Ένα περιστρεφόμενο σύνολο κτιρίων που μετατρέπεται σε ιατρείο, δωμάτιο, φυλακή και στρατόπεδο. Ή μήπως είναι ένας μεταφυσικός λαβύρινθος; Ή μια Lego βασανιστική κατασκευή; Μια μήτρα; Ή o εγκέφαλος ενός μικροαστού σαν τον Βότσεκ, που χάνεται σε δαιδαλώδεις διαδρομές, αλλά κάποια στιγμή αποτινάσσει το βάρος της κοινωνίας; Μέσα σε ένα αριστουργηματικό, πολυπρισματικό σκηνικό ο κορυφαίος Γάλλος σκηνοθέτης Ολιβιέ Πι, διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν και σπουδαία προσωπικότητα του σύγχρονου γαλλικού πολιτισμού, στήνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή το αφήγημά του πάνω στη συγκλονιστική περιπέτεια του Βότσεκ, του Άλμπαν Μπεργκ. Η ιστορία (βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό του Γκ. Μπίχνερ) πάνω στην οποία βαδίζει έχει για πρωταγωνιστή έναν μετριοπαθή μικροαστό και για φόντο τη ρουτίνα των στρατιωτών, τη σκληρότητα μιας πολεμικής περιόδου, την κοινωνική εκμετάλλευση, τον περιστασιακό σαδισμό, τη βία που ασκείται στους αδύναμους, την καθημερινότητα χωρίς ίχνος ωραιοποίησης.
Τον ρόλο του απελπισμένου μικροαστού στρατιώτη Βότσεκ που σκοτώνει τη γυναίκα του Μαρί (στον ρόλο θα ακούσουμε τη διακεκριμένη Γερμανίδα υψίφωνο Ναντίνε Λένερ) επειδή έχει εραστή ερμηνεύει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ενώ την ορχήστρα διευθύνει ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος. «Ο Βότσεκ υπήρξε μεγάλο απωθημένο. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα τον τραγουδήσω, γιατί στα νιάτα μου θεωρούσα πως απαιτεί πιο άγριες, έντονες φωνές. Από μια ηλικία και μετά δεν σε νοιάζει και να αποτύχεις, γιατί δεν έχεις τίποτα να αποδείξεις. Σε κάθε περίπτωση, νιώθω πως έχουμε πολλά κοινά στοιχεία: έχει εσωτερικές σκέψεις που δεν μοιράζεται, καταφεύγει παρηγορητικά στη θρησκεία κι έχει εκρήξεις για τις οποίες, ώρες ώρες, τον ζηλεύω» λέει ο πολυβραβευμένος και έμπειρος βαρύτονος για την πρώτη του αναμέτρηση με τον ρόλο ‒ συμπτωματικά είναι και το πρώτο ανέβασμα του έργου στην 80χρονη ιστορία της ΕΛΣ.
Οι άνθρωποι πλέον δεν σχετίζονται με την επαφή, την αφή, το άμεσο συναίσθημα. Βγαίνουν και είναι παλαβωμένοι με τα κινητά. Άρα, στη σχέση με τον απέναντι τοποθετούν μια οθόνη.
Η σύνθεση της όπερας ξεκίνησε πριν από το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (ολοκληρώθηκε μετά το τέλος του) και η εμπειρία του πολέμου μέσα από τη θητεία του Μπεργκ στον αυστροουγγρικό στρατό πότισε τη σύνθεση του Βότσεκ. «Υπάρχει κάτι από μένα σε αυτόν τον χαρακτήρα, καθώς πέρασα αυτά τα χρόνια του πολέμου εξίσου εξαρτώμενος από ανθρώπους που μισώ. Ήμουν αλυσοδεμένος, άρρωστος. Αιχμάλωτος, παραιτημένος, ταπεινωμένος» έγραφε στη γυναίκα του το 1918.
Επτά χρόνια μετά, το έργο έκανε θριαμβευτική παγκόσμια πρεμιέρα στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου και μέχρι σήμερα δεν παύει να επιβεβαιώνει όσους θεωρούν ότι άλλαξε τα δεδομένα στην όπερα, καθώς ασχολήθηκε με ένα θέμα (με μεταφυσικές και ψυχολογικές προεκτάσεις) το οποίο μέχρι τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί στη σκηνή ενός λυρικού θεάτρου.
— Γιατί είναι αριστούργημα ο Βότσεκ;
Αριστούργημα είναι κάθε έργο που έρχεται την ιδανική στιγμή για τον συνθέτη και την κοινωνία του κι έτσι βρίσκει δίοδο και προτείνει μια σύνδεση της δημιουργίας με την εποχή. Στον Βότσεκ οι σκηνές έχουν τόση συναισθηματική ένταση, που κάθε συλλαβή είναι μια μάχη, μια μπουνιά. Μπορεί το έργο να διαρκεί μιάμιση, ώρα αλλά στο τέλος φεύγεις από τη σκηνή σαν δαρμένος. Η σκηνοθεσία του Ολιβιέ Πι θέλει όλη αυτή την αγριότητα του κειμένου χορογραφημένη μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας.
