Αν και γεννήθηκα στην Αθήνα το 1960, ως τα δύο μου χρόνια ζούσαμε στη Σμύρνη. Ο πατέρας μου δούλευε ως διερμηνέας-μεταφραστής στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ από το 1954 ως το 1962. Μάλιστα, η πρώτη μου παιδική ανάμνηση ήταν από ένα κουνιστό αλογάκι που είχε ένα παιδί σε ένα πάρτι, το οποίο μου είχε σπαράξει την καρδιά, επειδή το επιθυμούσα τόσο πολύ. Έκτοτε εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα και τα βιώματά μου είναι άκρως συνδεδεμένα με στιγμιότυπα και περιπέτειες που διαδραματίζονταν στον άξονα της οδού Πατησίων. Μεγάλωσα σ’ ένα ρετιρέ, σε ένα μικρό δρομάκι στην οδό Μανώλη Καλομοίρη. Όλος ο μικρόκοσμός μου ήταν εκείνη η γειτονιά. Ήταν σαν ένας τεράστιος κορμός, με διακλαδώσεις και παραποτάμους, όπου «έσφυζε» η αστική ζωή της πρωτεύουσας σε μια περίοδο ταχύτατης αστικοποίησης της Αθήνας. Αρχικά, πήγα σχολείο στην «Ελληνική Παιδεία» και έπειτα μεταπήδησα στο «Αθηναϊκό Λύκειο Τυχοπούλου» κοντά στην πλατεία Αμερικής. Εκείνη την περίοδο στις γειτονιές της Αθήνας υπήρχαν πολλά και καλά ιδιωτικά σχολεία. Μαζί με τα δημόσια, έχτιζαν τις αναμνήσεις χιλιάδων παιδιών, τους μάθαιναν γράμματα, και ήταν κομμάτι της καθημερινότητας έτσι όπως τη βίωναν παλαιότερα οι Αθηναίοι στις συνοικίες.
• Από παιδί είχα την ανάγκη να τεκμηριώνω φωτογραφικά τα πράγματα που με συγκινούσαν, αλλά είχα και την επίγνωση του εφήμερου όσων έβλεπα. Έτσι λοιπόν, από τη σχολική ηλικία είχα αρχίσει να φωτογραφίζω τα σπίτια που αγαπούσα. Θυμάμαι στην προσχολική ηλικία παρατηρούσα τις κατεδαφίσεις των κτιρίων και είχα τα δικά μου αγαπημένα σπίτια. Μεγάλωσα σε ένα μεσοαστικό περιβάλλον, ανάμεσα σε πολλά βιβλία και μουσική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κυρία Σιμόν με την οποία έκανα ιδιαίτερα από την πρώτη δημοτικού ως το τέλος του σχολείου. Ήταν μια φοβερή γυναίκα, χάρη στην οποία ταξίδεψα σε νέους ορίζοντες, γνώρισα καινούργιες διαδρομές και βίωσα συναρπαστικές εμπειρίες. Μια εκπληκτική δασκάλα με καταγωγή από τη Σύρο και το Βέλγιο, η οποία μου εμφύσησε την αγάπη για τη γλώσσα, την παιδεία και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Τα μαθήματα μαζί της αποτελούσαν ένα παράθυρο στον κόσμο αλλά και στην καθολική κουλτούρα της δυτικής Ευρώπης. Κι όλα αυτά μέσα από εκείνο το μισοσκότεινο σαλονάκι ενός διαμερίσματος στην οδό Δροσοπούλου. Η εκπαίδευση τότε ήταν το μέσο που οδηγούσε στην κοινωνική ανέλιξη και γι’ αυτό ο κόσμος των βιβλίων με καθόρισε.
Ο Μεγάλος Αθηναϊκός Περίπατος δεν ήταν ουσιαστική αστική παρέμβαση. Το κομμάτι της Βασιλίσσης Όλγας ήταν μια παταγώδης αποτυχία, εκτός κι αν στο μέλλον εκπλαγούμε με κάτι που ακόμη δεν ξέρουμε. Η πλατεία Συντάγματος ήταν μια διευθέτηση χώρου με μια πεπαλαιωμένη μελέτη, ενώ η Πανεπιστημίου για δύο χρόνια αποδείχθηκε ένα επικοινωνιακό Βατερλό.
