Έστω ότι βρίσκεσαι σε ένα πηγαδάκι και κάποιος πετά ένα «γαλλικό σινεμά» στο τραπέζι και ξεκινούν οι συνειρμοί. Θα σκεφτείς τους μοντερνισμούς της nouvelle vague, θα σκεφτείς τα ερωτικά τρίγωνα, θα σκεφτείς το Θεέ μου, τι σου κάναμε (2014), αν είσαι από εκείνους που είδαν τους Συμπέθερους απ' τα Τίρανα τρεις φορές στο θέατρο, θα σκεφτείς την Αμελί (2001), αν ποστάρεις ανθισμένες πεδιάδες με στίχους της Κικής Δημουλά στο προφίλ σου στα social, θα σκεφτείς τα policier, αν είσαι μερακλής, θα σκεφτείς και τη φλυαρία, αν είσαι κακεντρεχής, σαν τον υπογράφοντα. Και θα έχεις ξύσει απλώς την επιφάνεια.
Η γαλλική κινηματογραφία είναι, πιθανότατα, η μόνη που μπορεί να κοντράρει την αμερικανική και τη βρετανική παραγωγή σε ποιότητα και πληθώρα επιλογών και έχει μεγάλη διείσδυση στο ελληνικό σινεφίλ κοινό, το οποίο τηρεί λιγότερο επιφυλακτική στάση απέναντι σε ταινίες που ομιλούν τη γαλλική.
Γιατί η γαλλική κινηματογραφία ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα σε εμπορικούς τίτλους και arthouse απόπειρες. Είναι, πιθανότατα, η μόνη που μπορεί να κοντράρει την αμερικανική και τη βρετανική παραγωγή σε ποιότητα και πληθώρα επιλογών, έχει μεγάλη διείσδυση στο ελληνικό σινεφίλ κοινό, το οποίο τηρεί λιγότερο επιφυλακτική στάση απέναντι σε ταινίες που ομιλούν τη γαλλική, και διαθέτει εκατοντάδες κινηματογραφικά στιγμιότυπα από εκείνα που μας έκαναν να ερωτευτούμε το μέσο.
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, συλλέξαμε δέκα από τις καλύτερες προτάσεις του γαλλικού σινεμά μέσα στον εικοστό πρώτο αιώνα, δέκα ταινίες για τις οποίες μπορεί να καμαρώνει και να κοιτάζει αφ’ υψηλού τις λοιπές εθνικές κινηματογραφίες, όποτε τις συναντά στον δρόμο.
Αμελί
Amelie, 2001
του Ζαν-Πιερ Ζενέ
Από τα παριζιάνικα ακορντεόν του Γιαν Τίερσεν ως τη χαρακτηριστική coup αλά Λουίζ Μπρουκς της Οντρέ Τοτού, η Αμελί έχει φτάσει σήμερα να θεωρείται γαλλικό σήμα κατατεθέν, όπως ο πύργος του Άιφελ ή η μπαγκέτα. Κατά βάθος, όλοι χρειαζόμαστε λίγο μαγικό ρεαλισμό στη ζωή μας και η ιστορία μιας εκκεντρικής νεαρής που επιφυλάσσει καλοσυνάτες χειρονομίες σε όλους, εκτός από την ίδια, έχει περίσσευμα από δαύτον. Αναπόσπαστο στοιχείο της σύγχρονης ποπ κουλτούρας – μια φίλη μου έχει ονομάσει την κόρη της Αμελί.
Ο άνθρωπος του τρένου
L’homme du train, 2002
του Πατρίς Λεκόντ
Οι δρόμοι ενός φιλήσυχου δασκάλου ποίησης και ενός λακωνικού ληστή τραπεζών διασταυρώνονται στην επαρχιακή κωμόπολη όπου διαμένει ο πρώτος. Καθώς γνωρίζονται περισσότερο, οι δύο άντρες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη φιλία, θαυμάζοντας και ζηλεύοντας ο ένας στοιχεία του άλλου. Ο Πατρίς Λεκόντ επιστρατεύει αρκετό χιούμορ για να συνθέσει ακόμα μια φιλμική ωδή στη φαντασίωση, θρηνώντας στο βάθος για όλους εκείνους τους δρόμους που δεν επιλέξαμε μπροστά σε κάθε σταυροδρόμι. Πραγματικά, μια υπέροχη ταινία.
Βρόμικος Κόσμος
36, Quai des Οrfèvres, 2004
του Ολιβιέ Μαρσάλ
Επί χρόνια ο Ολιβιέ Μαρσάλ συνεχίζει τη μακρά παράδοση της πατρίδας του στο είδος του policier, του αστυνομικού φιλμ δηλαδή. Το διαμάντι του στέμματος είναι ο Βρόμικος Κόσμος ή η γαλλική Ένταση (1995), όπως διάβαζες για την ταινία όταν κυκλοφόρησε, λόγω της ερμηνευτικής μονομαχίας ανάμεσα στους Ντανιέλ Οτέιγ και Ζεράρ Ντεπαρντιέ στους ρόλους δύο αστυνομικών που μόνο στα χαρτιά βρίσκονται στην ίδια πλευρά του νόμου. Ο Μαρσάλ κινηματογραφεί τους δύο ηθοποιούς με δέος, σε μια ταινία που οι φαν του είδους πρέπει να αναζητήσουν άμεσα.
Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου
De battre mon coeur s’est arrêté, 2005
του Ζακ Οντιάρ
Εδώ και δύο δεκαετίες ο Ζακ Οντιάρ κρατά ψηλά το λάβαρο του auteur-ισμού στη χώρα που γέννησε τη σχετική θεωρία. Αν έπρεπε σώνει και καλά να επιλέξουμε μια ταινία από την πάρα πολύ ενδιαφέρουσα φιλμογραφία του, θα στρεφόμασταν στην ιστορία ενός πιανίστα που έχει μάθει να λύνει τα προβλήματά του με γροθιές. Ο ήρωας ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και στο ένστικτο, πασχίζοντας να ξεφύγει από τη σκιά μιας δυσμενώς επιδραστικής πατρικής φιγούρας αλλά και της αυτοκαταστροφικής του φύσης. Ριμέικ του Fingers (1978) του Τζέιμς Τόμπακ, με ερμηνεία-δυναμίτη από τον Ρομέν Ντιρίς.
Κρυμμένος
Caché, 2005
του Μίκαελ Χάνεκε
Κάθε ταινία του Μίκαελ Χάνεκε συνιστά ένα φιλμικό γεγονός για τη σινεφίλ κοινότητα. Tο αριστούργημά του είναι ο Κρυμμένος, με τους μπουρζουάδες Ντανιέλ Οτέιγ και Ζιλιέτ Μπινός να δέχονται απειλητικά (βιντεο)μηνύματα από κάποιον άγνωστο κι εκείνο το σοκαριστικό ξέσπασμα βίας να δικαιολογεί (και να επικυρώνει) την υπόκωφη ένταση που έχει προηγηθεί. Δεν είναι το μοναδικό φιλμικό σχόλιο για το ενοχικό σύνδρομο της δυτικής μεγαλοαστικής τάξης, η οποία ζει (και βασιλεύει) υπό τον ενδόμυχο φόβο εκείνου που θα έρθει μια μέρα για να ζητήσει την εξόφληση του λογαριασμού, μα είναι μάλλον το αποτελεσματικότερο και το πληρέστερο.
Ο χρόνος που απομένει
Le temps qui reste, 2006
του Φρανσουά Οζόν
Συχνά λειτουργεί ως προβοκάτορας, φλερτάρει επικίνδυνα με το κακό γούστο, στην καλή του μέρα, όμως, ο Φρανσουά Οζόν μπορεί να γυρίσει και μια ταινία σαν αυτή εδώ, όπου νεαρός γκέι φωτογράφος μαθαίνει ότι του απομένει λίγος χρόνος ζωής λόγω ασθένειας. Σπαρακτική κατάθεση πάνω στο «ζώο που ξεψυχά» και υπόδειγμα φιλμικής οικονομίας – θαρρείς πως ο Οζόν δεν έχει ούτε ένα δευτερόλεπτο να ξοδέψει, όπως ακριβώς και ο κεντρικός χαρακτήρας στο έργο. Δεν είναι εύκολη προβολή, μα αποζημιώνει με την ευθύτητα, την ατρόμητη στάση της απέναντι στον συναισθηματισμό κaι εκείνο το αξέχαστο φινάλε στην παραλία.
Ενώπιον Θεών και ανθρώπων
Des hommes et des dieux, 2010
του Ξαβιέ Μποβουά
Οκτώ μοναχοί σε ένα μοναστήρι της Αλγερίας καλούνται να αποφασίσουν αν θα το εγκαταλείψουν εν όψει μιας φονταμενταλιστικής απειλής. Ειδικό Βραβείο Επιτροπής στις Κάννες και διθυραμβικές κριτικές για ένα (δυστυχώς ξεχασμένο) φιλμ κατανυκτικής ατμόσφαιρας και απαράμιλλης κινηματογραφικής διαύγειας. Το ένστικτο της επιβίωσης και η αίσθηση του καθήκοντος, η δειλία και το θάρρος, το σώμα και η ψυχή, η ύλη και το πνεύμα συνθέτουν μια σειρά από συγκρούσεις εξωτερικής και εσωτερικής φύσης για τους ήρωες, οι οποίοι θα κληθούν να λογοδοτήσουν για την απόφασή τους ενώπιον θεών –όχι τυχαίος ο πληθυντικός– και ανθρώπων.
Holy Motors
2012
του Λεός Καράξ
Mετά από πολυετή απουσία από τα κινηματογραφικά δρώμενα, το πάλαι ποτέ enfant terrible του γαλλικού σινεμά επέστρεψε με ένα σε σημεία υπερβολικά κλεισμένο στον εαυτό του, μα αδιαμφισβήτητα γοητευτικό σινεφιλικό παιχνίδι, ένα παθιασμένο ευχαριστώ στις «άγιες μηχανές» που έδωσαν υπόσταση στα όνειρά μας, τις κάμερες του σινεμά. Δεν είδαν πολλοί την ταινία στις αίθουσες, όταν κυκλοφόρησε στη χώρα μας, μα υπήρξαν άνθρωποι που πλήρωσαν εισιτήριο δυο και τρεις φορές προκειμένου να την απολαύσουν ξανά στον χώρο όπου ανήκει.
Η ζωή της Αντέλ
La vie d'Adèle: Chapitres 1 et 2, 2013
του Αμπντελατίφ Κεσίς
Αναμφίβολα εμβληματική στιγμή του σύγχρονου queer cinema, αναμφίβολα ο ερωτισμός στάζει στο δωμάτιο μέσα από κάθε της καρέ, αναμφίβολα ανοιχτή σε μαρξιστικές αναγνώσεις, καθώς αναγνωρίζει ταξικότητα (ακόμα και) στον έρωτα, μα αν η Ζωή της Αντέλ χτύπησε φλέβα στο σινεφίλ κοινό, το οφείλει περισσότερο απ’ όλα στον σχεδόν βιωματικό τρόπο που μεταδίδει την εμπειρία του «amour fou», του έρωτα εκείνου που σε καταλαμβάνει ολοκληρωτικά, όπως το μπλε της θάλασσας –δηλαδή το μαλλί της Έμα– καταπίνει το σώμα της Αντέλ σε εκείνο το χαρακτηριστικό στιγμιότυπο.
Ο νόμος της αγοράς
La loi du marché, 2015
του Στεφάν Μπριζέ
Με νταρντενική γραφή ο Στεφάν Μπριζέ καταγράφει με τον φακό του μια σκληρή πραγματικότητα για χιλιάδες μεσήλικες που βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη άνεργοι και βιώνουν το σκληρό πρόσωπο του καπιταλισμού μέχρι το μεδούλι. Οι δοκιμασίες που υφίσταται στωικά ο χαρακτήρας του Βενσάν Λιντόν –μνημειώδης, δωρική ερμηνεία– ολοένα και σκληραίνουν, με την «επαναστατική» του αντίδραση στο τέλος να υπενθυμίζει πώς μερικά πράγματα δεν αγοράζονται – βέβαια η μελαγχολία του Βlack Sands του Bonobo, που ντύνει μουσικά αυτήν τη σκηνή, υπογραμμίζει το κόστος της αξιοπρέπειας.