Οι δύο πόρτες παραμένουν εκεί όπου ήταν πάντα. Η μία είναι η κεντρική είσοδος και η άλλη οδηγεί στο μπαρ του θεάτρου κατά τη διάρκεια του διαλείμματος. Το κοινό θα μπαίνει από την παραδοσιακή είσοδο, μόνο που για να βρει τη θέση του, θα διασχίζει μέρος του σκηνικού· τα καθίσματα βρίσκονται πια εκεί όπου για δεκαετίες βρισκόταν η σκηνή. Ένας μηχανισμός έχει συμπυκνώσει τις δύο αντικριστές σειρές καθισμάτων, ενώ αυτές του κεντρικού τμήματος έχουν τοποθετηθεί απέναντι από το παλιό. Οι κολόνες που οριοθετούσαν τη σκηνή τώρα είναι μέρος του σκηνικού –ένας πελώριος διάδρομος απ’ άκρη σ’ άκρη του χώρου– της νέας παράστασης της ομάδας του Στάθη Λιβαθινού «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ.
Η σταθερή συνεργάτιδα του σκηνοθέτη, σκηνογράφος Ελένη Μανωλοπούλου, η οποία είχε συνεργαστεί και με τον αείμνηστο Λευτέρη Βογιατζή, δημιουργό του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, εξηγεί: «Είναι ένας μηχανισμός που είχε εγκαταστήσει ο Λευτέρης με την τελευταία ανακαίνιση του θεάτρου. Ήταν κάτι που το ήθελε πολύ γιατί τον ενοχλούσε που αυτό το θέατρο τον περιόριζε τόσο· τον έπνιγε πολύ συχνά αυτός ο χώρος. Όλο χτίζαμε και γκρεμίζαμε, εγώ είχα σκάψει την τάφρο και είχα προσθέσει πόρτες. Δεν ξέρω πώς σκεφτόταν να το χρησιμοποιήσει, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε. Από τη στιγμή, λοιπόν, που υπήρχε η δυνατότητα και θέλαμε να κάνουμε αυτό το έργο, σκεφτήκαμε “γιατί να μην το δοκιμάσουμε;”. Νομίζω ότι λειτουργεί πολύ ωραία· ήταν μια έκπληξη για εμάς, αλλά θα είναι και για το κοινό γενικότερα. Με πήραν συνεργάτες του Λευτέρη και μου είπαν “μπράβο, κάνεις το όνειρό του πραγματικότητα”».
Πρόκειται για μια τραγική φάρσα με όλη τη σημασία της λέξης, για τις πιο αστείες τραγωδίες που έχω ακούσει και διαβάσει ποτέ. Οι περιπέτειες των σύγχρονων ανθρώπων το κάνει πολύ αναγνωρίσιμο.
Πράγματι, τη βραδιά της γενικής πρόβας ήταν μια ευχάριστη έκπληξη και ανανέωση για όσους παρευρεθήκαμε στον χώρο αυτόν που μας έχει χαρίσει αμέτρητες συγκινήσεις στο παρελθόν και συνδέεται με αξιομνημόνευτες παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή. Έτσι είναι σαν να ξεκινάει μια νέα περίοδος για το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, σαν να ανανεώνει το συμβόλαιό του με την παλιότερη γενιά θεατρόφιλων και να συστήνεται σε μια νεότερη. Για την ομάδα του Λιβαθινού, η οποία αποτελείται από ηθοποιούς που ξεκίνησαν μαζί του από την Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου και τον έχουν ακολουθήσει μέχρι εδώ, αλλά και για τους πολύ νέους που εντάχθηκαν πρόσφατα σε αυτήν είναι η τρίτη παράσταση σε αυτόν τον χώρο, μετά το «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Γκριμπογιέντοφ και το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς» του Ντέμπλιν.
Το έργο του Τομ Στόπαρντ, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1966 στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, είναι από τα εμβληματικότερα του σύγχρονου βρετανικού θεάτρου και από τα επιδραστικότερα της γενιάς του ’60.
Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, δάνεια από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ (όπου είναι δεύτεροι ρόλοι), ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν, παιδικοί φίλοι του πρίγκιπα, καλούνται από τον προδότη και σφετεριστή βασιλιά Κλαύδιο να μάθουν τον λόγο που ο Άμλετ φέρεται παράξενα. Στην πραγματικότητα, όμως, αποστολή τους είναι να τον φέρουν στην Αγγλία μαζί με μια επιστολή που απευθύνεται στον βασιλιά και ζητάει την άμεση εκτέλεσή του. Ο Άμλετ αντικαθιστά το γράμμα με ένα άλλο, ζητώντας τη δική τους εκτέλεση. Τραγικοκωμωδία, μπουρλέσκ φάρσα, υπαρξιακό δράμα, υποδόρια πολιτική σάτιρα με γλυκόπικρο φινάλε, αποτέλεσε ένα από τα έργα που καθόρισαν το μεταπολεμικό αγγλικό θέατρο της γενιάς της αμφισβήτησης, καθιερώνοντας τον συγγραφέα ως έναν από τους σημαντικότερους, δίπλα σε δραματουργούς όπως ο Χάρολντ Πίντερ και ο Σάμιουελ Μπέκετ.
