Είναι μια από τις κορυφαίες ομάδες σύγχρονου χορού στην Ευρώπη, αν και θα τους περιόριζε αυτός ο όρος καθώς πλέον οι περφόρμανς τους περιλαμβάνουν, εκτός από χορό, ικανά στοιχεία και από άλλες τέχνες. Είναι επίσης γνωστοί για τη συνήθειά τους να δημιουργούν σκοτεινούς, κλειστοφοβικούς κόσμους επιδιδόμενοι σε μια ακραία γλώσσα έκφρασης και κίνησης, με έντονο το σουρεαλιστικό αλλά και το υπαρξιστικό στοιχείο.
Το σχήμα που δημιούργησαν οι σημερινοί του καλλιτεχνικοί διευθυντές Franck Chartier και Gabriela Carrizo «επιστρέφει» φέτος για τρίτη φορά στο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας με το «Δίπτυχο», μια δυνατή, πολυεπίπεδη παράσταση στην οποία μπορεί κανείς να βρει συμβολισμούς και αναφορές από τον «Πύργο» του Κάφκα μέχρι τον ομηρικό Οδυσσέα και από το lockdown της πανδημίας μέχρι τον βιβλικό Κατακλυσμό, αφήνοντας χώρο και για πολλές άλλες ερμηνείες καθώς οι ίδιοι οι συντελεστές της όχι μόνο επιθυμούν αλλά επιδιώκουν να ακούνε τις εντυπώσεις των θεατών, το πώς εκλαμβάνουν εκείνοι κάθε φορά τη δουλειά τους.
Στη συνομιλία μας με τον Φρανκ, ο οποίος σε αντίθεση με την Γκαμπριέλα δεν είναι βέβαιο ακόμα αν θα μας επισκεφθεί αυτήν τη φορά, θα είναι όμως σίγουρα «παρών» εν πνεύματι, συζητήσαμε για την παράσταση, τις συνέπειες της πανδημίας τόσο στη δουλειά τους όσο και γενικότερα, αλλά και για το ελληνικό τραγούδι που ήχησε κάποιο βράδυ καραντίνας στις Βρυξέλλες.
Αναφερθήκαμε στις εμπνεύσεις και τις αφορμές των Peeping Tom, την αγάπη τους για το φανταστικό, τις σκοτεινές ιστορίες και τις «ασκήσεις» ενδοσκόπησης, την επίγνωση στην οποία οι τελευταίες αυτές αποσκοπούν και που, όσο σκληρή, δεν είναι απαραίτητα απαισιόδοξη, ούτε δυστοπική: Μπορεί απεναντίας, λέει, να είναι ανακουφιστική, να έχει αίσια έκβαση, να «απαλύνει» την τραγικότητα της ύπαρξης.
Χρειάζεται να παλέψουμε σκληρά όλοι μας, τόσο για την τέχνη μας όσο και για την ίδια μας την επιβίωση!
Είπαμε ακόμα για τις «κατασκοπευτικές» και «ηδονοβλεπτικές» τους επιδόσεις, για τα «δύσκολα στοιχήματα» που προτιμούν να βάζουν, για τα ψυχικά, πνευματικά και σωματικά όρια που πάντα μπορεί κάποιος να βρει τρόπους να υπερβεί, αν πραγματικά το θέλει, για την ανάγκη να εξελίσσεται κανείς αλλά και να εμβαθύνει ταυτόχρονα, για τη δύναμη εκείνη που «σε ενεργοποιεί και σε ξεσηκώνει, «ακόμα κι εκείνα τα πρωινά που δεν θα ήθελες για κανένα λόγο να ξεκουνήσεις από το κρεβάτι σου!».
— Ξανά στην Καλαμάτα, λοιπόν.
