Γιατί δεν ξέρουμε πότε ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος;
Στο εισαγωγικό μάθημα Πολιτειολογίας προσπαθούμε να εισαγάγουμε τους πρωτοετείς στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου στο πώς γεννιέται, πώς ζει και πώς πεθαίνει ένα κράτος. Πλησιάζοντας προς τα διακόσια χρόνια από το 1821 πληθαίνουν, φυσικά, οι αναφορές στην Ελληνική Επανάσταση. Εξάλλου, τι πιο πανηγυρικό και συναρπαστικό από την ίδρυση ενός κράτους, και μάλιστα της πατρίδας σου;
Κι όμως... Τα παιδιά δεν γνωρίζουν πότε έγινε η Ελλάδα. Δεν γνωρίζουν, και μάλιστα δεν θεωρείται κρίσιμο να γνωρίζουν –δεν έχουν καν αποστηθίσει δηλαδή– ότι το κράτος αυτό αναγνωρίστηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 3 Φλεβάρη 1830, που υπογράφηκε από Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία.
Για να το σκεφτούμε λίγο αυτό. Πώς γίνεται μια χώρα τόσο περήφανη για το παρελθόν της να μη μαθαίνει στα παιδιά της πότε ιδρύθηκε; Αντιθέτως, όπως είμαι σίγουρος ότι θα αναμέναμε, οι φοιτητές μας με βαριεστημένη ευφράδεια θα διηγηθούν τι έγινε την 25η Μαρτίου στα Καλάβρυτα, ενώ με αμηχανία μάλλον θα αντιμετωπίσουν την παραδοχή ότι «την 25η Μαρτίου ουδείς ευρίσκετο εις την Λαύραν διά να κηρύξη την επανάστασιν, η οποία άλλωστε είχε κηρυχθή», όπως έγραφε ήδη από το 1962 ο καθηγητής Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Απόστολος Δασκαλάκης.
Έχουμε υποστεί υπερβολική δόση εθνοκεντρικής αφήγησης, ώστε τα παιδιά μας αδιαφορούν και αφήνουν να περνάει βαριεστημένα το αυθεντικό ριζοσπαστικό μήνυμα της χειραφέτησης του ελληνικού πολιτικού σώματος στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.
Την ίδια στιγμή, ενώ η επίσημη εξιστόρηση της Επανάστασης αποδίδει τη μέγιστη σημασία στη συμβολή της Φιλικής Εταιρείας για την προετοιμασία του 1821, παρακάμπτει την καθαυτή κήρυξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήδη πριν από την 25η Μαρτίου. Σαν να υπάρχει κάτι εθνικά άβολο στις προκηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις 21 Φλεβάρη 1821, που ουσιαστικά ξεκινούν την Επανάσταση.
Ο μύθος της Αγίας Λαύρας λάμπει τόσο, που συνεχίζει να μας τυφλώνει δύο αιώνες μετά. Η κατεξοχήν επινοημένη επί βασιλείας Όθωνα (1838) παράδοση της 25ης Μαρτίου, η υπαρξιακή συμπόρευση του «χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία» με το «χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά» ακόμη και σήμερα παλεύει τη σμίλευση αδιασάλευτα εθνικών συνειδήσεων.