• Ο πατέρας μου, με καταγωγή από την Καλαμάτα, ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας. Ένας πολύ ταλαντούχος και προικισμένος άνθρωπος, με ακόρεστη περιέργεια για τα πράγματα, που κατάφερε να δημιουργήσει μια περιουσία από το μηδέν. Ήταν το πρότυπο του κλασικού αυτοδημιούργητου της μεταπολεμικής Ελλάδας. Από το 2017 που πέθανε μού λείπει από κείνον το κράμα ορθολογισμού και ελεγχόμενης τρυφερότητας το οποίο τελικά ήταν μια ένδειξη σοφίας που την αποδέχθηκα μόνο όταν μεγάλωσα. Η μητέρα μου, η οποία δεν εργαζόταν, είναι άλλης κοψιάς άνθρωπος. Ελκύει την καταγωγή της απ’ την Κωνσταντινούπολη, τη διαμόρφωσε το γεγονός ότι είναι Καθολική και σ’ αυτήν επίσης οφείλω την αγάπη μου για την ανάγνωση. Ουσιαστικά, μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή μου, Λίνα, γαλουχηθήκαμε πολιτισμικά σε έναν δυισμό μεταξύ ορθοδοξίας και καθολικισμού. Το 1979 οι γονείς μου αποφάσισαν να μετακομίσουμε οριστικά και μόνιμα στη Γλυφάδα. Είμαι λοιπόν κι εγώ ένα κομμάτι αυτού του ρεύματος εξόδου των Αθηναίων προς τα προάστια.
• Ήμουν ένα πολύ ήρεμο και ιδιαίτερο παιδί. Η γειτονιά ήταν ένας χώρος ελευθερίας, κοινωνικής επαφής και κοινού βιώματος. Ήταν εποχές που οι νέοι είχαν κατά κανόνα χρόνο να διαθέσουν για παιχνίδι, για να χτίσουν φιλίες, να καλλιεργήσουν κοινωνικότητα και να νιώσουν ότι ανήκουν σε μια ομάδα, ένα σύνολο, έναν κόσμο. Η γειτονιά συνέθετε ένα μοναδικό σύμπαν. Ήμουν εραστής της γραφικής ύλης, του χαρτιού, της ιστορίας και της γεωγραφίας. Θυμάμαι να κάθομαι με την αδελφή μου στο χαλί και να διαβάζουμε την «Καθημερινή», τη «Μεσημβρινή», το «Time» ή το «Paris Match» που πάντα υπήρχαν στο σπίτι απ’ τους γονείς μας. Είχα φτιάξει έναν δικό μου κόσμο και από νωρίς ανέπτυξα μια βιωματική σχέση με την Αθήνα, η οποία αποτέλεσε μια πρώτη ύλη για να καλλιεργήσω αργότερα συστηματικά το ασίγαστο ενδιαφέρον μου για την πόλη.
• Ανήκω σε μια γενιά που διαμορφώθηκε κάτω από τη σκιά του Ψυχρού Πολέμου. Στην ηλικία των 18 ετών έδωσα εξετάσεις για να εισαχθώ στη Νομική, αλλά δεν τα κατάφερα. Έτσι, επέλεξα να σπουδάσω κοινωνιολογία στο Deree College και στη συνέχεια να πάω για μεταπτυχιακά στις πολιτικές επιστήμες και τις ευρωπαϊκές σπουδές στο Reading University του Ηνωμένου Βασιλείου. Παράλληλα, το 1983 πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι στα θερινά τμήματα του Χάρβαρντ και αυτοί οι δύο μήνες ήταν μια μοναδική εμπειρία που με βοήθησε καταλυτικά. Στα χρόνια που έμενα στην Αγγλία είχα μια καταπληκτική αίσθηση ανεξαρτησίας. Ένιωθα την ανάγκη να βρεθώ εκτός σπιτιού και να αποδεσμευτώ. Ήταν ένα άλλο ταξίδι αυτοπροσδιορισμού.
Σήμερα με ενοχλεί αυτή η τεράστια παρακμή του Τύπου διότι η σωστή δημοσιογραφία είναι μια διαρκής εκπαιδευτική αποστολή. Ωστόσο, η επιθυμία για ενημέρωση, για διάβασμα, για περισυλλογή δείχνει να κάμπτεται. Υπάρχει μια οκνηρία στην κοινωνία μας όσον αφορά την επαφή μας με τις λέξεις και τον γραπτό λόγο.