Ναι, και χαιρόμαστε πάρα πολύ που επιστρέφουμε ως σχήμα στην όμορφη αυτή πόλη και το Φεστιβάλ Χορού της ύστερα από μια δεκαετία σχεδόν. Συμπτωματικά, μάλιστα, εκεί είχαμε δώσει την τελευταία μας υπαίθρια παράσταση, κάτι που δεν συνηθίζουμε –για την ακρίβεια, δεν το έχουμε ξαναεπιχειρήσει από τότε– αλλά είναι μια αναγκαιότητα την οποία προς το παρόν τουλάχιστον επιβάλλουν οι συνθήκες. Υπαίθρια ήταν άλλωστε και η παράσταση που μόλις δώσαμε στη Βαρκελώνη, στο Grec Festival.
— Θα είναι οπότε κάτι σαν déjà vu.
Ακριβώς! Είναι σίγουρα μια κατάσταση πρωτόγνωρη όλο αυτό που βιώνουμε με την πανδημία, τόσο σε προσωπικό και κοινωνικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο, και το «Δίπτυχο» δεν είναι μια παράσταση φτιαγμένη για ανοικτό χώρο. Θα πρέπει λοιπόν να δουλέψουμε εξαρχής κάποια πράγματα και να αναθεωρήσουμε κάποια άλλα ώστε να έχουμε ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Ένα πρόβλημα π.χ. είναι πώς θα τοποθετηθεί και πόσο λειτουργικό θα είναι το μεγάλο μαύρο κουτί που είχαμε σχεδιάσει ως μέρος του σκηνικού και που έχει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Το βλέπουμε λοιπόν και σαν στοίχημα, σαν πρόκληση.
— Λίγα λόγια για το «Δίπτυχο»;
Αποτελείται από δύο μέρη βασισμένα σε παλιότερες παραστάσεις μας. Καθένα έχει το δικό του σκηνικό στο οποίο περιλαμβάνεται ένα σετ ταινιών. Η πόρτα που λείπει στο «Missing door» βρίσκεται σε ένα δωμάτιο ή διάδρομο γεμάτο με πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές. Η δράση στο «The lost room» συμβαίνει σε μια καμπίνα ενός πλοίου, εστιάζοντας στον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων. Δεν ξέρουμε πώς και γιατί βρέθηκαν να περιπλανώνται στον ωκεανό με αυτό το πλοίο, αν πρόκειται για ταξίδι αναψυχής ή για μια απόπειρα δραπέτευσης με άγνωστο προορισμό. Γεγονός είναι ότι ξεκινούν με πολλά όνειρα κι ελπίδες για να καταλήξουν παγιδευμένοι σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο, ζώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και αυτό που φαντάζονται και καθοδηγούμενοι από μυστηριώδεις δυνάμεις προς ένα αβέβαιο πεπρωμένο. Τα δύο αυτά μέρη που συνθέτουν το «Δίπτυχο» τα είχαμε παρουσιάσει στην αρχική τους μορφή, μεταξύ 2013-1015, με το Nederlands Dans Theatre.
— Οι κριτικές για τις παραστάσεις σας εστιάζουν συνήθως στο σουρεαλιστικό τους στοιχείο, είναι όμως νομίζω εμφανείς και οι υπαρξιακές αναζητήσεις.
Ναι, ισχύει αυτό. Στο «Missing door», ας πούμε, όπου πραγματικότητα και φαντασία αλληλοδιαπλέκονται, παρατηρούμε τα τελευταία λεπτά της ζωής ενός ετοιμοθάνατου που, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας και όντας ταυτόχρονα εγκλωβισμένος σε αυτό το πλοίο, προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις και τις εικόνες που τον «βομβαρδίζουν» από όσα είδε, έζησε και έκανε στο παρελθόν, τα φλασμπάκ που λέμε. Αρνούμενος να δεχτεί ότι θα φύγει από τη ζωή προτού δώσει μερικές απαντήσεις σε πράγματα που τον βασάνιζαν, θέλει να διαφυλάξει όλες αυτές τις αναμνήσεις σε ένα είδος καταψύκτη, σε ένα ιγκλού, ας πούμε, ώστε να συντηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο, δίνοντάς του έτσι μεγαλύτερο περιθώριο να «συνδιαλλαγεί» μαζί τους.
