LIBERTAD (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) ΕΓΡΑΦΑΝ τα πλακάτ στη Μαδρίτη, όπου θριάμβευσε η Ιζαμπέλ Ντίαθ Αγιούσo, το νέο αστέρι της ισπανικής δεξιάς. Στις συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες τους αναφέρονται και όσοι σε όλη την Ευρώπη, και στη χώρα μας, στράφηκαν κατά των υποχρεωτικών τεστ αυτοδιάγνωσης και του πιστοποιητικού εμβολιασμού, αφού, προηγουμένως, είχαν απορρίψει τα περισσότερα περιοριστικά μέτρα.
Το ίδιο οπλοστάσιο θα ανεμίσει στον αέρα όταν από Σεπτέμβριο προχωρήσει το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού ευαίσθητων επαγγελματικών ομάδων ή άλλων τμημάτων του πληθυσμού. Στο όνομα της ελευθερίας αθροίστηκαν τα παράπονα των ιδιοκτητών-επαγγελματιών, οι δυσφορίες από τις νυχτερινές απαγορεύσεις, οι φόβοι όσων βλέπουν μυστικές γενετικές επεμβάσεις στον οργανισμό μας από τα mRNA εμβόλια.
Στο όνομα της ελευθερίας χτίζεται, τέλος, η φήμη και η επιρροή των εναλλακτικών, ανορθόδοξων, «διωκόμενων» (τουλάχιστον στη φαντασία τους) επιστημόνων, γιατρών ή άλλων, που συγκροτούν πια μια νέα ψηφιακή διεθνή με τα κοινά και τους μεσσίες της.
Θα πει κανείς πως όλο αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο. Μπορεί να δει την επίκληση της ελευθερίας ‒από την Ισπανία μέχρι τη Γερμανία, την Ολλανδία και τις ΗΠΑ– ως παραλλαγή μιας «δεξιάς» εξέγερσης εναντίον των κανόνων. Στο στόχαστρο είναι κανόνες φορολογικοί, είτε κάποια όρια στη χρήση του δημόσιου χώρου, στην κατανάλωση και στην επιχειρηματική ζωή.
Το πράγμα, ωστόσο, δεν είναι και τόσο απλό, γιατί στις περισσότερες χώρες της Δύσης είναι η αριστερά που έχει γίνει ο πιο φανατικός υπερασπιστής του πολιτισμικού φιλελευθερισμού, δηλαδή της ελευθερίας των τρόπων ζωής σε σχέση με νομικές απαγορεύσεις και κανόνες. Προφανώς, όταν η Ιζαμπέλ Ντίαθ Αγιούσο αναφέρεται στη μείωση των φόρων μαζί με την άρση των απαγορεύσεων, προσθέτει έναν «νεοφιλελεύθερο» τόνο στην καμπάνια της. Όλο αυτό όμως συνυπάρχει με θέματα που συγκινούν και κοινά της αριστεράς: με την υπεράσπιση της φυσικής κοινωνικότητας απέναντι στις ψηφιακές πλατφόρμες, το δικαίωμα στα νυχτερινά δημόσια πάρτι ή το άνοιγμα των μαζικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Ο χώρος που έχει σχηματιστεί μέσα στην πανδημία με βασικό θέμα την ελευθερία και τις απειλές εναντίον της χειρίζεται έτσι συναισθήματα και ιδέες με διπλή καταγωγή. Επιστρέφουν, ας πούμε, κάποια κλασικά φιλελεύθερα θέματα, όπως η υπεράσπιση της ατομικής κρίσης απέναντι στην ομοιομορφία και την «τυραννία της πλειοψηφίας». Όταν ο αντιεμβολιαστής ή ο σκεπτικιστής επικαλείται το δικαίωμά του να σκέφτεται και να κρίνει με τα δικά του φώτα τις συστάσεις και τις υποδείξεις των ειδικών και των κυβερνητικών οργανισμών, ακολουθεί εξωτερικά την ευαισθησία που έχει κάθε φιλελεύθερος για την άσκηση της ατομικής κρίσης και γνώμης.
