Κάποτε, όταν ο Λόρενς Ολίβιε ρωτήθηκε για τον ρόλο του βασιλιά Λιρ, είπε: «Ειλικρινά, ο Λιρ είναι εύκολος ρόλος... Είναι όπως όλοι μας στην πραγματικότητα: είναι απλώς ένας ηλίθιος γεροξεκούτης».
Η εικόνα του γέροντα που έχουμε φανταστεί βλέποντας ή διαβάζοντας το έργο που για πολλούς αποτελεί το κορυφαίο δημιούργημα του Σαίξπηρ μετατοπίστηκε και αυτή μέσα στα χρόνια. Ήδη στη Μεγάλη Βρετανία αυτή η αντίληψη είχε αλλάξει από όταν ο Πίτερ Μπρουκ παρουσίασε το 1962 τη δική του εκδοχή, με τον σαραντάχρονο τότε Πολ Σκόφιλντ σε μια ιστορική προσέγγιση και ερμηνεία του ρόλου. Συμπωματικά, την ίδια ηλικία είχε και ο Ρίτσαρντ Μπέρμπατζ, ένας από τους πιο διάσημους ηθοποιούς του Globe Theatre και της εποχής του, στην πρώτη καταγεγραμμένη παράσταση το 1606.
Ο βασιλιάς Λιρ είναι ο ρόλος που σηματοδότησε την επιστροφή της Γκλέντα Τζάκσον στο θέατρο μετά από ένα διάλειμμα 25 ετών. «Κατά έναν παράξενο τρόπο, η ερμηνεία της Τζάκσον ξεπερνά τα όρια του φύλου» έγραψε ο «Guardian» για το ατρόμητο, μη γραμμικό πορτρέτο της μεταβλητότητας του γήρατος που έπλασε στη θριαμβευτική της εμφάνιση σε έναν εμβληματικό ρόλο, ο οποίος υπήρξε το κύκνειο άσμα της σπουδαίας Βρετανίδας ηθοποιού. «Η Τζάκσον, όπως και όλοι οι καλύτεροι Λιρ, κινείται μεταξύ τρέλας και λογικής, θυμού και τρυφερότητας, φωνητικής δύναμης και σωματικής αδυναμίας», έγραψαν οι εφημερίδες, μιλώντας για μια παράσταση που θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη των θεατών.
Η αληθινή δύναμη που κινεί το έργο είναι ο πόνος, γράφει ο Μπλουμ. «Η οδύνη μας δεν απαλύνεται ούτε από το γεγονός ότι πεθαίνουν οι κακοί. Ο Σαίξπηρ δεν μας αφήνει εναλλακτική. Ο πόνος είναι μονόδρομος γιατί ο Λιρ, με όλη την εκρηκτική, παρότι ολοένα φθίνουσα ζωτικότητά του, αποτελεί μια αστείρευτη πηγή πάθους από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, εκτός, βέβαια, αν αρχίσουμε να τον ερμηνεύουμε μνησίκακα, με ιδεολογικές προκαταλήψεις».
Η ιστορία του βασιλιά Λιρ είναι αθάνατη και από τα δημοφιλέστερα έργα του Σαίξπηρ. Είναι εμπνευσμένη όχι από κάποιον ηγεμόνα της εποχής του, αλλά από τον μύθο ενός αρχαίου βασιλιά, του Λιρ της Βρετανίας, ο οποίος λέγεται ότι έζησε γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ. Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι πρότυπο για τις δοκιμασίες του Λιρ είναι τα πάθη του Ιώβ. Ο Χάρολντ Μπλουμ υποψιάζεται ότι άλλη βιβλική μορφή είχε κατά νου ο Σαίξπηρ, τον βασιλιά Σολομώντα, τον ηλικιωμένο, σοφό –πλην εξημμένο– μονάρχη στο τέλος της βασιλείας του και πως πιθανόν να διάβαζαν στον μικρό Σαίξπηρ αποσπάσματα από την Επισκοπική Βίβλο.
