Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Από τα τελευταία σόου της Τρούμπας.

Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα

0

«Το 1956, που η Λένα Τσαλδάρη –υπουργός της κυβέρνησης Καραμανλή‒ κατήρτισε νόμο που μεταξύ άλλων επέβαλε τη διακοπή λειτουργίας των ομαδικών οίκων ανοχής και τον περιορισμό του αριθμού των εργαζόμενων γυναικών σε αυτούς, ανά δύο σε κάθε πορνείο, η Τρούμπα γέμισε με νέα σπίτια.

Οι ιερόδουλες, για να εργάζονται νόμιμα, έπρεπε να είναι άνω των 21 ετών, να στεγάζονται δύο σε κάθε σπίτι, να είναι δηλωμένες και να έχουν βιβλιάριο υγείας – το οποίο ενημερωνόταν μετά τη διεξαγωγή εξετάσεων δύο φορές την εβδομάδα.

Το ωράριο μιας ιερόδουλης σε σπίτι ήταν 10 το πρωί με 10 το βράδυ. Όταν δεν υπήρχε πολλή δουλειά, διέκοπταν 2 με 4 το μεσημέρι. Όταν, όμως, υπήρχε αυξημένη πελατεία, έκλειναν τα μεσάνυχτα. Πολλές από τις νεαρές και καλοφτιαγμένες κοπέλες έφταναν και τις εκατό βίζιτες την ημέρα.

“Το 1956 που έκλεισαν τα ομαδικά πορνεία και άνοιξαν τα εταιρικά, το πρώτο πορνείο που άνοιξε στη Νοταρά ήταν ενός ιερέα, του παπα-Δημήτρη, ο οποίος το νοίκιαζε για 150 δραχμές την ημέρα”, αναφέρει η αείμνηστη Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της. “Η βίζιτα τότε ήταν 27 δραχμές, από τις οποίες δύο πήγαιναν στην τσατσά ή λεκανατζού και οι υπόλοιπες 25 στην ιερόδουλη, τη μαντάμα και τα έξοδα του σπιτιού”.

Η Ελλάς, πλέον, ανήκε στη Δύση και ο 6ος Αμερικανικός Στόλος έπλεε στις ελληνικές θάλασσες. Όταν ο 6ος Στόλος ερχόταν στον Πειραιά, η Τρούμπα είχε πανηγύρι – ήταν η χαρά της πόρνης. Η βίζιτα έφτανε τις 55 δραχμές στα σπίτια, ενώ στα καμπαρέ και τα ξενοδοχεία το ποσό διπλασιαζόταν. Οι πεντακόσιες δηλωμένες ιερόδουλες δεν επαρκούσαν για τις μέρες που ο Στόλος έμενε στον Πειραιά. Τα νέα έφταναν αστραπή σε όλη την Αττική. Έτσι, δινόταν η ευκαιρία στις περιστασιακές να βγάλουν πολλά και εύκολα χρήματα.

Τα μισοσκότεινα στενά της Τρούμπας γέμιζαν από καλτεριμιτζούδες ζευγαρωμένες με ναύτες. Οι αριθμός τους άγγιζε τις δύο χιλιάδες. Τα σπίτια που δεν ήταν πορνεία στην περιοχή αναγκάζονταν και τοποθετούσαν επιγραφές στην εξώπορτα που έγραφαν “Εδώ μένει οικογένεια” ή “Εδώ είναι οικία” για να αποφεύγουν τους μεθυσμένους Αμερικανούς ναύτες, οι οποίοι χτυπούσαν όποια πόρτα έβρισκαν μπροστά τους, νομίζοντας ότι παντού υπήρχαν γυναίκες που τους περίμεναν».

Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες, βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν τις προσφυγοπούλες «παστρικιές» ‒με την έννοια των χαλαρών ηθών‒, γιατί, παρ’ όλη τη φτώχεια και τη δυστυχία τους, ήταν πάντα καθαρές και περιποιημένες, με το χαμόγελο και τα τραγούδια. Οι ντόπιοι τα βρήκαν, όμως, όλα μπροστά τους, γιατί όσοι ζύγωσαν προσφυγοπούλες, δεν ξαναπλησίασαν τις δικές τους γυναίκες που μύριζαν και φορούσαν τα βρακοζώνια μέχρι τους αστραγάλους. Λέγεται ότι απ’ αυτό το γεγονός μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα προέκυψαν τρεις χιλιάδες διαζύγια.

Αυτά γράφει στο βιβλίο του «Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι - Χώρος και μνήμη του πειραϊκού περιθωρίου στον 20ό αιώνα» ο Βασίλης Πισιμίσης. Στην πολύχρονη μελέτη του για τις περιοχές όπου μεγάλωσε και ζει μέχρι τώρα το υλικό που έχει μαζέψει είναι καταπληκτικό, κυρίως μαρτυρίες από ανθρώπους που έζησαν την Τρούμπα όπως την έχουμε δει στις ταινίες ή έχουν γνωρίσει καλά τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν μια κατάσταση η οποία ήταν μοναδική, αλλά σήμερα οι περισσότεροι δεν θέλουν να τη θυμούνται. 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Είμαι συλλέκτης από πιτσιρίκος, από τη Β’ Δημοτικού, μας κόλλησε ένας δάσκαλος το μικρόβιο για τα γραμματόσημα και μετά άρχισα να συλλέγω τα πάντα. Από κει και πέρα, ασχολούμενος με αυτό, θεώρησα ότι οι θεματικές συλλογές είναι αυτές που έχουν αξία και, ζώντας στον Πειραιά, θέλησα να ασχοληθώ με την ιστορία του. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

«Οι περισσότερες κοπέλες που δούλευαν στα σπίτια είχαν δισύλλαβα ψευδώνυμα: Μπέμπα, Λέλα, Σούλα, Γωγώ, Ντίνα κ.λπ. Από τις πιο γνωστές ιερόδουλες στην Τρούμπα ήταν η Στέλλα, η οποία πυροβόλησε στο πόδι τον προαγωγό της Αντώνη και μπήκε στη φυλακή αμετανόητη για την πράξη της.

Στην μνήμη όσων επισκέφθηκαν την Τρούμπα έμεινε και η Δέσποινα η βιτριολίστρια. Αυτή καταδικάστηκε σε φυλάκιση όταν έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο του αφεντικού και αγαπητικούς της –ιδιοκτήτη του μπαρ Puerto Rico που είχε το παρατσούκλι “μωρό” λόγω του μεγέθους του μορίου του‒ όταν πληροφορήθηκε ότι την απατούσε. Η Τζεμιλέ –που εργαζόταν στο διώροφο μαγαζί για λεσβίες της οδού Σκουζέ‒ έκανε το πιο πρωτότυπο χορευτικό, εξαφανίζοντας λίρες στο αιδοίο της.

Η Τερέζα η Κεφαλονίτισσα είχε βίτσιο να διαθέτει τον ομορφότερο αγαπητικό στην Τρούμπα. Η Μπέμπα, γνωστή και ως “δασκάλα του έρωτα”, είχε ταλέντο να μαζεύει για πελατεία πιτσιρικάδες. Η Ρένα ήταν χορεύτρια του καμπαρέ John Bull και μία από τις γυναίκες που εκμεταλλευόταν ο μαστροπός “Μάπας”. Εξίσου γνωστές ιερόδουλες ήταν η Μπουμπού στα Καρβουνιάρικα, η Σούλα η κοκκινομάλλα, η Ερμίνα, η Έλσα, η Φανή, η Χαρούλα, η Λούλα η “κολόνα” –λόγω του ότι ήταν ψηλή και αδύνατη‒ και άλλες. 

