Στο υπόγειο της Πινακοθήκης, το κοινό σιωπηλό στέκεται και κοιτάζει στο βάθος τον ζωγράφο να είναι χαμένος μέσα στην «ιδανική του Ελλάδα». Ο Γιάννης Τσορτέκης που υποδύεται τον Κωνσταντίνο Παρθένη πλησιάζει τα έργα και απομακρύνεται μονολογώντας, θραύσματα σκέψεων φτάνουν σαν ηχητικό πεδίο αναμέτρησης με τα έργα στα αυτιά μας. Τι σκεφτόταν ο Παρθένης βλέποντας τα έργα του;
Είναι Δευτέρα βράδυ και αυτή είναι η τελευταία από τις έξι περφόρμανς «Κωνσταντίνος Παρθένης - Νικόλαος Γιοκαρίνης. Εξομολόγηση - Θεατρικό Δρώμενο» που παρουσιάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη στο πλαίσιο της έκθεσης για τον Κ. Παρθένη.
Το «πείραμα» πέτυχε, προστέθηκαν τρεις περφόρμανς στις ήδη προγραμματισμένες, τα εισιτήρια έγιναν ανάρπαστα σε λίγες ώρες, επιβεβαιώνοντας τα λόγια της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης Συραγώς Τσιάρα όταν έλεγε στη LiFO: «… Πιστεύω ότι μια έκθεση μπορεί να γίνει και πιο ελκυστική και να έχει ενδιαφέρον για μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών. Ο κόσμος διψάει για κάτι καινούργιο, έναν ανανεωμένο τρόπο ανάγνωσης. Χρειάζεται ενίσχυση το αφήγημα και το πλαίσιο, εκεί μπορούμε να κάνουμε καλύτερη δουλειά, πιο σύγχρονη…».
Επιστρέφουμε στην αίθουσα «Αντώνης Κομνηνός», δίπλα στα 150 έργα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και του οραματικού κόσμου της ζωγραφικής του Παρθένη, μια έκθεση που λόγω της μεγάλης προσέλευσης κοινού θα παραταθεί μέχρι τις 9 Απριλίου.
Ο Γιώργος Κουτλής σκηνοθετεί, ο Γιάννης Τσορτέκης υποδύεται, «είναι» ο Κωνσταντίνος Παρθένης, και ο Παναγιώτης Μανουηλίδης κρατά τον ρόλο του Νικόλαου Γιοκαρίνη, δημοσιογράφου της εφημερίδας «Πρωΐα», ο οποίος συνομιλεί με τον ζωγράφο σε μια συνέντευξη-«ανάκριση» για το ύφος της ζωγραφικής του και τις απόψεις του για το φως, την τέχνη και την κοινωνία.
Ο Γιώργος Κουτλής σκηνοθετεί, ο Γιάννης Τσορτέκης υποδύεται, «είναι» ο Κωνσταντίνος Παρθένης, και ο Παναγιώτης Μανουηλίδης κρατά τον ρόλο του Νικόλαου Γιοκαρίνη, δημοσιογράφου της εφημερίδας «Πρωΐα», ο οποίος συνομιλεί με τον ζωγράφο σε μια συνέντευξη-«ανάκριση» για το ύφος της ζωγραφικής του και τις απόψεις του για το φως, την τέχνη και την κοινωνία.
«Ἡ αἰσθητικὴ τοῦ τόπου εἶνε ἀνειλικρινὴς ἐμπρὸς στὸ "φαινόμενον" Παρθένης. Διότι ἂν ἦτο εἰλικρινής, ἔπρεπε νὰ θεωρῇ καὶ νὰ κρίνῃ αὐτὸν τὸν ζωγράφον, τὸν μεγάλον αὐτὸν καλλιτέχνην, ὡς ἕνα ἀκατανόητον, ἀσυνάρτητον καὶ ἀσήμαντον χρωματιστήν» γράφει στον πρόλογο της συνέντευξης στην «Πρωΐα», στις 27 Ιανουαρίου του 1930, ο θαυμαστής του Μουσολίνι και οπαδός του ολοκληρωτισμού Γιοκαρίνης.