• Αφού έκανα τη θητεία μου στο Ναυτικό, διάρκειας 25 μηνών, ακολούθησε ένα έτος-ορόσημο της ζωής μου. Το 1988 ήδη είχα αντιληφθεί ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθώ με τη δουλειά του πατέρα μου και ξεκίνησα να εργάζομαι ως δόκιμος στην εφημερίδα «Καθημερινή». Το πρώτο μου κείμενο αφορούσε μια είδηση για το τρενάκι του Πηλίου, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκα με το πολιτιστικό ρεπορτάζ. Από την εφηβεία μου είχα ξεκινήσει να λέω ότι θα γίνω δημοσιογράφος γιατί πάντοτε με γοήτευε η τέχνη της ιστορικής αποτύπωσης. Νομίζω τελικά ότι έγινα δημοσιογράφος είτε λόγω της έλξης που ένιωθα πάντα για τον κόσμο των εντύπων είτε γιατί μου άρεσε να είμαι κι εγώ ένα κομμάτι της καταγραφής του παρόντος. Σαν μια εσωτερική ανάγκη με την οποία συμβάλλω μέσω της συγγραφής στη μικροϊστορία του μέλλοντος.
• Την περίοδο που πήγα στην εφημερίδα, ιδιοκτήτης της ήταν ο Κοσκωτάς. Κατά τη διάρκεια του ξεσπάσματος του ομώνυμου σκανδάλου, με φώναξε ο τότε διευθυντής Μίμης Παπαναγιώτου και με παρότρυνε να υπογράψω την πρόσληψή μου ώστε να είμαι εξασφαλισμένος εργασιακά. Κατέρρεαν τα πάντα και δεν ξέραμε τι θα συμβεί. Τελικά η «Καθημερινή» πέρασε στην ιδιοκτησία του Αριστείδη Αλαφούζου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που διευθυντής εφημερίδας με έσωσε. Η δεύτερη αφορά τον Στάμο Ζούλα, ο οποίος με επαναπροσέλαβε στην «Καθημερινή» μετά από ένα διάλειμμα κάποιων μηνών που είχα φύγει για να εργαστώ στο «Βήμα».
• Όλα αυτά τα χρόνια που εργάζομαι στο περιβάλλον αυτής της εφημερίδας είναι έτη διαρκούς ανασκαφής και συνεχούς διαστολής του εαυτού μου. Εξαρχής άρχισα να γράφω θέματα αρχιτεκτονικά κι ύστερα αυτό διευρύνθηκε, εστιάζοντας στο αστικό τοπίο και τις κοινωνικές μεταβολές της πρωτεύουσας. Από το 2013 ξεκίνησα τη στήλη μου «Πτυχές» γράφοντας κάθε Κυριακή για δρόμους, κατοικίες, αθέατες πλευρές της πόλης και σπαράγματα μοναχικών περιπλανήσεων για μια εποχή που χάνεται.
• Είναι πολύ σημαντικό να αγαπάς τη δουλειά σου και να μην τη θεωρείς «δουλειά». Γι’ αυτό χρωστώ τα πάντα στην «Καθημερινή» και φυσικά πιστεύω ότι με τη δημόσια στάση μου εκτός των τειχών της τίμησα τη διαδρομή μου. Επέστρεψα δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, όλα τα σημαντικά που κεφαλαιοποίησα δουλεύοντας εκεί. Ο άνθρωπος που ξεχωρίζω σε όλη αυτή την πυκνή δημοσιογραφική μου διαδρομή είναι αρχικά ο Αντώνης Καρκαγιάννης, ένας σοφός άνθρωπος ο οποίος έλεγε: «Η εφημερίδα πρέπει να είναι στοχαστική». Επίσης, στις αρχές της πορείας μου ήταν πολύ σημαντικά όσα μου είχε πει ο Κωνσταντίνος Καλλιγάς, ενώ πολύτιμοι συνοδοιπόροι παραμένουν ακόμη οι αγαπημένοι μου Μαρία Κατσουνάκη και Δημήτρης Ρηγόπουλος.
