31 Δεκέμβρη 2020
Νέα από τα Μετόπισθεν – Νότος
Για το Σπύρο
ΒΡΟΧΗ ολονύχτια και αέρας. Έπεφτε με τόση ένταση στο τζάμι που ξύπνησα. Πλήρης κακοκαιρία και ωραία, που σ' εμποδίζει να βγεις ακόμα και με ομπρέλα. Ένα σταχτί πυκνό σύννεφο πάνω απ' το χωριό ψυχραίνει το φως και σε σπρώχνει μέσα, όπου είναι σκοτεινά και πρέπει ν' ανάψεις μια λάμπα - όχι λάμπα, ένα πορτατίφ ή ένα κερί. Από ευγένεια στο γκρι. Αντίθετα, το μπακάλικο της Σταθίας που φωτίζεται από λευκές λάμπες -κόντρα ψυχρό- σε σπρώχνει ξανά έξω, όπου λαμπιρίζουν τα κόκκινα φώτα ενός ημιφορτηγού με λαχανικά κι ένας αγανακτισμένος πλανόδιος μανάβης προσπαθεί να στερεώσει μια αυτοσχέδια τέντα πάνω από τα καφάσια. Μόλις τη στερεώσει, μια καινούργια βροντή τον κάνει να φωνάξει: "Πάλι; Όχι πάλι, ρε Θεέ! Φτάνει!". Μέσα στο σπίτι, μ' ένα μικρό φως ή καθόλου, σκοτάδι ή ημίφως. Ό,τι ελάχιστο μπαίνει δεν αρκεί και απορροφάται αμέσως και κατά προτεραιότητα. Από το χωλ που είναι ανοιχτόχρωμο, το σαλόνι με τους πέτρινους τοίχους, την μπεζ πλευρά του δωματίου όπου συχνά κάθομαι και γράφω. Αντίθετα, οι σκούρες πλευρές ησυχάζουν αφώτιστες.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς, παραπραξιών συνέχεια: Πριν από μερικές ημέρες, όταν έχασα το κινητό μου τηλέφωνο επιστρέφοντας μέσα στη βροχή από μια μεγάλη βόλτα, είχα αρχίσει να γράφω για αυτή τη μικρή απώλεια, αλλά σήμερα ανακάλυψα πως ό,τι έγραψα δεν το αποθήκευσα και χάθηκε· δικαιωματικά, λοιπόν, η τελευταία ανταπόκριση της χρονιάς αφιερώνεται στο Άλγος του Αρχείου.
Καθόλου απλή η απώλεια ενός κινητού, ειδικά όταν συμβαίνει σε χωριό -σε σπίτι που δεν υπάρχει σταθερό τηλέφωνο- και σε καιρό καραντίνας. Ονόματα και τηλέφωνα ανθρώπων που είναι στη ζωή μας, αλλά και άλλων που έχουν λιγοστέψει ή που έχουν ήδη χαθεί, ονόματα που καλούνται μονάχα "επ' ευκαιρία ονομαστικής εορτής" ή ονόματα επειγόντων μαστόρων, υδραυλικών και ηλεκτρολόγων, ιστορικά συνομιλιών, από το "Καλημέρα, θα ήθελες μήπως απόψε;" στο "Σ' αγαπώ, σε σκέφτομαι", και μετά στο "εντάξει" ή στο "ΟΚ", καταχωρίσεις σχέσεων και συμβάντων ("έφτασα, έχει ουρά, αργείτε;") κάρτες επιβίβασης, φωτογραφίες αναποθήκευτες, ένα σωρό βαλσαμωμένα στιγμιότυπα ζωής, σ' αυτή τη συσκευή που όταν χαθεί επιστρέφουν εκεί όπου πραγματικά ανήκουν - πού, άραγε, ανήκουν;
Η τεχνητή γιγαντιαία μνήμη έχει τον τρόπο να τα διασώσει όλα αυτά, malgré tout που λένε οι Γάλλοι· ένας δίσκος ή ένας άυλος χώρος αποθήκευσης -για τους "προνοητικούς" αμνήμονες- μπορεί να τα διαφυλάξει "όλα". Όμως, όλα;
Η Άλλη ζωή -η ψυχική- στην οποία ανήκουν όλα, θα θυμηθεί μόνον όσα είναι να θυμηθεί. Οι ζωντανές παρουσίες θα βρουν τρόπους επαφής και οι "χαμένες επαφές" που, ωστόσο, έχουν υπάρξει, θα εξακολουθήσουν να σημαίνουν σαν φωτάκια αχνά που αργοσβήνουν, σβήνουν, έσβησαν - πλην όμως υπήρξαν! Ίχνη φωτός που έχουμε ήδη απορροφήσει και μαζί τους πορευόμαστε κι ας μη θυμόμαστε πια "την κίνηση του προσώπου, το σχήμα της στοργής εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας", φτάνει που "μας θυμούνται" αυτά.
