ΠΑΡΑ ΤΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΟ LOCKDOWN, η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε τα κρούσματα του κορωνοϊού να κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα ούτε τη συμφόρηση των νοσοκομείων της Αττικής να αποφύγει. Βασικός λόγος είναι ότι η τήρηση των μέτρων επαφίεται στη συνείδηση του πολίτη, αφού η κυβέρνηση αδυνατεί να ελέγξει την εφαρμογή τους. Το αποτέλεσμα είναι όσοι τηρούν τα μέτρα να «τιμωρούνται» κάθε τόσο με νέους περιορισμούς, τους οποίους όμως συνεχίζουν να αγνοούν όσοι δεν θέλουν να τους τηρήσουν. Ωστόσο, το μεγάλο τίμημα του παρατεταμένου lockdown και της κλειστής αγοράς το πληρώνει η οικονομία και συγκεκριμένοι κλάδοι που καταστρέφονται, και μάλιστα χωρίς αυτό να αποδίδει τα αναμενόμενα στην προστασία της δημόσιας υγείας. Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο, η κυβέρνηση αδυνατεί να τεκμηριώσει τα μέτρα και τις αποφάσεις της, ενώ αποφεύγει να λογοδοτήσει για τις παραλείψεις της. Συνέπεια αυτής της στάσης είναι να δημιουργείται ένα έλλειμμα αξιοπιστίας, το οποίο επηρεάζει και την εφαρμογή των μέτρων. Η κυβέρνηση είναι σε θέση να το διαπιστώσει και από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έχει στη διάθεσή της, όμως, όσο βλέπει ότι την όποια φθορά και δυσαρέσκεια δεν την καρπώνεται ο πολιτικός της αντίπαλος, λόγω των δικών του αδυναμιών να πείσει, δεν ανησυχεί. Αλλά αυτό ίσως είναι το πιο ανησυχητικό.
Η αποχώρηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Χρήστου Ταραντίλη ήταν ένα σημαντικό πλήγμα. Ο καθηγητής Οικονομικών που επελέγη από τον πρωθυπουργό στον ανασχηματισμό για τη θέση αυτή είχε αναβαθμίσει το κύρος της με την κατά κοινή ομολογία αξιοπρεπή παρουσία του και έχαιρε ευρύτερης εκτίμησης. Πολλοί, μάλιστα, είχαν σχολιάσει σκωπτικά εξαρχής ότι «ο κ. Ταραντίλης ίσως παραήταν αξιοπρεπής γι’ αυτήν τη θέση» και προέβλεπαν ότι δεν θα μακροημέρευε. Ο ίδιος απέδωσε την αποχώρησή του σε προσωπικούς λόγους, ωστόσο προβληματιζόταν εδώ και καιρό και η κυβέρνηση το γνώριζε, παρότι αιφνιδιάστηκε από τη γρήγορη και ανυποχώρητη απόφασή του. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η δύσκολη επικαιρότητα (Μενδώνη, Λιγνάδης, Κουφοντίνας) τον ζόρισε, αλλά υπήρχαν και προσπάθειες υπονόμευσής του, οι οποίες τον απογοήτευσαν και λειτούργησαν καθοριστικά στην απόφασή του να παραιτηθεί.
Το μεγάλο τίμημα του παρατεταμένου lockdown και της κλειστής αγοράς το πληρώνει η οικονομία και συγκεκριμένοι κλάδοι που καταστρέφονται, και μάλιστα χωρίς αυτό να αποδίδει τα αναμενόμενα στην προστασία της δημόσιας υγείας. Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο, η κυβέρνηση αδυνατεί να τεκμηριώσει τα μέτρα και τις αποφάσεις της, ενώ αποφεύγει να λογοδοτήσει για τις παραλείψεις της.
Το μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση, ωστόσο, παραμένει η πανδημία. Στον Ευαγγελισμό, εδώ και μέρες, δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι στη μονάδα εντατικής θεραπείας και η ανάπτυξη 18 νέων κλινών ΜΕΘ που είχε προγραμματιστεί για την 1η Μαρτίου μετατέθηκε χρονικά, λόγω έλλειψης προετοιμασίας, παρά την τεράστια ανάγκη που υπάρχει αυτές τις μέρες. Απ’ ό,τι φαίνεται, στην Αττική έχει αρχίσει να συμβαίνει αυτό που όλοι ήθελαν να αποφύγουν, δηλαδή να φτάνει το σύστημα υγείας στα όριά του. Πλέον υπάρχουν ασθενείς που διασωληνώνονται σε απλές κλίνες Covid γιατί οι ΜΕΘ είναι γεμάτες. Και οι ηλικίες των ασθενών αυτών είναι όλο και μικρότερες.
Ο Βασίλης Κικίλιας ανακοίνωσε σχέδιο ενίσχυσης του ΕΣΥ στην Αττική, αλλά αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει πριν από την ασφυξία. Η άλλη δέσμευση του υπουργού Υγείας είναι ότι τον Μάιο θα έχουν εμβολιαστεί όλοι οι άνω των 60. Απ’ ό,τι φαίνεται ωστόσο, η κυβέρνηση, παρά το lockdown, δεν δίνει τόσο βάρος στα μέτρα πρόληψης, αλλά περιμένει τα εμβόλια. Ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι από τον Απρίλιο η διαθεσιμότητα των εμβολίων θα αυξηθεί σημαντικά, «άρα θα μπορούμε να προχωράμε πολύ πιο γρήγορα». Ο Απρίλιος, όμως, μοιάζει πολύ μακριά σήμερα, που το σύστημα δημόσιας υγείας, ειδικά στην Αττική, λόγω της μεγάλης αύξησης των κρουσμάτων και των μεταλλάξεων είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Οι εισαγωγές στα νοσοκομεία αυτή την περίοδο αφορούν όλο και περισσοτερο τις ηλικίες εκείνες που αργούν ακόμα να εμβολιαστούν και το πρόγραμμα σε όλη την Ευρώπη καθυστερεί τραγικά.
Η κυβέρνηση δεν έχει πλέον χρόνο για άλλα λάθη και ελάχιστο χρόνο για να διορθώσει τα παλιά. Οφείλει να μιλήσει στους πολίτες για τη σοβαρότητα της κατάστασης, να εξηγήσει για ποιον λόγο παίρνει κάθε μέτρο και πώς περιμένει αυτό να αποδώσει. Δεν αρκεί να τους λέει ότι «καταλαβαίνει την κόπωσή τους». Πρέπει να εξηγήσει πειστικά γιατί η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί. Θα είναι ήττα αν δεν καταφέρει να τους πείσει και η οικονομία συνεχίσει να καταστρέφεται, χωρίς όφελος για τη δημόσια υγεία. Η απώλεια ανθρώπινων ζωών την ώρα που κυκλοφορούν πλέον τα εμβόλια και λίγους μήνες πριν ολοκληρωθεί ο εμβολιασμός του πληθυσμού είναι μια τραγωδία που μπορεί και πρέπει να αποφευχθεί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.