Μέσα στο θαυμάσιο ηχητικό περιβάλλον του Panu (Παναγιώτη Μανουηλίδη), ο Παρθένης μας κοιτάζει από κοντά με βλέμμα πύρινο, με δυο μάτια «ποὺ σἂν νὰ θέλουν νὰ ὁρμήσουν ἔξω οἱ βολβοὶ καὶ ἡ λάμψις των σπαθὶ ποὺ ἀστράφτει».
Το οικοδομικό νάυλον που χωρίζει την έκθεση από τον χώρο της περφόρμανς σκίζεται από την ορμή του ζωγράφου, από το βάσανο που γίνεται σωματικό, και μεταφερόμαστε στο ατελιέ του, στο μυθικό σπίτι που ξεκίνησε να χτίζει σε σχέδια δικά του και με την πολύτιμη βοήθεια του φίλου του, αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη στους πρόποδες της Ακρόπολης, στο οποίο έμελλε, δεκαετίες αργότερα, να έχει άδοξο τέλος.
Λευκοί καμβάδες, μια ψάθινη καρέκλα, παράθυρα στο φως, ένα δοχείο νερού αυλής με βρυσάκι, ένα ταπεινό ερμάρι, λιτά έπιπλα μέσα σε αυτή την κατοικία, άκρως εντυπωσιακή για την εποχή της, καθώς ακολούθησε πιστά τους όρους της σχολής Bauhaus.
Ο Παρθένης απαντά, με πάθος άσβεστο, ο λόγος πύρινος, είναι το καλλιτεχνικό μανιφέστο του, στα «κόκκινα» η ένταση: «Το έργο του καλλιτέχνη είναι ο μεστωμένος καρπός που βγαίνει μεσ’ από μια βαθιά πίστη και πύρινη πεποίθηση και τίποτε δεν μπορεί να δώσει όποιος δεν πιστεύει» λέει, δίνοντάς μας μια γεύση από το μεγαλείο, την πνευματικότητα και τον δημιουργικό οίστρο του καλλιτέχνη που αναζητά τη σχέση του με το παρελθόν, καθώς και τον ρόλο του στην κοινωνία και στον σχεδιασμό του μέλλοντος.
«Δεν ζωγραφίζουμε με χρώματα αλλά με συναίσθημα. Μόνο το πνεύμα βλέπει τα πράγματα με το αληθινό τους χρώμα, εκεί που το μάτι βλέπει χρώματα το πνεύμα νιώθει και διαισθάνεται την αρμονία και το άρωμά τους, τα χρώματα διαφέρουν ανάλογα με το πώς είναι διατεθειμένο το πνεύμα μας, δεν είναι το μάτι μας αλλά το πνεύμα μας που κάνει τη μείξη των χρωμάτων, το πνεύμα μας υπαγορεύει τι πρέπει να μπει από μπλε και μαύρο για να φιλοτεχνηθεί ο νυχτερινός ουρανός».
«Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια…» θα έγραφε μια δεκαετία και πλέον αργότερα ο ονειροπόλος συγγραφέας του «Μικρού Πρίγκιπα» Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί.
Γιατί αυτός ο μονόλογος, ο πλήρης νοημάτων, που εκφράζεται μπροστά μας σχεδόν απνευστί, που μας ταξιδεύει στον κόσμο του Παρθένη μέσα από μια συναρπαστική και δύσκολη ερμηνεία, που έχει καταργήσει την περιγραφή που θα έκανε την περφόρμανς να μοιάζει με αφήγηση σε λογοτεχνική εκπομπή, φτάνει στην ουσία του μυστηρίου και της ίδιας της προσωπικότητάς του, εκεί που υπάρχει η σιωπή, με τη σιωπή του Παρθένη που συχνά ταυτίστηκε με την παράνοια, με αποτέλεσμα την αμηχανία των ιστορικών απέναντί του, να θυμίζει πως «…πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα θα περιέχουν εν μέγα μυστήριο γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, εν μέγα μυστήριο (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα - Ωμέγα» όπως γράφει στη «Σιωπή» ο Εμπειρίκος.
Ο Παρθένης μπροστά μας μεταμορφώνεται, ζωγραφίζει νοερά αυτό που νιώθει, έχοντας δει καθαρά, έχοντας κάνει «τη μαγεία αντιληπτή αλλά όχι κατανοητή», όπως λέει ο ίδιος.