τρουμπα
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Βασιλής Πισιμίσης, Τρούμπα, Βουρλα, Λιμάνι - Χώρος και μνήμη του πειραϊκού περιθωρίου στον 20ό αιώνα, εκδόσεις Μωβ

Από τους πιο ονομαστούς προαγωγούς ήταν ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης (ή Κώτσος, ή Κεφάλας) που τον σκότωσαν πισώπλατα στην πλατεία Καραϊσκάκη. Επίσης ο “Μάπας”, ο οποίος μεγαλώνοντας και χάνοντας τη δύναμή του παρέμεινε στην Τρούμπα, κάνοντας θελήματα στις ιερόδουλες – πρώην θύματά του. Επειδή είχε χοντρύνει και ήταν δυσκίνητος, του κόλλησαν το παρατσούκλι “κουράδας”.

Ο Αντώνης ‒σωματέμπορας και προστάτης‒ γύρναγε στην επαρχία για να ψαρέψει όμορφες κοπέλες με σκοπό να τις οδηγήσει στην πορνεία. Το τραύμα από τον πυροβολισμό που δέχτηκε από τη Στέλλα του άφησε το παρατσούκλι “Κουτσαντώνης”. Γνωστοί μαστροποί ήταν επίσης ο Τζίνο, ο Πάρης, ο Μπούκας, που ήταν αγαπητικός και χρήστης ηρωίνης, ο Νίκος με το παρατσούκλι “η Ρούνα” επειδή ήταν αστυφύλακας, και άλλοι».

Στο παλαιοπωλείο που έχει στο Κερατσίνι, ο Βασίλης Πισιμίσης μας υποδέχεται εγκάρδια και μας κερνάει καφέ.        

— Βασίλη, πώς προέκυψε η έρευνά σου για τον υπόκοσμο του Πειραιά;
Είμαι συλλέκτης από πιτσιρίκος, από τη Β’ Δημοτικού, μας κόλλησε ένας δάσκαλος το μικρόβιο για τα γραμματόσημα και μετά άρχισα να συλλέγω τα πάντα. Από κει και πέρα, ασχολούμενος με αυτό, θεώρησα ότι οι θεματικές συλλογές είναι αυτές που έχουν αξία και, ζώντας στον Πειραιά, θέλησα να ασχοληθώ με την ιστορία του.

Έτσι άρχισα να ψάχνω τεκμήρια, ντοκουμέντα που να αποδεικνύουν αυτή την ιστορία, γιατί ο συλλέκτης είναι λίγο βαρεμένος και θέλει να έχει αποδείξεις για τα πράγματα που συλλέγει. Το υλικό που είχα μαζέψει έγινε ένα βιβλίο, το πρώτο μου βιβλίο για την Τρούμπα και τα Βούρλα, όπου προσπάθησα να ανασυνθέσω, όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά, την εποχή της ακμής και της παρακμής των κρατικών πορνείων στα Βούρλα και αργότερα τη δόξα και την πτώση της περιβόητης Τρούμπας. Σκοπός μου ήταν να περιγράψω τους τύπους των ανθρώπων ‒πόρνες, νταβατζήδες, χασικλήδες, σωματέμπορους‒ που σύχναζαν σε αυτές τις περιοχές και τις λυμαίνονταν.

Όσο ερευνούσα προέκυπτε ένα υλικό που ήταν ανεκτίμητο, μαρτυρίες ανθρώπων που δεν είχαν μιλήσει ποτέ ούτε και θα μιλήσουν ξανά. Έτσι έγραψα το δεύτερο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Για να επιλέξω τις περίπου τριάντα πέντε συνεντεύξεις που περιέχει έκανα γύρω στις εκατό, και για να καταφέρω να κάνω εκατό συναντήθηκα με τριακόσια άτομα.

Πλέον έχω την εμπειρία αλλά και τη γνώση να καταλάβω από την αρχή, από δύο ερωτήσεις που θα του κάνω, αν το πρόσωπο με το οποίο μιλάω έχει να πει κάτι σοβαρό ή λέει ανυπόστατα πράγματα. Αν δεν μου κάνει, συνήθως λέω «χτύπησε το τηλέφωνο» και σηκώνομαι και φεύγω.

Ασχολούμαι είκοσι δύο χρόνια εντατικά με αυτό το θέμα και δυσκολεύτηκα πολύ να μαζέψω αξιόπιστες μαρτυρίες. Όσοι αναζητούν πληροφορίες μπαίνουν στο Ίντερνετ και μπορούν να βρουν υλικό για ό,τι ψάχνουν, το ζήτημα είναι πόσο έγκυρα είναι αυτά που βρίσκουν, γιατί ο καθένας γράφει ό,τι θέλει. Έχω διαβάσει πράγματα και έχω φρίξει, που είναι ανυπόστατα τελείως. 

Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Στην είσοδο των Βούρλων, δεκαετία 1920.

— Πώς βρέθηκες στο Κερατσίνι;
Η καταγωγή μου είναι από την Αρκαδία, από ένα ορεινό χωριό που είχε μόνο κτηνοτροφία, οπότε δεν υπήρχε μέλλον εκεί και ο πατέρας μου κατέβασε πρώτα τα τρία αδέλφια μου στην Αθήνα κι εγώ με τη μάνα μου ήρθαμε και τους βρήκαμε όταν έγινα τεσσάρων χρονών. Μείναμε στο Αιγάλεω και μετά από δύο χρόνια ήρθαμε στο Κερατσίνι. Από έξι χρονών ζω εδώ.

Το αγάπησα το Κερατσίνι και, αφού κόλλησα την αρρώστια του συλλέκτη, ασχολήθηκα μαζί του με μανία. Δεκατεσσάρων χρονών δούλεψα στο κέντρο του Πειραιά, σε ένα υπόγειο εργαστήριο που έφτιαχνε φύλλο και κανταΐφι. Άρχισα να γυρνάω παντού στον Πειραιά μεταφέροντας με ένα καρότσι φύλλο στα ζαχαροπλαστεία και έβλεπα τι γινόταν ‒ πιτσιρικάς έβλεπα τις φωτογραφίες των κοριτσιών στα καμπαρέ και «κόλλαγα».

Μετά άρχισε το ψάξιμο, άρχισα να μαζεύω υλικό για το θέμα της πορνείας, γιατί τα βιβλία τα πειραιώτικα την Τρούμπα τη θεωρούσαν μίασμα. Κανείς δεν την έβαζε στη θέση που της πρέπει, δεν έλεγαν την αλήθεια, αφήνοντας τον αναγνώστη να κρίνει αν έπρεπε να υπάρχει, γιατί υπήρχε κ.λπ.