Στις πολυτάραχες ιστορίες ηγεμόνων του πρώιμου Μεσαίωνα πρωταγωνιστούν οι μεγάλες αντιθέσεις μέσα σε ένα τοπίο βίας και αιματοχυσίας όπου ο θρύλος ανταγωνίζεται την ιστορία, ο πόλεμος την ειρήνη, ο καθαρός λόγος το παράλογο, το φως το σκοτάδι, η ευγένεια τη βαρβαρότητα, η αγάπη το μίσος. Σε αυτό τον πλούσιο, πρόσφορο καμβά ο Σαίξπηρ πλάθει τη δική του ιστορία, με σκοτεινούς, περίπλοκους χαρακτήρες που τους βάζει να περιπλανιούνται σε έναν κόσμο που μέχρι σήμερα έχει αλλάξει ελάχιστα. Μετά από τέσσερις και πλέον αιώνες, το σκληρό παραμύθι του έχει τα ίδια υλικά σαν να ξαναγράφεται σήμερα. Ο πλούτος και η εξουσία, το πάθος της νεότητας και ο παραλογισμός των γερόντων, η αγάπη και τα ανταλλάγματά της, η προδοσία της λογικής. Τα ζητήματα της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, η φθορά, τα γηρατειά και ο θάνατος στο ποιητικό αυτό αριστούργημα δεν παύουν να έχουν μια τολμηρή επικαιρότητα, αφού και η εποχή μας, μια εποχή συγκρούσεων και διαρκών ανακατατάξεων, δοκιμάζεται στα ίδια διαχρονικά και αξεπέραστα ζητήματα που απασχολούν το ανθρώπινο γένος και την αινιγματική φύση του, αιωνίως, υπογραμμίζοντας την τραγική του μηδαμινότητα.
Ο Χάρολντ Μπλουμ θεωρεί ότι οποιαδήποτε απόπειρα σχολιασμού του Λιρ αποδεικνύεται ατελέσφορη γιατί μοιάζει να εκτείνεται σε αμέτρητους τομείς ξεπερνώντας κάθε λογοτεχνικό όριο, ότι ορίζει την αρχή και το τέλος της φύσης και της μοίρας των ανθρώπων και συγκαταλέγει το έργο ανάμεσα σε εκείνα που συγκροτούν ένα είδος «κοσμικής διαθήκης».
Ένα από τα σκοτεινότερα, τα πιο ανήσυχα και ανησυχητικά έργα που γράφτηκαν ποτέ για το θέατρο χαρακτηρίζει ο μεταφραστής Διονύσης Καψάλης το έργο, τονίζοντας το δέος που προξενεί το τεράστιο δραματικό του φάσμα. «Στις σκηνές του, που διαδραματίζονται σε κλειστά δωμάτια ή στο ύπαιθρο, σε αίθουσες ανακτόρων ή στην καλύβα ενός ερημότοπου, διαβαίνουν βασιλείς και ζητιάνοι, άρχοντες και υπηρέτες, γνωστικοί και τρελοί, ιππότες, στρατιώτες, αυλικοί και κατάσκοποι, ενώ τα συναισθήματα που προκαλεί κυμαίνονται, κάποτε με αιφνίδιες και βίαιες εναλλαγές, από την άδολη αγάπη ως το πιο αδιάλλακτο μίσος, από την καλοσύνη και την τρυφερότητα ως την πιο άγρια ψυχική και σωματική βία, από το ερωτικό πάθος ως την αποστροφή, από την οργή και τη φονική σύγκρουση ως τη γλυκύτερη καταλλαγή», γράφει.
Η αληθινή δύναμη που κινεί το έργο είναι ο πόνος, γράφει ο Μπλουμ. «Η οδύνη μας δεν απαλύνεται ούτε από το γεγονός ότι πεθαίνουν οι κακοί. Ο Σαίξπηρ δεν μας αφήνει εναλλακτική. Ο πόνος είναι μονόδρομος γιατί ο Λιρ, με όλη την εκρηκτική, παρότι ολοένα φθίνουσα ζωτικότητά του, αποτελεί μια αστείρευτη πηγή πάθους από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, εκτός, βέβαια, αν αρχίσουμε να τον ερμηνεύουμε μνησίκακα, με ιδεολογικές προκαταλήψεις».