Το ίδιο σχήμα εμπνέει τις ομάδες πολιτών που αναζητούν στη στάση τους –για παράδειγμα, κατά των τεστ αυτοδιάγνωσης για το σχολείο ή την εργασία– τη συνταγματική δικαιολόγηση της δικής τους ανυπακοής. Το περίφημο άρθρο 120 (παράγραφος 4) του Συντάγματος για τον πατριωτισμό των Ελλήνων και το δικαίωμα και την υποχρέωση της αντίστασης έγινε σημαία όλων αυτών των κινήσεων, με τον ίδιο τρόπο που στην Αμερική επικαλούνται σταθερά την Δεύτερη Τροπολογία του Συντάγματος για να δικαιολογήσουν το δικαίωμα των ανθρώπων να «φέρουν όπλα».
Πώς μπορεί να απαντήσει κανείς στη μετατροπή της ελευθερίας σε τοτέμ ενός δεξιού ατομικισμού ή ενός ρηχού προοδευτισμού και αντιστασιακού αριστερισμού που αντιμετωπίζουν εχθρικά όλους τους κανόνες; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί στην πρακτική ζωή δεν ισχύουν οι λεπτές διακρίσεις των εννοιών, όπως τις δοκιμάζουν εδώ και δεκαετίες οι πολιτικοί θεωρητικοί.
Μια δεύτερη πλευρά, όμως, αυτής της ελευθεροφροσύνης, δεν αφορά την ατομική κρίση ή την προσωπική συνείδηση όσο την υπεράσπιση κοινοτικών και συντροφικών τρόπων ζωής. Το «δεν θα μου πουν αυτοί εμένα τι να κάνω» μετατρέπεται αυτόματα σε ένα «δεν θα μας πουν πώς να ζήσουμε τις ζωές μας».
Και εδώ μπορεί να δει κανείς πως η επίκληση στην ελευθερία βυθίστηκε πάλι στο σχήμα του «αυτοί» και «εμείς», όπου «αυτοί» είναι το σύστημα, οι γραφειοκρατίες, οι εθνικοί ή παγκόσμιοι παίκτες και οι αλλοτριωμένοι τους υπήκοοι. Το «εμείς», από την άλλη, προσαρμόζεται κατά το δοκούν: μπορεί να είναι μια επαγγελματική ομάδα, μια δημογραφική κατηγορία (οι νέοι για παράδειγμα), μια θρησκευτική κοινότητα (εμείς οι ορθόδοξοι) ή ένας πολιτικός χώρος.
Η ελευθερία, ως συνθηματικό, δεν περιλαμβάνει έτσι μόνο την ατομικιστική, ηδονιστική εκδοχή της, γιατί είδαμε πως αγκαλιάζει εξίσου την υπεράσπιση της κοινότητας και της φυσικής κοινωνικότητας. Δεν εμφανίζεται μόνο ως ελευθερία του επιχειρηματία («δεξιά») αλλά και ως ελευθερία του καλλιτέχνη ή του ανθρώπου του πολιτισμού («αριστερά») που διεκδίκησε την απελευθέρωση της δικής του αγοράς. Μπορεί να είναι η ελευθερία όπως τη βιώνει ο πιστός –που θέλει να συναντηθεί με τους άλλους στον ναό‒ αλλά και η ελευθερία όπως τη νιώθει ο εικοσάχρονος που δίνει ραντεβού με τους φίλους του στην πλατεία.
Ας συνοψίσω: όλο το προηγούμενο διάστημα, και ίσως και στη συνέχεια, με την άρση των περιοριστικών μέτρων, η ελευθερία έγινε ξανά «πλατφόρμα» που οργάνωσε κοινωνικά συναισθήματα και ατομικές συμπεριφορές. Κατά κανόνα σε πολλές χώρες η ελευθεριάζουσα δυναμική συνδέθηκε με κινήματα, πολιτικούς και δίκτυα που ανήκουν σαφώς στη δεξιά ή στην άκρα δεξιά.
Το ρεύμα όμως αγκάλιασε και πλήθη που στράφηκαν με μένος και κατά παραδοσιακών ειδώλων του συντηρητισμού, όπως η αστυνομία και γενικά όλα τα σύμβολα τάξης. Η αντίθεση στις κατασταλτικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων ή στα διάφορα πρωτόκολλα περιορισμού έφερε κοντά λαϊκούς αρνητές, εναλλακτικούς μεσοαστούς, απολιτική νεολαία και αντιεξουσιαστικές ευαισθησίες. Με μια έννοια, άνθρωποι που βλέπουν το υγειονομικό πλαίσιο ως σχέδιο της κυβέρνησης να φέρει έναν «σοσιαλισμό» στα μέτρα της συναντήθηκαν με εκείνους που βλέπουν την πλήρη καπιταλιστική κωδικοποίηση της ζωής.
