Το παράδοξο όνομά του το χρωστάει στην ιταλοτραφή νονά του, γειτόνισσα των γονιών του στη Λευκάδα. Αγαπούσε την όπερα και ο θαυμασμός της για τον Ενρίκο Καρούσο οδήγησε στην απόφασή της να δώσει στον μικρό το όνομα του σπουδαιότερου τενόρου της εποχής. Κι όταν αργότερα, ενήλικας, μπήκε επαγγελματικά στον χώρο του θεάτρου, έδωσε στον εαυτό του καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αντιστρέφοντας τη σειρά των ονομάτων του ‒ πρώτο το επίθετο, Τζαβαλάς, ως κυρίως όνομα, και το Καρούσος επίθετο!
Ηθοποιός, μεταφραστής, αγωνιστής της αριστεράς, ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στον άνθρωπο, έχοντας ως στόχο του τη βελτίωση της ζωής των συνανθρώπων του και τη δικαίωση του καθημερινού τους μόχθου μέσα από τον σοσιαλισμό, καθώς και ο ίδιος μυήθηκε σε αυτόν από πολύ μικρός, χάρη σε διανοούμενους του νησιού του και τους αγαπημένους φίλους του, με τους οποίους συμπορεύτηκε στη σύντομη ζωή του.
Μοναχογιός ενός δερματέμπορου, του Πάνου Τζαβαλά, που διατηρούσε ένα από τα γνωστότερα μαγαζιά στη γενέθλια πόλη του, τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1904. Η οικογένειά του ήταν πασίγνωστη στο νησί, καθώς ο παππούς του ήταν ιδιαίτερα πετυχημένος, εκπροσωπώντας τον κερκυραϊκό εμπορικό οίκο Νακχμία, που λειτουργούσε ως τράπεζα των ντόπιων εμπόρων. Ξακουστή και πολυμελής οικογένεια, που όμως ενοχλήθηκε πολύ όταν ο Πάνος επέλεξε την Πολυξένη, από οικογένεια ποπολάρων, και μάλιστα χήρα, από τη Βόνιτσα, για νύφη. Ήταν και η αιτία που τον αποκλήρωσαν.
Βίωνε μια ζωή φτωχική, με απελπιστικές στερήσεις, αλλά το θέατρο ήταν το μόνο που τον αποζημίωνε, που του πρόσφερε μια ανάταση πνεύματος και τη μαγεία της τέχνης.
Η Πολυξένη είχε μια ιδιαίτερη διαδρομή μέχρι τη γέννηση του Καρούσου. Ήταν πρωτότοκη κόρη δικαστικού κλητήρα με φιλοβασιλικές απόψεις, που ο νεαρός δερματέμπορος είδε και ερωτεύτηκε στο πανηγύρι της Βόνιτσας, γι’ αυτό την πήρε μαζί του στη Λευκάδα, προσφέροντάς της ένα νέο ξεκίνημα. Λόγω της πρόωρης χηρείας της είχε καταντήσει δούλα μέσα στην πατρογονική εστία, κάτι που κόντεψε να επαναληφθεί και στο σπίτι της οικογένειας του άνδρα της.
Την εποχή εκείνη οι ταξικές διαφορές στα Επτάνησα ήταν απόλυτες, σχεδόν απροσπέλαστες, μεταξύ των χαμηλών και των ανώτερων στρωμάτων. Η δυναμική της προσωπικότητα ήταν που το απέτρεψε, ωστόσο ο Καρούσος μεγάλωσε μέσα σε αυτές τις αντιπαραθέσεις.
Χάρη στην παράδοση της οικογένειας, πάντως, πήρε καλή μόρφωση, που φυσικά περιλάμβανε μουσική παιδεία και κυρίως ξένες γλώσσες, τα ιταλικά και τα γαλλικά. Το δε όνειρο του πατέρα και της μητέρας του δεν ήταν άλλο από το να γίνει δικηγόρος, επάγγελμα που εκείνη την εποχή οδηγούσε και στα έδρανα της Βουλής.
Στα δεκατέσσερά του, επιστρέφοντας από το παιχνίδι με τους συνομηλίκους του και τρέχοντας να προλάβει το οικογενειακό δείπνο, δέχτηκε μια μαχαιριά στην πλάτη ‒ αυτός ο τραυματισμός κόντεψε να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Χρειάστηκε να μεταφερθεί με πλοίο στην Πάτρα για να χειρουργηθεί, πράγμα επίσης παρακινδυνευμένο εν έτει 1918, καθώς μαινόταν πόλεμος και το Ιόνιο διέσχιζαν τα γερμανικά υποβρύχια.
