Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ αφηγείται στοιχειωμένες ιστορίες από ένα χωριό της Κατερίνης

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Το «Κακό Ανήλιο» είναι ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος από πλάσματα «της άλλης μεριάς».
0

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΜΗΝΙΚ (υπογράφει τα βιβλία του με το μικρό του όνομα, ολόκληρο είναι Κωνσταντίνος Δομηνίκ Πιπήλης) εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία πριν από τρία χρόνια πολύ φιλόδοξα, με τη συλλογή δεκαοχτώ διηγημάτων «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι», όπου περιέγραφε με γλώσσα «βετεράνου» ιστορίες φολκ ελληνικότητας βγαλμένες από τις μνήμες του ή από τις μνήμες των ανθρώπων που ζουν γύρω του, διανθισμένες με μαγικό ρεαλισμό και λαογραφικό τρόμο.

Το ντεμπούτο του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενύπνιο –σύντομες αφηγήσεις με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής όπου ζει και μεγάλωσε, σε ένα χωριό της Κατερίνης–, ήταν τόσο ολοκληρωμένο και είχε τόσο καλή υποδοχή, που η συνέχεια ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Δεν είναι εύκολο για έναν νεαρό συγγραφέα να ξεπεράσει ένα εντυπωσιακό πρώτο βιβλίο και να μπορεί κανείς να μιλάει για εξέλιξη στη γραφή του, αλλά, ευτυχώς, αυτό δεν ισχύει για τον Κωνσταντίνο.

Το «Κακό Ανήλιο», που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ίκαρος –στο ίδιο κλίμα με το «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι»–, όπως και ο τίτλος υπονοεί, είναι ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος από πλάσματα «της άλλης μεριάς», «δημιουργήματα μιας φύσης σκοτεινής και παράλογης, που συναντιούνται και αλληλεπιδρούν με καθημερινούς ανθρώπους, προκαλώντας άλλοτε συνταρακτικές καταστροφές και άλλοτε παρήγορα θαύματα». 

«Μου φαίνεται ανεξιχνίαστη η ανάγκη της γραφής. Επίμονη όμως και συχνά ανυπόφορη. Πάντως, με το που ολοκληρώνω κείμενο, ευδαιμονίζομαι σε βαθμό εθισμού».

«Μου φαίνεται πλέον κάπως νευρικό το "Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι"», λέει ο Κωνσταντίνος, «ενώ το "Κακό Ανήλιο" πιο στρωμένο – ίσως και με πιο πρωτότυπα κείμενα».

Του ζητάω να ξεκινήσουμε λίγο ανορθόδοξα, σχολιάζοντας το διήγημα που κλείνει το βιβλίο, το «Μύθοι Λειψάνων» που φαίνεται και το πιο αυτοβιογραφικό. «Είναι φανταστικά στοιχεία πάνω σε πραγματικά γεγονότα, που συμπυκνώνουν κάποιες μνήμες που έχω απ’ τη γιαγιά μου», λέει. «Τον οργιαστικό, αγιωτικό της κόσμο και την αντίθεσή του με τον βόρειο, παραμυθώδη της μάνας μου».

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: 
Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Κακό Ανήλιο, Εκδόσεις Ίκαρος 

Μπαίνω στο παλιό φουρναριό της γιαγιάς να πάρω κάτι εργαλεία – είχα ανέβει στο χωριό για τα Χριστούγεννα και ψευτομαστόρευα στο κτήμα. Ακριβώς απέναντι, δίπλα απ’ την εσωτερική πόρτα της αποθήκης, βρίσκεται το παλιό της εικονοστάσι, χτισμένο τοξωτά μέσα στον τοίχο, όπου σκηνώνει ένα εικόνισμα του Αγίου Διονυσίου του Εν Ολύμπω. Κοντοστέκομαι πάλι και το παρατηρώ: είναι χειροποίητο, από ξύλο λεύκας, κι ο Άγιος πάνω του εικονίζεται σοβαρός, μειλίχιος, με μαύρο πατερικό κάλυμμα στο κεφάλι, ενώ κάτω απ’ τη μυτερή, συννεφιαστή γενειάδα του, στο αριστερό του χέρι, βαστά ένα μικρό εκκλησάκι, ένα ομοίωμα πεντάτρουλου ναού. Το εικονοστάσι το είχε φτιάξει ο πατέρας μου, εδώ πίσω στο φουρναριό, γιατί η μάνα μου, που κρατούσε τότε το υπόλοιπο σπίτι, ήταν μεγαλωμένη προτεσταντικά – γέννημα θρέμμα Βερολίνου. Και θυμάμαι, δεν μ’ άφηνε να φύγω απ’ το σπίτι άμα δεν έτρωγα τα κορνφλέικς μου – ακόμα και τις Κυριακές, προτού κοινωνήσω. Στο δρόμο, μετά, για την εκκλησία δεν άντεχα, σταματούσα στη γιαγιά κι έβαζα τα κλάματα:

«Δεν πειράζει, αντρίνα μου», έλεγε, «γάλα του Θεού είναι – η πρώτη και καλύτερη μεταλαβιά. Άντε τώρα πάμε για τη δεύτερη». Μου φαίνεται πια μυθική η γιαγιά Κώτσαινα, μετά από τόσα χρόνια – έβηχε και ο αέρας γύρω της γέμιζε καπνούς κι εμπύρετους αγίους. 

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Με ενδιαφέρει η παλιά γλώσσα, τα χωριάτικα, που πέρα από λέξεις είναι και ρυθμός. Θέλει προφορά. Άρθρωση. Και μιλιέται από πολλούς στο χωριό, ακόμα κι από πιτσιρικάδες. Στα κείμενά μου δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιες διάσπαρτες λέξεις της – μερικές που τις χρησιμοποιώ στον καθημερινό μου λόγο και κάποιες, τις περισσότερες, που τις μαθαίνω απ’ τους παλαιότερους, μεταξύ ρετσίνας και τσιγάρου.

«Γεννήθηκα στο Βερολίνο, αλλά μεγάλωσα σε χωριό της Πιερίας, την Κάτω Μηλιά. Έχοντας πάντα δυο κόσμους, δυο διαφορετικές νοοτροπίες να πνέουν μέσα μου – τη γερμανική της μάνας μου και την ντόπια του πατέρα και των παππούδων μου. Μικρός ήμουν ντροπαλός και γι’ αυτό κάπως απόμακρος. Διάβαζα όμως, με πάθος – μ’ ενθάρρυναν πολύ και οι γονείς μου. Ενίοτε ψευτοέγραφα. Το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν ο "Τομ Σόγιερ", του Μαρκ Τουέιν.

Λίγο πριν το γυμνάσιο, ανακάλυψα τον "Φτωχούλη του Θεού", του Καζαντζάκη. Κατόπιν, ανάμεσα σ’ άλλα, τον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες και τον "Μόμπι Ντικ" του Μέλβιλ. Την "Ιστορία δίχως Τέλος" του Έντε και την "Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ" του Πόε. Παράλληλα, όμως, διάβαζα πολύ και Στίβεν Κινγκ. Κάποτε ολίσθησα προς τον Χ. Φ. Λάβκραφτ. Στον Άρθουρ Μάχεν. Συγχρόνως, επέμενα και στον Παπαδιαμάντη.

Θα μπορούσα να πω ότι ο Άρθουρ Μάχεν με τον "Λευκό Λαό" του –κατά τη γνώμη μου ένα απ’ τα πιο όμορφα κι ανατριχιαστικά διηγήματα τρόμου– μου άλλαξε τη ζωή. Ο Φίλιπ Ντικ και το μυθιστόρημά του "Βάλις". Ο Μπόρχες και ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ. Ο Ράμσεϊ Κάμπελ. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Κώστας Ακρίβος. Ο Ισίδωρος Ζουργός, ο Παντελής Γιαννουλάκης και ο Χρήστος Γιανναράς. Ο Σωτήρης Δημητρίου κ.ά.

Μου φαίνεται ανεξιχνίαστη η ανάγκη της γραφής. Επίμονη όμως και συχνά ανυπόφορη. Πάντως, με το που ολοκληρώνω κείμενο, ευδαιμονίζομαι σε βαθμό εθισμού».

Φορώντας μια τσάντα στον ώμο, μ’ ένα μικρό τσεκούρι να ξεπροβάλλει από μέσα, ο Φάνης ο Ντεβιλάς κοντοστέκεται μπροστά στην εκκλησία, καπνίζοντας και κοιτάζοντας γύρω, νευρικά, τα ερημοσόκακα του Πρόδρομου. Μεσημέρι ασήκωτο, με σάχνα. Φτηνοσυννεφιά. Πιο πριν, βρισκόταν πάλι πάνω στο βουνό, στο παλιό χωριό, να βογκοσέρνεται μπροστά στον τάφο του πατέρα του, του παπα-Χαράλαμπου, που όταν του ζήτησε ο Δεσπότης, πριν από κάνα εξάμηνο, να παραιτηθεί, κατηγορώντας τον, εμμέσως, ότι έκλεβε απ’ το παγκάρι της ενορίας, έπεσε να χαθεί στο κρεβάτι του, χτυπημένος από διπλό εγκεφαλικό, και δεν ξανασηκώθηκε παρά μόνο για τον θάψουνε. (Ο Ντεβιλές)

«Οι ιστορίες που γράφω προκύπτουν από δικές μου ουρανοκατέβατες ιδέες. Από μνήμες κι εμμονές, αλλά κι από ιστορίες που μου διηγήθηκαν άλλοι. Με ενδιαφέρει η παλιά γλώσσα, τα χωριάτικα, που πέρα από λέξεις είναι και ρυθμός. Θέλει προφορά. Άρθρωση. Και μιλιέται από πολλούς στο χωριό, ακόμα κι από πιτσιρικάδες.

Εντούτοις, στα κείμενά μου δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιες διάσπαρτες λέξεις της – μερικές που τις χρησιμοποιώ στον καθημερινό μου λόγο και κάποιες, τις περισσότερες, που τις μαθαίνω απ’ τους παλαιότερους, μεταξύ ρετσίνας και τσιγάρου. Ενίοτε, για τη γραφή τους, συμβουλεύομαι λεξικό. Ενώ άλλες τις έχω επινοήσει. Μου βγαίνουν όμως όλες εκείνη την ώρα που γράφω – προκύπτουν δηλαδή, απ’ το ύφος και την ατμόσφαιρα. Ενώ προσπαθώ να επικεντρώνομαι αλλού: στην επαφή με το μαγικό και το αλλόκοτο».

— Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η έκρηξη των διηγημάτων (ή και μυθιστορημάτων) με ντοπιολαλιά μετά το «Γκιακ»; Είναι πιο απενοχοποιημένη η νέα γενιά ή είναι τάση;

Νομίζω ότι βρίσκουνε πρόσφορο έδαφος κάποιες φυγόκεντρες τάσεις που μέχρι πρότινος, οι περισσότερες, κινούνταν με τη νεκρά. Να πρόκειται πλέον για κάποιου είδους εξωτισμό; Πιθανόν. Αλλά μόνο μέσα απ’ τα κιάλια της πόλης.

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Προτιμώ τη μικρή φόρμα, λόγω ανυπομονησίας – τρώγομαι να δω το κείμενό μου τελειωμένο. Μάλλον επειδή γράφω δύσκολα, αργά.

Νιώθω περισσότερο μια πνευματική συγγένεια με κάποιους συγγραφείς που εντρυφούν στη λογοτεχνία τρόμου και που τους θαυμάζω πολύ, όπως ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος, ο Θοδωρής Πρασίδης, ο Δημήτρης Δελαρούδης, ο Νίκος Μούρας κ.ά. Αν δεν υπήρχαν π.χ. οι «Παγανιστικές Δοξασίες» του Τσαπραΐλη, ίσως να μην έγραφα και το «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι».

Και το παλιντάμι, βουτώντας κάποια στιγμή, με μια φοβερή δρασκελιά, μες στα νερά του ποταμού, φτάνει στην άλλη όχθη και ξεκινάει ν’ ανεβαίνει τον ανήφορο, προς τον εκσκαφέα, που παρ’ όλες τις λάσπες του, φεγγογυαλίζει, άψυχος, ασάλευτος, μέσα στη νύχτα, σαν ήρεμη νέμεση. Ενώ εμείς να ψάχνουμε, μπουσουλώντας και γλιστρώντας πέρα δώθε, έντρομοι, ανάμεσα στα παλαβωμένα έπιπλα, να βρούμε την εξώπορτα – είχε εξαφανιστεί· δεν βλέπουμε πια παρά μόνο καπνούς και καρβουνιασμένα δοκάρια ολόγυρα. Εντέλει, καταλήγουμε να κλοτσάμε απελπισμένοι το παράθυρο, ώσπου κάποια στιγμή ένα εκκωφαντικό τράνταγμα μας τινάζει με δύναμη κάτω στο πάτωμα, ενώ την ίδια ώρα τα ντουβάρια γύρω διαλύονται ξαφνικά, αποσυναρμολογούνται κι αρχίζουνε να σκορπίζουνε στον αέρα παραισθητικά, γεμίζοντας τον τόπο με μυριάδες φολιδοειδείς ψηφίδες και πυκνή αφόρητη σκόνη, καθώς το καταραμένο αυτό σπίτι έπεφτε, γκρεμιζότανε πάνω στο σκληρό μεταλλικό όγκο του εκσκαφέα. (Το παλιντάμι)

— Αυτό που γίνεται στο πλαίσιο της μελέτης της γλώσσας και της καταγραφής λέξεων από τους συγγραφείς της νέας γενιάς θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως κιβωτός για τη διατήρηση μιας γλωσσικής παράδοσης που χάνεται;

Ενδεχομένως. Φοβάμαι όμως μην καταντήσει σαν φανταχτερό απολίθωμα, ως κάτι το μουσειακό – η γλώσσα πρέπει να μιλιέται.

Προτιμώ τη μικρή φόρμα, λόγω ανυπομονησίας – τρώγομαι να δω το κείμενό μου τελειωμένο. Μάλλον επειδή γράφω δύσκολα, αργά. Διαβάζω όμως διηγήματα και μυθιστορήματα. Πρόσφατα τελείωσα τη «Ζωή ενός αγοριού», του Ρόμπερτ ΜακΚάμον.

Τη μεγάλη φόρμα, μέχρι στιγμής, την αποφεύγω. Παλιότερα ήμουν πλανόδιος, ψαχνόμουν και σ’ άλλα είδη, πέραν του φανταστικού.

Μέσα στη θανατερή ομίχλη, με τις υφαντοειδείς μορφές τους να συστρέφονται, ν’ αλλάζουν συνεχώς σχήμα, τρεμουλιάζοντας σαν μυζηθρόπανα που στροβιλίζονται επιτόπου, προχωρούν, άτακτα, μετέωροι, στον αέρα, σαρκωμένοι ρόγχοι και ψιθύρου ιδέες, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, σχηματίζοντας λευκές ακανόνιστες οροσειρές – φαντάροι, γέροι και μικρά παιδιά· γυναίκες εγκυμονούσες με τα έμβρυά τους, να κυματίζουμε στον άνεμο. Ο μπάρμπα-Λένιας, πίσω, τους βλέπει, αναγνωρίζει τον καθένα τους. Νιώθει τη θλίψη, την αγωνία. Την παραφροσύνη. Μυρίζει τη λαχτάρα τους για το ζεστό ψωμί, αισθάνεται την άγρια δίψα τους για τον ηδονικό σπασμό μες στα παπλώματα. Ενώ δεξιά κι αριστερά, πίσω απ’ τα σφραγιστά παντζούρια, μπορεί κι ακούει, ολοκάθαρα, τις πνιχτές ανάσες των ζωντανών – ξέρουν κι εκείνοι ότι αν τυχόν κρυφοκοιτάξουν, θα καταπιούν, μεμιάς, όλο τους το καντηλόλαδο. (Στον Ψυχό)

— Με τι άλλο ασχολείσαι εκτός από τη συγγραφή;
Εργάζομαι ως στέλεχος σε ξενοδοχειακή μονάδα.

— Τι γράφεις τώρα;
Κάποια νέα διηγήματα – ίσως και μια δειλή νουβέλα.

— Τι σου λείπει από το λογοτεχνικό τοπίο;
Περισσότερο έκσταση και μεταφυσικό δέος, πέρα απ’ τους μόνιμους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς.

— Πες μου ένα «παρήγορο θαύμα».
Τα αληθινά θαύματα είναι μυστικά.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σωτήρης Δημητρίου: «Ζούμε διαρκώς σε ένα επικίνδυνο αύριο. Δεν είμαστε ποτέ στο τώρα»

Βιβλίο / Σωτήρης Δημητρίου: «Ζούμε διαρκώς σε ένα επικίνδυνο αύριο. Δεν είμαστε ποτέ στο τώρα»

Μια δυνατή, εκ βαθέων συνέντευξη με έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους λογοτέχνες μας με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ουρανός απ’ άλλους τόπους».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΙΤΗ 27/09-Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Βιβλία και Συγγραφείς / Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τον συγγραφέα του «Αλέξη Ζορμπά» και την αντοχή του έργου του, με αφορμή τον επανασχεδιασμό των βιβλίων του από τον Γιάννη Καρλόπουλο.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM
Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Βιβλίο / Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