Αν σε άλλες ταινίες του μπορούσες να πιστώσεις την επιτυχία στο αναγνωρίσιμο brand name, στο ακαταμάχητο concept ή στους σταρ, με τη Δουνκέρκη ο Κρίστοφερ Νόλαν απέδειξε ότι μπορεί να φέρει τον κόσμο στις αίθουσες μόνο επειδή ένα φιλμ φέρει το όνομά του – κάτι που στους κινηματογραφικούς καιρούς μας μάλλον δεν έχει ανάλογο, τουλάχιστον όταν αναφερόμαστε σε σκηνοθέτη που κάνει σινεμά σε τέτοια μεγέθη παραγωγής.
Σε επίπεδο κριτικής, ο Βρετανός δημιουργός δεν είναι ακριβώς από τα πολύ αγαπημένα παιδιά της. Η ζυγαριά γέρνει πάντα προς την επιδοκιμασία μεν, αλλά, σαν το κινηματογραφικό του είδωλο, τον Κιούμπρικ, υπάρχει πάντα αντίλογος, μια διστακτικότητα, αν όχι ένας ελαφρύς διχασμός.
Η Δουνκέρκη, που αναφέραμε παραπάνω, παραμένει η καλύτερη ταινία του σύμφωνα με την κριτική, με score 94 στην ιστοσελίδα metacritic, έναν πολύ σοβαρότερο δείκτη από εκείνον του rottentomatoes, για πολλούς και διάφορους λόγους, που θα εξηγήσουμε με κάποια άλλη αφορμή.
Ο Οppenheimer, το έτερον ήμισυ της Barbie στα social media εδώ και περίπου έναν χρόνο, το «ιδανικό double-bill», που στη χώρα μας αναβλήθηκε κατά έναν μήνα, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές βρίσκεται στη δεύτερη θέση της φιλμογραφίας του για την κριτική, με metascore 89.
Για τον Ρόμπι Κόλιν του Telegraph η ταινία του Νολαν είναι σαν να παρακολουθείς τη «σχάση της ιστορίας» – ένα λογοπαίγνιο με τη διάσπαση του πυρήνα του ατόμου. Ο Κόλιν επαινεί την ταινία για την πειστικότατη έκρηξη που βλέπουμε στο πανί, τονίζοντας ότι θα ήταν αδύνατον ο Νόλαν να πετύχει όσα κατάφερε χωρίς το βλέμμα του Κίλιαν Μέρφι.
Για τον Ρίτσαρντ Ρόπερ των Chicago Sun Times, άλλοτε συνεργάτη του Ρότζερ Ίμπερτ, που δεν τσιγκουνεύεται ποτέ τις μεγαλοστομίες, το φιλμ είναι «μια σπουδαία πολεμική ταινία, δίχως ούτε μια σκηνή πολέμου», καθώς και η «καλύτερη ταινία της χρονιάς και μία από τις καλύτερες του 21ου αιώνα».
Η Μανόλα Ντάργκις των New York Times βρίσκει τον Oppenheimer ένα «σπουδαίο επίτευγμα τόσο σε φορμαλιστικό όσο και σε θεματικό επίπεδο, σημειώνοντας ότι ο "τρόπος" του Νόλαν αυτή τη φορά τίθεται πλήρως στην υπηρεσία της ιστορίας που αφηγείται».
Για τη Στέφανι Ζάκαρεκ του TIME, μια από τις σπουδαιότερες πένες της εποχής μας, «λίγοι δημιουργοί ξέρουν να κάνουν ταινίες τόσο μεγάλες για τόσο ενήλικα θέματα όπως ο Νόλαν, ο οποίος μετασχηματίζει την ιστορία του Οπενχάιμερ σε ένα επικό ποίημα, εστιάζοντας όχι μόνο στη διάσημη εφεύρεση του, αλλά και σε όσα του συνέβησαν στη συνέχεια και προσεγγίζοντας τον χαρακτήρα σαν έναν σύνθετο, ανήσυχο πατριώτη».
O Mατ Ζόλερ Σάιτς, ο άνθρωπος στον οποίο εμπιστεύτηκε ο Ρότζερ Ίμπερτ την ιστοσελίδα του, το rogerebert.com, το θέτει ωραιότατα: «Παρά την προώθηση της ταινίας που εστίασε στον αναλογικό τρόπο που ο Νόλαν θα ανέπλαθε επί της οθόνης την έκρηξη της πρώτης ατομικής βόμβας, η πιο εντυπωσιακή ατραξιόν της αποδεικνύεται κάτι διαφορετικό: το ανθρώπινο πρόσωπο».