Τελικά σώθηκε, αλλά ο υπαίτιος της επίθεσης δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, αν και έγιναν εικασίες που έδειχναν έναν ζηλόφθονο ξάδελφο. Ήταν η πρώτη σοβαρή κρίση της υγείας του, ενώ θα ακολουθούσαν πολλές στην περιπετειώδη του ζωή ως ενήλικα. Η αφαίρεση, πάντως, δύο του πλευρών τού είχε προξενήσει σοβαρή βλάβη. Αυτό είναι ίσως και λίγο καρμικό, καθώς από χτύπημα στα πλευρά «έφυγε» και ο θρυλικός Καρούζο.
Το θέατρο μπήκε στη ζωή του κάπως τυχαία (αν συμβαίνει οτιδήποτε τυχαία) στα δεκατρία του, όταν συμμετείχε σε μια παράσταση που έστησε στο Δημοτικό Θέατρο ο ηθοποιός Ροτζάιρον με ντόπιους ερασιτέχνες ηθοποιούς και το έργο του Ι. Πολέμη «Η μάνα». Όμορφο αγόρι με ψηλόλιγνη κορμοστασιά, φάνηκε από την πρώτη εκείνη απόπειρα ότι είχε το χάρισμα του λόγου αλλά και της παρουσίας στη σκηνή. Συνεργός του ο κολλητός του φίλος –μετέπειτα συγγραφέας‒ Νίκος Κατηφόρης, με τον οποίο εξέδιδε και τη σατιρική εφημεριδούλα «Πειρασμός», στην οποία υπέγραφε χιουμοριστικά άρθρα με το ψευδώνυμο Καρφοβελόνης.
Εκείνη η πρώτη εμπειρία ήταν καθοριστική. Έτσι, όταν βρέθηκε στο νησί ο θίασος του Σπύρου Χαντά δεν υπήρχε παράσταση στην οποία να μη δίνει το «παρών». Κι όταν ένα βράδυ χρειάστηκε ένας ηθοποιός, η γυναίκα του θεατρώνη, Καίτη Χαντά, στην οποία λίγες μέρες πριν είχε εκμυστηρευτεί την επιθυμία του να γίνει ηθοποιός, τον έπεισε να ανέβει στη σκηνή, μασκαρεύοντάς τον τόσο πετυχημένα με περούκα και γένια, που κανείς δεν αναγνώρισε τον έφηβο συμπολίτη του.
Για τον δεκαεπτάχρονο Καρούσο ήταν σαν να λέμε «το βάπτισμα του πυρός». Αυτό τον οδήγησε να κάνει μία ακόμα τρέλα, να ακολουθήσει τον θίασο στην Κέρκυρα, χωρίς να το πει στους γονείς του, συμμετέχοντας στις παραστάσεις του και παίζοντας πολλούς και διαφορετικούς ρόλους.
Δεν ήταν ότι έκοψε οριστικά τους δεσμούς με την οικογένειά του, απεναντίας, έναν χρόνο μετά γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών, ικανοποιώντας την επιθυμία του πατέρα του, που δεν ήταν καλά στην υγεία του, όπως ούτε και στα οικονομικά του. Ο γιος του, από την άλλη, ένα πανέξυπνο και ευαίσθητο παλικάρι με δίψα για ζωή, πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες, καθώς ενηλικιωνόταν, εντρυφούσε στις σοσιαλιστικές ιδέες. Χάρη στον συγγενή του Κώστα Γράψα, νομοθέτη της Βουλής, απέσπασε υποτροφία.
Στην πρωτεύουσα συχνάζει στα καλλιτεχνικά στέκια της εποχής (π.χ. στον «Μαύρο Γάτο» της οδού Ασκληπιού) και συναναστρέφεται τον ποιητή Τεύκρο Ανθία, τον Θανάση Κλάρα (μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη) αλλά και τον μέγα Κώστα Βάρναλη. Επίσης, γράφει άρθρα για το περιοδικό «Νεολαία», το όργανο της Ομοσπονδίας των Κομμουνιστικών Νεολαιών της Ελλάδας. Από τις ερασιτεχνικές απόπειρες στο πλαίσιο του θεατρικού ομίλου του πανεπιστημίου σταδιακά μεταπηδά στο Εθνικό Ωδείο, παρακολουθώντας μαθήματα υποκριτικής με τους Αιμίλιο Βεάκη και Σαπφώ Αλκαίου.
Ήταν το δραματικό για την Ελλάδα έτος 1922 της μεγάλης εθνικής περιπέτειας που ήρθε να προστεθεί στη ζωή του και ένα προσωπικό δράμα, καθώς τότε έχασε τον πατέρα του, γεγονός που επιτάχυνε την απόφασή του να εγκαταλείψει τη νομική και να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός.
Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, το 1924 έγινε μέλος του θιάσου Βεάκη-Νέζερ και έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο στο θέατρο «Κεντρικόν», δίπλα στο πρότυπό του, τον μέγιστο Βεάκη, με τους «Κατακτητές» του Μαρέ, αλλά και ως Τειρεσίας στον «Οιδίποδα Τύραννο». Βίωνε μια ζωή φτωχική, με απελπιστικές στερήσεις, αλλά το θέατρο ήταν το μόνο που τον αποζημίωνε, που του πρόσφερε μια ανάταση πνεύματος και τη μαγεία της τέχνης.
Ήταν τον Φεβρουάριο του 1926 που βρέθηκε με τον θίασο Νέζερ στην ακριτική Αλεξανδρούπολη, που μόλις λίγα χρόνια πριν είχε ελληνοποιηθεί, χάρη στη μετεγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων. Εκεί έμελλε να γνωρίσει την πρώτη του γυναίκα, τη δεκαοκτάχρονη Ελένη, που έτυχε να καθίσει στην πρώτη σειρά του κινηματοθεάτρου «Ηλύσια» με τον αδελφό της.
Όση ώρα κράτησε η παράσταση, ο Καρούσος δεν έπαψε να τη φλερτάρει από σκηνής. Από καθωσπρέπει οικογένεια υπαλλήλου της νομαρχίας, ενέδωσε στο κόρτε του όμορφου ηθοποιού και πριν εκείνος εγκαταλείψει την πόλη ήταν ήδη παντρεμένη μαζί του, με κουμπάρο τον θιασάρχη Χριστόφορο Νέζερ. Λίγο αργότερα γεννήθηκε και η κόρη τους Δέσπω, που ο Καρούσος έκανε χρόνια να γνωρίσει, καθώς η Ελένη εν τέλει αρνήθηκε να ακολουθήσει την αβεβαιότητα της καλλιτεχνικής ζωής του θεατρίνου άντρα της.
Η περίοδος μέχρι το 1931 και την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου από τον Φώτο Πολίτη ήταν επαγγελματικά αβέβαιη για τον Καρούσο, κάτι που συχνά τον ανάγκαζε να συμμετέχει σε μπουλούκια, οργώνοντας την ύπαιθρο. Στο μεταξύ, η μάνα του, Πολυξένη, η οποία μετά τον θάνατο του άντρα της κράτησε το δερματεμπορικό, έμαθε γράμματα, διάβαζε, ενημερωνόταν και από βασιλόφρων μετατράπηκε σε παθιασμένη σοσιαλίστρια.
Όταν εκείνος προσελήφθη στην Κρατική Σκηνή, εγκαταστάθηκε μαζί του στην Αθήνα. Επιτέλους, μπορούσε να υπηρετήσει την τέχνη του, την οποία πια δεν διαχώριζε από την κοινωνική επιταγή για έναν δικαιότερο κόσμο. Ανέπτυξε και εξέλιξε τις πολιτικοκοινωνικές του ιδέες, αδυνατώντας να διαχωρίσει τα αισθητικά ζητήματα από τα κοινωνικά. Όπως λέει σε ένα του κείμενο: «Μήπως οι κοινωνικές ζυμώσεις δεν επηρεάζουν την αισθητική της έκφρασής μας;».
Μέλος της Εργατικής Βοήθειας, όπου ανήκαν κι άλλοι καλλιτέχνες, αγωνίστηκε για όλα όσα πρέσβευε ο ίδιος και το αριστερό κίνημα. Παράλληλα, συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα της εποχής και ομοϊδεάτες του, όπως ο Βεάκης, ο Κατράκης, η Σαπφώ Αλκαίου αλλά και το ζεύγος Παξινού-Μινωτής, σε αξιομνημόνευτες παραστάσεις, καθώς η κρατική σκηνή, ειδικά την πρώτη της περίοδο, γνώριζε μεγάλη ακμή.
Συχνά έπεφτε θύμα ίντριγκας και ανταγωνισμού, όλοι όμως αναγνώρισαν τη σπουδαία του ερμηνεία ως Τειρεσία δίπλα στον Βεάκη-Οιδίποδα στην ομώνυμη παράσταση, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Εκείνο το διάστημα έπαιξε στην πρώτη και μοναδική ομιλούσα ταινία του καλού του φίλου Πέλου Κατσέλη, «Δεσποινίς Δικηγόρος», του 1933.