«Μπορεί σπουδαία να μην είμαι, αλλά δεν είμαι κομπλεξικιά και ψεύτικη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί έχω ζήσει για τρεις ζωές και είμαι ευχαριστημένη από την επιλογή μου – όπως κι αν μου προέκυψε. Απ’ τις αγάμητες και τις μυξοπαρθένες να φυλάγεσαι. Αυτό κράτα το σαν συμβουλή, όχι από τη γριά που μιλάς, αλλά από τη Γιούλα, την παλιά πουτάνα»

Μέχρι το 1860 ο αντρικός πληθυσμός του Πειραιά υπερτερούσε του γυναικείου λόγω του εμπορίου και των ναυτικών. Έρχονταν οι άνθρωποι από την επαρχία στο λιμάνι για να επανδρώσουν τα εργοστάσια που είχαν χτιστεί τριγύρω ή για να εργαστούν ως φορτοεκφορτωτές, ναυτικοί κ.λπ. Φυσικά, υπήρχαν και πάρα πολλοί επισκέπτες, ναύτες, έμποροι, που έμεναν για λίγες μέρες στο λιμάνι. Πού θα ξεθύμαινε όλος αυτός ο αντρικός πληθυσμός αν δεν υπήρχαν τα πορνεία;  

— Γιατί δεν ήθελαν να θυμούνται οι Πειραιώτες εκείνη την περίοδο; Γιατί επιχείρησαν να σβήσουν τη σεξεργασία από τη μνήμη τους;
Αυτό ακριβώς έχει γίνει, οι Πειραιώτες οι συγγραφείς, που έχουν γράψει για τον Πειραιά ‒αξιόλογοι συγγραφείς‒, την Τρούμπα την αφήνουν απ’ έξω. Ο Γιάννης Χατζημανωλάκης, που ήταν ιστορικός φοβερός, δεν ήθελε ούτε να ακούει για την Τρούμπα, τη θεωρούσε μίασμα. Πιστεύω ότι δεν ήθελαν να ασχοληθούν και να εμβαθύνουν στο θέμα της πορνείας για να μην τσαλακωθεί το image τους. Εγώ ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό, θεώρησα ότι το θέμα ήταν αδικημένο και γι’ αυτόν τον λόγο μπόρεσα να το αναδείξω.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Αδήλωτες ιερόδουλες τη δεκαετία του 1930

— Πότε ξεκινάει η ιστορία της σεξεργασίας στον Πειραιά; 
Έχω στοιχεία από το 1840, κυρίως από αποσπάσματα από εφημερίδες που γράφουν για «διάσπαρτα χαμαιτυπεία στο λιμάνι του Πειραιά και γύρω από τα εργοστάσια». Ωστόσο, άρχισαν να διαμαρτύρονται οι κάτοικοι γιατί έβγαιναν βόλτα με τις κόρες τους στην προκυμαία και τους ενοχλούσε το θέαμα. Ζητούσαν να απομακρύνουν τα πορνεία, να τα βγάλουν εκτός ορίων της πόλης.

Τα όρια τότε ήταν μέχρι τον Άγιο Διονύση, μέχρι τον σταθμό Λαρίσης, εξού και το νεκροταφείο, και μετά φτιάχτηκε η Ανάσταση. Έψαχναν να βρουν έναν χώρο, ένα μεγάλο οικόπεδο, να τον μαντρώσουν για να ελέγχεται και να τα συγκεντρώσουν εκεί ‒ αρχικά ήθελε ο δήμος να χρηματοδοτήσει το έργο. Το οικόπεδο βρέθηκε μετά από τρία χρόνια αναζητήσεων ‒ο χώρος ανήκε στον Παναγιώτη Πιπινέλη‒ και τελικά η μάντρα των Βούρλων φτιάχτηκε με χρηματοδότηση του Νικόλαου Μπόμπολα. 

— Ήταν κάτι σαν στρατόπεδο με σεξεργάτριες; 
Ακριβώς, σαν στρατόπεδο, γι’ αυτό μετά χρησιμοποιήθηκε ως φυλακές. Είναι κάτι που δεν υπήρξε σε καμία άλλη πόλη, πουθενά. Αν δεν κάνω λάθος ήταν το μοναδικό μαντρωμένο μέρος για πορνεία παγκοσμίως.

Ο χώρος των Βούρλων ξεκίνησε τη λειτουργία του με τρεις σειρές αποτελούμενες από είκοσι δύο χαμηλοτάβανες κάμαρες, καθεμία από τις οποίες «φιλοξενούσε» από μία κοπέλα. Η μία σειρά ήταν με τις πιο μικρές σε ηλικία, που ήταν οι πιο ακριβές, η δεύτερη με τις μεσόκοπες και η τρίτη με τις «γαλότσες», όπως τις έλεγαν τότε, ή «γκαζιέρες», οι οποίες ξεπερνούσαν τα τριάντα πέντε-σαράντα χρόνια, που ήταν και οι πιο φτηνές.

Ο χώρος φυλασσόταν από σκοπιές της Χωροφυλακής. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί έδιωξαν τις πόρνες από τα Βούρλα και τα σπίτια στην Τρούμπα τα έκαναν φυλακές. Αργότερα, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, έμειναν δύο πτέρυγες ποινικών κρατουμένων και μία πολιτικών, απ’ όπου τον Ιούλιο του ’55 έγινε η θρυλική απόδραση των είκοσι επτά. Έσκαψαν σε τρεις μήνες ένα τούνελ με πρωτόγονα μέσα και μια Κυριακή πρωί βγήκαν στα λουτρά και από κει δραπέτευσαν. Τις φυλακές των Βούρλων τις αντικατέστησαν οι φυλακές Κορυδαλλού.

Η Τρούμπα ήταν οριοθετημένη περιοχή, ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, και ελεγχόμενη από τη μία μεριά ‒δηλαδή είχαν να φυλάξουν τρεις πλευρές‒, χωρίς μάντρα όμως. Για την περίοδο της Κατοχής υπάρχουν μαρτυρίες που λένε ότι οι πόρνες έκαναν αντίσταση με τα αφροδίσια. Επειδή δεν μπορούσαν να πιάσουν όπλα, η αντίστασή τους ήταν να κολλήσουν κανένα αφροδίσιο τους Γερμανούς, έτσι, όποια είχε αφροδίσιο, έβγαινε πρώτη για να την επιλέξουν.

Επειδή συνέβαιναν συχνά τέτοια περιστατικά και κατάλαβαν οι Γερμανοί ότι ήταν εσκεμμένα, έφτιαξαν κάποια Soldaten Heim, ένα στο Φάληρο και ένα στον παλιό κινηματογράφο Παλλάς, στο Πασαλιμάνι. Εκεί είχε και Soldaten Kino, κινηματογράφο που έδειχνε γερμανικά έργα για τους στρατιώτες και από πάνω είχε Γερμανίδες πόρνες.

Έδιναν, λοιπόν, μία μάρκα ανά τακτά διαστήματα στους στρατιώτες τους για να πηγαίνουν εκεί να ξεθυμαίνουν. Όποιος δεν ήθελε να πάει στα γερμανικά πορνεία και πήγαινε στην Τρούμπα και κόλλαγε αφροδίσιο, δεν πήγαινε στον Γερμανό γιατρό αλλά σε κάτι κομπογιαννίτες που κυκλοφορούσαν στον Πειραιά, γιατί οι ποινές που τους έδιναν οι Γερμανοί ήταν πολύ αυστηρές∙ τους έστελναν στο ανατολικό μέτωπο όπου θα σκοτώνονταν σίγουρα. 

Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Το λιμάνι της Τρούμπας σε καρτ-ποστάλ.