• Σήμερα με ενοχλεί αυτή η τεράστια παρακμή του Τύπου διότι η σωστή δημοσιογραφία είναι μια διαρκής εκπαιδευτική αποστολή. Ωστόσο, η επιθυμία για ενημέρωση, για διάβασμα, για περισυλλογή δείχνει να κάμπτεται. Υπάρχει μια οκνηρία στην κοινωνία μας όσον αφορά την επαφή μας με τις λέξεις και τον γραπτό λόγο και σ’ αυτό συμβάλλει το ότι δεν υπάρχει γύρω μας ένας καλός μιμητισμός. Και, δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία επιλέγει συνειδητά να μην ενισχύει αυτή την τάση. Η ανάγνωση, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με μια στάση αναχωρητισμού ή με το να μην έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Είναι μια κοινωνική συνθήκη προσωπικής καλλιέργειας.
• Παρατηρώ στις μέρες μας ότι οι εφημερίδες τρέχουν πίσω από τα κοινωνικά δίκτυα, αντί να ορίζουν την ατζέντα και να είναι πυλώνες σταθερότητας της εκφοράς του δημόσιου λόγου. Από την άλλη, είναι λυπηρό ότι δεν γίνεται καμία διαφημιστική καμπάνια ανάγνωσης του Τύπου. Συγχρόνως, παρατηρείται και μια υπερβολή στην αρθρογραφία των απόψεων και απαξιώνονται με αυτόν τον τρόπο ακόμη και οι σοβαρές πένες. Οι εφημερίδες έχουν μέλλον, με την προϋπόθεση ότι θα τις υποστηρίξουμε. Δεν ανανεώνεις το κοινό σου μέσω της κολακείας του. Πιστεύω ότι τους αναγνώστες σου τους δημιουργείς.
• Η Αθήνα είναι μια ιδιόρρυθμη περίπτωση πόλης. Στους αμέτρητους περιπάτους μου στην Αθήνα διαπιστώνω διαρκώς πόσο μεγάλα περιθώρια υπάρχουν προκειμένου να καλλιεργηθεί η αγάπη γι’ αυτήν την πόλη. Οι πόλεις χρειάζονται όραμα, σκέψεις και παραγωγή πολιτικής σε βάθος χρόνου. Απουσιάζουν, όμως, πλήρως οι ιδέες, ενώ όλα αυτά που ανακοινώνονται είναι αποσπασματικά σχέδια, εντελώς ασύνδετα. Το μεγάλο στοίχημα για μένα όσον αφορά την πόλη είναι η προσέλκυση νέων κατοίκων στα όρια των κεντρικών συνοικιών, η οποία όπως βλέπουμε συναντάει διαρκώς μια σειρά από εμπόδια, που παραμένουν μεγάλα και δυσεπίλυτα.
• Η καθημερινότητα στην Αθήνα πάσχει. Ζητήματα όπως η ασφάλεια, η προσβασιμότητα, η καθαριότητα και η ηχορύπανση δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας. Με εκνευρίζει η τάση ορισμένων υπουργείων αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης να επαίρονται. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ο δήμος Αθηναίων να αυτοχειροκροτείται γιατί κάνει διεθνείς συμμαχίες που δεν έχουν καμία απολύτως επίδραση στη βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη. Καλώς που ήρθε ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, αλλά απαιτείται μια ιεράρχηση. Σήμερα, δεν μπορείς να διασχίσεις την πλατεία Κλαυθμώνος ή τη θεοσκότεινη Ρήγα Φεραίου, ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία, χωρίς να δεις παντού ανθρώπινα ράκη και χρήστες τοξικών ουσιών. Αν ήμουν ξένος επισκέπτης θα σχημάτιζα την εντύπωση πως η κοινωνία αυτή δεν έχει αναπτύξει κανέναν σεβασμό, ούτε καν αξιοπρέπεια.
• Ο Μεγάλος Αθηναϊκός Περίπατος δεν ήταν ουσιαστική αστική παρέμβαση. Το κομμάτι της Βασιλίσσης Όλγας ήταν μια παταγώδης αποτυχία, εκτός κι αν στο μέλλον εκπλαγούμε με κάτι που ακόμη δεν ξέρουμε. Η πλατεία Συντάγματος ήταν μια διευθέτηση χώρου με μια πεπαλαιωμένη μελέτη, ενώ η Πανεπιστημίου για δύο χρόνια αποδείχθηκε ένα επικοινωνιακό Βατερλό. Πολλοί δρόμοι του κέντρου της πόλης είναι σημεία προς αποφυγή, ενώ υπάρχουν πολλές ζώνες παραβατικότητας, ειδικά κάτω από την πλατεία Ομονοίας. Νομίζω πως γι’ αυτό φταίει το γεγονός ότι τις κομβικές θέσεις τις έχουν αναλάβει ακατάλληλοι άνθρωποι. Είναι ξεκάθαρα ευθύνη των προσώπων όλα αυτά τα στάδια της ντροπής που συναντάμε σε γωνιές της πόλης. Αναμφίβολα, λείπει ο άνθρωπος που θα εκφράσει ένα μακροχρόνιο όραμα. Επίσης, σε όλη αυτήν την ανάπλαση του παρακτίου μετώπου βλέπουμε μόνο υπερπολυτελείς πολυκατοικίες οι οποίες χτίζονται σε Γλυφάδα και Βούλα και αναρωτιέμαι σε ποιους απευθύνονται. Έχουμε μια τυποποιημένη αντίληψη για το μέλλον της Αθήνας. Άραγε έχει απασχολήσει κανέναν το πώς θα βρίσκουν στέγη οι φοιτητές ή οι ηλικιωμένοι που θέλουν να μείνουν κοντά σε μετρό και σε καταστήματα εξυπηρέτησης, ή το πώς θα βγάλει ένας γονιός το μωρό του βόλτα στα στενά και κατειλημμένα πεζοδρόμια;
• Παντού συναντάς τον εκφυλισμό του αστικού ιστού. Μερικά χρόνια πριν είχε σχολιαστεί ποικιλοτρόπως η φράση που είχα γράψει, ότι «τα Εξάρχεια είναι μια αθηναϊκή γκρίζα ζώνη» και ότι έχουν εξελιχθεί σε γκέτο. Τότε θεωρούσα ότι έγραφα το αυτονόητο ως μια κοινή διαπίστωση και όχι ως μέσο καυτηριασμού για μια κατάσταση η οποία είχε οδηγηθεί σε οριακό σημείο. Τελικά, φαίνεται ότι δικαιώθηκα στη διάρκεια του χρόνου. Η Αθήνα της κρίσης μάς δίδαξε πολλά και το κέντρο πρέπει να είναι φιλικό και ιστορικά νοηματοδοτημένο.
• Η πολυκατοικία σφράγισε τον ελληνικό αστικό χώρο. Μέσα από τις εισόδους των πολυκατοικιών διακρίνουμε ένα ισχυρό συναισθηματικό υπόβαθρο και δεσμό με το βίωμα. Αυτό το αρχιτεκτονικό κέλυφος ενός πολυώροφου κτιρίου προλεταριοποίησε, μαζικοποίησε και ταυτόχρονα εκσυγχρόνισε την Ελλάδα. Από τη δεκαετία του ’60, όμως, πάρα πολλά άλλαξαν. Ως ένα τυπικό φαινόμενο του ελληνικού αστικού χώρου, συνέδεσε τις διαδρομές ενσωμάτωσης ποικίλων κοινωνικών ομάδων και αντανακλά διαβαθμίσεις και ποιότητες στον δομημένο ιστό της πόλης. Αναμφίβολα, εξακολουθεί να προκαλεί πλήθος συνειρμών και να συμπυκνώνει οικογενειακές αναφορές και προσωπικές εξιστορήσεις.
• Ζούμε σε μια εποχή τεράστιας μοναξιάς, ψυχικών αδιεξόδων και αβεβαιότητας. Δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τον 21ο αιώνα γιατί δεν μας έχει δώσει καλά δείγματα. Τρομοκρατικές επιθέσεις, οικονομική κρίση, πανδημία, τριγμούς στη δημοκρατία, άνθηση του λαϊκισμού, αυταρχισμοί, νέοι δογματισμοί, αστυνομία της σκέψης, υπερέκθεση του εγώ και μια ανεξέλεγκτη επικράτηση του ψηφιακού όχλου. Η πολιτική ορθότητα έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που, αντί να υπερασπίζεται τον άνθρωπο, νομίζω ότι τον πλήττει. Είναι μια τεράστια πρόοδος αυτή που έχει καταγραφεί και έχει επιτευχθεί με την εξασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τη συμπερίληψη και την ποικιλομορφία. Άλλωστε, η ορατότητα επιβάλλεται σε μια κοινωνία. Από την άλλη, η ηθικολογία της εποχής μας τι σχέση έχει με τη σεξουαλική επανάσταση των δεκαετιών του ‘60 και του ’70; Βίωσα ως παιδί εκείνης της περιόδου τι σημαίνει να διαθέτεις το σώμα σου και να είσαι ελεύθερο ον. Και δεν συγκρίνεται με το δογματικό ή συμπλεγματικό πεδίο αντιλήψεων που χαρακτηρίζει αυτήν την εποχή, στην οποία απουσιάζουν η ανεμελιά και τα ατίθασα νιάτα.
• Ευτυχία για μένα είναι η αυτοδιάθεση. Να ορίζεις τον εαυτό σου και να επιλέγεις πού θα τον προσφέρεις, ανιδιοτελώς. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι όταν όλα τα πράγματα που θεωρώ σημαντικά δεν θα αναγνωρίζονται ως άξια μνημόνευσης. Όταν δηλαδή μπορεί να έρθει ο καιρός που όλα όσα αγαπώ θα προκαλούν την αδιαφορία. Το μεγαλύτερο λάθος μου, ανατρέχοντας στο παρελθόν, νομίζω ότι έχει να κάνει με τη συνειδητότητα του εαυτού μου όταν όριζα και διαμόρφωνα τους δρόμους μου στα πρώτα μου χρόνια. Το ότι δεν έκανα οικογένεια δεν ήταν μια εκ προθέσεως επιλογή μου αλλά ήρθε ως αποτέλεσμα συνθηκών. Θα ήθελα να είχα παιδιά γιατί πιστεύω ότι θα ήμουν καλός πατέρας. Ως χαρακτήρα μού αρέσει η μοναχικότητα αλλά και η συντροφικότητα, ουσιαστικά με γοητεύει να μετακινούμαι κατά περιόδους ανάμεσά τους.
• Ο έρωτας είναι μια εμμονή, μια εγωιστική πράξη. Πνίγει τον άλλον. Οφείλουμε, όμως, να τον βιώνουμε κι είμαι τυχερός γιατί έχω ερωτευτεί πολλές φορές στη ζωή μου, όπως πιστεύω ότι θα ξανασυμβεί και στο μέλλον. Το θετικό είναι ότι μέσα από τους έρωτες μαθαίνεις τα λάθη που έχεις διαπράξει. Αντιθέτως, η αγάπη εστιάζει στην ταπεινότητα με την οποία στέκεσαι απέναντι στον άλλον. Θα λέγαμε ότι είναι σαν να ακουμπάς την κορωνίδα των αρετών, τη μεγαλοψυχία. Όταν ουσιαστικά τοποθετείς τον άλλον ισότιμα με τον εαυτό σου. Κι αν χρειαστεί, πέφτεις ακόμη και στη φωτιά. Φυσικά, κουβαλώ και τις απώλειες ανθρώπων που με σημάδεψαν, αλλά έχω αντιληφθεί ότι είναι πολύ σημαντικό να μετουσιώνεις το πένθος σε δύναμη και κατανόηση.
• Στη ζωή μου ευτύχησα να κάνω όλα όσα ήθελα. Γράψιμο, περιπλανήσεις, φωτογραφίες, διαδρομές, ταξίδια, έρευνες, συλλογές. Γνώρισα την πληρότητα και νιώθω γεμάτος από βιώματα και εμπειρίες. Ποτέ δεν με ενδιέφερε η υστεροφημία, ούτε η δόξα. Γι’ αυτό εύχομαι στο μέλλον να αποκτήσω ένα ήρεμο καταφύγιο σε μια εξοχή, έχοντας μόνο βιβλία, ζώα και γη. Αυτή η εικόνα εκφράζει την αυτοεκπλήρωσή μου. Και η ζωή με έχει διδάξει ότι πρέπει να παραμένεις, όσο μπορείς, πιστός στην αλήθεια του εαυτού σου. Να μην προσπαθείς να αλλάξεις τους άλλους.
Επίσης, η Ελληνοαμερικανική Ένωση με την υποστήριξη του Συλλόγου των Αθηναίων παρουσιάζει την έκθεση «Πολυκατοικία» σε επιμέλεια Νίκου Βατόπουλου και Ίριδας Κρητικού. Διάρκεια έκθεσης: 30/11/2022 - 31/1/2023. Ώρες λειτουργίας: Δευτ.-Παρ. 12:00-20:00, Σάβ. 10:00-14:00
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.