Σουρεαλιστικές και υπαρξιστικές αναφορές συνυπάρχουν και εναλλάσσονται στο ξετύλιγμα αυτής της ιστορίας και οι ιδιαίτερες κινητικές, εκφραστικές και υποκριτικές ικανότητες που απαιτεί προϋποθέτουν, βεβαίως, άριστη τεχνική κατάρτιση και πολύ υψηλό επίπεδο από τους περφόρμερ που την αφηγούνται.
— Είναι πάντα δυστοπική η οπτική σας;
Μας ελκύουν οι «σκοτεινές» ιστορίες, η λογοτεχνία του παραδόξου και του φανταστικού, τα αδιέξοδα των ηρώων του Κάφκα, το είδος του σινεμά που κάνουν σκηνοθέτες σαν τους «δικούς σας», Τζον Κασσαβέτη και Γιώργο Λάνθιμο. Μας αρέσει ό,τι αναδεικνύει τα αδιέξοδα, την τραγικότητα της ύπαρξης. Ακόμα κι όταν ξεκινάμε να κάνουμε κάτι πιο αισιόδοξο, πιο ευχάριστο, πάλι εκεί καταλήγουμε!
Από την άλλη η επίγνωση, όσο σκληρή, δεν είναι απαραίτητα ούτε απαισιόδοξη ούτε δυστοπική, μπορεί αντιθέτως να είναι ανακουφιστική, να έχει αίσια έκβαση. Σε μας, ας πούμε, η ιστορία με το πλοίο που ταξιδεύει στα πελάγη φέρνει στο νου κάτι πολύ «ελληνικό» και αλληγορικό ταυτόχρονα, όπως οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα, που παρά τα όσα τράβηξε, στο τέλος βρήκε την Ιθάκη. Θα επιθυμούσαμε μάλιστα, μετά το τέλος της παράστασης, να συζητήσουμε με τους θεατές για το πώς την εξέλαβαν οι ίδιοι, μας ενδιαφέρει πάντα η γνώμη τους.
— Το απομονωμένο, περιπλανώμενο πλοίο της ιστορίας που αφηγείστε θα μπορούσε πράγματι να παραπέμψει στην Οδύσσεια, αλλά μπορεί κανείς να βρει κι άλλες συμβολικές αναφορές, από την Κιβωτό του Νώε μέχρι το πρόσφατο lockdown.
Όσον αφορά την καραντίνα και την ψυχολογία που αναπτύξαμε εντός της, καθώς επίσης τους μικρότερους ή μεγαλύτερους «διαλόγους» που αναγκαστήκαμε να κάνουμε με τον εαυτό μας και τους δικούς μας ανθρώπους μπροστά σε μια εντελώς νέα κατάσταση πραγμάτων, μπορεί νομίζω να βρει κανείς παραλληλισμούς με το φινάλε του «The lost room». Το ίδιο το πλοίο, άλλωστε, μοιάζει να είναι σε καραντίνα, οι επιβάτες που μπήκαν σε αυτό με τόσες προσδοκίες για το ταξίδι βρίσκονται σε κρίση ενώ δεν είναι καν ξεκάθαρο ποιος είναι ο προορισμός, όπως δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα η κατάσταση με την πανδημία.
Ομολογώ εντούτοις ότι τον παραλληλισμό με την Κιβωτό του Νώε δεν τον είχαμε σκεφτεί και είναι πολύ ενδιαφέρων – να γιατί επιδιώκουμε να συζητάμε με το κοινό ώστε να λαμβάνουμε γνώμες, αφορμές και ερεθίσματα μέσα κι από τις δικές τους οπτικές.