Μπορούμε αλλιώς;
Μπορούμε, διακόσια χρόνια από το '21, να αμφισβητήσουμε τον εθνικό μύθο που πασπαλίζει τον εγγενή ριζοσπαστισμό της πιο μεγαλειώδους πράξης για την οποία είναι ικανή η ανθρώπινη κοινότητα; Μπορούμε να τινάξουμε από την αχλή της ανυπόφορης εθνοκεντρικής κοινοτοπίας το μακράς διάρκειας γεγονός της Επανάστασης, δείχνοντας ότι οι εσωτερικές διαιρέσεις των επαναστατημένων δεν έχουν τίποτε από «το ζιζάνιο της διχόνοιας που καταδυναστεύει τους Έλληνες»;
Μπορούμε, τέλος, να αναδείξουμε την οικουμενικότητα της Επανάστασης, τη διεθνή της ακτινοβολία από την Αϊτή, το πρώτο κράτος που αναγνώρισε την επαναστατημένη Ελλάδα, ως την Ιαπωνία, στην οποία μεταφράστηκε η ιστορία της Επανάστασης, και σε όλη την Ευρώπη βέβαια, μια εμβέλεια που η αυτοαναφορική πρόσληψη του γεγονότος έχει αφήσει στο περιθώριο;
Και, φυσικά, τούτο μόνο τυχαίο δεν είναι. Διότι όταν δέκα γενιές Ελλήνων μαθαίνουν ότι «οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν ύστερα από τετρακόσια χρόνια ζυγού», όταν η χρήση του όρου «Τουρκοκρατία» απλώς σβήνει την αναφορά στον προηγούμενο πολιτειακό τύπο της αυτοκρατορίας που αποσυντίθεται στην ελληνική χερσόνησο και ουδεμία σχέση έχει με την Τουρκία, όταν ο όρος «παλιγγενεσία» προκρίνεται ακόμη και από έγκριτους πανεπιστημιακούς, είναι φυσικό πως η διεθνής πλαισίωση του γεγονότος απλώς υποτιμάται.
Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή βλέπει κανείς το οξύμωρο, πώς η εθνοκεντρική ανάγνωση του παρελθόντος υποτιμά το κατεξοχήν εθνικό επίτευγμα ότι στην Ελλάδα έγινε μια επανάσταση, το αποτύπωμα της οποίας, στη μακρά της διάρκεια, εγγράφεται στη συνέχεια των κειμένων της Διακήρυξης της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Αν ψάξουμε να βρούμε το ελληνικό εφάμιλλο των κειμένων αυτών, θα φτάσουμε στην Πρωτοχρονιά του 1822, όταν στη Νέα Επίδαυρο το πρώτο επαναστατικό Σύνταγμα υιοθετείται από το πρώτο νομοθετικό σώμα των επαναστατημένων Ελλήνων. Στην προμετωπίδα του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας» διαβάζουμε:
«Το Ελληνικό Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανική Δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη το βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νόμιμων παραστατών του, εις Εθνικήν, συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον του Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Το έθνος γεννιέται. Μας το φωνάζει. Ας αφουγκραστούμε αυτήν τη στιγμή χειραφέτησης απέναντι στον αυτοκρατορικό δεσποτισμό, τη στιγμή που κυοφορεί τον συνταγματικό ρεπουμπλικανισμό της πρώτης περιόδου της Επανάστασης, μέχρις ότου δώσει τη θέση του στη βοναπαρτικού τύπου απολυταρχία (1828-1831) και αποκεί στην απόλυτη μοναρχία (1832-1843). Κι όμως, εμείς, αντί να κρατήσουμε αυτή την ονειρική στιγμή της ομολογημένης εθνικής αφετηρίας, μένουμε και σήμερα, δύο αιώνες μετά, προσκολλημένοι στην ιδέα ότι το έθνος μας υπήρχε ανέκαθεν και απλώς «αφυπνίστηκε» τότε.
Ως και σήμερα, η πλειονότητα των συμπολιτών μας πιστεύει ότι το ελληνικό έθνος υπήρχε από καταβολής κόσμου. Κι ας παλεύουμε στα πανεπιστήμια να πούμε στους φοιτητές ότι το έθνος δεν είναι όποια κι όποια κοινότητα συγγένειας αλλά αυτή που αποζητά κράτος. Αλλά, φυσικά, αν το πούμε αυτό, ο μύθος για τα «400 χρόνια ζυγού» καταρρέει, οπότε κάποιοι το θεωρούν ως και μειοδοσία. Διότι, φυσικά, κανείς δεν ζητούσε κράτος στην ελληνική χερσόνησο το 1500, το 1600 και το 1700…
Κι όμως, την ίδια στιγμή κρατήσαμε στο προοίμιο των Συνταγμάτων μας –κι ακόμη δεν λέμε να το αποβάλουμε– το «Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος» και «Ελληνικήν Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία ως την επικρατούσα Θρησκεία στην Ελληνική Επικράτεια» ατόφιο αντίδωρο από το προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου της 1ης Γενάρη του 1822. Ξεχάσαμε, όμως, πάλι ότι εκείνη τη στιγμή που γεννιόταν το έθνος, η θρησκεία ήταν το θεμέλιο του ετεροπροσδιορισμού του από τον δυνάστη του.
Γράφει στη συνέχεια το Επαναστατικό Σύνταγμα της Επιδαύρου: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, είναι Έλληνες».
Γιατί το έγραψαν αυτό οι επαναστάτες; Διότι το επαναστατικό υποκείμενο που δημιουργείται ψάχνει ένα ασφαλές κριτήριο για να ταυτοποιηθεί και να διαφοροποιηθεί από τον δυνάστη του. Κι αυτό προσφέρει η θρησκεία. Ο πρώτος Έλληνας πολίτης είναι χριστιανός όχι διότι θρησκεύεται αλλά διότι δεν μπορεί να είναι μουσουλμάνος. Μουσουλμάνος είναι ο δυνάστης. Οι Εβραίοι ήταν κάπου ανάμεσα, γι’ αυτό βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο των επαναστατημένων, π.χ. στην Άλωση της Τριπολιτσάς.
Αλλά οι καιροί αλλάζουν… Λίγο πριν φτάσουμε στα διακόσια χρόνια από τότε, εκλέχθηκε στα Γιάννενα ο πρώτος Εβραίος δήμαρχος στην Ελλάδα.
Να ακούσουμε ένα καλό κλαρίνο
Πολλοί συμπολίτες μας απεχθάνονται ακόμη το κλαρίνο, διότι τους φέρνει μνήμες από τους πρωταίτιους της χούντας να χορεύουν τσάμικο την 25η Μαρτίου. Έτσι, μία ή και δύο γενιές ανθρώπων ταύτισαν άδικα το όργανο αυτό, και εν γένει την ηπειρωτική, ρουμελιώτικη και μωραΐτικη μουσική παράδοση με τη δικτατορία. Το κλαρίνο όμως είναι εκπληκτικό όργανο.
Κάπως έτσι νιώθω και με την Επανάσταση του 1821. Έχουμε υποστεί υπερβολική δόση εθνοκεντρικής αφήγησης, ώστε τα παιδιά μας αδιαφορούν και αφήνουν να περνάει βαριεστημένα το αυθεντικό ριζοσπαστικό μήνυμα της χειραφέτησης του ελληνικού πολιτικού σώματος στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.
Ξανασκεφτόμενοι το 1821 διακόσια χρόνια μετά, είναι σαν να αλλάζουμε επιτέλους μουσική. Να ζητήσουμε από την κακόφωνη ηλεκτρική ορχήστρα που δονεί διαρκώς τον αέρα με τα φάλτσα, πλαδαρά νεοπλουτίστικα σφυρίγματά της να μας απαλλάξει και να κατέβει.
Η Επανάσταση του ’21 έχει κάτι μεγαλειώδες που αξίζει να διεκδικούμε. Να μιλήσουμε για το ‘21 σήμερα σημαίνει να ξανακούσουμε ένα καλό κλαρίνο. Καλό όμως… Αληθινό και συναρπαστικό. Έστω και με λίγα καμώματα – κι αυτά χρειάζονται, αρκεί τα τσαλίμια να μη δίνουν τον τόνο. Να σταθούμε απέναντι στα μεγαλεία και στα εγκλήματα χωρίς ντροπή ή έπαρση. Με ενσυναίσθηση. Να ακούσουμε καθαρά τη μουσική της Επανάστασης. Χωρίς παραμορφώσεις.
Αν χρωστάμε κάτι στις γενιές που έρχονται στον τρίτο αιώνα ύπαρξης της Ελλάδας, είναι, αν μη τι άλλο, αυτό.