Τι ήταν αυτό που οδήγησε τον γιατρό Κερζέντσεφ στο έγκλημα; Τι τον ώθησε να λιώσει το κρανίο του παιδικού του φίλου, Αλεξέι Σαβιέλοφ, μ’ ένα πρες παπιέ; Μήπως επιθυμούσε να ανταποδώσει το χτύπημα που είχε υποστεί προ πενταετίας από τη σύζυγο του θύματος, Τατιάνα, όταν η τελευταία, ανύπανδρη ακόμη τότε, είχε απορρίψει μετά χλεύης την πρόταση γάμου του Κερζέντσεφ; Μήπως επειδή ο Σαβιέλοφ εισέπραττε υμνητικές κριτικές για το λογοτεχνικό του έργο, ενώ ο Κερζέντσεφ το έκρινε απλώς «φτηνό κι ασήμαντο»; Μήπως επειδή ο πρώτος ήταν αδύναμος και ασθενικός με άσχημα μάτια, «χωρίς φλόγα κι ενέργεια»; Μήπως, απλούστατα, επειδή ο γιατρός ήταν τρελός;
Έγκλειστος πλέον στο Ελισαβετιανό Ψυχιατρείο, ο ήρωας θα ξετυλίξει ενώπιόν μας το νήμα της σκέψης του. Θα μιλήσει για όλα. Για το πότε εμφανίστηκε αθόρυβα στο μυαλό του η ιδέα του φόνου και πόσο οικεία αισθάνθηκε μαζί της από την πρώτη στιγμή. Για τη μοναξιά που τον τύλιγε παντού και για την απόσταση που κρατούσε από τους ανθρώπους. Για το πώς αποφάσισε να αξιοποιήσει την κλίση του στην υποκριτική –θεωρούσε εαυτόν εξόχως ταλαντούχο–, σκηνοθετώντας ψεύτικες εκρήξεις παράνοιας που έπεισαν τον περίγυρό του ότι είναι ψυχασθενής. Για τη θλίψη που του προκαλεί η ανάμνηση του διαλυμένου κρανίου του θύματος αλλά και για την απόλυτη αδυναμία του να αισθανθεί οποιαδήποτε μετάνοια έκτοτε. Για τον πατέρα του, λαμπρό δικηγόρο και μέγα μέθυσο, που δεν τον κατάλαβε ποτέ, και για την αδελφή του που ήταν επιληπτική. Για τις ατελείωτες ώρες που περνούσε μόνος συντροφιά με τη σκέψη του, την πιο αφοσιωμένη φίλη, σκλάβα κι ερωμένη του. Για τον τρόμο που εισέβαλε στην ψυχή του τη βραδιά του φόνου, όταν, επιστρέφοντας σπίτι με τα νεύρα του τεντωμένα, αναρωτήθηκε για πρώτη φορά μήπως είχε ξεπεράσει τα όρια. Κι αν αυτό που φοβόταν είχε συμβεί πράγματι; Κι αν, ενώ πίστευε ότι προσποιούνταν, είχε γίνει όντως τρελός; «“Είσαι μικρός, είσαι κακός, είσαι χαζός, είσαι ο γιατρός Κερζέντσεφ!”. Έτσι φώναζε η σκέψη μου κι εγώ δεν ήξερα από που βγαίνει αυτή η τερατώδης φωνή», γράφει στην απολογία του.
Ο Χάρης Φραγκούλης δεν πλοήγησε απλώς τον ηθοποιό του μέσα από τα μανιασμένα κύματα αλλά μας παρέδωσε, επίσης, μια υποδειγματική εργασία επάνω στο δύσκολο είδος του μονολόγου.
Ένα μεθυσμένο φίδι γίνεται χίλια φίδια που δαγκώνουν το ίδιο τους το σώμα: «Δεν μπορώ να εκφράσω σε ανθρώπινη γλώσσα τη φρίκη που μέσα της συνέχεια ζούσα». Μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, σε κάθε στροφή, η σκέψη του, η αλλοτινή θεά του, άρχισε να του στήνει διαρκώς παγίδες. «Τι είμαι, κύριοι ειδικοί, είμαι τρελός ή όχι;» ρωτά με πάθος έναν μήνα μετά το συμβάν, αναζητώντας μάταια μια καθησυχαστική επιβεβαίωση. Μάταια, καθώς το ερώτημα αυτό δεν απαντάται ποτέ... «Όταν σας αποδεικνύω ότι είμαι τρελός, εσάς σας φαίνεται ότι δεν είμαι, και όταν σας αποδεικνύω ότι δεν είμαι, εσείς ακούτε έναν τρελό». Η folie du doute δεν εξαφανίζεται ποτέ, ούτε με τη λήψη των πιο δραστικών μέτρων ούτε καν με τη διάπραξη ενός φόνου.
Ίσως επειδή δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ «κανονικής» και «τρελής» σκέψης. «Τα γράμματα, οι λέξεις και οι γλώσσες είναι οι ίδιες τρελές. Όπως τα συμπτώματα της μελαγχολίας, έτσι κι αυτές φέρουν μια πληθώρα σημασιών, ένα πλεόνασμα ερμηνειών, εξαλείφοντας τη διαφορά μεταξύ γλώσσας και τρέλας – παρόλο που, φαινομενικά, η πρώτη καθυποτάσσει τη δεύτερη» (A. Findlay).
Αυτό, νομίζω, είναι και το ζητούμενο όσον αφορά τον θεατή. παρακολουθώντας τη Σκέψη του Αντρέγιεφ, τη σκέψη του Κερζέντσεφ, τη σκέψη του ηθοποιού που τον ενσαρκώνει αλλά και του σκηνοθέτη που τον καθοδηγεί ώστε να παρασυρθεί σε έναν ανεμοστρόβιλο γόνιμων αμφιβολιών, να εντοπίσει συνδέσεις και να δημιουργήσει προσοικειώσεις που διαρρηγνύουν την επίπλαστη ενότητα ενός κανονικού «εγώ». «Ας μη φανταστεί ποτέ κανείς ότι μπορούμε να συναντήσουμε την πραγματική τρέλα, ούτε ότι είμαστε όντως υγιείς πνευματικά», τόνιζε ο Laing δεκαετίες μετά τον Αντρέγιεφ. Υπό μία παραπλήσια έννοια, «ίσως μια μέρα να μην ξέρουμε τι ήταν τρέλα», ανακοίνωνε με τη σειρά του ο Φουκό.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης υιοθετεί και αναδεικνύει την αμφισημία της συνθήκης με δαιμόνια μαεστρία, δουλεμένη στρατηγική, αμείωτη προσήλωση, φρενήρη θέρμη. Αρνείται να «κάνει» τον τρελό, αλλά αρνείται και να μην τον κάνει. Τον παρακολουθούμε με ενδιαφέρον, γοητευμένοι, περίεργοι, ανήσυχοι, αναμένοντας τη στιγμή της «απόδειξης», τη στιγμή που μια γκροτέσκα σύσπαση του προσώπου, μια παράφορη ανατάραξη του σώματος, μια αδιανόητη χειρονομία, θα διαλύσουν το μυστήριο, θα προδώσουν την «αλήθεια» της πνευματικής κατάστασης του ήρωα. Όμως ο ηθοποιός αποφεύγει να μας διευκολύνει ως προς τη διεξαγωγή γρήγορων, βολικών συμπερασμάτων που θα ενισχύσουν εκ νέου τους αγαπημένους μας δυϊσμούς. Αντιθέτως, δοκιμάζει τα όρια και τις διαχωριστικές γραμμές: παίζει «κανονικά» ή παίζει ότι «παίζει»;
Στην αρχή στέκεται μαζεμένος πίσω από το ξύλινο εδώλιο, με το βλέμμα καρφωμένο στα χαρτιά του, και μας διαβάζει την απολογία του. Η φωνή του είναι ελαφρώς βραχνή. Βήχει, διακόπτει, πίνει λίγο γάλα, συνεχίζει. Μας κοιτάζει ήρεμος. Σιγά σιγά «ξεθαρρεύει», ανοίγεται. Βάζει λευκή πούδρα στο πρόσωπό του, σαν βετεράνος ηθοποιός του πάλαι ποτέ, και αρχίζει να αναπαριστά την ιστορία του χρησιμοποιώντας κούκλες-ομοιώματα∙ μετά τρέμει, δονείται, βάζει «καλάθια» με τις πέρλες που ξεχύθηκαν από το τελευταίο συρτάρι του εδωλίου, χύνει το γάλα που του έφερε η νοσοκόμα, κατεβάζει τα παντελόνια του, στροβιλίζεται, θωπεύει το είδωλό του στον καθρέφτη, δραπετεύει προς το φουαγέ του θεάτρου, ξαναγυρνά, στέκεται πάλι στο εδώλιο, αγορεύει με ψυχραιμία τη μια στιγμή, βρίζει το κοινό την επομένη, επιτίθεται στην ψευτο-υγεία μας, γίνεται θεατής της υποκρισίας μας, μας χειροκροτεί, σιωπά, βυθίζεται στο σκοτάδι απ’ το οποίο εξαρχής ξεπήδησε.
Συναρπαστικές εναλλαγές ρυθμού και ύφους, σμίλεμα κάθε φράσης, κάθε λέξης, ερωτοτροπία με την πολλαπλότητα των νοημάτων, γραμμές περάσματος και γραμμές φραγμού, ποικίλες βαθμίδες ειρωνείας, αλλεπάλληλοι αμλετικοί απόηχοι, παθιασμένη αίσθηση ακροβασίας, μια ηλεκτρισμένη παρουσία που υλοποιεί το παράδοξο της τέχνης του ηθοποιού, κάνοντάς μας ν’ αναφωνήσουμε, μαζί με τον Πολώνιο: «Μα, υπάρχει μέθοδος σε αυτή την τρέλα»!
Ο Χάρης Φραγκούλης δεν πλοήγησε απλώς τον ηθοποιό του μέσα από τα μανιασμένα κύματα αλλά μας παρέδωσε, επίσης, μια υποδειγματική εργασία επάνω στο δύσκολο είδος του μονολόγου. «Έσπασε» αβίαστα το κείμενο, το μοίρασε σε επεισόδια, φώτισε διαφορετικά τον χαρακτήρα κάθε κομματιού, τα διαπότισε με χιούμορ και σασπένς, άναψε πολλές μικρές εστίες, συνέθεσε μια πολλαπλότητα, ένα μαγικό κουτί, το θέατρο μέσα στο θέατρο, την ερμηνεία μέσα στην ερμηνεία∙ πήρε τους ομόκεντρους κύκλους που απλώνονται γύρω από ένα ταραγμένο μυαλό και τους έδωσε σχήμα, χρώμα, ένταση, προσανατολισμό (μοναδική παραφωνία, το «κοριτσάκι» με την κόκκινη κορδέλα στο τέλος).
Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, εύστοχο σχόλιο στην έννοια της θεατρικότητας, παρασύρει τον θεατή σε μια ηδονική τσουλήθρα απρόβλεπτων μετατοπίσεων.
Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.