Στην Ελλάδα ανέβηκε πρώτη φορά από τη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Λάμπρου Κωστόπουλου με τους Νικηφόρο Νανέρη και Χρίστο Πολίτη στους ομώνυμους ρόλους, αλλά ο Μίνως Βολανάκης το επανάφερε τη δεύτερη περίοδό του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ το 1988, σε δική του μετάφραση και συνυπογράφοντας τη σκηνοθεσία με τον Γιώργο Βούρο. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ήταν ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης και ο Αίαντας Μανθόπουλος (εναλλάξ με Κώστα Μπερικόπουλο). Την ίδια μετάφραση χρησιμοποιεί και ο Στάθης Λιβαθινός, ανεβάζοντας αυτό το έργο που γνωρίζει πάρα πολύ καλά – ήταν η πτυχιακή του ως σπουδαστή σκηνοθεσίας το 1990 στο Θέατρο Μαγιακόβσκι της Μόσχας.
Θυμάται: «Το 1985, που το πρότεινα πρώτη φορά, μου είπαν ότι θα μας πάνε όλους μαζί φυλακή. Το 1990, που πια ανέβηκε κανονικά, ήταν επί Γκορμπατσόφ, και πλέον όλα είχαν επιτραπεί. Ήταν ένα δείγμα της γκλάσνοστ. Το κοινό ανατρίχιαζε με αυτά που άκουγε, έναν καινούργιο συγγραφέα, θέατρο του παραλόγου. Πάνω απ’ όλα, χρησιμοποιούσα μετάφραση του Μπρότσκι, ο οποίος ήταν απαγορευμένος. Όλα αυτά συνέπιπταν με το κύμα καινούργιων έργων που είχαν πια επιτραπεί και το κοινό δίψαγε να ακούσει κάτι διαφορετικό. Η συγκεκριμένη παράσταση αποτέλεσε τεράστια επιτυχία, παιζόταν μέχρι το 2001.
Ήταν στουντιακή, κι ας παίχτηκε στο Θέατρο Μαγιακόβσκι. Είχε πολλές διαφορές, καταρχάς πολύ διαφορετικούς ηθοποιούς, με τους οποίους μας ένωνε μια έντονη αίσθηση συνωμοσίας· με τους περισσότερους είχαμε σπουδάσει μαζί και ήταν μια τρομερά ενδιαφέρουσα κοινωνικώς συγκυρία. Εγώ είχα τον ρόλο του Γκίλντενστερν».
— Δεν γνώριζαν καθόλου τον Στόπαρντ;
Ήταν τελείως άγνωστος. Πρόκειται για μια τραγική φάρσα με όλη τη σημασία της λέξης, για τις πιο αστείες τραγωδίες που έχω ακούσει και διαβάσει ποτέ. Οι περιπέτειες των σύγχρονων ανθρώπων το κάνει πολύ αναγνωρίσιμο. Ο Στόπαρντ είναι ένας Εγγλέζος Γκόγκολ που ασχολείται με τις ιστορίες δυο ανθρωπίσκων. Τη μετάφραση μου τη βρήκε ένας καθηγητής μου, καθώς ο νομπελίστας Μπρόντσκι ήταν καταζητούμενος, φυσικά απαγορευμένος στη Σοβιετική Ένωση, ζούσε στην Αμερική και ταίριαζε πάρα πολύ με τον παραλογισμό της τότε σοβιετικής πραγματικότητας. Όταν οι ήρωες έλεγαν «πού πάμε;», «ποια κατεύθυνση μας έδωσαν;», «πού βρισκόμαστε;», μπλεγμένοι στα φοβερά γρανάζια της Ελσινόρης, όλοι καταλάβαιναν πολύ καλά γιατί ο Μπρόντσκι επέλεξε να μεταφράσει αυτό το έργο.
— Γιατί το επαναλαμβάνετε τώρα;
Πολλές φορές είπα να το κάνω. Για έναν μυστήριο λόγο ωρίμασαν οι ηθοποιοί μου που κάνουν τους βασικούς ρόλους και ένιωσα ότι είχε έρθει η στιγμή και για μένα, και καλλιτεχνικά και κοινωνικά, να το ξαναδώ το έργο. Βρήκα τη μετάφραση του Βολανάκη, και νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο που ένας τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης ασχολήθηκε με αυτό.