— Είναι ακόμα δύσκολα τα πράγματα στο Βέλγιο με την πανδημία;
Ναι, δυστυχώς, είχαμε κι εξακολουθούμε να έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Και υγειονομικό, αφού έχουμε υψηλό αριθμό κρουσμάτων –τις τελευταίες μέρες μάλιστα είχαμε νέα έξαρση, ήδη κάνουν λόγο για δεύτερο «κύμα» και αυστηροποίηση των μέτρων– και βέβαια κοινωνικό, αφού πολλοί άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους. Ειδικά για τον χώρο μας η πανδημία ήταν καταστροφική, τα περισσότερα καλλιτεχνικά events αναβλήθηκαν είτε ακυρώθηκαν. Κάποιοι καλλιτέχνες πήραμε ένα κρατικό βοήθημα, όχι όμως ειδικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, το προβλεπόμενο. Πολλοί άλλοι όμως μείνανε εκτός ή πήραν κάτι ελάχιστο, όπως 500 ευρώ τον μήνα. Δεν ζεις βέβαια με αυτά, αν δεν έχεις κανένα άλλο εισόδημα. Υπάρχουν άνθρωποι, ανάμεσά τους και συνάδελφοί μας, που πεινάνε κυριολεκτικά αυτό τον καιρό.
Εννοείται ότι και το δικό μας πρόγραμμα ανατράπηκε τελείως, ακυρώσαμε κάπου σαράντα εμφανίσεις, εργαστήρια κ.λπ. Μια αισιόδοξη νότα σε όλα αυτά ήταν τα τραγούδια που έλεγε στη διάρκεια της καραντίνας από το μπαλκόνι της στις Βρυξέλλες η σοπράνο Eurudike de Beul, συνεργάτιδά μας επί σειρά ετών, ανάμεσά τους μάλιστα κι ένα ελληνικό, του Μίκη Θεοδωράκη νομίζω. Είχαν γίνει «viral» οι εμφανίσεις της, έκανε αίσθηση και στην Ελλάδα, όπως μου μετέφερε ο Κύπριος χορευτής μας, ο Πάνος Μαλακτός.
— Η Βαρκελώνη τον Ιούλιο και η Καλαμάτα τώρα τον Αύγουστο είναι νομίζω οι πρώτες σας απόπειρες να επιστρέψετε σε μια κάποια κανονικότητα.
Έτσι είναι και αν όλα πάνε καλά, κανονική παγκόσμια περιοδεία θα ξεκινήσουμε τέλη Οκτωβρίου. Χρειάζεται να παλέψουμε σκληρά όλοι μας, τόσο για την τέχνη μας όσο και για την ίδια μας την επιβίωση! Αν η καραντίνα παρατεινόταν επί μακρόν ή αν η κατάσταση εκτροχιαστεί ξανά και επιβληθεί νέο lockdown, θα απειλούνταν η ίδια η ύπαρξή μας ως καλλιτεχνικό σχήμα, μπορούμε λοιπόν να αντιληφθούμε πόσο πιο επώδυνη είναι η κατάσταση για άλλους συναδέλφους. Προς το παρόν δεν έχουμε άλλη διέξοδο από το πείσμα, την υπομονή, την επιμονή και τη σκληρή δουλειά.
— Το όνομα της καλλιτεχνικής ομάδας σας μεταφράζεται στα αγγλικά ως «ηδονοβλεψίας». Πώς σας προέκυψε;
Είναι μεταφορικό το νόημά της και προέκυψε από τη συνήθειά μας να ψάχνουμε βλέποντας ή φτιάχνοντας οι ίδιοι μια παράσταση εκείνες τις λέξεις, τις εικόνες και τα νοήματα που είναι αδιόρατα με την πρώτη ματιά, να ανασύρουμε δύσκολες, επώδυνες μνήμες, να αναδεικνύουμε συναισθήματα ανομολόγητα και θέματα ταμπού σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Μας αρέσει να «κρυφοκοιτάζουμε» στις ζωές των άλλων, στα σπίτια των άλλων κι αυτό ήταν φανερό από την πρώτη μας τριλογία, ειδικά στο «Le Salon» του 2004 όπου «κατασκοπεύαμε» την πνευματική, σωματική και οικονομική παρακμή μιας ευκατάστατης οικογένειας.