Στο μικρό χωριό της Μεσσηνίας, λοιπόν, με σκέψεις πάνω στα dispositif της μνήμης εξ' αφορμής της απώλειας του κινητού, σήμερα, έλαβα -μετά από εκατό χρόνια- ένα γράμμα. Έβαλα τον φάκελο σε περίοπτη θέση για να το βλέπω συχνά και να χαίρομαι. Και θυμήθηκα μαζί του την επισημότητα των ηχομονωμένων τηλεφωνικών θαλάμων της οδού Σταδίου, τα τηλέφωνα στα περίπτερα, τους μετρητές, τους κερματοδέκτες, τα σταθερά τηλέφωνα των σπιτιών που όριζαν αυστηρά τον τόπο της ακίνητης επικοινωνίας. Κατόπιν, με τα ασύρματα, δεν ήταν ανάγκη να ζητήσουμε να πάει κάποιος παραπέρα για να μην μας ακούει, πηγαίναμε εμείς και μιλούσαμε αλλιώτικα. Κάτι είχε ήδη αλλάξει ανεπιστρεπτί, αυτό που έπειτα έγινε τελεσίδικο με τα κινητά: η ψευδαίσθηση ή -φευ!- η πραγματικότητα του να "είσαι πάντα εκεί" όπου κάποιος σε καλεί.
Για δύο ημέρες, δε βρισκόμουν, λοιπόν, εκεί όπου κάποιος με καλούσε· για δύο ημέρες, δεν μπορούσα να καλέσω κανέναν· για δύο ημέρες δεν είχα πρόσβαση στη δυνατότητα της "επαφής". Ζούσα στον καιρό της βραδύτητας. Τότε που τα συναισθήματα δεν προλάβαιναν να μεταβληθούν από ώρα σε ώρα ή μέσα σε μερικές ημέρες – καθώς, τι μπορούσε να τα μεταβάλει; Ένα άκομψο sms, μια αναπάντητη κλήση, πέντε κενές περιεχομένου συνομιλίες μέσα στην ημέρα; Έπρεπε να έχει σταλεί ένα γράμμα ή τηλεγράφημα που να εξηγεί πως "Στο τελευταίο γράμμα σου, πριν πέντε μέρες, μιλάς για την κούρασή σου..." ή "Συνέβη κάτι τρομερό σήμερα...", το οποίο "τρομερό" όταν έφτανε να διαβαστεί από τον παραλήπτη -ταξιδεύοντας ώρες και μέρες- πιθανόν να είχε ήδη μεταβληθεί για τον αποστολέα, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία, γιατί τόσο ο παραλήπτης όσο και ο αποστολέας υπάκουαν στην ψυχική ταχύτητα του ταχυδρομείου. Για τον παραλήπτη, "τώρα", που διάβαζε το γράμμα, ήταν "που συνέβη κάτι τρομερό"· ενώ ο αποστολέας, κάποιες μέρες αργότερα, γνώριζε πως «τώρα» είναι που απευθύνει σε κάποιον ένα συναίσθημα που, αν και, με βάση τον ημερολογιακό χρόνο, ήταν ετεροχρονισμένο – ανήκοντας ήδη στον παρατατικό χρόνο της γραφής - δεν έπαυε να συνιστά ένα «τώρα» από το οποίο ακόμα κι αν είχε προλάβει να απομακρυνθεί, ήταν αναγκασμένος να «επιστρέψει» την ίδια εκείνη ημέρα που υπέθετε πως το λάμβανε ο παραλήπτης. Όπως και να 'χει, με την αλληλογραφία τα συναισθήματα διαρκούσαν περισσότερο.
