Γιούκιο Μισίμα
Οι εξομολογήσεις μιας μάσκας
Ο πρώτος Μισίμα
MAURICE MOURIER
En attendant Nadeau - 9 Απριλίου 2019
*
Στο Τόκιο, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, και μάλιστα κοντά στο 1964, την καθοριστική χρονιά για την αναστημένη από τα ερείπιά της Ιαπωνία, η οποία, ως διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων, ανακτούσε το καθεστώς ενός πολιτισμένου έθνους και ξεκινούσε την εκπληκτική της οικονομική άνοδο, δυτικόφερτοι κοσμικοί και διανοούμενοι έκαναν μεγάλη ζωή, τρέχοντας από κοκτέιλ σε κοκτέιλ, κι από πάρτι σε πάρτι, και λανσάροντας συνεχώς μόδες.
Σε αυτήν τη λαμπερή κοινωνία, ανήσυχη μάλλον παρά χαρούμενη, με μεγάλη έφεση στο αλκοόλ και θητεία στα μεγάλα πανεπιστήμια που έχαιραν ομόφωνου σεβασμού, επιφανειακά ατίθαση αλλά και κατ' ουσίαν σοβαρή, δεκτική απέναντι στις ανατρεπτικές ιδέες (μηδενισμός, αριστερισμός, εξέγερση κατά των ταμπού μιας χώρας με πολύ ισχυρούς κοινωνικούς εξαναγκασμούς, αλλά και σχεδόν απαλλαγμένης από το βάρος των εξ αποκαλύψεως θρησκειών), μερικά ιδιαίτερα άτομα ασκούσαν ένα είδος αόριστης εικονοκλαστικής πολιτιστικής αυθεντίας.
Ο Μισίμα, από τους πιο αναγνωρίσιμους μεταξύ αυτών, ήταν τότε ένας λεπτός και μυώδης σαραντάχρονος άνδρας, εξαιρετικά κομψός μέσα στη σφιχτή δυτική στολή του σκούρου χρώματος, περισσότερο ελκυστικός παρά όμορφος λόγω ενός συσπασμένου προσώπου, πολύ λεπτών χειλιών, μικρών και ερευνητικών ματιών, που σε κοίταζαν από κάτω, με ένα βλέμμα δύσπιστο όσο και περιφρονητικό. Διάσημος στα είκοσι τέσσερά του, ήδη από το Εξομολόγησεις μιας μάσκας που δημοσιεύθηκε το 1949, ο παραγωγικός αυτός συγγραφέας - όλοι οι γνωστοί Ιάπωνες συγγραφείς, είτε με μεγάλο ταλέντο είτε όχι, είναι σταχανοβιστές της γραφής - είχε δοκιμάσει όλα τα είδη, το μυθιστόρημα, το διήγημα, το δοκίμιο, τη θεατρική ή κινηματογραφική μεταφορά. Είχε παίξει σε πολλές ταινίες και τα περισσότερα κείμενά του, μακρά ή σύντομα, είχαν γίνει σενάρια, ενώ η λογοτεχνική του υπερδραστηριότητα δεν γνώριζε και δεν επρόκειτο να γνωρίσει καμία παύση μέχρι το 1970.
Παράξενο πεπρωμένο, δομημένο με ενάργεια ως δράμα ή ίσως ως φάρσα με τραγική έκβαση. Παντρεμένος από το 1957 με την κόρη ενός ζωγράφου της σινο-ιαπωνικής σχολής, πατέρας δύο παιδιών, επομένως φαινομενικά "τακτοποιημένος", τέσσερα χρόνια μετά από αυτές τις πολύ ειδικές παραστάσεις Νο, που γνώρισαν επιτυχία λόγω σκανδάλου, αποσταθεροποιημένος από τα γαλλικά γεγονότα του 1968, τα οποία επέδρασαν σημαντικά πάνω στη διανοούμενη νεολαία της χώρας του, ο διάσημος συγγραφέας αποφάσιζε να ιδρύσει μία "Ένωση της Ασπίδας". Με εκατό μαχητές οπερέτας, που έφεραν στολές σχεδιασμένες από τον ίδιο τον ναρκισσιστή Μισίμα που είχε χρίσει τον εαυτό του ράφτη, αυτή η φανατισμένη κομπανία μποντιμπιλντεράδων, που είχαν ερωτευτεί την αντρική εικόνα ενός ηγέτη που είχε πασχίσει να την αποκτήσει με εξαντλητικές γυμναστικές ασκήσεις, επρόκειτο να ολοκληρώσει την μπουφόνικη αυτή κωμωδία (που προκαλούσε γέλια στους Ιάπωνες) με ένα φρικτό γκρανγκινιόλ θέαμα.
Στις 25 Νοεμβρίου 1970, απόπειρα πραξικοπήματος στο στρατηγείο των Δυνάμεων αυτοάμυνας, που διατηρούσε η Ιαπωνία στο Τόκιο, ελλείψει στρατού, με μερικούς ελαφρά τραυματισμένους. Μία αξιολύπητη αποτυχία της Εταιρείας της Ασπίδας. Για να αποφύγει την ατίμωση, ο Μισίμα αυτοκτονεί με seppuku, σαν σαμουράι. Ο υπαρχηγός του, ο Μορίτα, του κόβει το κεφάλι σύμφωνα με την παράδοση κι έπειτα αυτοκτονεί με τη σειρά του.
Οι Εξομολογήσεις μιας μάσκας, ένα έργο άκρας νεότητας που δεν μπορεί πλέον να διαβαστεί σήμερα παρά στο φως αυτής της εξωφρενικής πορείας, αντιστοιχεί στην προ-παραληρηματική περίοδο του Μισίμα, όταν ήταν ακόμη ο καχεκτικός, φιλάσθενος Μισίμα, που τον θαύμαζαν οι γονείς του για την πρόωρη ιδιοφυΐα του και τον είχαν στα πούπουλα. Η τωρινή εκδοχή αυτού του κειμένου αξίζει όλη την προσοχή μας, επειδή είναι κάτι περισσότερο από επανέκδοση. Το 1972, η πρώτη του γαλλική μετάφραση, από την Renée Villoteau, είχε βασιστεί στην αμερικανική μετάφραση του βιβλίου. Όπως υποθέτω και όλοι οι αναγνώστες εκείνης της εποχής, μου είχε κάνει εντύπωση τότε η σχετική του ωμότητα, ή μάλλον η σκόπιμα προκλητική πλευρά του, η εμμονή στα κάπως πρόστυχα σημεία, εκείνα όπου η εξομολόγηση του νεαρού και λαμπρού μαθητή αναφέρεται όχι τόσο στη μύηση στην ομοφυλοφιλική εμπειρία που παραμένει υπαινικτική, όσο στην ανακάλυψη της ασφυκτικής ομορφιάς ορισμένων από τους συμμαθητές του. Καταρχήν, όσων φέρνουν περισσότερο στη μοιραία φιγούρα του Αγίου Σεβαστιανού τρυπημένου από βέλη - επειδή ο ερωτισμός δεν διαχωρίζεται εδώ από μία προφανή σαδομαζοχιστική τάση - ή τουλάχιστον ταυτίζονται περισσότερο με ορισμένα στερεότυπα του ζωώδους, με τη ρητή προϋπόθεση να μην αλλοιώνονται τα φυσικά τους προσόντα, αλλά αντίθετα να εξυμνούνται από μια πλήρη πνευματική κενότητα.
Ωστόσο, η τωρινή μετάφραση, απευθείας από τα Ιαπωνικά, δεν παράγει καθόλου το ίδιο αποτέλεσμα. Μοιάζει πολύ πιο soft. Βεβαίως, από το 1972 (και ειδικά από το 1949, όταν και κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία), έχει κυλήσει τόσο πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα των παιδιάστικων και έντιμων ηθών, που ακόμη και ένας Guyotat σε θέματα σεξουαλικότητας δεν προκαλεί πια σκάνδαλο - τόσο το καλύτερο φυσικά. Αλλά, κυρίως, ο πολύ πιο γαλήνιος τρόπος, αναμφίβολα πολύ πιο κοντά στο πρωτότυπο, με τον οποίο η εξαιρετική μεταφράστρια Dominique Palmé αποκαθιστά το χρώμα του κειμένου, μας κάνει πιο ευαίσθητους στην κομψότητά του, στην εκλεπτυσμένη "καλλιτεχνική" του γραφή, και θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα και σε έναν στυλιστικό μανιερισμό που κλίνει περισσότερο προς τον Κοκτώ παρά στον Σαντ.
'Ετσι εξαλείφεται κάπως το ανατρεπτικό ενδιαφέρον του βιβλίου, απολύτως ενταγμένο στη ιαπωνική συγκυρία του τέλους του πολέμου, και της μεγαλύτερης ήττας της ιαπωνικής ιστορίας, που υποχρέωσε το αρχιπέλαγος για δεύτερη φορά - μετά το 1868 και τον Μεϊτζί - να εγκαταλείψει την αιώνια απομόνωσή του και να ανοιχτεί διάπλατα στη δυτική συνεισφορά, και ιδίως στη δημοκρατική της "αναίδεια". Αυτό επιτρέπει στον αναγνώστη να ανακαλύψει ότι το πραγματικό ενδιαφέρον του βιβλίου βρίσκεται πέρα από το coming out ενός αφηγητή του οποίου η λαμπρή δεξιότητα εμφανίζεται κυρίως σε δύο τομείς.
Πρόκειται καταρχάς για μια θαυμάσια έμμεση μελέτη των επιπτώσεων του πολέμου στη ζωή ενός παιδιού και στη συνέχεια ενός εφήβου που βυθίστηκε στην επιθετική ηλιθιότητα του αυτοκρατορικού μιλιταρισμού που αντιπροσώπευσε ο εγκληματίας Χιροχίτο και η κλίκα του, στην κόλαση ενός αγώνα μέχρι θανάτου που τον ξεπερνά. Το 1945, ο Μισίμα ήταν είκοσι ετών. Το Τόκιο κυριολεκτικά συνθλίβεται, ισοπεδώνεται τον τελευταίο χρόνο μιας σύγκρουσης που χρειάστηκε να λήξει με την εξόντωση ενός ολόκληρου λαού. Το βιβλίο δεν ασχολείται άμεσα με τον κατακλυσμό αυτόν, αλλά νιώθουμε, σε κάθε μαθητή και σε κάθε φοιτητή που αναφέρονται εδώ ως μελλοντικοί στρατιώτες, το βάρος μιας ιδεολογίας εφάμιλλης του εθνικού-σοσιαλισμού, αλλά και της πολύ πρόσφατης ταπείνωσης που υπέστη ένα ηττημένο έθνος. Ο φόβος και η οργή που διατρέχουν όλο το κείμενο, έχουν μία εικονική, αλλά και πολύ έντονη υπόσταση.
Ωστόσο, μεγάλη έκπληξη για τον σημερινό αναγνώστη αποτελεί το γεγονός ότι οι Εξομολογήσεις μιας μάσκας περιέχουν μία ιστορία ετεροφυλοφιλικού έρωτα σπάνιας ποιότητας όσον αφορά τη ψυχολογική ανάλυση, και μάλιστα ακόμη πιο πολύ όταν σ' αυτήν δεν κυριαρχεί η στάση του ήρωα, που τον δελεάζει και απωθεί συνάμα η αποκάλυψη της γυναικείας επιθυμίας, αλλά το πρόσωπο της σαγηνευτικής Σονόκο, ένας από τους πλέον μελετημένους και κατανοημένους χαρακτήρες των ιαπωνικών μυθιστορημάτων που παρουσιάζει αυτή τη λογοτεχνία τόσο πλούσια σε εξερευνήσεις της συνείδησης και σε μυστικά ανεκπλήρωτης αγάπης.
Ο Μισίμα δεν πρωτοτύπησε σε αυτά τα θέματα. Συνεχίζει μία μακρά παράδοση, ακολουθώντας τα βήματα τόσο του Τανιζάκι που ταλανίζεται από τον φόβο της γυναικείας δύναμης, όσο και του Καβαμπάτα που χάνει την πίστη του στον έρωτα στο Σμήνος λευκών πουλιών, ένα αριστούργημα που κυκλοφόρησε το 1949, την ίδια χρονιά με τις Εξομολογήσεις μίας μάσκας. Αλλά προαναγγέλλει και τον Μουρακάμι, που περιγράφει τα αδιέξοδα της ρομαντικής σχέσης που θα έπρεπε να ενώνει, ενώ στην πραγματικότητα τόσο συχνά χωρίζει στην Ιαπωνία κάτω από το βάρος της σιωπής, έναν άνδρα και μία γυναίκα. Και καθώς οξύνεται από τη σεξουαλική προτίμηση του αγοριού, το σχεδόν ανυπέρβλητο χάσμα αποτρέπει, με την καταστολή της αποπνικτικής ευγένειας φορτωμένης με κοινωνικές απαγορεύσεις, δύο νεαρά άτομα που τα συντρίβει ο υπόλοιπος κόσμος, να επικοινωνούν, να μιλούν απλά μεταξύ τους, και έτσι να έχουν μία ευκαιρία να σμίξουν μαζί. Πριν από τον Μουρακάμι, ο Μισίμα επιδεικνύει εδώ, απορρίπτοντας τις ψευδαισθήσεις, μία καίρια οξύτητα, ένα τόσο ιαπωνικό, εν τέλει, χαρακτηριστικό.