γίνει. Νομίζω κανείς δεν είχε καταλάβει ότι αυτό που κάναμε θα έμενε 20 χρόνια εκεί και τώρα θα επιστρέφαμε να το ξαναδούμε. Κανείς, ούτε ο Γιάννης φαντάζομαι ότι το ήξερε. Η ιστορία το δείχνει αυτό».
Μετά την ταινία, πέρασε από ακρόαση για τον Γιάννη Κακλέα και έπαιξε τον Τσαρλς στο μιούζικαλ «Μάλα» με την Άννα Βίσση. «Διατήρησα μέσα μου την ψυχή ενός παιδιού που παίζει. Ήμουν ένας καλλιτέχνης που πάνω από όλα θέλει να εκφραστεί και πήγαινα όπου ένιωθα καλά. Γιατί ήμουν και παραμένω πολύ κακός στις δημόσιες σχέσεις. Δεν έχω εγώ στομάχι για θέατρα. Μετά τη “Μάλα” έκανα δύο χρόνια παιδικά στο Εθνικό γιατί μάζευα λεφτά για να φύγω στο Βερολίνο».
Στο Βερολίνο δημιούργησε τη δική του ομάδα που ονόμασε Open System, προσφέροντας στον εαυτό του την ελευθερία να κάνει παραστάσεις με ανθρώπους που δεν είχαν ελληνική καταγωγή, Γερμανούς, Ιταλούς, Γάλλους. Σκηνοθέτησε δύο παραστάσεις τις οποίες παρουσίασε σε διάφορα φεστιβάλ.
«Μετουσιώθηκε όλη μου η εμπειρία από το θέατρο του Μιχαήλ, τον οποίο συνάντησα όταν ήρθε με τον Δημήτρη Καμαρωτό να κάνουν μία παράσταση στην Volksbühne. Απέκτησα τεράστια εμπειρία παρακολουθώντας και συμμετέχοντας σε θεατρικές παραστάσεις και παραστάσεις σύγχρονου χορού, ενώ παράλληλα έκανα συναυλίες με ελληνικό ρεπερτόριο για χαρτζιλίκι. Έπαιζα κρουστά σε μια βραζιλιάνικη μπάντα, τραγουδούσα και έκανα σόου σε μαγαζιά, street performance, και άλλα πολλά.
Πρόλαβα τα απόνερα του παλιού Βερολίνου, είχε ακόμα το πανκ και το ρετρό, τη μυρωδιά και τη γεύση του βίντατζ. Μάλιστα, το πρώτο μου διαμέρισμα ήταν επάνω από εκείνο που είχε ζήσει ο Ντέιβιντ Μπόουι με τον Ίγκι Ποπ. Τα έφαγα με το κουτάλι. Συναυλίες, μαγαζιά, άπειρες παραστάσεις στη Schaubühne και το Berliner Ensemble, τη Volksbühne. Έμεινα συνολικά 10 χρόνια. Συνάντησα και τον Γιάννη Οικονομίδη στην Μπερλινάλε, όταν ήρθε με το “Μικρό Ψάρι”. Καθόμασταν στην ίδια σειρά στην προβολή της ταινίας και δεν τον είχα προσέξει. Όταν βρέθηκε μπροστά μου, χάρηκε πολύ που με ξαναέβλεπε μετά από τόσα πολλά χρόνια».
Η επιστροφή για τον Σταύρο σηματοδοτήθηκε από μια τεράστια περιπέτεια υγείας που προκάλεσε τη μείωση της όρασής του. «Συνέβη κάτι τόσο σοβαρό που μου τάραξε τα νερά και μου άλλαξε την κοσμοαντίληψη. Νομίζω ότι ήταν πολύ σημαντική η περιπέτειά μου για την εξέλιξή μου και την ωριμότητά μου ως ανθρώπου. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια παλινδρομήσεων, είμαι τώρα πολύ κοντά στο να ολοκληρώσω το πιο αγαπημένο έργο της ζωής μου. Το λέω με συγκίνηση γιατί έχει να κάνει και με την περιπέτεια της υγείας μου. Ένα κείμενο ετερο-βιογραφικό, με μουσική που εξελίσσεται μέσα από ένα λιμπρέτο».
Βλέπει εξέλιξη στο θέατρο που άφησε πίσω του και σε αυτό που βρήκε με το που επέστρεψε; Εξηγεί: «Νιώθω ότι δεν έχει κανένα νόημα πια η κριτική, όχι ότι είχε ποτέ, μόνο όπως την ορίζει ο Ρίλκε ως “το κριτικό πνεύμα”. Από τότε που ήμουν μαθητής μέχρι και σήμερα, με την πορεία που πήρε μετά το θέατρο, με ιδιωτικές παραστάσεις, την ξεφτίλα του Εθνικού, όλα όσα έχουν συμβεί πολιτικά και κοσμοϊστορικά, αυτό που εμένα μου λείπει είναι η συγκίνηση.
Αυτό που έχω να πω είναι ότι θεωρώ τον εαυτό μου υπερβολικά τυχερό που βρέθηκα στο ξεκίνημά μου στο επίκεντρο της πρωτοπορίας, στο θέατρο με τον σπουδαίο σκεπτόμενο σκηνοθέτη Μιχαήλ Μαρμαρινό, και στο σινεμά με έναν άνθρωπο που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, τον Γιάννη Οικονομίδη.
Αυτήν τη στιγμή θέλω να εκφράσω την αγάπη μου και τον θαυμασμό μου αλλά και τον μεγάλο μου ενθουσιασμό για έναν άνθρωπο που είναι ρηξικέλευθος στα ελληνικά πράγματα και ακούει στο όνομα Ευριπίδης Λασκαρίδης. Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, αλλά αυτό που κάνει μου θυμίζει τον Σταύρο όταν ήταν παιδί και έκανε όνειρα χωρίς όρια, εκφράζοντας την ψυχούλα ενός παιδιού. Και αυτός ο άνθρωπος και καλλιτέχνης εκφράζει μεγάλη μερίδα ανθρώπων σαν και εμένα και άλλων που δεν έχουν σχέση με το θέατρο και κολάνε με αυτό που κάνει γιατί επιτέλους βλέποντας τις παραστάσεις του αναπνέουμε καλλιτεχνικά. Μέσα σε αυτήν τη “θεατρίλα” που μας έχει κατσικωθεί, αυτό που κάνει ο Ευριπίδης ελπίζω να βρει επιγόνους, εμένα μου δίνει φτερά και για τη δική μου παράσταση.
Το 2023 επιτέλους θα είναι η χρονιά που θα συμβεί αυτό που ετοιμάζω 18-20 χρόνια. Είμαι ενθουσιασμένος γιατί αισθάνομαι ότι είναι η χρονική στιγμή οι καλλιτέχνες να γίνουμε πολιτικά όντα και να απαιτήσουμε πολιτειακή υποστήριξη. Ποτέ δεν είχαν οι καλλιτέχνες καμία μέριμνα από την πολιτεία. Είναι η ώρα να συμβεί. Όπως λέει και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, “Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε/όμως ξεχάσατε πώς ήμουν σπόρος”».
Η ταινία «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη επαναπροβάλεται στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 8/8.