— Αναφέρεις στο βιβλίο ότι το 1922 που ήρθαν οι πρόσφυγες άνθησε η σεξεργασία.
Κοίταξε, αυτοί οι άνθρωποι έφυγαν διωγμένοι από την πατρίδα τους και στην Ελλάδα έφτασαν κυρίως γυναικόπαιδα, γιατί οι άντρες σκοτώθηκαν επί τόπου στον διωγμό ή έμειναν εκεί και χάθηκαν για πάντα. Κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν. Ήρθαν 125.000 άνθρωποι στον ευρύτερο Πειραιά, ήταν αδύνατο να βρουν δουλειά τόσες δεκάδες χιλιάδες γυναίκες με μικρά παιδιά – κυρίως δούλεψαν σε σπίτια ως πλύστρες ή στα εργοστάσια.

Υπήρχαν και μεγαλύτερα παιδιά που μπορούσαν να δουλέψουν ως χαμάληδες και σε εργοστάσια, αλλά τα πιο πολλά ήταν μωρά. Έτσι πολλές γυναίκες έγιναν εξ ανάγκης πόρνες, ενώ τα νέα κορίτσια, που δεν ήταν παντρεμένα, έγιναν το «νέο αίμα» για τις πόρνες των Βούρλων. Κι αυτό γιατί έρχονταν οι σωματέμποροι με μια κούρσα της εποχής, που τους την είχε αγοράσει άλλη κοπέλα που εκμεταλλεύονταν, υποδύονταν τον γιο του εργοστασιάρχη και τους έταζαν ότι θα τις παντρευτούν, να ξελασπώσουν και να φύγουν από τη μιζέρια.

Τις πήγαιναν στην Αθήνα σε κάποιο διαμέρισμα, τις πούλαγαν στην αρχή σε κάτι παλιόγερους και μόλις πέρναγε η μπογιά τους, τις έφερναν στην Τρούμπα. Κι αν αυτές ξύπναγαν και αντιδρούσαν, τις εκβίαζαν ότι θα έλεγαν σε όλους ότι τις πήραν να τις κάνουν κυρίες και αυτές ξενοπηδήχτηκαν με όλους τους φίλους τους. Υπήρχαν και ξυλοδαρμοί, σημαδέματα. Ποιον θα πίστευε η γειτονιά, που έκανε κρα για κουτσομπολιά;

Όσο για τις μεγαλύτερες, τις παντρεμένες, οι τεκετζήδες είχαν επινοήσει αυτό που λέει και ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του, το κόλπο του «παραθυράτου». Οι παράγκες που χρησιμοποιούνταν για καφενεία και χασισοποτεία είχαν δίπλα το αποχωρητήριο, έφτιαχναν λοιπόν μια μεσάντρα με ξύλα, ένα χώρισμα, που ήταν υποτίθεται για τον κήπο, κι εκεί που πήγαινε ο άλλος για να κάνει την ανάγκη του έξω από τον τεκέ, υπήρχαν συρταρωτά παράθυρα και η άλλη, χωρίς να δείξει ποια είναι, άνοιγε το παράθυρο, τούρλωνε τον κώλο, έπαιρνε το τάλιρο και γινόταν η δουλειά χωρίς να ιδωθεί καν με τον πελάτη.

Όταν έφτασαν οι πρόσφυγες, βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν τις προσφυγοπούλες «παστρικιές» ‒με την έννοια των χαλαρών ηθών‒, γιατί, παρ’ όλη τη φτώχεια και τη δυστυχία τους, ήταν πάντα καθαρές και περιποιημένες, με το χαμόγελο και τα τραγούδια. Οι ντόπιοι τα βρήκαν, όμως, όλα μπροστά τους, γιατί όσοι ζύγωσαν προσφυγοπούλες, δεν ξαναπλησίασαν τις δικές τους γυναίκες που μύριζαν και φορούσαν τα βρακοζώνια μέχρι τους αστραγάλους. Λέγεται ότι απ’ αυτό το γεγονός μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα προέκυψαν τρεις χιλιάδες διαζύγια. 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Ο Βασίλης Πισιμίσης έξω από τον κινηματογράφο Ολύμπικ που πρόβαλλε ερωτικές ταινίες.

— Πώς ήταν οι συνθήκες για μια κοπέλα στα Βούρλα;
Στα Βούρλα πήγαινε ο πελάτης, πλήρωνε και έπαιρνε από τη μαντάμ μια μάρκα που αντιστοιχούσε στο ποσό που έδινε, πήγαινε μετά στη σειρά με τα σπίτια ή στο καφενείο όπου άραζαν οι κοπέλες, αν δεν είχαν δουλειά, επέλεγε την κοπέλα, της έδινε τη μάρκα, ας πούμε δέκα δραχμές, και «πήγαινε» μαζί της. Όσες μάρκες μάζευε η κοπέλα τις εξαργύρωνε, αλλά στην εξαργύρωση δεν έπαιρνε όλο το ποσό αλλά πολύ μικρότερο, ούτε το μισό, γιατί πλήρωνε το ενοίκιό της, την καθαριότητά της, τον έλεγχο από γιατρούς, ήταν χίλια δύο πράγματα που της χρέωναν.

Κάπως έτσι λειτουργούσε η μαντρωμένη περιοχή. Οι συνθήκες εκεί ήταν άθλιες κι αυτό προκύπτει από μαρτυρίες όσων γνώρισαν κοπέλες από εκεί μέσα ή απογόνων, τους που τους είχαν αφηγηθεί τα πάντα.

Την ιστορία της Δορυλαίας μου την αφηγήθηκε η ανιψιά της. Η Δορυλαία απ’ το Εσκί Σεχίρ ή Δώρα ήταν η πιο μικρή πόρνη των Βούρλων, και πέθανε στα είκοσι επτά της από σύφιλη. Έφτασε μετά την Καταστροφή της Σμύρνης με την αδερφή της, μικρά κορίτσια και ορφανά, γιατί τους γονείς της τους έσφαξαν λίγο πριν ανέβουν στο πλοίο για την Ελλάδα.

Η Δορυλαία στα έντεκα βρέθηκε υπηρέτρια σε ένα σπίτι στην Αθήνα όπου την έβριζαν και τη χτυπούσαν, ενώ στο κλαρί την έβγαλε ένας αστυνομικός που ανέλαβε να την προστατεύει. Αφού την έβαλε να κάνει βίζιτες στα μεγάλα σαλόνια, την έκλεισε σε ένα σπίτι στον Πειραιά και από κει κατέληξε πόρνη στα Βούρλα. Αηδιασμένη από τη ζωή της εκεί, προσπάθησε να το σκάσει, πήγε στη Θεσσαλονίκη για να κάνει μια νέα αρχή, αλλά τη βρήκαν οι προστάτες της και την έφεραν δεμένη χειροπόδαρα ξανά στα Βούρλα. Την έδειραν και της χαράκωσαν το πρόσωπο και την πέταξαν στον δρόμο, όπου έκανε πιάτσα μόνο με μαντίλι για να καλύπτει τα μάγουλά της. Πέθανε με το κορμί σημαδεμένο απ’ τη σύφιλη.

Να αναφέρω ότι μέσα στα Βούρλα πρωτολειτούργησε ένα υποτυπώδες νοσοκομείο αφροδίσιων νοσημάτων, υπήρχε υγειονομικός έλεγχος και υπήρχε και περίθαλψη. Όμως, παρότι υπήρχε φύλαξη και ασφάλεια στον μαντρωμένο χώρο, οι νταβατζήδες μπαινοβγαίναν ελεύθερα και γύρω από τα Βούρλα ήταν όλοι οι τεκέδες, τα καφενεία.

Όσοι είχαν όφελος από τα μπουρδέλα κυκλοφορούσαν τριγύρω, π.χ. πολλοί από τους ρεμπέτες∙ και ο Δελιάς εκεί έμπλεξε με τη Σκουλαρικού∙ και ο Βαμβακάρης έγραψε το «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια» για μια Κρητικιά πόρνη που είχε γκόμενα εκεί μέσα∙ και ο Νίκος Μάθεσης εκεί έγινε νταής. Επειδή ήταν βιωματικά τα τραγούδια τους, αναφέρονται συχνά σε περιπτώσεις κοριτσιών εκεί μέσα. 

Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Η Τρούμπα τη μέρα τη δεκαετία του 1950.

— Πες μου για τους τεκέδες. 
Όλη η πορνεία στον Πειραιά ήταν ένα τόξο, απ’ το Χατζηκυριάκειο μέχρι και τα Σφαγεία, εκεί ήταν όλοι οι τεκέδες. Οι πιο επικίνδυνοι ήταν ή άκρη-άκρη, πίσω από τη Σχολή Δοκίμων που ήταν ερημιές ή μετά τα Λιπάσματα. Οι άλλοι ήταν ήπιοι και άλλαζαν διευθύνσεις συχνά, επειδή ήταν ελεγχόμενη η περιοχή και έκανε συχνά ντου η αστυνομία.

Όμως προς τα Σφαγεία, προς τα λιπάσματα κ.λπ. έκαναν και σκληρά ναρκωτικά, π.χ. ηρωίνη ‒τότε δεν την κοπάναγαν μόνοι τους, τους την έκανε ο τεκετζής‒, και έβγαζαν ένα λευκό πουκάμισο απ’ έξω που σήμαινε ότι «ή μας σκοτώνεις ή σας σκοτώνουμε». Δεν ρίσκαρε να πάει η αστυνομία, ήταν άβατο, όπως είναι το Μενίδι ή ο Ασπρόπυργος τώρα.

Από το 1900 έως το τέλος της δεκαετίας του 1930 από το Χατζηκυριάκειο, τα Καμίνια, τη Δραπετσώνα και μέχρι τα Ταμπούρια λειτουργούσαν πάνω από τριάντα τεκέδες. Ο πιο διάσημος ήταν του Τζοάνου στο Χατζηκυριάκειο. Η παράγκα του Σερενάκη, στην περιοχή των Δημοτικών Σφαγείων, ήταν ο τεκές που μάζευε τους πιο σκληρούς κακοποιούς της εποχής.

Πίσω από τα Βούρλα, σε πάροδο της οδού Κανελλοπούλου, βρισκόταν ο τεκές της κυρα-Ρήνης της Μπουρδούσαινας που για να προσελκύσει τους πελάτες χρησιμoποιούσε τα θέλγητρά της, εξού και το δίστιχο: «Μπουρδούσαινα, Μπουρδούσαινα / έλα στη θέση που ’σουνα». 

— Οι πιο γνωστές μαντάμ ποιες ήταν;
Τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, για τα οποία έχουμε στοιχεία, μάθαμε για την Ντουντού, μια μεγαλοτσατσά που είχε μεγάλη εξουσία επί Μεταξά. Ξακουστές ήταν η Βιολέτα η Σμυρνιά και η μαντάμ Φλώρα, η μαντάμ Μαριορή, η μαντάμ Σαρλότα.

Η Βιολέτα ήταν η πιο πλούσια πατρόνα της Τρούμπας. Ήρθε στην Ελλάδα από τη Σμύρνη και δούλεψε ως τραγουδίστρια στο καφέ σαντάν του Στίνη, στην οδό Φίλωνος. Στην Κατοχή η Βιολέτα επεκτάθηκε στις βίζιτες με όσους πλήρωναν, Έλληνες, Ιταλούς και Γερμανούς. Πανέξυπνη και αδίστακτη, είχε αναπτύξει γνωριμίες με την Ασφάλεια και το 1945 πήρε άδεια και άνοιξε το δικό της πορνείο στη Στοά Λιναρά με είκοσι πέντε κοπέλες.

Ωστόσο, η αδυναμία που είχε στον αγαπητικό της, που ήταν αστυφύλακας, την κατέστρεψε. Τα πλούτη της εξανεμίστηκαν, αφού της τα άρπαξε όλα και τελικά την παράτησε. Σε μεγάλη ηλικία πια δούλευε ως καθαρίστρια στις κοπέλες που κάποτε εκμεταλλευόταν.

Η μαντάμ Φλώρα ήταν ο θηλυκός προστάτης της Τρούμπας, η πατρόνα των πατρόνων. Με τις πλάτες της Ασφάλειας έπαιρνε ποσοστά απ’ όλες τις υπόλοιπες, εκτός της Βιολέτας. Η μαντάμ Σαρλότα είχε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου Lux στη Φίλωνος.

Άλλες γνωστές πατρόνες ήταν μαντάμ Μαρίτσα, η μαντάμ Αθηνά η «γκαβή», η μαντάμ Βαγγελιώ η «χοντρή» –πιο αγαπητή από τις κοπέλες της Τρούμπας γιατί είχε καλή καρδιά‒, η μαντάμ Αρχόντω, η Κοκό, η Αλέκα, η Κατίνα, η Νότα, η Σούλα, η Βασίλω η «χοντρή».  

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Όσοι αναζητούν πληροφορίες μπαίνουν στο Ίντερνετ και μπορούν να βρουν υλικό για ό,τι ψάχνουν, το ζήτημα είναι πόσο έγκυρα είναι αυτά που βρίσκουν, γιατί ο καθένας γράφει ό,τι θέλει. Έχω διαβάσει πράγματα και έχω φρίξει, που είναι ανυπόστατα τελείως. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Πότε άρχισε να παρακμάζει η Τρούμπα;
Με τον διορισμό του Σκυλίτση ως δημάρχου του Πειραιά το 1967 από το καθεστώς της Επταετίας. Με το σύνθημα «Καθαρός Πειραιάς» αποφάσισε το οριστικό κλείσιμο των οίκων ανοχής της Τρούμπας και τον καθαρισμό των πεζοδρομίων από τα μεταλλικά στοιχεία στις περιοχές Αγίου Διονυσίου και Παπαστράτου. Έδωσε έξι μήνες περιθώριο να φύγουν τα κορίτσια από τα σπίτια της περιοχής, και να φύγουν μαζί και οι «λαμαρίνες».

Οι «λαμαρίνες» ήταν οι καλντεριμιτζούδες που έκαναν πιάτσα από τον Άγιο Διονύση και μέχρι του Ρετσίνα, στα κάθετα στενάκια από το λιμάνι. Τις λέγανε «λαμαρίνες» γιατί εκεί υπήρχαν τα πιο πολλά σιδεράδικα στον Πειραιά, τα οποία έπαιρναν κομμάτια από παλιά καράβια και τα έκαναν άγκυρες, υνιά για τα χωράφια, πέταλα για τα άλογα, χίλια δυο πράγματα.

Εν τω μεταξύ, επειδή δεν χώραγε όλος αυτός ο όγκος σιδερικών μέσα στο μαγαζί τους, άφηναν και έξω στο πεζοδρόμιο, άλλωστε δεν είχε και τόση κίνηση τότε για να ενοχλούν. Οι καλντεριμιτζούδες έβρισκαν καταφύγιο πίσω από αυτά τα σίδερα και τις λαμαρίνες και εκεί συνήθως πήγαιναν τους πελάτες τους, συνήθως πιτσιρικάδες που δεν επιτρεπόταν, λόγω μικρής ηλικίας, να πάνε στα μπουρδέλα της Τρούμπας. Δεν πήγαιναν μόνο πιτσιρικάδες όμως.

Οι πιο ξακουστές από κει ήταν η Νίκη το «ράδιο» πίσω από τον Άγιο Διονύσιο, που έχει αναφέρει και ο Μπάρκουλης ‒την έλεγαν «ράδιο» επειδή τραγουδούσε ασταμάτητα‒, η Φρειδερίκη, από την άλλη μεριά, στο Μονοπώλιο του αλατιού προς του Ρετσίνα ‒ την έλεγαν έτσι από τη βασίλισσα. Εκείνη, μάλιστα, ήταν και κουτσή. Τον χειμώνα γέμιζαν έναν ντενεκέ με παλιόξυλα και άναβαν φωτιά να ζεσταθούν και επειδή φαίνονταν από μακριά έλεγαν «όπου φωτιά και πουτάνα».

Οι καλντεριμιτζούδες μη νομίσεις ότι γδυνόντουσαν, σήκωναν λίγο το φουστάνι, ήταν χωρίς βρακί, έσκυβαν λίγο και τέλειωνε ο πιτσιρικάς τάκα-τάκα. Άλλο τέτοιο στέκι είχε στις ελιές, στο τρίτο νεκροταφείο. Εκείνες έστρωναν μια παλιοκουβέρτα στις ελιές, έτσι η καθεμία είχε το στρωματάκι της∙ τσίμπαγαν τους πελάτες από τη Θηβών και τους πήγαιναν μέσα στα σκοτεινά. 

Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Στους 45 Γιάννηδες του φοβερού εραστή Τζίνο ήταν προγραμματισμένο αρχικά να γυριστεί η ταινία «Λόλα». Τελικά στους χώρους του θρυλικού μπαρ της εποχής γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία «Το Κάθαρμα».

— Όταν έκλεισαν τα σπίτια, έκλεισαν και τα καμπαρέ;
Όχι, έκλεισαν μόνο τα σπίτια και οι «λαμαρίνες», τα καμπαρέ συνέχισαν. Και από μαρτυρίες που έχω, ουσιαστικά στην αρχή οι πόρνες άλλαξαν νταβατζή, γιατί τις καλύτερες τις έκλεισαν σε διαμερίσματα και τις εκμεταλλεύονταν όσοι είχαν την εξουσία εκείνη την εποχή. Ήταν μεγάλη η επικινδυνότητα όμως και για τις κοπέλες και για τους πελάτες, γιατί δεν υπήρχε υγειονομικός έλεγχος πλέον, δεν περνούσαν από γιατρούς. 

— Αυτό που μου έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση από τις αφηγήσεις στο βιβλίο είναι ότι κανένα από τα πρόσωπα που μιλάνε δεν έκανε οικογένεια, παιδιά…
Πολύ λίγοι, ελάχιστοι έκαναν οικογένεια, κυρίως από τις γυναίκες που εκδίδονταν. Όσοι έζησαν όμως με κάποιον τρόπο την κατάσταση που βίωσαν οι γυναίκες αυτές δεν τις κατηγόρησαν ποτέ. Όχι φυσικά ότι όλες πήγαν στην πορνεία εξ ανάγκης, ορισμένες την επέλεξαν, ήθελαν να το κάνουν ή θα μπορούσαν να φύγουν, αλλά δεν έφυγαν γιατί είχαν μάθει στο εύκολο κέρδος.

Κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι όταν ερχόταν ο έκτος στόλος οι 500 επίσημες πόρνες γίνονταν 2.000. Κατέβαιναν στην Τρούμπα υπηρέτριες, που έπαιρναν άδεια για να πάνε τάχα σε μια θεία τους που είναι άρρωστη, ακόμα και παντρεμένες, έκαναν βίζιτες άγνωστες μεταξύ αγνώστων και σε ένα 24ωρο έβγαζαν ένα μηνιάτικο. 

— Υπήρχαν κοπέλες που έκαναν περιουσία; Εννοώ να εξασφαλίσουν τα γεράματά τους. 
Πέρασαν λεφτά απ’ τα χέρια τους, αλλά δεν τους έμειναν. Την πιο παλιά εποχή ήταν δύσκολο να μην έχουν νταβατζή, που τους τα «έτρωγε» σχεδόν όλα. Αργότερα, όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, ορισμένες επιδίωκαν να έχουν νταβατζή, η μία καυχιόταν στην άλλη «εγώ έχω τον πιο φοβερό νταβατζή, που γαμεί και δέρνει σε όλη την Τρούμπα», «έχω τον πιο όμορφο» ‒ γιατί το επιδίωκαν όμως; Επειδή μπορεί να είχαν άφθονο σεξ, αλλά ήταν στερημένες από αγάπη. Και την αγάπη την πλήρωναν αδρά, λαχταρούσαν ν’ ακούσουν έναν καλό λόγο, κι ας ήταν και ψεύτικος.

Ήταν θρήσκες όλες, στο 100%, ‒ πολύ λίγα πορνεία άνοιγαν τη Μεγάλη Εβδομάδα και τη Μεγάλη Παρασκευή δεν άνοιγε κανένα, πήγαιναν σε έναν παπά σε μοναστήρι στο Καπανδρίτι και τις εξομολογούσε. Και όλες αγαπούσαν τα παιδιά.

Ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου στον Πειραιά μού έχει πει: «Έμενα εκεί κοντά και άμα έκανα καμιά σκανταλιά και ήταν να με δείρει η μάνα μου, πήγαινα και κρυβόμουν μέσα στα κορίτσια και με προστάτευαν». Κι ένας άλλος φίλος μου λέει: «Λέγαμε τα κάλαντα και τότε έδιναν το πολύ-πολύ πενηνταράκι, δεκάρες, εικοσάρες. Άμα έβλεπαν να έχεις κανένα τάλιρο, έλεγαν “πάλι εκεί κάτω στις πουτάνες πήγατε;”».

Έδιναν στα παιδιά και αυτά που τους έφερναν οι ναυτικοί, τα γλυκά, τις σοκολάτες τις περίεργες, τις τσίχλες ‒ τα αγάπαγαν πολύ τα παιδιά γιατί ήταν στερημένες και από αγάπη και από οικογένεια. Μόνο μία από τις κοπέλες που μου μιλάει στο βιβλίο κατάφερε να διατηρήσει αρκετά λεφτά για τα γεράματά της. 

Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Dreamland - «Η Τρούμπα ήταν κάτι μαγικό. Σαν μια όαση μέσα στην έρημο». Στη φωτό η Λέιλα χορεύει χορό της κοιλιάς σε καμπαρέ της Τρούμπας.
Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter

— Πες μου για τους μάγκες και τους κουτσαβάκηδες. 
Μετά την έρευνα και το ψάξιμο χρόνων, έχω να σου πω ότι δεν συμφωνώ με τον Μάθεση, ο οποίος λέει ότι για να γίνεις μάγκας εκείνη την εποχή και να σε σέβονται έπρεπε να βγεις στην πιάτσα, να μαλώσεις με τον αρχίμαγκα, τότε σε θεωρούσαν άξιο.

Ο μάγκας, σύμφωνα με τις συνεντεύξεις δύο γεροντόμαγκων που έκανα και έχω στο βιβλίο, δρούσε βάση τριών συνισταμένων: την μπέσα, τον λόγο και την τιμή, κυρίως του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Πίστευε στο δίκαιο, δεν αδικούσε κανέναν, δεν προκαλούσε, δεν πρόσβαλλε κανέναν, ούτε δεχόταν προσβολή. Αν τον πρόσβαλες μία φορά, σου έδινε μια ευκαιρία με μια λακωνική ματιά, με κάτι, σου έδειχνε ότι πρέπει να μαζευτείς, ότι δεν σε παίρνει από κει και πέρα.

Οι μάγκες ήταν οικογενειάρχες, δεν ασχολούνταν με τους κουραδόμαγκες, αυτούς που γύρναγαν και είχαν το κουμπούρι, αν και οι μάγκες ίσως το κουβάλαγαν πάνω τους γιατί συναναστρέφονταν στις ίδιες πιάτσες, στις ίδιες δουλειές. Η εποχή ήταν δύσκολη, άλλαζαν οι κυβερνήσεις κάθε τρεις και τέσσερις μήνες εκείνη την εποχή, του Μεσοπολέμου, και η αστυνόμευση ήταν ελλιπής, ενώ η αυτοδικία κυριαρχούσε, έτσι έπρεπε να προστατευτείς και να προστατέψεις και την οικογένειά σου. Αλλά δεν πήγαινε κανείς από δαύτους γυρεύοντας, μόνο αν ήταν αναπόφευκτη η συμπλοκή συμμετείχαν.

Οι κουραδόμαγκες είχαν αποδοχή από τους άλλους καμένους στους τεκέδες. Κι όσον αφορά τους ρεμπέτες, πρέπει κάποια στιγμή να αποκατασταθεί η αλήθεια· έχουμε συνδέσει το ρεμπέτικο με το χασίσι, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Από τόσα ρεμπέτικα τραγούδια που έχουν γραφτεί, ούτε το 1/10 δεν αναφέρεται σε ουσίες και ναρκωτικά. Σίγουρα ήταν βιωματικά τα τραγούδια τους, αλλά μιλούσαν για πολλά πράγματα, για την αγάπη, για τη δουλειά τους, για χίλια δύο πράγματα ‒ ίσως να εξυπηρετούσε κάποιους να συνδέουν το ρεμπέτικο με τις ουσίες και το χασίσι.

Όσον αφορά τους άγραφους νόμους που κυριαρχούσαν τότε, δεν έκατσε ένας σοφός να τους δημιουργήσει. Προέκυψαν μέσα από το μωσαϊκό των κατοίκων που ήρθαν στον Πειραιά, ανθρώπων με πολύ διαφορετικές καταγωγές και ήθη. Κάποιων τους έβριζαν τη μάνα και δεν παρεξηγούνταν, κάποιοι άλλοι σκότωναν γι’ αυτόν τον λόγο. Για να προστατευτούν όλοι αυτοί οι διαφορετικής καταβολής άνθρωποι προέκυψαν άγραφοι κανόνες και πρόσεχαν μόνοι τους, πώς μιλάνε, τι λένε, πώς φέρονται.

Τώρα, όσον αφορά τους άγραφους νόμους σχετικά με τις πόρνες, έλεγαν ότι αν κάποιος μπει φυλακή για τα μάτια μιας πόρνης, δηλαδή επειδή την υπερασπίστηκε όταν την έθιξαν, αυτή ήταν υποχρεωμένη να τον συντηρεί όσο καιρό ήταν στη φυλακή και να τον περιμένει να βγει. Όταν έβγαινε, όμως, αυτός ήταν υποχρεωμένος να την παντρευτεί. 

— Το πιο μεγάλο πρόβλημα μιας κοπέλας που εκδιδόταν ήταν ο προαγωγός;
Φυσικά, και η χειρότερη μορφή κακοποιού δεν ήταν ο νταβατζής, γιατί καμιά φορά τον επιδίωκαν κιόλας, όπως σου είπα, ήταν ο σωματέμπορος, αυτός που την έπαιρνε απ’ το σπίτι της και την έβγαζε στην πορνεία. Βέβαια, ο σωματέμπορος ήταν και νταβατζής, αλλά δεν ήταν όλοι οι νταβατζήδες και σωματέμποροι. Και ο νταβατζής δεν ήταν μάγκας, απατεώνας ήταν κυρίως. 

— Γράφεις για τον συνιδιοκτήτη του John Bull που βασάνισε την ψυχοκόρη του, τη Σπυριδούλα, καίγοντάς τη με το σίδερο, το 1955. Πες μου για τον Γιώργο Βεϊζαδέ. 
Το John Bull ήταν από τα πολύ γνωστά μαγαζιά στην Τρούμπα, από τα πιο παλιά καμπαρέ. Ο συνιδιοκτήτης του, ο Βεϊζαδές, είχε πάρει στο σπίτι του τη δωδεκάχρονη Σπυριδούλα Ράπτη για ψυχοκόρη, στην ουσία για υπηρέτρια. Ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια και τότε πολλά φτωχά κορίτσια από την επαρχία έρχονταν στην Αθήνα και τον Πειραιά για να εργαστούν και να φτιάξουν την προίκα τους ή για να γλιτώσει η οικογένειά τους από ένα επιπλέον στόμα. Ο

Βεϊζαδές εισέπραττε από το καμπαρέ ελληνικές δραχμές αλλά και δολάρια, από τους ναύτες του 6ου Στόλου. Μια μέρα η γυναίκα του ανακάλυψε ότι έλειπε ένα 50δόλαρο και κατηγόρησαν τη Σπυριδούλα ότι το πήρε. Επειδή το κορίτσι έκλαιγε και επέμενε ότι δεν το είχε πάρει, την έκαψαν με το καυτό σίδερο σε όλο της το σώμα για να ομολογήσει. Το 65% της επιφάνειας του σώματός της ‒και το πρόσωπο‒ ήταν καμένο όταν το κορίτσι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. «Τώρα θα σε κάνουμε πιο όμορφη», της είχαν πει. Το ποσό ήταν αμελητέο για έναν ιδιοκτήτη καμπαρέ και το παιδί βασανίστηκε απάνθρωπα, βάναυσα.

Να σου πω ότι ήταν σκληροί άνθρωποι γιατί έτσι ήταν ο νόμος της Τρούμπας. Δεν ήταν σπάνια η παραμόρφωση του προσώπου, οι αγριότεροι προαγωγοί είχαν ως μέσο συμμόρφωσης μιας ατίθασης πόρνης και παραδειγματισμού προς τις άλλες το σουγιάδιασμα ή το ξυράφιασμα του προσώπου της. Οι δικαστικές ποινές για τέτοιες συμπεριφορές ήταν πολύ αυστηρές, γιατί το σημάδι στο πρόσωπο στιγμάτιζε τις γυναίκες για πάντα.

Το ζεύγος Βεϊζαδέ –που είχε ένα κοριτσάκι δυόμισι ετών‒ μπήκε στη φυλακή και αμέσως μετά την αποφυλάκισή τους πέθαναν και οι δύο. Μου έλεγε ο συχωρεμένος ο Χρυσοστομίδης, που είχε το ομώνυμο θέατρο, ότι όταν η Σπυριδούλα έγιανε την έπαιρνε μαζί του ο Γιώργος Χαρίδημος, ο καραγκιοζοπαίχτης, και μετά από κάθε παράστασή του ζητούσε από τον κόσμο να της ρίξουν κανένα φράγκο στο κυπελλάκι για να τη βοηθήσουν να ζήσει. Διάβασα κάπου, και χάρηκα, ότι αργότερα παντρεύτηκε και πρόκοψε στη ζωή της. 

Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Από τα τελευταία σόου της Τρούμπας.

— Έχεις στο βιβλίο και μια μαρτυρία του ανιψιού του Ανέστου Δελιά, ενός από τους μουσικούς της θρυλικής «τετράδας του Πειραιά».
Ναι, ο ανιψιός του μου είπε ότι όταν ήρθαν στη Δραπετσώνα, η μητέρα του Δελιά, που είχε φοβερή φωνή, τραγουδούσε έναν αμανέ κάτω από τις δεξαμενές του Βασιλειάδη, στις παράγκες, και κάποιος συγγενής της, που περνούσε και την άκουσε, κατάλαβε ότι ήταν αυτή από τη φωνή της ‒ έτσι ξαναβρέθηκαν μετά τη Σμύρνη. Τραγούδαγε για να βγάλει από μέσα της τη θλίψη και την αγανάκτηση γιατί είχε χάσει τον σύζυγό της και ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα στην Ελλάδα.

Ο Δελιάς ήταν ένα εξαιρετικό παιδί και η ιστορία του που κατέγραψα είναι διαφορετική από αυτήν που αναφέρουν στα βιβλία για το ρεμπέτικο, δηλαδή ότι τον έβγαζε ο πατέρας του στις ταβέρνες με την κιθάρα να παίξει κι έτσι γνώρισε τον Βαμβακάρη κ.λπ. Ο πατέρας του δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, χάθηκε στη Σμύρνη, έχουμε την ταυτότητα της μάνας του εδώ που αναφέρεται ως χήρα, και αυτό το βεβαιώνει και ο ανιψιός του στην αφήγησή του.

Άκουσε ο Μάρκος τον Δελιά και, επειδή ήταν πολύ γλυκό το παίξιμό του, τού έμαθε μπουζούκι. Ο Μάρκος τον πήγε στα Βούρλα και γνώρισε τη Σκουλαρικού, που έγινε η καταστροφή του. Αυτή του έβαζε από τη μύτη ναρκωτικό, ο ανιψιός του ισχυρίζεται ότι δεν είχε κάνει ποτέ ένεση. Αφού πέθανε ο Δελιάς, η Σκουλαρικού έκανε αποτοξίνωση και έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα.  

— Πόσο σημαντικό έργο πρόσφεραν αυτές οι γυναίκες, Βασίλη; 
Πρόσφεραν μεγάλο έργο, όσο και να τις κατακρίνουν και να θέλουν να τις σβήσουν από τη μνήμη αυτής της πόλης. Ο δύσμορφος, ο ανάπηρος, ο ανύπαντρος, άνθρωποι που δεν μπορούσαν να βρουν μια κοπέλα ή δεν ήθελαν να βρουν μια κοπέλα, δεν έπρεπε να κάνουν έρωτα; Δεν μπορείς να πας κόντρα στη φύση, και μη βλέπεις σήμερα που υπάρχουν άλλοι τρόποι να βρεις να κάνεις σεξ, τότε αυτός ήταν ο μόνος τρόπος.

Ξέρεις τι μου λέει η κυρία Γιούλα, μια παλιά πουτάνα της Τρούμπας, που σήμερα ζει σε ένα ετοιμόρροπο σπιτάκι κάπου στις συνοικίες του Πειραιά, βοηθούμενη από την Πρόνοια; «Μπορεί σπουδαία να μην είμαι, αλλά δεν είμαι κομπλεξικιά και ψεύτικη. Και ξέρεις γιατί; Γιατί έχω ζήσει για τρεις ζωές και είμαι ευχαριστημένη από την επιλογή μου – όπως κι αν μου προέκυψε. Απ’ τις αγάμητες και τις μυξοπαρθένες να φυλάγεσαι. Αυτό κράτα το σαν συμβουλή, όχι από τη γριά που μιλάς, αλλά από τη Γιούλα, την παλιά πουτάνα». 

Όλες οι φωτογραφίες είναι από το Αρχείο του Βασίλη Πισιμίση για τη LiFO.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιστορίες περιθωρίου και σεξεργασίας στην Τρούμπα και τα Βούρλα Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω»

Βιβλίο / Η σεξεργασία τότε και τώρα: Από τη Γαβριέλα, την Τρούμπα και τον Βαρδάρη ως τη σύγχρονη εποχή

Το νέο βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου «Στα σπίτια της αμαρτίας χτες και σήμερα – Μια δημοσιογραφική έρευνα για το φαινόμενο της πορνείας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα» (εκδ. Κάκτος) αποτελεί μια αξιόλογη συμβολή στη μελέτη του φαινομένου της σεξεργασίας στην Ελλάδα και όχι μόνο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΕΤΑΡΤΗ Ντ. Χάντερ: «Αν ζω σήμερα, το οφείλω στην τύχη και στο ότι είχα το σωστό χρώμα δέρματος»

Βιβλίο / Ντ. Χάντερ: «Η μητέρα μου με παρακινούσε να γίνω σεξεργάτης – δεν είχαμε να φάμε»

Ένας «εξτρίμ» διάλογος με τον ακτιβιστή και συγγραφέα του βιβλίου «Chav - Αλληλεγγύη από τα υπόγεια» για τα σκληρά βιώματα που τον καθόρισαν αφενός, το κοινωνικό περιθώριο και τη σχέση του με την εξουσία, αφετέρου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζένη Χειλουδάκη: «Είμαι πιο φτωχή και πιο πλούσια από ποτέ»

Συνεντεύξεις / Τζένη Χειλουδάκη: «Είμαι πιο φτωχή και πιο πλούσια από ποτέ»

Πριν από ακριβώς δέκα χρόνια ξεκίνησε μια άλλη περίοδος στη ζωή του πρώτου τρανς μοντέλου, που δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη. Η Τζένη Χειλουδάκη λέει πως όλα αυτά τα χρόνια που μένει στη Σητεία προσπαθεί να εξαγνιστεί, πως σήμερα δεν έχει τίποτα και ταυτόχρονα έχει τα πάντα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Τρανς ορατότητα: Το επόμενο μεγάλο στοίχημα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και της ελληνικής κοινωνίας

Ρεπορτάζ / Τρανς ορατότητα: Το επόμενο μεγάλο στοίχημα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και της ελληνικής κοινωνίας

Τριάμισι χρόνια μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου (ΝΑΤΦ) από τη Βουλή, κομβικό γεγονός για την τρανς ορατότητα στην Ελλάδα, είναι πολλά ακόμα αυτά που πρέπει να κατακτηθούν για μία από τις πιο «αθέατες» κοινωνικές ομάδες. Η LiFO μιλά με τρανς άτομα που προσπαθούν να βιοποριστούν, να ξεπεράσουν ανισότητες και προκαταλήψεις και να διεκδικήσουν απρόσκοπτα το δικό τους μερίδιο στην ευτυχία.
ΤΩΝ ΘΟΔΩΡΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ & ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM