Τα τελευταία 70 χρόνια τόσο το αναγνωστικό όσο και το κινηματογραφικό κοινό έχει μια απορία. Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; H ίδια η δημιουργός του, η σπουδαία Πατρίσια Χάισμιθ, συγγραφέας του ψυχολογικού θρίλερ του 1955 «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ», σε συνέντευξή της το 1988, και λίγο πριν ολοκληρώσει το τελευταίο μέρος της σειράς, «Ripley Under Water», το αρνήθηκε: «Δεν νομίζω ότι ο Ρίπλεϊ είναι ομοφυλόφιλος. Εκτιμά την καλή εμφάνιση σε άλλους άνδρες, αυτό είναι αλήθεια, αλλά στα μεταγενέστερα βιβλία είναι παντρεμένος. Δεν λέω ότι είναι πολύ δυνατός στον τομέα του σεξ, αλλά τα καταφέρνει στο κρεβάτι με τη γυναίκα του».
Ωστόσο η ιστορία του φιλόδοξου νεαρού άνδρα που βάζει βίαιο τέλος στη ζωή ενός πλουσιόπαιδου, καθώς και οι τέσσερις συνέχειες που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα 36 χρόνια, αποτελεί σπαζοκεφαλιά τόσο για το αναγνωστικό κοινό όσο και για τους σκηνοθέτες –Γάλλους, Βρετανούς, Γερμανούς, Ιταλούς, Καναδούς, Αμερικανούς– που αποπειράθηκαν να μεταφέρουν την ιστορία του Ρίπλεϊ στην οθόνη, συμπεριλαμβανομένου και του Στίβεν Ζέιλιαν, η διασκευή του οποίου προβάλλεται αυτήν τη στιγμή στο Netflix. Ίσως να είχε μπερδέψει ακόμη και τη δημιουργό του, που ήταν λεσβία και είχε περίπλοκη σχέση με τη σεξουαλικότητά της.
Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του. Σκοτώνει τον Ντίκι επειδή θέλει να είναι ο Ντίκι, επειδή θέλει αυτό που ανήκει στον Ντίκι, επειδή αγαπάει τον Ντίκι, επειδή ξέρει τι σκέφτεται ο Ντίκι γι' αυτόν ή επειδή δεν αντέχει το γεγονός ότι ο Ντίκι δεν τον αγαπάει;
Η πιθανότητα ο Ρίπλεϊ να είναι ασέξουαλ ή, ακριβέστερα, να απεχθάνεται κάθε είδος δηλωμένης σεξουαλικότητας, κάνει τη δολοφονία του Ντίκι ακόμα πιο φρικτή, επειδή μας στερεί τη λαγνεία ως πιθανή εξήγηση.
Κανονικά θα έπρεπε να αφήνουμε τους μυθιστοριογράφους να έχουν τον τελευταίο λόγο σε οτιδήποτε αφορά τους χαρακτήρες τους. Όμως η Χάισμιθ, μια γκρινιάρα, αλκοολική μισάνθρωπος, της οποίας οι καλύτερες μέρες είχαν παρέλθει προ πολλού όταν έκανε αυτήν τη δήλωση, μπορεί να είχε ξεχάσει ή να ήθελε να αποκηρύξει το αρχικό πορτρέτο του Τομ Ρίπλεϊ το οποίο είναι –ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την εποχή στην οποία γράφτηκε– πασπαλισμένο με υπονοούμενα που δεν χωράνε αμφισβήτηση.
Σύμφωνα με το πρώτο βιβλίο, ο Τομ είναι ανύπαντρος, ζει στη Νέα Υόρκη με έναν συγκάτοικο που η δουλειά του είναι να ντύνει κούκλες βιτρίνας, ενώ πριν ζούσε με έναν ηλικιωμένο άνδρα με κάποια χρήματα, έναν sugar daddy που περιφρονητικά περιγράφει ως «γεροντοκόρη». Οι περισσότεροι από τον κοινωνικό του κύκλο είναι γκέι άντρες. Μάλιστα θυμάται με πικρία ότι η θεία που τον μεγάλωσε είπε κάποτε γι' αυτόν: «Είναι αδελφή ακριβώς όπως ο πατέρας του!».