Αυτά, περίπου, υποθέτω πως έγραφα σε ένα αρχείο όταν μια δεύτερη παραπραξία με οδήγησε στο να το χάσω. Κι ήταν παραπραξία διότι, γράφοντας, έμαθα πως η μάνα μου ανέβασε 39 πυρετό και για λίγη ώρα, μέχρι να φροντίσω για τα δέοντα, "ζούσα" υπό το κράτος του "οικογενειακού" πανικού. Δηλαδή δε ζούσα. Όσο περίμενα να μάθω τα αποτελέσματα από το τεστ κόβιντ, σταμάτησα να γράφω -μάλλον τότε έσβησα το αρχείο- και άρχισα να συγυρίζω το συγυρισμένο σπίτι "μη μας βρει κανένα κακό και είμαστε ασυγύριστοι και μας πουν μπολοθούρες". Κι όχι μόνον το σπίτι, αλλά κι εμένα την ίδια: χτενίστηκα κι άλλαξα αμέσως ρούχα. Επί μία ώρα, δηλαδή, υιοθετούσα λησμονημένες συμπεριφορές της μάνας μου, η οποία, συγυρίζοντας και μακιγιάροντας, άφηνε τα συναισθήματα για "αργότερα" ή επειδή άφηνε τα συναισθήματα για αργότερα, συγύριζε και μακιγιαριζόταν. Κάποτε, βγήκε το αποτέλεσμα του αρνητικού τεστ, δόθηκε αγωγή λοίμωξης, κανονίστηκαν οι εξετάσεις και μπόρεσα, σιγά-σιγά, "να επιστρέψω" στα Άλγη των δικών μου Αρχείων, στις σκέψεις περί διάρκειας των συναισθημάτων ή στην παντοτινή τους αναβολή.
Έτσι, η τελευταία μέρα του χρόνου αφιερώθηκε στη Μνήμη.
Τη μνήμη που κάνει αισθητή την ύπαρξη αυτών που πια δεν είναι.
Με αποθήκες μνήμης ή χωρίς, η εμπειρία ενός ελαχίστου παρόντος -προτού αυτό καταβλύσει μέσα μας και γίνει ανάμνηση- είναι πράγμα ενσώματο που πάντα το φέρουμε και πάντα μας χαράζει. Ακόμα όμως κι αν μπορούσαμε να καταγράψουμε όλες τις χρονικές ύλες που έχουν κυλήσει μέσα μας από την αρχή, για παράδειγμα, της πανδημίας, όλα τα συμβάντα στο χώρο, τους έρωτες και τους θανάτους, εάν διαθέταμε πολλά γίγα μνήμης, ακόμα και τότε, αυτό που θα είχε σημασία θα ήταν μόνον μερικές Στιγμές, μια Στιγμή, την ύλη της οποίας μπορούμε καθαρά ακόμα να αισθανθούμε: Η Στιγμή κατά την οποία ένα ελάχιστο Νυν προώρισται ως Αεί να αναβλύζει - απ΄ τα γέλια ή απ΄ τα κλάματα. Καλή Χρονιά.
Νίκη Γιάνναρη
* Η Νίκη Γιάνναρη είναι ποιήτρια. Μαζί με τη Μαρία Κουρκούτα, είναι συνδημιουργός της ταινίας Φαντάσματα πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη (2018) - Best World Documentary - International Documentary Film Festival Ji. hlava (βλ. Αλμανάκ: Εκείνοι που διαπερνούν τείχη)