Η ελληνική κοινωνία έμοιαζε να αλλάζει σε μια εποχή μεγάλης πίστης και αισιοδοξίας. Όμως ο θάνατος του Πολίτη το 1934 τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το Εθνικό μετά από θητεία τεσσάρων χρόνων. Ίδρυσε με τον Κατσέλη το Καλλιτεχνικό Θέατρο, ήταν δύσκολη όμως η επιβίωση για καλλιτέχνες που δεν συμβιβάζονταν. Ο θίασος δεν μακροημέρευσε, έτσι ο μόλις τριάντα ενός χρονών ηθοποιός ξενιτεύτηκε στη Γαλλία. Τον ακολούθησε μια γυναίκα, διανοούμενη και συγγραφέας. Μαζί έκαναν τον γύρο της Ευρώπης (Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Μαδρίτη), όπου παρακολούθησαν παραστάσεις φημισμένων ερμηνευτών.
Παράλληλα, έγινε μάρτυρας ιστορικών αλλαγών. Ο εμφύλιος στην Ισπανία εγκαθίδρυσε το καθεστώς του Φράνκο, ενώ στη Γερμανία η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία. Στην Ελλάδα η μεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 είναι ακόμα ένα γεγονός. Η Γαλλία τού πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες: σπουδές στη Σορβόνη, μουσεία, γνωριμίες με καλλιτέχνες, επαναστάτες, εξόριστους από τη σταλινική θηριωδία.
Επέστρεψε στην Αθήνα μετά από πρόταση της κυρίας Κατερίνας να πρωταγωνιστήσει σε ένα έργο του Ζιροντού. Τη δέκατη μέρα των παραστάσεων τον συνέλαβαν ‒ η μητέρα του πρόσφερε στέγη σε κάθε κατατρεγμένο, όπως και σε επίλεκτα μέλη του ΚΚΕ. Μετά από διαπραγματεύσεις της Κατερίνας επέστρεψε στη σκηνή. Παρόλη την αφοσίωση και την προσφορά του στην αριστερά (ο ίδιος δεν ήταν μέλος του Κόμματος), θα γευόταν πολλές απογοητεύσεις από συντρόφους του αλλά και με την υπονόμευση της προσωπικής του πορείας.
Με το που ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις του στον θίασο, ανασύστησε το Καλλιτεχνικό Θέατρο, συγκεντρώνοντας γύρω του σημαντικούς συνεργάτες, όπως ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Γιάννης Αργύρης, ο Παντελής Ζερβός και η Μαλαίνα Ανουσάκη. Έτσι ξεκίνησε περιοδεία ανά την Ελλάδα. Παρά το υψηλό επίπεδο όλων των συνεργατών, οικονομικά το εγχείρημα δεν άντεξε. Η Μαλαίνα Ανουσάκη έχει πει για τη συνεργασία της μαζί του: «Οι συνθήκες ήταν σκληρές. Αυτή η περίοδος ήταν μια αναγέννηση. Ήταν μεγάλος. Ήταν φθασμένος, είχε κάνει καριέρα, είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν αδικημένος. Ήταν βαθιά καλλιεργημένος και καθαρά πνευματικός άνθρωπος».
Ακολουθούν συνεργασίες με την κυρία Κατερίνα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε έργα σημαντικά και δημοφιλή. «Η αρκούδα» του Τσέχοφ, «Παραμύθι» του Παντελή Χορν, «Το έκτο πάτωμα» του Αλφρέ Ζαρί, «Ντόμινο» του Μαρσέλ Ασάρ, «Γαμήλιο εμβατήριο» του Άγγελου Τερζάκη, «Αίθουσα αναμονής» του Αλέκου Λιδωρίκη. Συνεργάζεται και με το Άρμα Θέσπιδος, παράρτημα του Βασιλικού Θεάτρου. Η κριτική είναι συχνά γενναιόδωρη μαζί του, τόσο σε ρόλους σύγχρονου ρεπερτορίου όσο και κλασικού.
Σε μία από τις περιοδείες του, κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης του 1939, στο πολυτελές ξενοδοχείο Αστόρια συνάντησε για πρώτη φορά μετά από χρόνια την κόρη του, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα, ενώ στη Δράμα γνώρισε στο Στούντιο Νικολέρη τη Λέλα Αναστασιάδη, κόρη πετυχημένου και δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων δικηγόρο, η οποία θα παραμείνει σύντροφός του για το υπόλοιπο της ζωής του, υπομένοντας όλες τις αναποδιές και τις αναταράξεις της μελλοντικής του πορείας.