Πέρα από όλα αυτά, προβάρει ψυχαναγκαστικά τις δημόσιες συναναστροφές του και εξίσου ψυχαναγκαστικά ξαναζεί τις δημόσιες ταπεινώσεις του. Θυμάται μια ιδιαίτερα οδυνηρή στιγμή όταν τον ντρόπιασε ένας φίλος του για μια ατάκα που συνήθιζε να χρησιμοποιεί στα πάρτι: «Δεν μπορώ να αποφασίσω αν μου αρέσουν οι άντρες ή οι γυναίκες, γι' αυτό σκέφτομαι να τους παρατήσω και τους δύο». Καλλιεργώντας αόριστες φαντασιώσεις να γίνει ηθοποιός, ξέρει πώς να ενθουσιάσει μια μικρή ομήγυρη με μια σειρά από μονολόγους που έχει επινοήσει. Όλοι τους βασίζονται σε γυναικείους χαρακτήρες.
Για έναν λογοτεχνικό ήρωα του 1955, μιας εποχής κατά την οποία η ομοφυλοφιλία είχε αρχίσει να εμφανίζεται με αρκετά μεγάλη συχνότητα στα μυθιστορήματα, αλλά σχεδόν πάντα ως απειλή ή τραγωδία και όχι ως τυχαίο χαρακτηριστικό, όλες οι παραπάνω αναφορές ήταν πολύ συγκεκριμένες.
Η κορύφωση έρχεται στο δεύτερο επεισόδιο, τη στιγμή που ο Ντίκι, ο ατημέλητος πλέιμποϊ με την πολυτελή ζωή αέναων διακοπών στην ιταλική παραθαλάσσια πόλη Ατράνι μαζί με τη φίλη του, Μαρτζ, βρίσκει τον Τομ στην κρεβατοκάμαρά του να τον μιμείται, ντυμένος με τα ρούχα του. Τόσο στην αφήγηση της Χάισμιθ όσο και στην κινηματογραφική εκδοχή του Ζέιλιαν, μοιάζει τόσο ταπεινωτικό για τον Τομ όσο και αν τον έπιαναν in drag. Γιατί ουσιαστικά περί αυτού πρόκειται, περί μιας μεταμφίεσης χωρίς υπερβολή ή εξυπνάδα, που απλώς εκφράζει την επιθυμία είτε να γίνει είτε να αποκτήσει το αντικείμενο του φθόνου και της λατρείας του. Αυτό απωθεί τον Ντίκι, ο οποίος το εκλαμβάνει ως σεξουαλική απειλή και προειδοποιεί τον Τομ λέγοντάς του «δεν είμαι αδερφή», προσθέτοντας επιδεικτικά: «Η Μαρτζ νομίζει ότι είσαι». Στο μυθιστόρημα, ο Τομ χλωμιάζει, το αρνείται έντονα, δυσφορεί. «Κανείς δεν του το είχε πει ποτέ ευθέως», γράφει η Χάισμιθ, «όχι με αυτόν τον τρόπο». Ένας ομοφυλόφιλος αναγνώστης στα μέσα της δεκαετίας του 1950 δεν θα μπορούσε παρά να αναγνωρίσει τον τρόμο του Τομ μήπως αποκαλυφθεί, κάτι που πολύ εύκολα μεταμφιέζεται ως η ταπείνωση τού να παρεξηγηθείς.