«Οι μορφές δεν διαθέτουν ούτε ομορφιά ούτε ασχήμια, το δικό μας πνεύμα όταν έρχεται σε επαφή με αυτές τις κάνει να φαίνονται ωραίες ή άσχημες. Το φως είναι η ουσιαστική ιδιότητα της κάθε μορφής, είναι η λάμψη της ομορφιάς».
Μετά από λίγο θα απαντήσει στον Γιοκαρίνη με το ίδιο πάθος για την πόλη, την οικοδόμησή της, τα προσφυγικά, τους ουρανοξύστες. Ο Παρθένης οραματίζεται τη νέα πόλη να υψώνεται προς τον ουρανό, όπως δέκα χρόνια νωρίτερα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού η Τζόρτζια Ο' Κιφ ζωγράφιζε τη Νέα Υόρκη να υψώνεται στον ορίζοντα και να τον κατακτά.
Ο Παρθένης δεν απολογείται σε αυτό τον μονόλογο, προβάλλει έναν χαρακτήρα μακριά από την εξιδανικευμένη εικόνα του ζωγράφου που έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια, στο εργαστήριο. Η εποχή που συμβαίνει η συνομιλία είναι μετά τον διορισμό του ως καθηγητή στην Καλών τεχνών. Η ακαδημαϊκή του διαδρομή δεν υπήρξε ανέφελη, ούτε η αποδοχή από τους συγχρόνους του ομόθυμη και τόσο η προσωπικότητα όσο και η τέχνη του προκάλεσαν πολλαπλές αντιδράσεις, συγκρούσεις και ρήξεις στην εποχή του.
«Μπήκα στο εργαστήριο του Παρθένη. Ο Παρθένης δεν μιλούσε. Είχε ένα οξύ βλέμμα, σε κοιτούσε κι εσύ έπρεπε να καταλάβεις αυτό που ήθελε. Δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία, αλλά ήταν φιλάσθενος. Δεν ερχόταν τακτικά. Συνοδευόταν πάντα από τη γυναίκα του, την κ. Παρθένη. Του είχαν αφαιρέσει κάθε πρωτοβουλία. Σκεφθείτε, έμπαινε στο τραμ της Ακρόπολης για να έρθει στη σχολή και η γυναίκα του ήταν αυτή που έβγαζε τα εισιτήρια. Δεν μας μιλούσε. Επενέβαινε απάνω στο έργο και σου έδειχνε. Είναι ένας σωστός τρόπος διδασκαλίας αυτός – όχι βέβαια να είσαι μουγγός.
Σήμερα φτάσαμε στην άλλη άκρη. Όλα είναι λόγια κενά, μόνο λόγια, θεωρίες. Την επόμενη χρονιά δεν ερχόταν για μήνες ο Παρθένης και κάποια μέρα της άνοιξης τον βλέπουμε να καταφτάνει στην άκρη του διαδρόμου της στοάς με την κ. Παρθένη. Χαρά εμείς! Αρχίζαμε να φωνάζουμε "ο δάσκαλος, ο δάσκαλος". Μας χαιρέτησε όλους διά χειραψίας, όπως έκανε πάντα, στάθηκε και άρθρωσε: "Ήρθα να σας πω ότι παραιτούμαι". Το είπε πρώτα σ' εμάς, στους μαθητές του, και μετά στην πρυτανεία.
Νομίζω ότι δεν τον συμπαθούσαν στη σχολή, ο Αργυρός, ο Θωμόπουλος. Ο Παρθένης είχε τη στήριξη του Πρεβελάκη και του Κεφαλληνού, αλλά φαίνεται ότι αυτό το κλίμα δεν το άντεξε καθόλου» έχει αφηγηθεί ο Παναγιώτης Τέτσης στη LiFO το 2015.
Σταματά να μιλά ο καλλιτέχνης. Κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη, χτενίζεται, ζωγραφίζει ένα μουστάκι, αλλάζει, βγάζει τα ρούχα της εργασίας του και ετοιμάζεται.
Μέσα στην καθημερινή αυτή τελετουργία, ακούγεται σαν μάντρα, σαν προσευχή, χαμηλόφωνα, ο λόγος του, σαν βάλσαμο, ο κόσμος του ανοίγει ολόφωτα σε αυτά που αγαπά, σε αυτό τον κόσμο μας μυεί σαν υπομονετικός δάσκαλος. Τον συνοδεύει σε πλήρη αρμονία ο ήχος του πιάνου και του έγχορδου, η σύνθεση του Μανουηλίδη.
«Αγαπώ τη μελαγχολία ακόμη και σκληρή, το τοπίο και τη μελαγχολική πόλη… όταν ο Ιλισός χρυσίζει και οι κορυφές του Υμηττού είναι άσπρες απ’το χιόνι, [αγαπώ] τα πέριξ και τον δρόμο του Άη Δημήτρη στους πρόποδες της Ακρόπολης [...] και τη συγκίνηση της στιγμής. Αγαπώ το σπίτι που χτίζεται και τον καπνό από τις ψηλές καμινάδες, τη συγκινητική τους γαλήνη της εσπέρας… την ειλικρίνεια των πριμιτίφ ζωγράφων, τα μεγάλα σχέδια των αγγέλων» λέει και όλοι φανταζόμαστε αυτό τον μεγάλο καλλιτέχνη, τον λάτρη του αυθεντικού, να κοιτάζει από το παράθυρό του το δρομάκι προς τον Λουμπαρδιάρη, εκεί που είκοσι χρόνια αργότερα ο Πικιώνης θα έκανε το σημαντικότερο ίσως έργο του, τη διαμόρφωση του αρχαιολογικού χώρου γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου, επιδιώκοντας το κατ' εκείνον ιδεώδες, τη σύνδεση του οικουμενικού πνεύματος με το πνεύμα της παράδοσης.
Αυτός που έδωσε στη ζωγραφική μας «κάτι μεγάλο: την πειθαρχία στον "τόνο" και στη "σύνθεση"» όπως γράφει ο Τσαρούχης, αυτός ο μέγας πρωτοπόρος της ελληνικής ζωγραφικής, που σήμερα, με την απόσταση του χρόνου, με μάτια ολάνοιχτα και χωρίς προκατάληψη μπορούμε να δούμε στη λευκότητα των έργων του αγγέλους να υμνούν τη φύση, τη ζωή και τα υψηλά αισθήματα, αυτός για τον οποίο ο Εγγονόπουλος έγραψε πως «ήταν ένας άνθρωπος υψηλόφρων, ευθύς, άτεγκτος και ανεπηρέαστος στον δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιέργειας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατος, απέραντα καλός, ένας αληθινός αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής», αναχωρεί. Ο καλλιτέχνης, αργά, με το βλέμμα προς τον ουρανό, μας αφήνει, χάνεται πίσω από το λευκό φως που πόθησε και κατανόησε όσο κανένας.
Και εμείς, σε αυτό το τέλος της μυστηριακής περφόρμανς, μένουμε σιωπηλοί μέσα στα λόγια του, μέσα στις δικές μας «ανεκτέλεστες πράξεις», για να κατανοήσουμε ότι το μεγαλείο της ζωής και της τέχνης που σήμερα, εδώ, στην Εθνική Πινακοθήκη, υμνείται πολυσήμαντα, «όσο απομακρυνόμαστε από το παρελθόν τόσο καλύτερα θα το βλέπουμε», όπως προφητεύει ο Παρθένης.
Και αυτή η διαφορετική βραδιά μάς άφησε όλους πιο πλούσιους και γαληνεμένους, βυθίζοντάς μας στη μεγάλη ιδέα του φωτός. Ποτέ άλλοτε δεν ήθελα να δω ξανά, προσεκτικά, ένα-ένα τα έργα του Παρθένη, όσο μετά τη χθεσινή περφόρμανς. Αν με ρωτάτε, αυτό είναι το κέρδος, αυτή η επιθυμία, η αυθόρμητη, «συμμαχία ακλόνητη του ρεαλισμού και της φαντασίας, όπου το όραμα του οφθαλμού γίνεται όραμα της σκέψης», όπως έλεγε ο Παρθένης, που τιμάται με τον άμεσο, ζωντανό και υψηλής αξίας καλλιτεχνικό τρόπο στη μελαγχολική Αθήνα του 2023.