Τον Οκτώβρη του 1940 ξεσπάει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο θίασος της Κατερίνας, με τον οποίο είχε κλείσει για τη χειμερινή σεζόν, ανεβάζει το αντιπολεμικό έργο «Μετά τη νίκη» του Όστον Στρονγκ και γίνεται τεράστια επιτυχία. Τον Μάη του 1941 υπογράφει συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο. Θα μείνει πέντε χρόνια, υπηρετώντας το ως πρωταγωνιστής με πολλές και προσωπικές επιτυχίες σε κλασικά (τραγωδίες και ελισαβετιανό θέατρο) και νεοελληνικά έργα, όπως η «Μήδεια», η «Εκάβη», η «Λουίζα Μίλερ», ο «Έμπορος της Βενετίας», οι «Μνηστήρες του Θρόνου», ο «Ηλίθιος», ο «Καποδίστριας», τα «Αρραβωνιάσματα» κ.ά. Συγχρόνως, παίρνει μέρος σε ραδιοφωνικές εκπομπές, μεταφράζει έργα από τις δύο γλώσσες που γνωρίζει καλά, αλλά και από τα αγγλικά. Παρ’ όλα αυτά, ως ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ καλλιτεχνών, είναι ενεργός στην Αντίσταση.
Όλο το διάστημα της Κατοχής αλλά και των γεγονότων που ακολούθησαν από το 1941 μέχρι το 1946 οι ηθοποιοί αλληλοβοηθούνταν, π.χ. με την Επιτροπή Συσσιτίου του Εθνικού. Τον Μάη του ’44, όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν στην Καισαριανή τους διακόσιους αγωνιστές, ανάμεσά τους ήταν και ο Φίλιππας ο Λευκαδίτης, που τον είχε μυήσει στον σοσιαλισμό.
Με την Απελευθέρωση ο Καρούσος πρωτοστάτησε στην απαίτηση η ελληνική σημαία που θα ανέβαινε στο θέατρο να φέρει γραμμένο με κόκκινη κλωστή «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ», καθώς, όπως είπε ο ίδιος σε συνέλευση των ηθοποιών, «εκείνο που έφερε την απελευθέρωση είναι το ΕΑΜ». Η εκδήλωση τέλειωσε με ζητωκραυγές για το ΚΚΕ. Σε εκδήλωση, δε, του Εθνικού στις 18 Οκτωβρίου, τη μέρα που ο Γεώργιος Παπανδρέου μίλησε στο Σύνταγμα σε πλήθος κόσμου, υποσχόμενος να προσφέρει στον λαό μέρος της εξουσίας, ο Καρούσος απήγγειλε τον Εθνικό Ύμνο του Σολωμού με μουσική υπόκρουση από την ορχήστρα της Λυρικής.
Πριν προλάβουν να χαρούν, ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά. Τις μέρες που ακολούθησαν η Αθήνα χωρίστηκε στα δύο. Το σπίτι του βρισκόταν στην ανταρτοκρατούμενη πλευρά, όπου επικρατούσε πείνα, βία, θάνατος. Καθημερινά, μαζί με τον Βεάκη, συναντούσαν και ψυχαγωγούσαν στρατιώτες του ΕΛΑΣ. Μέχρι που έμαθαν τη δολοφονία της Παπαδάκη, γεγονός που στενοχώρησε τον Καρούσο, καθώς δεν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα για τη σπουδαία συνάδελφό του. Μάλιστα, είχε ξεκινήσει πρόβες για τον «Μάκβεθ», στον οποίο θα συμπρωταγωνιστούσαν.
Με το τέλος των συγκρούσεων και την αποχώρηση των ανταρτών από την Αθήνα, έφυγε μαζί με τον Βεάκη για το βουνό. Συνάντησαν στη Λάρισα άλλους ηθοποιούς, απάρτισαν τον πρώτο θίασο της «Ελεύθερης Ελλάδας» και ξεκίνησαν παραστάσεις. Στην Αθήνα διαδόθηκε ότι τον εκτέλεσαν. Έγινε η Συμφωνία της Βάρκιζας και επέστρεψε στην πόλη γαντζωμένος στο φτερό εγγλέζικου φορτηγού. Βρήκε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, όπου οι αντιστασιακοί αντιμετωπίζονται ξαφνικά ως μιάσματα.