Στην ιστορία του Σαίξπηρ, ο βασιλιάς Λιρ, γηραιός, πεισματάρης και χολερικός, που πιστεύει ότι η δικαιοσύνη, η τάξη και η βασιλεία είναι απλώς κολακευτικά ονόματα για την ωμή, κτηνώδη εξουσία, ζητά από τις τρεις κόρες του να αποδείξουν το βάθος της αγάπης που τρέφουν προς αυτόν, προκειμένου να τους μοιράσει το βασίλειό του.
Θα κερδίσει αυτή που θα τον πείσει για το μέγεθος της αγάπης της, κάτι που πράττουν η Γκόνεριλ και η Ρίγκαν αλλά αρνείται να πράξει η Κορντίλια, η οποία αποκληρώνεται και εκδιώκεται από το βασίλειο από τον θυμωμένο πατέρα της και παντρεύεται τον βασιλιά της Γαλλίας.
Έχοντας δώσει τα μερίδια στις κόρες του, ο Λιρ προτείνει να μείνει εναλλάξ μαζί τους. Του φέρονται με αδιανόητη σκληρότητα και περιφρόνηση και ο Λιρ φεύγει μέσα στην καταιγίδα και περιπλανιέται, μη μπορώντας να πιστέψει ότι οι αγαπημένες του κόρες τον προδίδουν και τον θεωρούν ανόητο γέρο, πράγμα που τον οδηγεί στην τρέλα.
Η Κορντίλια ξεκινά να συναντήσει τον πατέρα της, αλλά συλλαμβάνονται αφού στη σύγκρουση γαλλικών και αγγλικών στρατευμάτων οι Γάλλοι έχουν χάσει τη μάχη. Εν τω μεταξύ οι δυο αδερφές της ανταγωνίζονται σε σκληρότητα και μίσος, η Γκόνεριλ δηλητηριάζει τη Ρίγκαν ενώ αργότερα και η ίδια αυτοκτονεί, με όλα τα σχέδιά της ματαιωμένα. Η Κορντίλια εκτελείται και ο Λιρ ξεψυχά από τον πόνο και τις δοκιμασίες, με τη νεκρή κόρη του στην αγκαλιά του. Παράλληλα, η μακάβρια ιστορία του Γκλόστερ, του Έντγκαρ και του Έντμουντ συμπληρώνει τα βάσανα του Λιρ. Ο νόθος γιος του, Έντμουντ, τον ξεγελάει ώστε να πιστέψει ότι ο νόμιμος γιος του, Έντγκαρ, προσπαθεί να τον σκοτώσει. Φεύγοντας από το ανθρωποκυνηγητό που του έστησε ο πατέρας του, ο Έντγκαρ μεταμφιέζεται σε τρελό ζητιάνο και αυτοαποκαλείται «Φτωχός Τομ». Όπως ο Λιρ, βγαίνει στην ύπαιθρο. Όταν ο πιστός Γκλόστερ συνειδητοποιεί ότι οι κόρες του Λιρ έχουν στραφεί εναντίον του πατέρα τους, αποφασίζει να τον βοηθήσει. Όταν αποκαλυφθεί θα τον τυφλώσουν και θα τον στείλουν να περιπλανηθεί στην ύπαιθρο. Καταλήγει να οδηγηθεί από τον μεταμφιεσμένο γιο του, Έντγκαρ, προς την πόλη Ντόβερ, όπου μεταφέρθηκε και ο Λιρ, και εκεί επιχειρεί να αυτοκτονήσει.
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ διερεύνησε τον υποκείμενο συμβολισμό των τριών θυγατέρων του βασιλιά Λιρ. Θα μπορούσαν να είναι οι μυθικές τρεις μοίρες της ελληνικής μυθολογίας με την Κορντίλια-Άτροπο να συμβολίζει το αναπόφευκτο, το μοιραίο, τον θάνατο, αφού αρνείται να μιλήσει όταν ο Λιρ της ζητά να ομολογήσει την αγάπη της. (Εκείνη την εποχή, οι ψυχαναλυτές έβλεπαν την αφωνία στα όνειρα ως σημαίνον του θανάτου.) Απορρίπτοντας την Κορντίλια, ο ηλικιωμένος βασιλιάς απορρίπτει ουσιαστικά τον ίδιο τον θάνατο, ισχυρίστηκε ο Φρόιντ.