Αυτό πρέπει να τρόμαξε τη συγγραφέα γιατί 15 χρόνια αργότερα, στο δεύτερό της μυθιστόρημα, «Ripley Under Ground», απομακρύνθηκε από αυτή την προσέγγιση του Τομ. Κάνοντας ένα άλμα αρκετά χρόνια μπροστά, τον μετατρέπει σε έναν ευγενικό κύριο της γαλλικής επαρχίας που ζει μια ήρεμη, ειδυλλιακή ζωή με μια παραγκωνισμένη σύζυγο. Καμία από τις συνέχειες δεν πλησιάζει τον ψυχρό, προκλητικό τρόμο του πρώτου μυθιστορήματος, μια πρόκληση που αντιμετωπίστηκε με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την εποχή του, από τους τρεις κινηματογραφιστές που ανέλαβαν να τον μεταφέρουν στην οθόνη. Ο παγωμένος Ρίπλεϊ του Ζέιλιαν ωστόσο είναι ο πρώτος που προσφέρει μια πλήρη και ασυμβίβαστη απεικόνιση ενός από τους πιο τρομακτικούς χαρακτήρες της αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Στην πρώτη διασκευή του 1960 από τον Ρενέ Κλεμάν με τίτλο «Γυμνοί στον ήλιο», γοητεύεσαι από την ηλιόλουστη ατμόσφαιρα της ατελείωτης νωθρότητας και τον τόνο της αλλοτριωμένης ανίας. Ο εξωφρενικά σέξι αλλά εντελώς απόμακρος Αλέν Ντελόν δεν μπορεί να είναι ένας Ρίπλεϊ που είχε ποτέ του αντιμετωπίσει βαθιά ταπείνωση, και είναι τόσο απόμακρος που δεν επρόκειτο ποτέ του να μπορέσει να μπει στη ζωή κανενός. Η εκδοχή του Κλεμάν δεν εξερευνά την πιθανή ομοφυλοφιλία του Ρίπλεϊ.
Στην εκδοχή του Άντονι Μινγκέλα, που κυκλοφόρησε το 1999, τα πράγματα ήταν πιο σαφή. Πρόκειται για μια θεμιτή ανάγνωση που αποδεικνύει ότι το μυθιστόρημα είναι αρκετά σύνθετο και ελαστικό ώστε να δέχεται πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Ο Ματ Ντέιμον κάνει έναν εκπληκτικά ωραίο Τομ Ρίπλεϊ, γλυκύτατο και ελκυστικό, αλλά πάντα ελαφρώς αδέξιο ή καημένο ή σε λάθος κατάσταση, ενώ ο εξαιρετικός Τζουντ Λο είναι τόσο αβίαστα golden boy που καταφέρνει να κάνει τον Τομ του Ντέιμον να μοιάζει από θολός έως βαρετός.
Ο Μινγκέλα καταπιάστηκε με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Τομ πολύ έξυπνα και για την εποχή του με ιδιαίτερα προοδευτικό τρόπο. Υποθέτει ότι η Χάισμιθ θα έκανε τον Τομ φανερά ομοφυλόφιλο, αν η κοινωνική πραγματικότητα του 1955 το επέτρεπε, και προχωράει μέχρι τέλους με αυτή την ιδέα. Μας δίνει έναν Τομ Ρίπλεϊ που είναι ξεκάθαρα, αν όχι ερωτευμένος με τον Ντίκι, εντελώς μπερδεμένος από την έλξη του προς αυτόν.