Όπως τονίζει παρακάτω στο κείμενο του ο Σάιτς, «ο Νόλαν ανακάλυψε ξανά τη δύναμη των κοντινών πλάνων σε πρόσωπα, καθώς οι χαρακτήρες προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είναι, ποιοι νομίζουν (ή έχουν προαποφασίσει) οι άλλοι ότι είναι, καθώς και να αντιληφθούν τι έχουν κάνει στον εαυτό τους και στους άλλους».
Η Άλισον Γουίλμορ του Vulture σεγοντάρει, επισημαίνοντας ότι ο Νόλαν «χτίζει μια τραγωδία οπερετικού μεγαλείου, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες σκηνές του αποτελούνται αποκλειστικά από άντρες που μιλούν σε ένα δωμάτιο».
Ο Ντέιβιντ Τζένκινς του κομψότερου κινηματογραφικού περιοδικού στον κόσμο, του Little White Lies, επαινεί την ερμηνεία του Κίλιαν Μέρφι. «Είναι μοναδικός στον ρόλο, μεταδίδοντας τόσο ένα αγορίστικο πάθος για τη γνώση και την ανακάλυψη όσο και μια βαθύτερη αίσθηση παράνοιας και ενοχής που συνοδεύει την αποκάλυψη των περιεχομένων του Κουτιού της Πανδώρας, για το οποίο κρατά το μοναδικό κλειδί».
Ο Ντέιβιντ Έρλιχ κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση γράφοντας ότι «οι συμφωνικές ταινίες του Νόλαν δεν εστιάζουν σε μια γραμμική σχέση αιτίου και αιτιατού, αλλά περισσότερο χωρίζονται σε μια σειρά από διακριτά ατομικά κομμάτια που τελικά συγκρούονται μεταξύ τους και δημιουργούν μια εκρηκτική αλυσιδωτή αντίδραση, ακριβώς όπως και στον Oppenheimer».
Σε αντίθεση με την Ντάργκις, όμως, ο κριτικός του Indiewire παρατηρεί μια απόσταση ανάμεσα στη φόρμα και στη λειτουργία της για την ιστορία και ότι τα κοντινά πλάνα στον Κίλιαν Μέρφι συχνά δεν δίνουν σοβαρές πληροφορίες για το τι συμβαίνει στο εσωτερικό του – εδώ θα μας επιτρέψετε να κάνουμε μια παρέμβαση και να πούμε ότι έρχεται ο Μέρφι για να μας δώσει την πληροφορία που δεν εντοπίζει ο Έρλιχ, απλά όχι με τον προφανή τρόπο μιας πιο «εφετζίδικης» ερμηνείας.
Ο Όουεν Γκλάιμπερμαν του Variety είναι λιγότερο ζεστός προς την ταινία, αναφέροντας ότι του θύμισε το «Νίξον» του Όλιβερ Στόουν και ότι του χρωστά πολλά, μόνο που εκείνο ήταν «αριστούργημα», ενώ αυτό είναι «επείγον και απαραίτητο μεν, αλλά όχι εντελώς επιτυχημένο» – για την ιστορία, εμάς η αδυσώπητη αφήγησή του μας θύμισε περισσότερο μια άλλη ταινία του Στόουν, το «JFK». Ο ίδιος κριτικός, πάντως, κάνει λόγο για ένα καθηλωτικό πρώτο μισό, που αφηγείται την πορεία προς τη δημιουργία της πρώτης ατομικής βόμβας με «κοσμικό σασπένς».
Ο Όντι Χέντερσον της Boston Globe είναι εκείνος που έχει γράψει τη χλιαρότερη κριτική μέχρι στιγμής, βρίσκοντας την ταινία «συναισθηματικά κενή» και σαν μια «τρίωρη καταχώριση στη Wikipedia», μα ακόμα κι αυτός παραδέχεται το οπτικό μεγαλείο της.
Δεν μπορούμε να σας πούμε περισσότερα προς το παρόν –αυτά όταν έρθει η ώρα της κριτικής από τον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο–, αλλά μπορούμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι η αναμονή άξιζε τον κόπο και ότι στο πάγιο σοσιαλμιντιακό ερώτημα αν βλέπεις πρώτα την Barbie ή το Oppenheimer, η απάντηση είναι την Barbie. Μετά τον Oppenheimer δεν θέλεις (και δεν χρειάζεται) να παρακολουθήσεις καμία άλλη ταινία, βγαίνεις χορτάτος και θέλεις να επεξεργαστείς όσα είδες.