— Ξεκινά διαφορετικά μια συνεργασία όταν υπάρχει μεγάλη εκτίμηση στο σκηνοθέτη;
Όταν μελετάς έναν ρόλο και ψάχνεις να μπεις μέσα του, σου αποκαλύπτονται πράγματα. Έτσι, όταν φτάνεις στην πρόβα, έχεις μια σχετικά διαμορφωμένη εικόνα. Ευτύχημα είναι η πρότασή σου να ταιριάζει με τη διάθεση του σκηνοθέτη. Δυστύχημα είναι να επιμένει ο σκηνοθέτης σε κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι έχεις στο μυαλό σου. Στο ατύχημα συμπεριφερόμαστε με μια συγκαταβατικότητα... Στο δυστύχημα, αποσύρεσαι.
— Γιατί να έχει ο τραγουδιστής λόγο στη σκηνοθετική άποψη; Δεν είναι αλλουνού χωράφια;
Με συγχωρείτε, αλλά, αν είναι έτσι, ας πάρει μαριονέτες να του κάνουν τη δουλειά. Στην όπερα τα έργα ανήκουν, πρώτα απ' όλα, στον συνθέτη. Δεν θα δεχτώ ποτέ έναν σκηνοθέτη που θέλει να καταστρέψει το έργο του Χέντελ ή του Βέρντι, διότι το ζητούμενο είναι να βρούμε μαζί τους κοινούς τόπους. Στον Ολιβιέ Πι, για παράδειγμα, βλέπεις την ιδιοφυΐα ενός ανθρώπου που στήνει έναν υπέροχο χώρο για να αναπτυχθεί η όπερα. Πίσω από κάθε του σκέψη ανιχνεύεις την αγάπη και τη συνέπεια. Μπορώ, λοιπόν, σε αυτόν τον άνθρωπο να πω όχι, ακόμα κι αν μου ζητήσει να ξεγυμνωθώ; ‒ γιατί υπάρχει μια τέτοια σκηνή στο Βότσεκ; Όχι, γιατί ακούμε με τον ίδιο τρόπο τη μουσική.
— Δεν παραμένει στάσιμο ένα είδος όταν αναπαράγεται διαρκώς με τον ίδιο τρόπο;
Όχι, γιατί το συναίσθημα δεν επηρεάζεται από την επανάληψη. Η αγκαλιά, το ερωτικό χάδι, το άγγιγμα, το φιλί, μπορούν να σε συγκινήσουν προερχόμενα από πολλούς ανθρώπους. Δεν χρειάζεται να σε προσεγγίσει ο καθένας με άλλον βηματισμό, να φορά διαφορετικό χρώμα καπέλο ή να κάνει διαφορετικές χειρονομίες. Δεν είναι ο τρόπος ο μόνος δρόμος προς το συναίσθημα, γιατί στην όπερα ο φορέας της συγκίνησης είναι κυρίως η μουσική. Αυτό που συμβαίνει με τους μοντέρνους σκηνοθέτες είναι ότι ακολουθούν τις προσταγές των σύγχρονων κοινωνιών. Οι άνθρωποι πλέον δεν σχετίζονται με την επαφή, την αφή, το άμεσο συναίσθημα. Βγαίνουν και είναι παλαβωμένοι με τα κινητά. Άρα, στη σχέση με τον απέναντι τοποθετούν μια οθόνη. Αυτό κάνει και ο σκηνοθέτης, που θέλει να μεσολαβήσει στην προσωπική σχέση του κοινού με την όπερα: τοποθετεί ανάμεσά μας την άποψή του, θεωρώντας ότι μπορεί να ερμηνεύσει και να κάνει πιο ελκυστική αυτή την επαφή.
— Πάμε στον ήρωα που ερμηνεύετε. Μπορεί ακόμα κι ένας μετριοπαθής άνθρωπος να σκοτώσει;
Αυτή είναι η γοητεία του έργου: μετατρέπει σε ήρωα έναν απολύτως ουδέτερο και άχρωμο άνθρωπο. Ο Βότσεκ είναι μίζερος, καθόλου θαρραλέος, κάνει τη δουλειά του, ακουμπάει στην εκκλησία κι αγαπά μια γυναίκα που δεν μπορεί να παντρευτεί γιατί δεν έχει χρήματα. Υπάρχει μια συγκλονιστική φράση στο λιμπρέτο που τον περιγράφει, όταν λέει στον λοχαγό: «Μη μου το κάνετε αυτό. Μην παίζετε μαζί μου, εγώ είμαι ένας φτωχοδιάβολος. Αν υπάρχει κάτι στο οποίο μπορώ να ακουμπήσω, είναι αυτή η γυναίκα».