Αποκλίνοντας σε μεγάλο βαθμό από το μυθιστόρημα, αναδεικνύει τον υποδεέστερο χαρακτήρα του Πίτερ Σμιθ-Κίνγκσλεϊ (τον υποδύεται ο Τζακ Ντάβενπορτ) σε κεντρικό, έναν άνδρα με τον οποίο μας δίνεται να καταλάβουμε ότι ο Ρίπλεϊ είναι ερωτευμένος. Δεν έχει καλό τέλος όμως ούτε αυτός. Για να μη διακινδυνεύσει να αποκαλυφθεί, ο Τομ σκοτώνει τελικά και τον Πίτερ –είναι ο τρίτος φόνος του, ένας περισσότερος από ό,τι στο μυθιστόρημα– και πρέπει να τον αντιληφθούμε ως την τραγωδία της ζωής του. Γιατί έχοντας φτάσει στη μοναδική ταυτότητα που θα μπορούσε να τον κάνει πραγματικά ευτυχισμένο, αυτήν του ερωτευμένου γκέι άνδρα, θα πρέπει πάντα να υποτάσσεται στην ταυτότητα που επέλεξε για να φτάσει μέχρι εκεί, δηλαδή του δολοφόνου. Η Χάισμιθ δεν θα το προχωρούσε ποτέ μέχρι αυτό το σημείο, αλλά δεν είναι τελείως λάθος, καθώς όλες αυτές οι κινηματογραφικές εκδοχές δεν είναι μεταγραφές αλλά διαφορετικές ερμηνείες του βιβλίου. Είναι σαν ο Μινγκέλα, περιπλανώμενος μέσα στον λαβύρινθο του μυθιστορήματος, να αποφάσισε να προχωρήσει σε αδιέξοδα που η Χάισμιθ είχε αφήσει στο σκοτάδι, για να δει πού μπορεί να οδηγούν. Το αποτέλεσμα είναι ο πιο συγκινητικός και συμπαθητικός από τους Ρίπλεϊ και, ως εκ τούτου, ο λιγότερο τρομακτικός.
Στο βιβλίο και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες είναι γύρω στα 20. Στη μίνι σειρά του Netflix, ο Άντριου Σκοτ, που υποδύεται τον Ρίπλεϊ, είναι 47 ετών και ο Τζόνι Φλιν, που υποδύεται τον Ντίκι, είναι 41 και εμφανίζονται, αντίστοιχα, ως περίπου 40 και 35 ετών. Το να κάνει τον Τομ μεγαλύτερο επιτρέπει στον Ζέιλιαν να προβάλει ένα πειστικό επιχείρημα σχετικά με τη σεξουαλικότητά του, το οποίο ακολουθεί πιστά το όραμα της Χάισμιθ, αν και όχι τη μεταγενέστερη άρνησή της. Αν ο Ρίπλεϊ του 1999 ήταν γκέι, ο Ρίπλεϊ του 2024 είναι κάτι άλλο, queer, τόσο με τη νεότερη όσο και με την παλαιότερη έννοια της λέξης. Αν είχε ποτέ σεξουαλική επιθυμία, φαίνεται να την έχει σβήσει εδώ και καιρό.
«Είναι αδερφή; Δεν ξέρω», γράφει η Μαρτζ σε ένα γράμμα προς τον Ντίκι (δηλαδή τον Τομ, που πια υποδύεται το θύμα του φόνου). «Δεν νομίζω ότι είναι αρκετά φυσιολογικός για να έχει σεξουαλική ζωή». Πιστός στο μυθιστόρημα, σχεδόν λέξη προς λέξη, ο Ζέιλιαν το χρησιμοποιεί σαν πυξίδα. Ο Ρίπλεϊ που μας δίνουν μαζί με τον Σκοτ είναι όντως queer – είναι «εκτός», «λάθος», όχι ακριβώς «σωστός», και η Μαρτζ το ξέρει. Στο μυθιστόρημα προσθέτει: «Εντάξει, μπορεί να μην είναι αδερφή. Είναι απλά ένα τίποτα, το οποίο είναι χειρότερο».
Η πιθανότητα ο Ρίπλεϊ να είναι ασέξουαλ ή, ακριβέστερα, να απεχθάνεται κάθε είδος δηλωμένης σεξουαλικότητας, κάνει τη δολοφονία του Ντίκι ακόμα πιο φρικτή, επειδή μας στερεί τη λαγνεία ως πιθανή εξήγηση. Ως εκ τούτου, αυτή είναι η πρώτη διασκευή του μυθιστορήματος όπου ακόμη και ο Ρίπλεϊ ίσως να μην ξέρει γιατί δολοφονεί τον Ντίκι.