Σε πρεμιέρα του Εθνικού με τον «Έμπορο της Βενετίας», όπου έπαιζε τον Σάιλοκ, δέχτηκε ύβρεις και την οργή του κοινού, σε βαθμό που κλήθηκε η αστυνομία να επιβάλει την τάξη. Πόσο διαφορετική αντιμετώπιση απ’ ό,τι πριν από έναν χρόνο, όταν, σε απαγγελία του στον Παρνασσό της τραγωδίας «Ο Χριστός στη Ρώμη» του Άγγελου Σικελιανού, ο ποιητής τού πρόσφερε το βιβλίο με ιδιόχειρη αφιέρωση. Αλλά τον Καρούσο το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η τέχνη του πάνω απ’ όλα, ούτε η ματαιοδοξία, ούτε η μεταθανάτια φήμη, ούτε καλά-καλά τα οικονομικά οφέλη! Ως εκ τούτου, σύντομα βρέθηκε εκτός Εθνικού και αν προσθέσει κανείς τις συνέπειες του Εμφυλίου, ο αγώνας για την επιβίωση έγινε δυσβάσταχτος.
Το 1947 αποτόλμησε ακόμα έναν προσωπικό θίασο με καλλιτεχνικούς στόχους, την Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου, με σκοπό να παρουσιάσει αποκλειστικά νεοελληνικά έργα. Η προσπάθεια θα χαιρετιστεί με ενθουσιασμό από τη διανόηση, αλλά όχι και από την κριτική. Έναν χρόνο μετά ανεβάζει στο Δημοτικό Πειραιά τον «Έμπορο της Βενετίας», κρατώντας τον αγαπημένο του ρόλο του Σάιλοκ. Η ανάγκη για επιβίωση ήταν επείγουσα, καθώς η οικογένεια είχε διευρυνθεί και εκείνος ήταν ο μόνος που δούλευε. Φιλοξενώντας την εξαδέλφη του Ρεβέκκα με το παιδί της, είχε δημιουργήσει ακόμα μία πηγή άγχους, καθώς ο σύζυγός της δεν ήταν άλλος από τον «υπουργό εθνικής οικονομίας» της κυβέρνησης του βουνού, Λεωνίδας Στρίγκος!
Η σύλληψη του Καρούσου ήταν θέμα χρόνου. Μάη του 1948 η οικογένεια τον αποχαιρέτησε στον Πειραιά, απ’ όπου σάλπαρε το πλοίο για να τον πάει εξορία στην Ικαρία, ενώ βρισκόταν στην πιο δημιουργική ηλικία.
Από την Ικαρία μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου η κατάσταση έμοιαζε με κολαστήριο, αλλά τουλάχιστον είχε την τύχη να συμπορεύεται με καλλιτέχνες όπως ο Ρίτσος, ο Λουντέμης, ο Πατρίκιος, ο Κατσαρός, ο Λειβαδίτης, ο Θεοδωράκης, ο Κούνδουρος, ο Μπιθικώτσης, ο Βέγγος και ο Ηλίας Ηλιού. Παρών και ο φίλος και συνάδελφός του Μάνος Κατράκης. Αυτό δεν έκανε τη διαβίωση ευκολότερη, αντιθέτως οι αρρώστιες θέριζαν και η ευαίσθητη υγεία του Τζαβαλά Καρούσου επλήγη ανεπανόρθωτα.
Επόμενος σταθμός ο Άι-Στράτης, τόπος κάπως πιο βιώσιμος αλλά εκείνος είχε πάντα τρομερά σκαμπανεβάσματα στην υγεία του. Εκεί, σε μια αμφιθεατρική πλαγιά, ανέβασε μαζί με τον Κατράκη, δυο-τρεις άλλους συναδέλφους του και ερασιτέχνες ηθοποιούς μια εκπληκτική παράσταση, όπως λένε όσοι την είδαν, των «Περσών». Μετά επανέλαβε την παλιά επιτυχία του από το ελεύθερο θέατρο «Η απαγωγή της Σμαράγδως» του Μιχάλη Κουνελάκη. Το κοινό τους αποτελούνταν από ντόπιους που έβλεπαν πρώτη φορά στη ζωή τους θέατρο. Μέχρι που την Πρωτοχρονιά του 1952 πήρε άδεια για λόγους υγείας και ουσιαστικά επέστρεψε στην Αθήνα. Στον Άι-Στράτη δεν θα γυρίσει, αν και μια σύντομη σύλληψη την άνοιξη του ’53 θα τον φέρει εκεί μόνο μερικούς μήνες.
Πίσω στον αγώνα για επιβίωση, ξεκινάει νέο θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου. Τον Μάιο του 1952 ανεβάζουν στο θέατρο «Ντο-Ρε» της Φωκίωνος Νέγρη τη «Ναπολιτάνικη Ταραντέλα» του Ντε Φιλίπο σε δική του σκηνοθεσία και σκηνογραφία του Γιάννη Τσαρούχη. Με τον τελευταίο τον συνδέει και μία «παρεξήγηση».
