«Μια τρυφερή και συγκινητική ιστορία αγάπης, πανέμορφα γραμμένη»: Έτσι περιγράφει ο Observer το βραβευμένο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Caleb Azumah Nelson, και πραγματικά οι λέξεις σε αυτήν τη σύντομη φράση είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένες.
Η «Ανοιχτή Θάλασσα» (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Μεταίχμιο) είναι μέσα στην αξιοθαύμαστη απλότητά της ένα υψηλής αισθητικής και τεχνικής αξίας love story, τοποθετημένο στο σύγχρονο, post-Brexit Λονδίνο, από μια νέα λογοτεχνική φωνή που μας εισάγει στη μαύρη βρετανική εμπειρία που δεν είναι ευρέως γνωστή σε σχέση με την αφρο-αμερικανική, την αντίστοιχη δηλαδή της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, που τόσο έχει υμνηθεί από κορυφαίους εκπροσώπους της: από τον Τζέιμς Μπόλντουιν και την Τόνι Μόρισον μέχρι τον Κόλσον Γουάιτχεντ, την Μπερναρντίν Εβαρίστο – ή, ας πούμε, τον Σπάικ Λι, αν πιάσουμε και τα κινηματογραφικά.
Δυο νεαρά άτομα γνωρίζονται σε μια παμπ και συνειδητοποιούν αμέσως ότι μοιράζονται πολλά κοινά: καλλιτεχνική ταυτότητα (εκείνος φωτογράφος, εκείνη χορεύτρια), μαύρη βρετανική καταγωγή, πρόσβαση σε υψηλού κύρους ιδιωτική εκπαίδευση. Η ερωτική τους ιστορία, ειπωμένη σε χρόνο ενεστώτα, ολοζώντανη, με όλη της την τρωτότητα και τα σκαμπανεβάσματα, λέει πολλά για το ανήκειν, για την πλασματική ασφάλεια τού να βρίσκεσαι στη φούσκα σου, για τη διόλου αυτονόητη ευχέρεια της συναισθηματικής έκφρασης.
«Ενώ δουλεύω τόσο πολύ πάνω στη γλώσσα, την ίδια στιγμή νιώθω πως συχνά είναι άχρηστη. Δεν μπορεί να περιγράψει πάντα τα συναισθήματα, υπάρχει αυτό το κενό ανάμεσα στο συναίσθημα και την έκφρασή του. »
«Πάντα με ενδιέφεραν οι τρόποι με τους οποίους εκφράζουμε τα συναισθήματά μας και δημιουργούμε χώρο για τα άτομα που αγαπάμε», ξεκινά να μου λέει ο Caleb Azumah Nelson στη βιντεοκλήση μας, καθώς βρίσκεται εν κινήσει στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου στο βροχερό Λονδίνο, όταν του αναφέρω τη συχνή διαπίστωση πως πολλά επιτυχημένα ξεκινήματα περιλαμβάνουν θεματικές με τις οποίες οι δημιουργοί είναι εξοικειωμένοι – με άλλα, λόγια είναι σε κάποιο βαθμό αυτοβιογραφικά.
«Το βιβλίο αυτό μου επέτρεψε να εμβαθύνω στο ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία, την οπτική επικοινωνία, τους τρόπους με τους οποίους βλέπουμε ο ένας τον άλλο, το ζήτημα της προοπτικής. Όλα αυτά είναι θέματα που σκεφτόμουν για καιρό και θα ήθελα να διαβάσω σχετικά, οπότε έγραψα ο ίδιος γι’ αυτά».
Και πράγματι, ένα βασικό χαρακτηριστικό που κάνει την «Ανοιχτή Θάλασσα» να ξεχωρίζει είναι η ζωντάνια της αφήγησης, που περιλαμβάνει συχνά ήχους, εικόνες και αναφορές στη μουσική και τον κινηματογράφο. Μέχρι και προτεινόμενη playlist διαθέτει το βιβλίο, την οποία μπορείς να σκανάρεις και να ακούσεις στο Spotify. Έξυπνη, ταιριαστή μοντερνιά.
Φωτογράφος ο ίδιος, γκανεζικής καταγωγής, γεννημένος το 1993, ο Nelson δούλευε στο Apple Store του Oxford Circus, σε μία από αυτές τις πολύχρωμες, πολυπολιτισμικές, αστικές κοιτίδες τεχνολογίας που εντυπωσιάζουν με τις ποσοστώσεις στις προσλήψεις τους, όταν αποφάσισε να παραιτηθεί για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή.
«Θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία. Ήταν 1η Μαΐου 2019, είχα συνάντηση με τον ατζέντη μου και ήταν η στιγμή που κάτι μετατοπίστηκε. Πάντα ήθελα να είμαι συγγραφέας, πάντα ένιωθα την ανάγκη να γράφω, πάντα είχα αυτή την παρόρμηση. Έπρεπε να πάω στη δουλειά την επόμενη μέρα και απλά έστειλα μήνυμα στον μάνατζέρ μου και του είπα ότι δεν θα πάω».
Κι όπως όλα δείχνουν, αυτή η τολμηρή, αυθόρμητη επιλογή ήταν η σωστή για τον Nelson. Η «Ανοιχτή Θάλασσα» κέρδισε το βραβείο Costa 2021, βρέθηκε υποψήφια για μια πληθώρα άλλων σημαντικών διακρίσεων, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Βρετανία το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Small Worlds», στη διαδικασία προώθησης του οποίου βρίσκεται ο Caleb – αλλά για χάρη της κουβέντας μας και της ελληνικής έκδοσης του ντεμπούτου του κάνει αυτό το μικρό flashback, επιστρέφοντας εκεί όπου όλα ξεκίνησαν.
«Ενώ δουλεύω τόσο πολύ πάνω στη γλώσσα, την ίδια στιγμή νιώθω πως συχνά είναι άχρηστη. Δεν μπορεί να περιγράψει πάντα τα συναισθήματα, υπάρχει αυτό το κενό ανάμεσα στο συναίσθημα και την έκφρασή του. Αν δεν μπορώ να προσεγγίσω λοιπόν ένα συναίσθημα, μπορώ να αναφέρω ένα τραγούδι ή μια εικόνα και να το περιγράψω» αναφέρει, αναλύοντας την τεχνική του και τον τρόπο με τον οποίο συσχετίζει εικόνες, ήχους και άλλες αναφορές στα σημεία όπου οι λέξεις δεν είναι αρκετές. «Η φωτογραφία είναι πάντα η εκκίνησή μου. Φαντάζομαι εικόνες που ζωντανεύουν με λεπτομέρεια, βλέπω τις προοπτικές που ανοίγονται και μετά προσπαθώ να τις περιγράψω, μαζί με αυτά που νιώθω».
Η πρόζα του Nelson είναι γραμμένη σε β’ ενικό, σε ενεστώτα χρόνο, σπάζοντας συχνά τον τέταρτο τοίχο, καθώς απευθύνεται ευθέως στον αναγνώστη. «Για μένα το δεύτερο πρόσωπο δίνει οικειότητα. Όταν διαβάζεις κάτι που είναι γραμμένο έτσι, δεν σ’ το δίνω εγώ, το βιώνεις εσύ απευθείας, γι’ αυτό επιλέγω και τον ενεστώτα. Είναι κάτι που το αποζητώ, να φέρνω τον αναγνώστη πιο κοντά στην αφήγηση, να τον βάζω μέσα σε αυτήν. Προέρχομαι από μεγάλη οικογένεια και ο τρόπος που λέω ιστορίες έχει επηρεαστεί προφανώς από αυτό το γεγονός, από τις ιστορίες που λέγαμε στο τραπέζι».
Τι περιλαμβάνει όμως η δική του μαύρη βρετανική εμπειρία, κοινωνός την οποίας είναι στην ουσία αυτό το μυθιστόρημα; Ποια είναι η σύνδεση ενός νεαρού Βρετανού με την Γκάνα της καταγωγής και των προγόνων του;
«Η γιαγιά μου ζούσε μαζί μας μέχρι περίπου τα 10 μου χρόνια. Οι περισσότερες αναμνήσεις που έχω από εκείνη είναι από τη Βρετανία. Η μυθοπλαστική εκδοχή της στο βιβλίο είναι ένας τρόπος να την τιμήσω. Έχω πάει στην Γκάνα τέσσερις φορές, οι τρεις από τις οποίες όταν ήμουν παιδί. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω στο Λονδίνο, αλλά κάθε φορά που πηγαίνω εκεί νιώθω σαν στο σπίτι μου, υπάρχει μεγάλη αίσθηση οικειότητας. Πέρσι πήγα για πρώτη φορά ως ενήλικας, είχα να πάω 16 χρόνια. Ήμουν αγχωμένος, επειδή τα μέρη αλλάζουν, αναρωτιόμουν πώς θα είναι τώρα. Μιλώ τη γλώσσα, έχω συγγενείς εκεί, νιώθω ακόμα οικειότητα».
Όπως και ο ήρωας του βιβλίου του, ο Caleb φοίτησε σε ιδιωτικό, εντελώς «λευκό» σχολείο, με υποτροφία. Αναλογιζόμενος τη δική του εκπαίδευση, πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα να είχε βρεθεί σε ένα πιο «ασφαλές» και μεικτό σχολικό περιβάλλον με περισσότερα Μαύρα παιδιά; «Είναι δύσκολο να πω», μου απαντά. «Αυτό το σχολείο μού έδωσε αυτοπεποίθηση. Όμως υπήρχε ένα κόστος: το να βρίσκομαι σε έναν χώρο όπου οι δικές μου εμπειρίες όχι απλά δεν εκπροσωπούνταν αλλά υποβιβάζονταν. Ακόμα αναρωτιέμαι αν κάνω παιδιά τι θα επέλεγα για εκείνα. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Είναι δύσκολη απόφαση γιατί από τη στιγμή που θα στείλεις τα παιδιά σου στο σχολείο τα πάντα μπορούν να συμβούν».
Στον πυρήνα, λοιπόν, της «Ανοιχτής Θάλασσας» βρίσκεται η μαύρη εμπειρία, το blackness και ό,τι αυτό περιλαμβάνει, κατά τα γνωστά: ρατσισμός, έλλειψη εκπροσώπησης, αστυνομική βία. Πιάνει όμως ο Nelson και τρόπους μη προφανείς και αποκαλυπτικούς για το αναγνωστικό κοινό που δεν φέρει αυτή την εμπειρία. Η προσέγγισή του μας κάνει, μεταξύ άλλων, να αναρωτηθούμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο που σε βλέπει μόνο ως μαύρο σώμα, να είσαι ευάλωτος, ενώ όλοι σε θεωρούν δυνατό.
Φέρνω στην κουβέντα μας αυτή την ίσως πιο συνηθισμένη λευκή στερεοτυπική απεικόνιση που αφορά τους Μαύρους άνδρες: δύναμη, αρρενωπότητα, γυμνασμένα κορμιά, μια εικόνα ρώμης. Πώς είναι να νιώθεις την ανάγκη να εναντιωθείς σε αυτή την κατασκευή και σε οτιδήποτε σε περιγράφει και περιλαμβάνει στοιχεία εξωτισμού;
«Υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου που αναρωτιέται καθημερινά πώς μπορώ να ξεπεράσω αυτή την προοπτική και να ζήσω καλύτερα και με ειλικρίνεια. Είναι όμορφο όταν το καταφέρνεις αυτό, να ξεπερνάς όλα τα στερεότυπα και να δείχνεις ότι αυτό που είσαι είναι κάτι άλλο. Για μένα η λογοτεχνία ανοίγει χώρο για συζήτηση. Αν μέσω αυτού του βιβλίου η μαύρη εμπειρία αποκτά φωνή, τότε έχει επιτευχθεί ο στόχος. Ό,τι ακολουθεί, οι κουβέντες, οι αναλύσεις, οι συσχετισμοί, οι συνδέσεις, είναι επίσης όμορφο».
Επιστρέφοντας στο παρόν, και ενώ έχουν μεσολαβήσει η θετικότατη υποδοχή κοινού και κριτικών που έλαβε η «Ανοιχτή Θάλασσα», ο Caleb δηλώνει ενθουσιασμένος με το νέο του συγγραφικό βήμα. «Η χαρά για μένα είναι η διαδικασία της συγγραφής, ότι μπόρεσα να το ξανακάνω. Αυτό που ήθελα ήταν να βελτιώσω την τεχνική μου, να δω πιο φιλόδοξα τη συνέχεια. Το “Small Worlds” τοποθετείται στο ίδιο σύμπαν. Δεν είναι σίκουελ, ακολουθεί έναν νεαρό μουσικό σε τρία συνεχόμενα καλοκαίρια, του 2010, του ’11 και του ’12, μια περίοδο που μαθαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο και αποδέχεται την καταγωγή του».
Μέχρι να κυκλοφορήσει στα ελληνικά το follow-up του, τον ρωτώ αν η «Ανοιχτή Θάλασσα» είναι τελικά ένα μυθιστόρημα για τα συναισθήματα, για το blackness, ένα love story ή ένα γράμμα στις ρίζες του. «Είναι όλα αυτά μαζί. Όταν σκέφτομαι τον πυρήνα του, καταλήγω σε δύο πράγματα: στον θρήνο που βιώνεις όταν χάνεις κάποιον που έχεις αγαπήσει πολύ και στη χαρά των καθημερινών πραγμάτων. Στον θρήνο και τη χαρά τού να καταλαμβάνεις ένα μαύρο σώμα».
Προτού κλείσουμε την κουβέντα μας αναφέρω μια φράση από τον πρόλογο του βιβλίου («Love made you black» – του εξηγώ και πώς ακούγεται στα ελληνικά η μετάφραση, «Η αγάπη σε έκανε μαύρο»), την οποία βρήκα πανέμορφη, αυτή την εικόνα της μαύρης αγάπης. «Ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που έγραψα. Αν και ο πρόλογος άλλαξε στη συνέχεια, αυτή η πρόταση έπρεπε να παραμείνει. Είναι πολύ σημαντική. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί».
Αγοράστε την Ανοιχτή Θάλασσα του Caleb Azumah Nelson από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, εδώ.