Ένα από τα θέματα του αγωνιώδους, οδυνηρού πνευματικού ταξιδιού που κάνουμε μαζί με τον Λιρ το συναντάμε και στον Μακμπέθ, είναι κοινό και αφορά την «τρέλα». Στα δυο έργα έχει απεικονιστεί με κρίσιμο τρόπο αλλά πολύ διαφορετικά.
Στον Λιρ εκφράζεται μέσα από τα λόγια του, όταν όλα αρχίζουν να πηγαίνουν άσχημα, όταν αρχίζει να εκτοξεύει κατάρες εκφράζοντας και την αιτία της αυξανόμενης παραφροσύνης του, ότι οι κόρες του τον παραπλάνησαν με τα λόγια τους, τον εξαπάτησαν και τελικά δεν τον αγαπούν. Είναι αυτό και η σκληρή τους συμπεριφορά που τον έπληξαν, οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τον αγαπούσαν τον εξεδίωξαν, τον εξόρισαν σε ένα τοπίο ερημιάς και ανυπαρξίας. Το τραγικό ελάττωμα του Λιρ είναι η έλλειψη αυτογνωσίας. Η αναταραχή στο μυαλό του αντικατοπτρίζει το χάος που έχει επικρατήσει στο βασίλειό του. Ταυτόχρονα, όμως, του προσφέρει και σημαντική σοφία, καθώς τον περιορίζει στη γυμνή του ανθρώπινη υπόσταση, απογυμνωμένο από κάθε βασιλική αξίωση.
Ο «Βασιλιάς Λιρ», υποστηρίζουν πολλοί μελετητές, είναι ένα έργο για την τύφλωση, την τύφλωση απέναντι στα κίνητρα των άλλων, την τύφλωση απέναντι στην αληθινή φύση του ατόμου, την τύφλωση απέναντι στην κενότητα της εξουσίας και των προνομίων και την τύφλωση απέναντι στη σημασία της ανιδιοτελούς αγάπης. Η μόνη επιθυμία του Λιρ είναι να απολαύσει άνετα και ανέμελα γηρατειά, αλλά αδυνατεί να δει τον ρόλο που έπαιξε η απόλυτη εξουσία του στη διαμόρφωση της σχέσης του με τις κόρες του, από τις οποίες περιμένει να τον φροντίσουν.
Μόλις χάνει την εξουσία του, ο Λιρ αποκτά εικόνα της ίδιας του της φύσης και συνειδητοποιεί τις αδυναμίες του, ενώ παραδέχεται ότι «τα μάτια μου δεν είναι ό,τι καλύτερο». Αυτή η αυτογνωσία έρχεται πολύ αργά, σε ένα σημείο που ο Λιρ έχει χάσει τη δύναμη που θα του επέτρεπε να αλλάξει τη μοίρα του. Βλέπει τελικά τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, αλλά είναι αδύναμος να κάνει κάτι γι' αυτό. Πεθαίνει αφού πει τις τελευταίες λέξεις, «Κοιτάξτε εκεί, κοιτάξτε εκεί», μια κυριολεκτική εντολή να κοιτάξουν οι άλλοι την Κορντίλια, αλλά και μια συμβολική έκκληση να δουν οι επιζώντες τον εαυτό τους και τον κόσμο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Η κυριολεκτική τύφλωση του Γκλόστερ και η μεταφορική του Λιρ αποτελούν παράδειγμα του θέματος της αυτογνωσίας και της συνείδησης που εμφανίζεται στο έργο. Σε μια αλληγορική αντιστροφή, όσοι έχουν καλή όραση δεν μπορούν να δουν τι συμβαίνει γύρω τους και όσοι δεν έχουν όραση μπορούν να «βλέπουν» καθαρά.