Εξηγεί σχετικά ο ίδιος ο ζωγράφος στο βιβλίο «Εγώ ειμί πτωχός και πένης»: «Το "Είσαι ό,τι δηλώσεις" είναι μια φράση που δεν ανήκει σε μένα. Εγώ τη διέδωσα, όπως ο Απόστολος Παύλος τον χριστιανισμό. Η φράση ανήκει στον ηθοποιό Καρούσο, που είχε πολύ δηκτικό πνεύμα. Κάποτε ήρθε ένας σκηνοθέτης από το Παρίσι και διορίστηκε στο Εθνικό και ο Καρούσος είπε: "Δες πώς γίνονται οι σκηνοθέτες στην Ελλάδα. Δηλώνουν καταρχήν ότι είναι σκηνοθέτες, γνωρίζουν κατόπι το θέατρο από τις κουίντες στην Ευρώπη και μετά διορίζονται…". Πάντως στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. Αν εγώ δήλωνα "ποιητής" σήμερα θα γιορτάζονταν τα πενηντάχρονά μου…».
Μέχρι το 1957, που έχασε τη μάνα του, συνεργάστηκε με σημαντικούς θιάσους και συναδέλφους, καθώς οι πάντες αναγνώριζαν την καλλιτεχνική και πνευματική του αξία. Είναι σαν όλοι οι κόποι, η αφοσίωση και η σοβαρότητα να έδωσαν επιτέλους καρπούς. Ενίοτε οι πολιτικές του επιλογές ανέκοπταν στην εξέλιξή του. Τη σεζόν 1952-53 όργωσαν με το ζεύγος Αντρέα Βέμπο-Δάφνη Σκούρα την ελληνική επαρχία και αποθεώθηκαν. Ακολούθησε η ατυχής και άδικη κράτησή του μέχρι τον Σεπτέμβρη και μετά επανήλθε με ένα θαυμάσιο ρεσιτάλ Σαίξπηρ στο «Μουσούρη». Το ’55 πάλι στην επαρχία, με το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Μίλερ σε δική του μετάφραση.
Άρχισε τις κινηματογραφικές εμφανίσεις, που του έδιναν οικονομική ανάσα, τη δυνατότητα να ζήσει άνετα και να χαρεί την οικογένειά του, που σιγά-σιγά μεγάλωνε, με τη γέννηση των εγγονών του. Στις ταινίες που συμμετείχε συνήθως έπαιζε δεύτερους ρόλους καρατερίστα, ενώ, ακόμα κι αν δεν αποτελούν επιτυχίες, πρόκειται για καλλιτεχνικές προσπάθειες αξιώσεων.
Επρόκειτο για ταινίες της Μαρίας Πλυτά, μία από τις πρώτες της Βουγιουκλάκη, τη «Ζαβολιάρα», μια βουκολική εκδοχή του «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» του Ορέστη Λάσκου με τίτλο «Σαρακατσάνισσα», την «Οργή» του Βασίλη Γεωργιάδη με τη Φόνσου και τον Μπάρκουλη, την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Αλέκου Αλεξανδράκη, τον «Θρίαμβο», την αγγλόφωνη «Φαίδρα» του Ντασέν με τη Μελίνα και τον Άντονι Πέρκινς, τη «Λίμνη των στεναγμών», όπου κρατάει τον βασικό ρόλο του Αλή Πασά δίπλα στην Ειρήνη Παππά-κυρά Φροσύνη, αλλά και για τη μεταφορά της «Αντιγόνης» από τον Τζαβέλλα, όπου ερμήνευσε τον Τειρεσία.
Παράλληλα, συνεργάστηκε με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη σε έργα όπως ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι και ο «Καπετάν Μιχάλης» του Καζαντζάκη, με τον Δημήτρη Μυράτ, την Έλσα Βεργή, αλλά και με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, καθώς συμπρωταγωνίστησε μαζί της στη θρυλική παταγώδη αποτυχία «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρ Σο, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού στο Ρεξ, το 1962.
Τον Απρίλιο του 1967 είχε κάθε λόγο να νιώθει ευτυχής και καλλιτεχνικά πλήρης. Συμμετείχε στην ταινία του αιρετικού Νίκου Παπατάκη «Οι βοσκοί», ερμηνεύοντας τον αρχιτσέλιγκα πατέρα της Όλγας Καρλάτου, έγραψε για το ραδιόφωνο το «Φονικό στην εκκλησιά» του Τ.Σ. Έλιοτ, σε μετάφραση Σεφέρη, και τη «Θυσία του Αβραάμ», απήγγειλε το «Άξιον Εστί» στις παρουσιάσεις της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη στον Πειραιά και για μία ακόμα φορά ενσάρκωσε τον ρόλο που στάθηκε εμβληματικός της καριέρας του, τον Σάιλοκ από τον «Έμπορο της Βενετίας» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μάλιστα, στις 20 Απριλίου γιόρτασε με τον θίασο την εκατοστή παράσταση του έργου και εκείνο το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι του, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.