Μας αρέσουν τα δύσκολα στοιχήματα, μας αρέσει να εξελισσόμαστε και να φτάνουμε τις αντοχές μας στα άκρα κι αυτό μας κάνει νομίζω πιο δημιουργικούς σε βάθος, πιο παραγωγικούς σε ιδέες, τις οποίες μάλιστα δεν προκαθορίζουμε εξαρχής, τις αφήνουμε να δοκιμαστούν μέσα στη δουλειά μας και να πάρουν το δικό τους δρόμο έκφρασης. Δεν αγχωνόμαστε να φτιάχνουμε κάθε χρόνο καινούργιες δουλειές, προτιμούμε να εμβαθύνουμε στις παλιότερες, τις συζητάμε, τις αναλύουμε, τις επανερμηνεύουμε κι ανακαλύπτουμε συχνά καινούργια νοήματα, αλλιώτικες οπτικές. Αλλά και οι ιστορίες που αφηγούμαστε, παρά το σουρεαλιστικό τους σκηνικό, έχουν να κάνουν με πραγματικές καταστάσεις, είναι σαν μικρά ντοκιμαντέρ τρόπον τινά.
— Υπάρχει κάποιο όριο για τον χορευτή και τον χορογράφο, κάποια χρονική στιγμή που θα ήταν καλύτερα να βγει πλέον στη «σύνταξη»;
Δεν υπάρχουν όρια, μόνο διαβαθμίσεις και προσαρμογές. Η κίνηση είναι κάτι που εξελίσσεται συνέχεια, όπως ακριβώς η γνώση, η πρόσληψη και η τεχνική. Μεγαλώνοντας βέβαια και με τα χρόνια δεν μπορείς να έχεις την ίδια αντοχή και φυσική κατάσταση που είχες νεότερος, ούτε να φλερτάρεις διαρκώς με τα άκρα. Από την άλλη όμως γνωρίζεις καλύτερα το σώμα και τις δυνατότητές σου, εμβαθύνεις περισσότερο στο αντικείμενό σου, αποκτάς μια πιο προσωπική σχέση μαζί του, ανακαλύπτεις νέους εκφραστικούς τρόπους, πειραματίζεσαι με καινούργια πράγματα, σαν ένας ακούραστος ταξιδιώτης που εξερευνά καινούργιους τόπους. Μαθαίνεις επίσης πώς να μεταλαμπαδεύσεις τη γνώση και την εμπειρία σου σε νεότερους περφόρμερ ως δάσκαλος και χορογράφος πλέον.
Στην περίπτωσή μας, οι παραστάσεις μας απέκτησαν σταδιακά μεγαλύτερη θεατρικότητα, η κινούμενη εικόνα έγινε κι αυτή οργανικό στοιχείο, δεν είναι πια μόνο χορός αυτό που κάνουμε. Οπότε όχι, δεν νομίζω ότι υπάρχουν όρια στην τέχνη γενικότερα εκτός από εκείνα που ο ίδιος θέτεις στον εαυτό σου. Και είναι αυτή η δυναμική, αυτό το όραμα, αυτή η προσδοκία που σε ενεργοποιεί και σε ξεσηκώνει ακόμα κι εκείνα τα πρωινά που δεν θα ήθελες για κανένα λόγο να ξεκουνήσεις από το κρεβάτι σου!
Peeping Tom
Αμφιθέατρο Κάστρου Καλαμάτας
29 & 30/8, 22:00
Διάρκεια: 94'
Σύλληψη & σκηνοθεσία: Gabriela Carrizo & Franck Chartier
Ερμηνεία: Konan Dayot, Fons Dhossche, Lauren Langlois, Panos Malactos, Alejandro Moya, Fanny Sage, Eliana Stragapede, Wan-Lun Yu
σχόλια