— Συνδεόταν με το βρετανικό θέατρο και οπωσδήποτε ο Στόπαρντ υπήρξε από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του.
Ακριβώς, είναι ένας «ανιψιός» του Μπέκετ με αυτό το ιδιαίτερα δηκτικό τραγικό χιούμορ που διαθέτει. Είναι μια εντελώς καινούργια φόρμα για εμάς. Δεν έχουμε ξαναδοκιμάσει ποτέ τέτοιο έργο ως ομάδα. Είναι από τα πιο σύγχρονα έργα που έχω κάνει.
— Ωστόσο είναι έργο σχεδόν 60 ετών.
Ο δραματουργός του ζει ακόμα. Κατάφερε με αυτό το έργο να επηρεάσει πολύ τη δραματουργία της εποχής του. Έχει τρεις κόσμους το έργο αυτό: ο ένας είναι ο κόσμος αυτών των δύο μικρών κυρίων, των δύο τζέντλεμαν, μετά ο κόσμος της Ελσινόρης, που είναι η εξουσία, και τέλος ο κόσμος του θεάτρου. Έχει έναν από τους δυσκολότερους και ωραιότερους ρόλους που έχουν γραφτεί τον 20ό αιώνα, αυτόν του θεατρίνου που έρχεται με δύο ηθοποιούς, που το έχουν γυρίσει από το θέατρο στη σωματεμπορία. Σαν να έχει ξεπέσει το θέατρο, αν και επιβιώνει πάντα με κάθε τρόπο.
Η σκηνογραφία αποτελείται από έναν διάδρομο-πασαρέλα που συμβολίζει τον δρόμο και συνδυάζει τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται δύο άνθρωποι που παίζουν μια αλληγορία, γιατί όλο το έργο μια αλληγορία είναι. Στη δεύτερη πράξη βρίσκονται στο παλάτι, όπου συνδιαλέγονται με την εξουσία και την παραεξουσία ταυτόχρονα. Στην τρίτη πράξη, πια, είναι επάνω σε ένα κατάστρωμα, ταξιδεύοντας προς τον θάνατο, όπως και στον «Άμλετ». Ο Στόπαρντ έχει δανειστεί μια σειρά από στοιχεία του κλασικού έργου του Σαίξπηρ, όλα όσα χρειαζόταν για να φτιάξει την αλληγορία δυο μικρών ανθρώπων μπροστά σε μια τεράστια μηχανή εξουσίας.
Η παράσταση, που περιέχει όσο χιούμορ επιτρέπει ο συγγραφέας του έργου, είναι ένα συνεχές πηγαινέλα σε αυτόν τον πελώριο διάδρομο της εξουσίας και της μετάβασης σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Συγκράτησα μια ατάκα του Γκίλντενστερν όταν συνειδητοποιεί ότι το καράβι επάνω στο οποίο βρίσκονται τους οδηγεί στο θάνατο: «Και στο κάτω-κάτω της γραφής, τι είναι ο θάνατος; Όπως πολύ φιλοσοφικά είπε ο Σωκράτης, αφού δεν ξέρουμε, μπορεί να είναι και κάτι πολύ ευχάριστο».
Η ομάδα του Στάθη Λιβαθινού μεγαλώνει και ωριμάζει, λειτουργώντας ως ένα από τα λίγα θεατρικά ανσάμπλ στην Αθήνα που τον ακολουθεί εδώ και χρόνια. Σε αυτό το νέο εγχείρημα αναγνωρίζει κανείς τους παλιότερους ηθοποιούς αυτής της ομάδας, τους Βασίλη Ανδρέου και Νίκο Καρδώνη, που κρατάνε τους κεντρικούς ρόλους, τον Άρη Τρουπάκη, που κάνει τον εξαιρετικό ρόλο του θεατρίνου, τη Μαρία Σαββίδου, που κάνει τη Γερτρούδη, και τον Γιώργο Δάμπαση, που κάνει τον Απολλώνιο. Αλλά υπάρχει και η υπέροχη νέα γενιά που αποτελείται από τον Στάθη Κόικα, που κρατάει τον ρόλο του Άμλετ, τους Πάρη Αλεξανδρόπουλο και Φοίβο Μαρκιανό στον ρόλο των απολαυστικών θεατρίνων, την Πολυξένη Παπακωνσταντίνου στον ρόλο της Οφηλίας και τον Δημήτρη Φιλιππίδη ως Κλαύδιο. Συνολικά 10 ηθοποιοί σε υπερδιέγερση για 100 λεπτά υπό την υπόκρουση μιας μικρής ορχήστρας που βρίσκεται επίσης επί σκηνής.