Στις 6:30 το πρωί η κόρη του, έχοντας μάθει, λόγω της ακύρωσης της σχολικής εκδρομής του γιου της στους Δελφούς, για το πραξικόπημα, του τηλεφώνησε να τον ειδοποιήσει ότι είχε ξεσπάσει πραξικόπημα. Δεν πρόλαβε να αλλάξει καν ρούχα όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα του στις 7:30.
Τον πήγαν στη Γυάρο, όπου έζησε μια νέα κόλαση. Με πρόσχημα ουρολογική εξέταση, του προκαλούν εγκαύματα στα γεννητικά όργανα. Μεταφέρεται εσπευσμένα, μέσω Σύρου, στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος των φυλακών Αβέρωφ. Ξεκίνησε ένας γολγοθάς από νοσοκομεία σε κλινικές, μέχρι που τον έστειλαν σπίτι του σε κακή κατάσταση. Όλες οι προτάσεις που είχε για δουλειά θεωρήθηκαν άκυρες μετά από σύσταση της Ασφάλειας. Στον Ευαγγελισμό επιβεβαιώθηκε η απώλεια του ενός νεφρού.
Εγκατέλειψε με τη γυναίκα του την Ελλάδα και βρήκε καταφύγιο στο Παρίσι. Πρώτη κατοικία, ένα άθλιο ξενοδοχείο στο Καρτιέ Λατέν. Κατήγγειλε σε μια σειρά συνεντεύξεων τη χούντα, ενώ έκανε δημόσια παρέμβαση με ομιλία του σε άπταιστα γαλλικά στην πρεμιέρα των «Βοσκών».
Θα ακολουθήσουν κι άλλες, π.χ. στη Διάσκεψη της Επιτροπής για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, σε κοινή συνέντευξη με τη Μελίνα Μερκούρη στο ΤΙΜΕ, που έγινε στο Λονδίνο, όπως και εμφάνισή του σε βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι. Η Διεθνής Αμνηστία μαγνητοφώνησε κάθε μαρτυρία του, ενώ ο ίδιος μετέβη στη Στοκχόλμη για να μιλήσει σε συνέδριο για τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Συγχρόνως, τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας και οι κομματικές διασπάσεις του ΚΚΕ τον έθλιβαν και τον απογοήτευαν. Επισκέφθηκε την ξαδέλφη του Ρεβέκκα, πολιτική πρόσφυγα στο Βουκουρέστι, και αισθάνθηκε την αχαριστία όσων βοήθησε και των συντρόφων του. Εν τέλει, εισήχθη σε νοσοκομείο του Ανατολικού Βερολίνου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί έγραψε το «Χρονικό της Γυάρου».
Επέστρεψε στο Παρίσι τον Δεκέμβρη του 1968 και παραμονές Χριστουγέννων κατέθεσε, μαζί με την Ελένη Βλάχου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στο Συμβούλιο των Υπουργών της Ευρώπης, στο Στρασβούργο. Επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου μπήκε στο νοσοκομείο Τενόν. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Ιανουαρίου 1969.
Στην κηδεία του στην ορθόδοξη εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στη Μονμάρτρη παρευρέθηκε όλο το δημοκρατικό Παρίσι και πολλοί Έλληνες εξόριστοι. Μίλησαν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αντιδικτατορικού Αγώνα, εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας και Ελλάδας, ο Νίκος Παπατάκης, που είπε: «Λένε ότι ο Καρούσος πέθανε από αρρώστια, που όμως δεν κατονόμαζαν. Πιστεύω ότι ο Καρούσος πέθανε από μια αρρώστια που ενάντιά της θα έπρεπε να συστρατευθούν όλες οι δυνάμεις του κόσμου, των επιστημόνων, των ερευνητών. Αυτή η αρρώστια ονομάζεται φασισμός».
Στη ταφόπλακα γράφτηκαν στίχοι από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου: «άλλ’ ουκ ανεκτόν / αλλά κατθανείν κρατεί / Πεπαιτέρα γαρ μοίρα / της τυραννίδος» (Να το υποφέρω δε μπορώ, καλύτερα να πεθάνω. Είναι γλυκύτερος ο θάνατος από τη σκλαβιά). Η μετακομιδή των οστών του στη Λευκάδα έγινε στις 6 Ιουνίου 1994.
Πηγή: «Δεν έχει θέατρο απόψε» της Δέσπω Καρούσου (εκδόσεις ERGO)