— Ποια υλικά χρειάζονται για να αλλάξει κανείς τη μοίρα του;
Για να επανακαθορίσεις τη μοίρα σου χρειάζεται, καταρχάς, να συνειδητοποιήσεις ποια είναι και ποια θα ήθελες να είναι. Έπειτα, το βασικό είναι η πίστη ότι μπορείς να το κάνεις. Όταν φτάνεις στο σημείο να εμπιστευτείς τον εαυτό σου, τότε εκείνος βρίσκει τη δύναμη. Η δυσκολία στη συνέχεια είναι πώς θα καταφέρεις να προστατευτείς και να απαντήσεις σε όσους επιμένουν ότι δεν μπορείς. Η κοινωνία είναι έτσι φτιαγμένη που όλοι θέλουν να μας μικραίνουν. Η βεβαιότητα που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά είναι ότι δεν μπορούμε. Πάρτε, για παράδειγμα, τη σχολική εκπαίδευση: ο δάσκαλος υπογραμμίζει τα λάθη και επικεντρώνεται σε αυτό που δεν κάνουμε σωστά. Κανείς δεν θα σου ότι μέσα στα πολλά λάθη έχεις κάνει και δύο σωστά πράγματα.
— Μοιάζει να σας έχει πονέσει η απόρριψη.
Φυσικά. Όσο καιρό προσπαθούσα με διάφορους δασκάλους να διορθώσω αυτό που δεν έβγαινε, δεν προχωρούσαν τα πράγματα. Μέχρι που βρέθηκα με έναν Ιταλό καθηγητή, ο οποίος, αντί να μου επισημαίνει τα λάθη, μου έλεγε να κρατώ τα σωστά και με πότιζε αυτοπεποίθηση. Και σήμερα έχω την πολυτέλεια να ζω αυτό το μαγικό: να ανεβαίνω στη σκηνή και να γίνομαι λίγο ο Μάκβεθ, ο Βότσεκ, ο Ιάγος στον Οθέλο. Δεν είναι εύκολες αυτές οι μάχες. Εμένα με έσωσε η εσωτερική πίστη ότι σχετίζομαι με την τέχνη μου με έναν τρόπο πολύ προσωπικό. Πολλές φορές, στην αρχή της καριέρας μου μού είπαν: «Παιδί μου, δεν κάνεις για τραγουδιστής», γιατί αυτό που άκουγαν στη φωνή μου δεν τους ήταν αρκετό για να το συνδέσουν με την εξέλιξη. Ακόμα και ο μπαμπάς μου, που είχε υπάρξει διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όταν στα 17 απέτυχα να μπω στη Φιλοσοφική Αθήνας και του είπα ότι θα γίνω λυρικός τραγουδιστής, αντέδρασε τρομερά, λέγοντας: «Δεν έχεις φωνή». Εγώ πράγματι δεν ήξερα τότε αν όντως είχα φωνή, αλλά ήξερα ότι δεν γινόταν να μην τραγουδάω. Η πίστη ότι «θα το κάνω ό,τι και να λέτε» είναι καμιά φορά χρησιμότερη απ' οποιοδήποτε ταλέντο. Και να φανταστείτε πως μετά τον πατέρα μου ακολούθησαν κι άλλοι, από τους οποίους άκουγα συχνά τη φράση: «Παιδί μου, μην κοιτάς τον Μάκβεθ ή τον Βότσεκ. Δεν πρόκειται ποτέ να τους τραγουδήσεις...».
ΒΟΤΣΕΚ
Άλμπαν Μπεργκ
Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Πι
Σκηνικά-κοστούμια: Πιερ-Αντρέ Βάιτς
Φωτισμοί: Μπερτράν Κιγί
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου
Διανομή:
Βότσεκ: Τάσης Χριστογιαννόπουλος
Αρχιτυμπανιστής: Πίτερ Γουέντ
Αντρές: Βασίλης Καβάγιας
Λοχαγός: Πίτερ Χόερ
Γιατρός: Γιάννης Γιαννίσης
Παραγιός Α': Βαγγέλης Μανιάτης
Παραγιός Β': Μιχάλης Ψύρρας
Τρελός: Παναγιώτης Πρίφτης
Μαρί: Ναντίνε Λένερ
Μαργκρέτ: Μαργαρίτα Συγγενιώτου
Στρατιώτης: Χρήστος Λάζος
Με την ορχήστρα, τη χορωδία και την παιδική χορωδία της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής.
19, 23, 26, 31/1-2/2
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Κύκλος «20ός αιώνας» / Πρώτη παρουσίαση από την ΕΛΣ
Ώρα έναρξης: 20:00 (Κυριακές: 18:30)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO