Ακαδημαϊκός με μεγάλη αγάπη για την εκπαίδευση, δεν περιορίζεται στο διδακτικό του αντικείμενο αλλά εκθέτει συχνά τους ευρύτερους ηθικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς προβληματισμούς του σε μορφή άρθρων και βιβλίων με λογοτεχνική χροιά, όπως η «Εποχή της όρεξης», η «Ζωή σαν τιμολόγιο», το «Θάρρος που κοιμάται», οι «Μούσες εναντίον Σειρήνων» (εκδόσεις Πατάκη) κ.ά. όμως, παρά την απέριττη, γλαφυρή του γραφή, δεν είναι από τους συγγραφείς που σε κερδίζουν ή που «αποκαλύπτονται» εξαρχής αλλά από εκείνους που αξιώνουν από τον αναγνώστη μια παραπάνω προσπάθεια ώστε να εμβαθύνει στον λόγο τους, ακόμα και αν εντέλει διαφωνήσει.
Ο ίδιος είναι άλλωστε από τους ανθρώπους που εξαίρουν την αξία της προσπάθειας, του αγώνα και του μόχθου στην πορεία της προσωπικής και συλλογικής αυτοπραγμάτωσης, σε αντίθεση με την ευκολία, την παραίτηση και τις λογιών εξαρτήσεις: «Στις μέρες μας οι άνθρωποι αδυνατούν να μετουσιώσουν τον πόνο, γιατί μόλις εμφανιστεί το βάζουν στα πόδια και τρέχουν αμέσως στον γιατρό ή τον ψυχολόγο. Ουσιαστικά, όμως, δεν προσφέρουν την ψυχή τους για θεραπεία, προσφέρουν το σώμα τους, που έχασε, πιο πολύ και από την υγεία του, την άνεσή του» θα πει χαρακτηριστικά.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα της ανυπομονησίας και της ανευθυνότητας κυβερνώμενων και κυβερνώντων, στην Ευρώπη που εξελίσσεται σε έναν απρόσωπο μηχανισμό αντί για μια κοινότητα λαών, χάνοντας διαρκώς σε ισχύ και, κυρίως, σε πνεύμα αλλά και στην ανθρωπότητα συνολικά που αντιμετωπίζει, λέει, την πανδημία δίχως πυγμή και πίστη στις δυνάμεις της. Στις διεκδικήσεις εκείνες που, περιοριζόμενες αποκλειστικά στο ψωμί της καθημερινής επιβίωσης, παραμερίζουν την έμπνευση, που είναι η τροφός του πνεύματος και αυτού που ονομάζουμε ψυχή: «Πώς όμως να εμπνευστούν οι άνθρωποι όταν γύρω τους υψώνονται μόνο τα τετελεσμένα; Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της σημερινής Ελλάδας βρίσκεται ακριβώς στο ότι η ανθρώπινη ενέργεια σέρνεται στα χαμηλά» αποφαίνεται.
Είναι σχεδόν αδύνατο να τεθεί στη χώρα μας το θέμα της ατομικής ευθύνης, διότι δεν υπάρχει έννοια πιο ξένη στους περισσότερους από την υποχρέωση. Το να έχει κανείς υποχρέωση έναντι των άλλων έφτασε να θεωρείται αβάσταχτος φόρος πολυτελείας για φτωχούς. Πώς να σηκώσουμε γενικά βάρη, όταν πρέπει να συντηρήσουμε τον εαυτό μας, που συνεχώς του λείπουν πολλά;
Αναφέρθηκε ακόμα στον ατομισμό, στη στείρα ηδονοθηρία και στην ανάγκη ανάδειξης νέων προσωπικών και συλλογικών οραμάτων, στους εκπαιδευτικούς αλλά και στους γονείς εκείνους που «βαριούνται» περισσότερο και από τους μαθητές, στους πολιτικούς που αδυνατούν να παρακινήσουν, ακόμα και να ηγηθούν πραγματικά, όταν χρειάζεται, κι επίσης στο ζήτημα της ασφάλειας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Προανήγγειλε, τέλος, την επόμενη συγγραφική του δουλειά, «ένα δοκίμιο με θέμα τους αγώνες που είναι αναγκασμένη να δώσει η αγάπη στον σύγχρονο κόσμο».
— Με την υγειονομική κρίση να έχει δημιουργήσει μια δυσοίωνη πραγματικότητα με πολλές παράπλευρες επιπτώσεις, ποιος θα ήταν ο δικός σας απολογισμός για το 2020;
Η χρονιά που πέρασε έδειξε πολύ καθαρά αυτό που η ανθρωπότητα αρνούνταν να ομολογήσει, πως έχει χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Απέναντι στον κίνδυνο που ενέσκηψε δεν είχε να αντιτάξει το σθένος ενός πολιτισμού που γνωρίζει τι αξίζει να σωθεί και τι πρέπει να θυσιαστεί. Είδαμε μόνο ένα αδύναμο παγκόσμιο σώμα να παραλύει, να αγωνιά και να περιμένει ένα χάπι ή μια ένεση για να γλιτώσει. Και αφού αυτό αργούσε, ένα μέρος του πληθυσμού αποφάσισε να κλείσει τα μάτια και να πειστεί πως το κακό δεν υπάρχει, πως είναι μια παραίσθηση. Το ίδιο συνέβη και στη χώρα μας. Αρνηθήκαμε να δεχτούμε τη δοκιμασία και το μόνο που επιστρατεύσαμε ήταν η ανυπομονησία μας. Από την αρχή της επιδημίας έως σήμερα το ερώτημα «πότε θα περάσει;» εμποδίζει να γίνουν σκέψεις συστηματικές για το τι πρέπει να κάνουμε για να περάσει.
— Όσον αφορά την Ελλάδα, από τι πάσχουμε περισσότερο, από έλλειψη ατομικής ευθύνης, κυβερνητικής υπευθυνότητας ή και από τα δύο;
Είναι σχεδόν αδύνατο να τεθεί στη χώρα μας το θέμα της ατομικής ευθύνης, διότι δεν υπάρχει έννοια πιο ξένη στους περισσότερους από την υποχρέωση. Το να έχει κανείς υποχρέωση έναντι των άλλων έφτασε να θεωρείται αβάσταχτος φόρος πολυτελείας για φτωχούς. Πώς να σηκώσουμε γενικά βάρη, όταν πρέπει να συντηρήσουμε τον εαυτό μας, που συνεχώς του λείπουν πολλά;
Οι Έλληνες, ακόμα και όταν έπαψαν να είναι φτωχοί, ακόμα και όταν μερικοί έγιναν νεόπλουτοι, συγκεντρώνονταν κάτω από τη σημαία της στέρησης. Δηλώνουν πως πάντα στερούνται κάτι και πώς κάποιοι άλλοι το απολαμβάνουν ήδη. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί η προτροπή για ατομική ευθύνη να πιάσει τόπο. Πιο αποτελεσματική θα ήταν η εφαρμογή κανόνων, τους οποίους όμως δεν θα χειριζόταν διαφορετικά κάθε τόσο η κυβέρνηση. Παρά την εγρήγορσή της κατά το πρώτο διάστημα, είναι ακόμη αιχμάλωτη σε μια παλιά αμφιβολία: αμφιβάλλει σχετικά με το αν ο έλεγχος και η τιμωρία των παραβατών του νόμου μπορεί να αποδώσει. Όμως, όταν η ίδια η εξουσία αμφιβάλλει, ρίχνει λάδι στη φωτιά της ανυπακοής, που έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα ποτέ δεν σβήνει εντελώς.
— Παρότι οι καταστάσεις και τα αίτια διαφέρουν, θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την κρίση του 2009, στα απόνερα της οποίας ακόμα ζούμε, με την τρέχουσα ως προς τον κοινωνικό αντίκτυπο;
Η οικονομική κρίση και το σημερινό πρόβλημα συνδέονται με έναν κρίκο. Αποτελούν και τα δύο απόδειξη του ότι οι Έλληνες δυσκολεύονται πολύ να αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα. Βιάζονται να την αποφύγουν, να την παρακάμψουν. Το παράξενο είναι ότι ενώ είμαστε ένας λαός υποχρεωμένος να αντιλαμβάνεται καθαρά τα πράγματα προκειμένου να επιβιώσει, το μυαλό μας, από ένα σημείο κι έπειτα, ανασκευάζει την πραγματικότητα. Αφού σκάψει το χωράφι ο αγρότης, ξεκολλά με το μυαλό του από τη γη. Νοερά αναχωρεί για άλλους τόπους, εξού και η μετανάστευση.
Είναι λάθος να νομίζουμε ότι έφυγαν τόσο πολλοί αποκλειστικά επειδή τους έλειπε το ψωμί. Πιο πολύ και από το ψωμί χρειάζονταν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να ξεδιπλώσουν ικανότητες που ένιωθαν πως χαραμίζονται στον στενό γενέθλιο τόπο. Ανάλογες τάσεις εκδηλώθηκαν και στις τάξεις των εργατών, των τεχνιτών και έπειτα των επιστημόνων. Όλες αυτές ήταν μορφές διοχέτευσης της ενεργητικότητας του λαού προς τα έξω.
— Αυτό το ρεύμα φυγής, όμως, δεν έφερε ταυτόχρονα μια μεγαλύτερη αποδυνάμωση στο εσωτερικό;
Είναι φανερό πως το φαινόμενο έχει δύο όψεις. Η μία δείχνει έναν άνθρωπο που θέλει να αναδείξει τις ικανότητές του. Η άλλη τον δείχνει να εγκαταλείπει τον στίβο που έχει μπροστά του και να αναζητά πλατύτερους και πιο μακρινούς. Αλλά ακριβώς εδώ σημειώνεται και μια υπεκφυγή. Δεν δέχεται το άτομο να αγωνιστεί με τους όρους που θέτει η ζωή, θέλει να βάλει τους δικούς του όρους στη ζωή και να κυνηγήσει την επιτυχία. Έτσι όμως η ζωή της Ελλάδας μένει με όλο και λιγότερους υπερασπιστές. Το βλέπουμε αυτό σήμερα και το πληρώνουμε βαριά.
— Υπάρχει η αίσθηση ότι σε παλαιότερες, κρίσιμες περιόδους, ακόμα και κατά τη διάρκεια ή μετά από πολέμους, εμφυλίους, δικτατορίες και λοιπά, αυτό που έδινε δύναμη και κουράγιο ήταν το όραμα, η προσδοκία των καλύτερων ημερών, κάτι που σήμερα έχει ατονήσει.
Οι παλιότερες γενιές μπορούσαν να ατενίζουν το μέλλον και να τονώνονται επειδή έβλεπαν τον εαυτό τους να δρα μέσα σε αυτό. Ήταν σαν μια προέκταση των δυνάμεών τους στο αύριο. Μετά τα βάσανα, μπορούσαν να φαντάζονται καλύτερες μέρες επειδή αισθάνονταν ότι ο εαυτός τους δεν είχε εξαντληθεί και είχε δικαίωμα να ανακάμψει, εφόσον είχε δείξει αντοχή στους πόνους. Το καλύτερο αύριο ήταν σαν ανταμοιβή για την αντοχή τους. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν φοβηθεί τον πόνο.
Ένας στίχος από ένα παλιό ποίημα λέει: «Είναι προτιμότερος από τη νίκη ένας ωραίος πόνος». Δεν έφτασαν σε αυτό το σκοτεινό σημείο οι Έλληνες της εποχής εκείνης. Όμως, πράγματι, είδαν μέσα στον πόνο μια ομορφιά την οποία τραγούδησαν, χωρίς λυγμούς, και αυτό τους καθάρισε την ψυχή. Διαθέτουμε τη μαρτυρία του δημοτικού τραγουδιού παλιότερα και έπειτα, σε ορισμένες περιπτώσεις, του λαϊκού. Ήταν μια αυτοκάθαρση που βοήθησε πολύ τις γενιές εκείνες να συνέλθουν και να προχωρήσουν κατόπιν δημιουργικά.
— Σε σχέση με αυτό, τι άλλαξε από τότε;
Στις μέρες μας, μέσα στις δυσκολίες, οι άνθρωποι αδυνατούν να μετουσιώσουν τον πόνο, γιατί μόλις εμφανιστεί το βάζουν στα πόδια και τρέχουν αμέσως στον γιατρό ή τον ψυχολόγο. Ουσιαστικά, όμως, δεν προσφέρουν την ψυχή τους για θεραπεία, προσφέρουν το σώμα τους, που έχασε, πιο πολύ και από την υγεία του, την άνεσή του.
— Στη «Ζωή σαν τιμολόγιο» γράφετε ότι αν πεινάει o λαός, είναι ικανός να στραγγαλίσει οποιονδήποτε του στερεί το ψωμί, για τον ίδιο όμως λόγο θα μπορούσε να συμφωνήσει με οποιονδήποτε του το εξασφαλίζει. Τι μας λέει αυτό; Κάποια παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία;
Οι διεκδικήσεις που αφορούν αποκλειστικά το ψωμί μοιραία καταβάλλουν ένα τίμημα σε βάρος της ελευθερίας. Το είδαμε στις ΗΠΑ την περίοδο της προεδρίας Τραμπ. Διαπιστώνεται, επίσης, σε ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ένα είδος εξαγοράς των εξεγερμένων ή διαμαρτυρομένων από εκείνους που μπορούν να τους κλείσουν το στόμα με λίγα μεροκάματα παραπάνω, με λίγο μεγαλύτερο μισθό ή επιδόματα.
Το θύμα αυτής της δωροδοκίας μπορεί να είναι τα ήθη μιας κοινότητας, οι πολιτισμικές τις αξίες ή και το φυσικό περιβάλλον. Όταν μια εταιρεία μπορεί να δίνει χορηγία σε έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο στην επαρχία ή να υπόσχεται φθηνότερο ρεύμα στους κατοίκους, προκειμένου να μειωθούν οι αντιδράσεις τους για την ανεξέλεγκτη εγκατάσταση ανεμογεννητριών που θα τραυματίσουν ένα τοπίο με φυσική χάρη και αρχαιολογική σημασία, τότε με αντάλλαγμα την τροφή για το σώμα η ψυχή της κοινότητας μένει νηστική. Διότι τροφή στην ψυχή δίνουν μόνο οι πηγές της έμπνευσης. Πώς θα εμπνευστούν όμως οι άνθρωποι όταν γύρω τους υψώνονται μόνο τα τετελεσμένα;
Ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της σημερινής Ελλάδας βρίσκεται ακριβώς εδώ, στο ότι η ανθρώπινη ενέργεια σέρνεται.
Στην πραγματικότητα, μόνο για την ευχέρεια που έχει κανείς να γεύεται όπου και όσο μπορεί ευχάριστα πράγματα. Το να ψάχνεις όμως διαρκώς ευκαιρίες για ευχαρίστηση κρύβει έναν φόβο, τον φόβο ότι ακόμη και να βρεις την ευχαρίστηση, σύντομα θα τη χάσεις.
— Εσείς τι οράματα, ελπίδες και προσδοκίες διατηρείτε για το αύριο και πώς θα μπορούσαν να υλοποιηθούν;
Το μόνο στο οποίο προσβλέπω είναι να θελήσουν οι Έλληνες να αναζητήσουν ξανά πηγές για έμπνευση. Δεν εννοώ τα ονειροπολήματα των αργόσχολων ούτε τις φαντασιώσεις που καλλιεργεί η σύγχρονη ματαιοδοξία. Έμπνευση είναι να σου «μιλήσει» κάτι που είναι ταυτόχρονα γοητευτικό και σημαντικό και με το οποίο νιώθεις ξαφνικά ότι έχεις κάποια συγγένεια. Αν το σχολείο και η οικογένεια είχαν τέτοιο στόχο, η νέα γενιά θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Δεν θα ήταν μαθημένη να ψάχνει για είδωλα πληκτρολογώντας τα κινητά και παραμένοντας η ίδια ακίνητη, χωρίς να νιώθει πως κάποιοι τη χρειάζονται, πως τη χρειάζεται επειγόντως η χώρα της, που γερνάει.
Πριν από μερικά χρόνια, με το που ορκίστηκε ένας υπουργός Παιδείας, δήλωσε, απευθυνόμενος προς τους μαθητές: «Και τώρα αμφισβητήστε με». Λίγα χρόνια μετά, ένας άλλος υπουργός διεμήνυσε πως, αφού το σχολείο είναι μια υπόθεση «βαρετή», πρέπει να βρεθεί τρόπος για να ξελασκάρουν περισσότερο τα παιδιά. Το ότι βαριούνται όμως τα παιδιά δεν οφείλεται παρά στο ότι αντίκρυ τους στέκονται συχνά δάσκαλοι και γονείς που είναι σαν να έχουν κουραστεί από τον «ρόλο» τους πριν καν τον παίξουν. Όσο για τους πολιτικούς, το τελευταίο που σκέπτονται είναι πώς θα παρακινήσουν τους δύσπιστους ή πώς θα συνεγείρουν τους νωθρούς. Ποτέ πριν στην ιστορία της ανθρωπότητας οι πολιτικοί δεν ήταν λιγότερο πρόθυμοι να ηγηθούν.
— Η παρατήρησή σας αυτή παραπέμπει στο γενικότερο ζήτημα της σχέσης μεταξύ ηγετών και πολιτών στη Δύση. Πάντως, όσον αφορά την Ευρώπη, την πολιτική και τον πολιτισμό της, εμφανίζεστε μάλλον απαισιόδοξος.
Όλο και περισσότερο η Ευρώπη χάνει τις ρίζες που είχε στην πλούσια παράδοσή της. Εκείνο που τη χαρακτήριζε κυρίως ήταν η δυνατότητα να συνδυάζει διαφορετικές δυνάμεις. Πρώτα απ' όλα, την ισχύ και το πνεύμα.
Σε έναν ζωγραφικό πίνακα των χρόνων της Αναγέννησης απεικονίζεται ο δούκας του Ούρμπινο στην Ιταλία να κάθεται μπροστά σε ένα αναλόγιο και να μελετά, ενώ το ένα του χέρι ακουμπά στο σπαθί του. Το πνεύμα είναι έτοιμο να πολεμήσει. Αυτή η συμβολική παράσταση εξηγεί την ακμή που γνώρισε η Ευρώπη για μια περίοδο. Ωστόσο, την ακμή αναπόφευκτα διαδέχθηκε η παρακμή, αφότου η Ευρώπη έπαψε να συνδυάζει τα θεμελιώδη στοιχεία του πολιτισμού της. Σήμερα δεν διαθέτει ούτε σπαθί ούτε σκέψη. Βασική αιτία είναι το γεγονός ότι στον πολιτισμό της κυριάρχησε το ρωμαϊκό έναντι του αρχαιοελληνικού συστατικού. Η επιδίωξη της ισχύος (που μάλιστα επηρέασε και τον χριστιανισμό) έγινε το έμβλημά της που δεν ήταν όμως παρά ένα έμβλημα ανταγωνισμού ανάμεσα σε φιλόδοξες χώρες.
Πίσω απ' όλους τους πολέμους μεταξύ των κρατών της βρίσκεται το φάντασμα της Ρώμης. Και όταν οι πόλεμοι έληξαν και άρχισαν οι συνεννοήσεις για την ενοποίηση, πάλι η Ρώμη, και όχι η Αθήνα, ήταν ο οδηγός. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε σήμερα έναν μηχανισμό αντί μια κοινότητα λαών. Ένας μηχανισμός δεν μπορεί, φυσικά, να εφαρμόσει αρχές αλληλεγγύης και σύμπραξης. Απαιτείται μια πνευματική δύναμη που να κινεί τον μηχανισμό και αυτή δεν υπάρχει. Απουσιάζει απ' όλα τα πεδία το «ηγεμονικόν», για να χρησιμοποιήσουμε την πλατωνική γλώσσα. Δηλαδή δεν κατευθύνει η ίδια η Ευρώπη τις ενέργειές της.
— Επομένως, ποιος κινεί αυτόν τον μηχανισμό;
Μόνο η ανασφάλειά της. Παρακολουθεί τις κινήσεις των άλλων και προσπαθεί να προσαρμοστεί. Λειτουργεί με το άγχος μη συρθεί πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα, αλλά με το άγχος δεν βελτιώνει τη θέση της. Η Αμερική ποντάρει στη δράση, η Κίνα στην υπομονή. Η Ευρώπη στερείται και τα δύο. Το μεγαλείο της βρισκόταν αλλού, στη σκέψη που άνοιγε δρόμους. Αλλά, όπως ξέρουν όλοι, το άγχος θολώνει τη σκέψη. Η Ευρώπη θα καταρρεύσει αν δεν πάψει να είναι απλώς μια μηχανή. Και μάλιστα, μια μηχανή που τα καύσιμα τής τα δίνουν άλλοι.
—Προτάσσετε συχνά τη συλλογικότητα έναντι της ατομικότητας, τον δύσκολο δρόμο αντί για τον εύκολο προορισμό, την αυταξία τής προσπάθειας και του μόχθου αντί για τον ωφελιμισμό και τη στείρα ηδονοθηρία. Πόσο εύκολο είναι όμως να προσαρμοστούν αυτά στις σύγχρονες απαιτήσεις; Μήπως χρειάζεται ένα νέο πολιτισμικό μοντέλο; Πάντως, μια ηρωική, «αυτοθυσιαστική» αντίληψη της ζωής υπέρ του συνόλου προτείνουν επίσης ολοκληρωτικές θεωρίες και cults.
Συμμετοχή στη ζωή μιας συλλογικότητας δεν σημαίνει αποκήρυξη της ατομικότητας. Σημαίνει ότι το άτομο μαθαίνει να αποχωρίζεται πολλές από τις ιδιοτροπίες, τα καπρίτσια και τις μικροηδονές του, για τις οποίες δεν έδινε σε κανέναν λογαριασμό, για χάρη μιας εμπειρίας μέσα από την οποία είναι πιθανό να γνωρίσει αισθήματα πιο πλατιά και πιο δυνατά. Είναι αλήθεια ότι στην εποχή μας η ένταξη σε μια οποιαδήποτε ομάδα δυσφημίστηκε ως σχεδόν ισοδύναμο του ακρωτηριασμού. Χάνει η ατομικότητα τα δικαιώματα της, είπαν.
Για ποια δικαιώματα πρόκειται όμως; Στην πραγματικότητα, μόνο για την ευχέρεια που έχει κανείς να γεύεται όπου και όσο μπορεί ευχάριστα πράγματα. Το να ψάχνεις όμως διαρκώς ευκαιρίες για ευχαρίστηση κρύβει έναν φόβο, τον φόβο ότι ακόμη και να βρεις την ευχαρίστηση, σύντομα θα τη χάσεις. Δεν υπάρχει ηδονιστής που να μη βασανίζεται από αυτό. Από την εποχή του Επίκουρου ήταν ήδη μια γνώση πικρή. Μόνο στις μέρες μας την απωθήσαμε τόσο πολύ. Δεν υποφέρουμε τη σκέψη πως ό,τι μας ευχαριστεί είναι ενδεχόμενο να αφαιρεθεί από την ίδια την κίνηση του χρόνου ή από την τύχη. Ζώντας συνειδητά μέσα σε ένα ανθρώπινο σύνολο, το άτομο απαλλάσσεται από αυτή την αρρωστημένη ανησυχία. Αν χάσει μια τέρψη, μπορεί να κερδίσει μια χαρά.
Χαρά πραγματική νιώθει ο άνθρωπος όχι όταν τα πράγματα τού έρχονται καλά αλλά όταν ο ίδιος έχει εργαστεί για να κάνει εφικτό το καλό. Μια τέτοια εργασία, με τέτοιους στόχους, την αναλαμβάνουν συνήθως άνθρωποι που ενώνονται και αποφασίζουν να δράσουν.
Σήμερα πρέπει να ξανασυζητηθεί το θέμα της συλλογικότητας. Η νέα γενιά θα μπορούσε να δώσει καινούργιο περιεχόμενο σε διάφορες μορφές σύμπραξης. Για παράδειγμα, γιατί οι συνεταιρισμοί στη χώρα μας να θεωρούνται μια υπόθεση οριστικά νεκρωμένη; Τους διέλυσε ο κομματισμός, αυτό είναι γνωστό. Όμως κάθε γενιά πρέπει να δίνει τους αγώνες της και η σημερινή, αν προσπαθούσε, ίσως να έβρισκε τρόπους να ξεκρεμάσει, επιτέλους, την κομματική ταμπέλα από την πόρτα ενός συλλόγου, ενός συνεταιρισμού, μιας οποιασδήποτε ένωσης ανθρώπων που βρίσκουν χαρά στο να συναποφασίζουν και να πράττουν χωρίς επιτήρηση.
— Μια και ο λόγος για επιτήρηση, ακούμε τελευταία σχέδια για ίδρυση «Πανεπιστημιακής Αστυνομίας». Υπάρχει τελικά πρόβλημα ασφάλειας και αν ναι, είναι άραγε αυτή λύση; Δεν απειλούνται έτσι σοβαρά το αυτοδιοίκητο, τα δικαιώματα και οι ελευθερίες;
Το ιδεώδες θα ήταν μια συλλογικότητα να είναι σε θέση να περιφρουρείται από μόνη της. Πόσο μάλλον όταν στο κέντρο της βρίσκεται η σκέψη, η έρευνα. Στην περίπτωση του ελληνικού πανεπιστημίου ο χρόνος έδειξε ότι δεν υπήρχε αρκετή θέληση για την προσέγγιση αυτού του ιδεώδους. Έτσι, φθάσαμε σε ένα αδιέξοδο. Υπό τις συνθήκες αυτές, βιώσιμη λύση φαίνεται να είναι μάλλον η ανάθεση της φύλαξης σε ειδικό επαγγελματικό προσωπικό. Αφού η σκέψη αδυνατεί να αποκτήσει ένα μέσο ασφαλείας που να της ταιριάζει, θα απευθυνθεί, αναγκαστικά, σε μια εξωτερική υλική δύναμη. Είναι ένα ρίσκο. Το πανεπιστήμιο πρέπει από τη μια να βασίζεται σε αυτές τις δυνάμεις ασφαλείας και από την άλλη να τις ελέγχει. Ο νους πρέπει να δίνει εντολές στον βραχίονα. Διαφορετικά, ας μη λέγεται νους. Και τα ΑΕΙ ας λέγονται «Πτυχιοκατασκευαστική ΑΕ».
— Πόσο αισιόδοξο σας κάνει η εμπειρία σας ως πανεπιστημιακού; Υπάρχουν αρκετοί νέοι άνθρωποι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την ιδιωτική τους βολή, όπως λέτε, για χάρη στόχων και σκοπών ευρύτερων, συλλογικότερων;
Πολλά εξαρτώνται από το αν η εκπαίδευση και η αγωγή που θα λάβουν απαιτήσουν από αυτούς έργα αξιόλογα ή θα τους αφήσουν να υποδύονται τους νωχελικούς τύπους που ισχυρίζονται ότι είναι αδέσμευτοι και ανεξάρτητοι, την ίδια στιγμή που γίνονται ουραγοί της οποιασδήποτε μόδας. Θα δοθεί μάχη εδώ. Ναι, υπάρχουν νέοι που θέλουν να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες τους. Είναι λίγοι. Όμως η παρουσία τους μπορεί να επιδράσει σε μερικούς από τους υπόλοιπους.
Πάρτε παράδειγμα την τηλεκπαίδευση στα πανεπιστήμια. Είναι πολύ λίγοι οι φοιτητές που δέχονται να εμφανιστούν στην οθόνη και να παρέμβουν στο μάθημα. Οι περισσότεροι κρύβονται και μένουν αθέατοι. Ας ελπίσουμε η παρρησία και η υπευθυνότητα των πρώτων να κεντρίσει και κάποιους από τους δεύτερους. Γενικά, η χώρα μας έχει ανάγκη από ανθρώπους που δεν θα διστάζουν να βγαίνουν μπροστά. Οι πονηριές, οι υπεκφυγές, το κρυφτό που παίζει ο πολίτης με τους νόμους και το κράτος, όλη αυτή η ζωή στο μισοσκόταδο έχει αδυνατίσει την όραση των Ελλήνων. Ενώ θέλουν πάντα να είναι ξύπνιοι και να έχουν τα «μάτια ανοιχτά», δεν κοιτάζουν ποτέ πολύ μακριά.
σχόλια