Ο Λιρ είναι «τυφλός», γιατί η προθυμία του να ακούσει μόνο τις άδειες κολακείες των θυγατέρων του οδηγεί στον θάνατο πολλών ανθρώπων. Στη δοκιμασία της αγάπης στην οποία υποβάλει τις κόρες του τού λείπει η κοινή λογική ή η ικανότητα να ανιχνεύσει το ψεύδος, είναι τυφλός γιατί δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ειλικρίνεια μέσα στην κολακεία που ποθεί. Αρνείται να αναγνωρίσει την εύθραυστη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται εξαιτίας του γήρατος και την αναπληρώνει με ανεξέλεγκτο θυμό που θα καταστρέψει την οικογένειά του, τη γενιά του. Μαθημένος στην ηδονή και τα προνόμια της εξουσίας, με τους ανθρώπους γύρω του να μην κάνουν τίποτα άλλο από το να τον υπακούν, προσβάλλεται και υποτιμάται βαθιά όταν οι άλλοι δεν υποτάσσονται στη θέλησή του όπως στο παρελθόν. Όταν, αδύναμος πια, έρχεται αντιμέτωπος με ταπεινώσεις, υποκύπτει στην απόγνωση και στην αυτολύπηση, μη μπορώντας να σκεφτεί έναν αποτελεσματικό τρόπο για να αντιμετωπίσει την απώλεια της εξουσίας του. Έτσι, φεύγει, σαν πεισματάρικο παιδί, μέσα στην καταιγίδα, σε μια κατάσταση χωρίς επιλογές, όπως ένα παιδί φεύγει από μια πραγματικότητα πολύ σκληρή για να την αποδεχτεί.
Ο Μπλουμ υποστηρίζει ότι δεν έχουμε στον Σαίξπηρ γνησιότερη αναπαράσταση της υπέρτατης εξουσίας, αλλά και ότι δεν υπάρχει βασιλιάς Λιρ στην εποχή μας: η κλίμακα του ατόμου μίκρυνε πάρα πολύ. Το μεγαλείο του Λιρ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανυπολόγιστης για εμάς αξίας του – και ο Σαίξπηρ βέβαια το περιορίζει σε μεγάλο βαθμό.
Τα παθήματά του θα του μάθουν ότι ακόμη και αυτός δεν είναι πάνω από τη δικαιοσύνη του Θεού, με τον οποίο ως βασιλιάς μοιράζεται την ευθύνη για την απονομή δικαιοσύνης στη γη, με την τιμωρία του να ξεπερνά κατά πολύ τα ανόητα λάθη του. Δεν είναι τυχαίο ότι, αντίθετα με τον Μακμπέθ, είναι ένας ήρωας συμπαθής στο κοινό γιατί τελικά αναγνωρίζει ότι φέρει ευθύνη τόσο για τα δικά του προβλήματα όσο και για τα προβλήματα των άλλων, που υποφέρουν εξίσου. Η κατανόηση της συνενοχής του στα γεγονότα που ακολούθησαν την αρχική απόφασή του είναι ένα σημαντικό βήμα για την αποδοχή της ευθύνης και την αναγνώριση ότι δεν είναι αλάνθαστος.
Όταν βρίσκεται στην ερημιά, μακριά από τον πλούτο, την εξουσία και το βασίλειό του, δείχνει λύπη, τύψεις, ενσυναίσθηση και συμπόνια για τους φτωχούς, έναν πληθυσμό που δεν έχει προσέξει πριν. Είναι ειλικρινές συναίσθημα αυτό ή μια αντανάκλαση του οίκτου που νιώθει για τη δική του κατάσταση; Ακόμα, ο βίαιος κόσμος που αντιμετωπίζει είναι ένας κόσμος του οποίου έχει υπάρξει αρχιτέκτονας, όπως και όποιος επόμενος έχει πάρει την εξουσία, κάτι που προφανώς μας δείχνει ότι η εξουσία είναι θεμελιωδώς αδιάφορη ή ακόμη και εχθρική προς την ανθρωπότητα.
