ΠΟΣΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ κατοικούν ανά πάσα στιγμή μέσα μας;
Οι γονείς μας, οι φίλοι μας, όλοι όσοι θαυμάσαμε, όσοι αγαπήσαμε, όσοι μας έβαλαν τρικλοποδιές, αλλά και τόσοι άλλοι που ποτέ δεν γνωρίσαμε προσωπικά, λατρεμένα φαντάσματα του παρελθόντος, ποιητές ή συγγραφείς που αναδύθηκαν μια δύσκολη ώρα της νύχτας στο γραφείο, δίπλα στον υπολογιστή μας, για να μας πουν ότι αξίζει τον κόπο και να είμαστε πείσμονες.
Αλλά και άλλοι πολλοί, πλήθος συνωστίζεται στο στήθος μας, το πρόσωπο που φοράω όταν πηγαίνω στο γραφείο, το άλλο που ξεπηδάει όταν μιλάω στον σερβιτόρο, το τρίτο όταν θέλω να γίνω πειστική, ατέλειωτα πράγματι, και δεν είναι μόνο αυτά, δεν είναι μόνο όσα χρησιμοποιώ τις μέρες και τις νύχτες, είναι και όλα όσα ονειρεύτηκα, «σκιές ανθρώπων που θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει, οι αγέννητοι εαυτοί μας», όπως λέει η Γουλφ.
Είναι οι φίλοι μας διάφορες εκδοχές μας, που τις αγαπήσαμε και τις απωθήσαμε, ανάλογα την ώρα και πόσα νεύρα είχαμε. Είναι αυτοί που μέσα στα χρόνια μάς πότισαν με τα όνειρα, τις αγωνίες, τις ζήλιες και τους ενθουσιασμούς τους.
«Ο καθένας είναι ο άλλος και κανένας δεν είναι ο εαυτός του» υποστήριζε ο Χάιντεγκερ. Τα Κύματα –το άκρως πειραματικό και ποιητικό μυθιστόρημα της Γουλφ, γραμμένο λίγα χρόνια μετά το Είναι και χρόνος του Χάιντεγκερ– μοιάζουν να εξερευνούν αυτήν ακριβώς την παράδοξη ρήση του Γερμανού φιλοσόφου. Το ζήτημα της ταυτότητας απασχολούσε σφόδρα τους συγγραφείς της ακμής του μοντερνισμού και η Γουλφ –ο πατέρας της οποίας ήταν επιφανής βιογράφος– μοιάζει να περιστρέφεται σχεδόν εμμονικά γύρω από το ερώτημα «πώς μπορούμε να αφηγηθούμε τη ζωή ενός ανθρώπου;».
Όταν τα όρια είναι τόσο ρευστά, όταν δεν μπορούμε ποτέ να ξέρουμε πού τελειώνουμε και πού αρχίζουμε, πόσους ανθρώπους κουβαλάμε μέσα μας, ζωντανούς, νεκρούς ή αποκυήματα της φαντασίας μας, πώς μπορούμε να γνωρίσουμε ολοκληρωτικά τον άλλον; Πώς μπορούμε με βεβαιότητα να αποφανθούμε ή να αξιολογήσουμε τη ζωή του, να πούμε «ήταν αυτό» ή «ήταν εκείνο» και να κλείσουμε περισπούδαστα το θέμα;
Στα Κύματα η Γουλφ αναδεικνύει τη θαυμαστή πολυπλοκότητα του ψυχισμού μας και την πολλαπλότητα που κατοικεί μέσα μας (το ίδιο έκανε και στον/στην Ορλάντο, εκεί όμως ακολούθησε μια πιο ανάλαφρη οδό). «Και τώρα αναρωτιέμαι "Ποιος είμαι;"» λέει προς το τέλος του μυθιστορήματος ο Μπέρναρντ, ένας από την παρέα των έξι φίλων που παρακολουθούμε στην πορεία ενηλικίωσής τους.
«Σας μιλούσα για τον Μπέρναρντ, τον Νέβιλ, την Τζίνη, τη Σούζαν, τη Ρόντα και τον Λούις. Είμαι άραγε όλοι αυτοί; Είμαι ένας και διακριτός; Δεν γνωρίζω. Καθίσαμε κάποτε εδώ όλοι μαζί. Αλλά τώρα ο Πέρσιβαλ είναι νεκρός και η Ρόντα είναι νεκρή‧ χωριστήκαμε‧ δεν είμαστε εδώ. Κι όμως δεν μπορώ να βρω κάποιο εμπόδιο που να μας χωρίζει. Δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε μένα και σε κείνους [...]. Αυτή η διαφορά που την ανάγουμε σε τόσο μεγάλο ζήτημα, αυτή η ταυτότητα που με τόσο ζήλο περιθάλπουμε, έχει ξεπεραστεί».
Είναι, λοιπόν, οι φίλοι μας διάφορες εκδοχές μας, που τις αγαπήσαμε και τις απωθήσαμε, ανάλογα την ώρα και πόσα νεύρα είχαμε. Είναι αυτοί που μέσα στα χρόνια μάς πότισαν με τα όνειρα, τις αγωνίες, τις ζήλιες και τους ενθουσιασμούς τους. Είναι αυτοί που διαπέρασαν σταδιακά το δέρμα μας και χώθηκαν βαθιά, πολύ βαθιά, και τώρα πια δεν μπορούμε να χωριστούμε, επειδή οι φλέβες μας έχουν μπερδευτεί, «επειδή αυτή δεν είναι μία ζωή‧ ούτε πάντοτε γνωρίζω εάν είμαι άνδρας ή γυναίκα, ο Μπέρναρντ ή ο Νέβιλ, ο Λούις, η Σούζαν, η Τζίνη, ή η Ρόντα – τόσο παράξενη είναι η επαφή του ενός με τον άλλο».