Ο Ζέιλιαν, ο οποίος υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία και των οκτώ επεισοδίων, θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη σεξουαλική ταυτότητα με την οικονομική ανισότητα, μια πιο επίκαιρη επιλογή. Η εκδοχή του Μινγκέλα έπαιξε πολύ με αυτή την ιδέα. Ευτυχώς δεν το έκανε, καθώς η έντονα επηρεασμένη από τον Ρίπλεϊ πρόσφατη ταινία «Saltburn» χρησιμοποίησε αποτελεσματικά αυτό το μοτίβο.
Όπως και να 'χει, η σεξουαλικότητα δίνει σε κάθε νέα εκδοχή του Ρίπλεϊ περισσότερα περιθώρια για να παίξει απ' ό,τι τα χρήματα, και ο τρόπος που ο Ζέιλιαν τη χρησιμοποιεί παίζει αποτελεσματικά σε ένα άλλο διαισθητικό του άλμα – την απόφασή του να παρουσιάσει τον φίλο του Ντίκι και άμεσο εχθρό του Τομ, τον Φρέντι Μάιλς, όχι ως έναν αντιπαθητικό φωνακλά (στην ταινία του Μινγκέλα τον υποδύθηκε εξαιρετικά ο πληθωρικός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), αλλά ως μια ψυχρή, σεξουαλικά διφορούμενη προσωπικότητα, απειλητική για τη σταθερότητα του Toμ, που την ερμηνεύει εξαιρετικά ο Έλιοτ Σάμνερ (γιος του Sting).
Απεχθάνονται ο ένας τον άλλον με την πρώτη ματιά. Ο Φρέντι με το που τον γνωρίζει αντιλαμβάνεται ότι ο Τομ είναι ένας αξιολύπητος θεατρίνος, και πιθανόν κρυφός ομοφυλόφιλος. Ο Τομ, βλέποντας στον Φρέντι έναν άνθρωπο που περιφέρει τον ανδρογυνισμό του με αξιώσεις και χωρίς να έχει συνείδηση του τι προκαλεί, τον καταγράφει ως κίνδυνο, ως κάποιον που μπορεί να δει πολύ καθαρά πάρα πολλά. Αυτό οδηγεί, φυσικά, στη δολοφονία και στη φρικιαστική σκηνή όπου ο Τομ, προσπαθώντας να ξεφορτωθεί το πτώμα του Φρέντι, κουβαλάει το πτώμα του όρθιο, με ένα καπέλο στο ματωμένο κεφάλι του, σε έναν δρόμο τη νύχτα, προσποιούμενος ότι κρατάει έναν μεθυσμένο φίλο. Όταν κάποιος πλησιάζει, ο Τομ, έχοντας ανάγκη για ένα πιθανό άλλοθι, κολλάει το σώμα του πάνω στο σώμα του Φρέντι και το φιλάει στηριγμένο σε έναν τοίχο. Είναι και η μοναδική σεξουαλική κίνηση του Τομ σε ολόκληρη τη σειρά των οκτώ επεισοδίων.
Η σεξουαλικότητα του Toμ είναι τελικά ένα αίνιγμα που ο Ζέιλιαν επιλέγει να αφήσει άλυτο, όπως άλλωστε κάνει και το μυθιστόρημα. Προς το τέλος της σειράς, ένας ντετέκτιβ ρωτά τον Τομ τι άνθρωπος ήταν ο Ντίκι. Εκείνος μετατρέπει την υποψία του Ντίκι σχετικά με την ομοφυλοφιλία του σε ένα νέο αφήγημα, απαντώντας ότι ο Ντίκι ήταν ερωτευμένος μαζί του. Λέει: «Του είπα ότι τον έβρισκα αξιολύπητο και ότι δεν ήθελα να έχω άλλη σχέση μαζί του». Αλλά λίγο πριν από αυτή την ατάκα, σχεδόν σε ονειροπόληση, λέει και κάτι άλλο που θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράφει τον εαυτό του: «Τα πάντα πάνω του ήταν θέατρο. Ήξερε ότι ήταν εξαιρετικά ατάλαντος».
Ripley | Official Trailer | Netflix