Στον Λιρ συμβαίνει και κάτι άλλο που του επισημαίνει την αποτυχία της εξουσίας μπροστά στο χάος. Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, καταλαβαίνει ότι ο ίδιος, όπως και η υπόλοιπη ανθρωπότητα, είναι ασήμαντος μπροστά στις ισχυρές δυνάμεις του φυσικού κόσμου. Και ίσως είναι και αυτή η απώλεια ελέγχου, η αδυναμία μπροστά στη φύση που αποδεικνύεται πολύ πιο σημαντική από τη συνειδητοποίηση της απώλειας του πολιτικού του ελέγχου, καθώς τον αναγκάζει να επαναπροσδιορίσει τις αξίες του και να γίνει ταπεινός και στοργικός. «Ο "Βασιλιάς Λιρ" είναι το μοναδικό έργο του Σαίξπηρ που χρειάζεται αληθινά τον κινηματογράφο τη στιγμή της καταιγίδας» λέει ο Όντεν.
Στον κόσμο του σπουδαίου, του μεγαλειώδους αυτού έργου με τα δεκάδες νοήματα να ξεδιπλώνονται, να αντιστρέφονται, να επιστρέφουν, με τη μοίρα και τα μοιραία λάθη να μην μπορούν να ανατραπούν, υπάρχει καλοσύνη, αλλά υπάρχει επίσης τρέλα και θάνατος, και είναι δύσκολο να πούμε ποιο από τα δύο θριαμβεύει στο τέλος. Ο «Βασιλιάς Λιρ» παρουσιάζει ένα ζοφερό όραμα ενός κόσμου χωρίς νόημα.
Ο Λέων Τολστόι, που είχε αισθανθεί τον βαθύ μηδενισμό του «Βασιλιά Λιρ», μαινόταν εναντίον του έργου. Για όσους πιστεύουν πως στον κόσμο του σαιξπηρικού έργου υπάρχει θεία δίκη, ο «Βασιλιάς Λιρ» αποτελεί ύβρι. Ταυτόχρονα, το λιγότερο κοσμικό μα και λιγότερο χριστιανικό έργο του δραματουργού μάς δείχνει ότι είμαστε όλοι μας «τρελοί» –κατά τη σαιξπηρική έννοια–, εκτός από εκείνους που δεν χωρεί αμφιβολία για την κακία τους.
Ο Όντεν δεν συμφωνεί ότι είναι ένα έργο μηδενιστικό ή πεσιμιστικό, γράφει ότι είναι απελευθερωμένο από προλήψεις. «Ορισμένες καταστάσεις –η συμφιλίωση, η συγχώρεση, η αφοσίωση– θεωρούνται ευλογία και υπάρχουν την ώρα που άλλοι χαρακτήρες –συμβατικά επιτυχείς– βιώνουν καταστάσεις δυστυχίας και χάους.
Χωρίς τον Λιρ, η επινόηση του ανθρώπινου και το όλο θεατρικό ταλέντο του δημιουργού του θα 'μεναν λειψά. Πώς μπορεί η κριτική να κατηγοριοποιήσει τις ποιότητες του μεγαλείου σε έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα; αναρωτιέται ο Μπλουμ. «Σήμερα δεν προσπαθεί καθόλου, αφού έγινε δούλη των ιδεολογιών – όμως μια νοήμων και συναισθηματική αντίδραση θα όφειλε να καταπιαστεί με το μεγαλείο τόσο των πρωταγωνιστών, όσο και του δημιουργού τους. Ο "Βασιλιάς Λιρ", η σύγχρονη λυδία λίθος του Υψηλού, χάνει κάθε περιεχόμενο αν το μεγαλείο του Λιρ απορριφθεί ή περιοριστεί. Στη ζωή γελιόμαστε συχνά, το μεγαλείο των φίλων και των δημόσιων προσώπων καταρρέει αν το ερευνήσουμε στενότερα. Μπορεί να μην καταφέρεις ν' αντιληφθείς το μεγαλείο του Λιρ αν το "πρόγραμμα" της ιδεολογίας σου δεν επιτρέπει την ύπαρξη μιας τέτοιας ποιότητας. Αλλά τότε, άμα χάσεις ακόμα και το όνειρο του μεγαλείου, τι μένει από σένα;».
Περισσότερες πληροφορίες για τον Βασιλιά Λιρ του Εθνικού Θεάτρου εδώ.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Βασιλιά Λιρ του θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας εδώ.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Βασιλιά Λιρ του θεάτρου Arroyo εδώ.