Υπομνήσεις του κλασικού φιλελευθερισμού, όπως η υπεράσπιση των μειοψηφιών από την τυραννία της πλειοψηφίας ή η ανοχή σε μια ποικιλία τρόπων ζωής και αξιών, εμφανίστηκαν μέσα στην αντισυστημική ρητορεία.
Στην τραμπική δεξιά της Αμερικής και στις επιρροές της στην Ευρώπη αυτή η νέα εκστρατεία της ελευθερίας συνδέεται με τον υποθετικό κίνδυνο ενός σοσιαλισμού ή «κομμουνισμού», λέξεις που για ορισμένους χρωματίζουν απλώς κάθε ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό. Αλλού όμως η επίκληση της ελευθερίας δεν θεωρεί εχθρό κάποιον σοσιαλισμό αλλά διάφορες μορφές του τεχνοφασισμού, τη συμμαχία επιστημονικών και πολιτικών ελίτ ή τις δομές της επίσημης ενημέρωσης. Σε όλες τις περιπτώσεις, ωστόσο, οι χώροι όπου η ελευθερία έγινε ο βασικός συναισθηματικός και πολιτικός άξονας παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως το αντίπαλο δέος της χειραγώγησης και της νέας καταπίεσης.
Πώς μπορεί να απαντήσει κανείς στη μετατροπή της ελευθερίας σε τοτέμ ενός δεξιού ατομικισμού ή ενός ρηχού προοδευτισμού και αντιστασιακού αριστερισμού που αντιμετωπίζουν εχθρικά όλους τους κανόνες; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί στην πρακτική ζωή δεν ισχύουν οι λεπτές διακρίσεις των εννοιών, όπως τις δοκιμάζουν εδώ και δεκαετίες οι πολιτικοί θεωρητικοί. Ο κοινωνικός διάλογος και γι’ αυτό το θέμα διεξάγεται στην αρένα των social media όχι στα ηλεκτρονικά συνέδρια ή σε άλλες προστατευμένες ζώνες των πολιτισμένων φιλοφρονήσεων.
Κυρίως, όμως, υπάρχει μια δυσκολία στην αφετηρία. Γιατί είμαστε άτομα και κοινωνίες που θεμελιώνονται στις ιδέες της ελευθερίας και της αυτονομίας. Ο κοινωνικός μας πολιτισμός αναγνωρίζει στη βάση του την κριτική ικανότητα κάθε ενήλικου και με σώας τας φρένας ατόμου. Το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και η υπεράσπιση του πλουραλισμού από κάθε δεσποτική ομοιομορφία είναι μέρος ενός καθημερινού συλλογισμού, μιας άτυπης ηθικής συναίνεσης των περισσότερων σύγχρονων ανθρώπων. Αλλά όταν όλο αυτό το πλαίσιο αρχών και δεοντολογίας έρχεται σε επαφή με μια κρίση, με την εμπόλεμη ζώνη της εμπειρίας μας, τότε έχουμε ανάγκη να το επανεξετάσουμε.
Στη συλλογική περιπέτεια της πανδημίας, που κάποια στιγμή θα τελειώσει (όχι όμως και οι άλλες μεγάλες κρίσεις), αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι μία απ’ όλες τις ελευθερίες είναι ίσως η πιο απαραίτητη: η ικανότητα για αναθεώρηση και η διάθεση ανταπόκρισης στην ιδιαίτερη περίσταση, στη συγκεκριμένη λογική της κατάστασης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που στη λατινική της ρίζα η απόκριση και η ευθύνη γνέφουν η μία στην άλλη (response, responsibility).
Μπορούμε, αξιοποιώντας όσα μάθαμε αυτό τον καιρό, να σταθμίσουμε τα δεδομένα, απαντώντας στη συγκεκριμένη κατάσταση. Είδαμε, λοιπόν, ότι η ελευθερία μπορεί να μεταβάλλεται στο αντίθετό της ή να υπονομεύει τους όρους της κοινωνικής ζωής. Όταν προορίζεται να στεγάσει απλώς την ατομική βολή, όταν επιτρέπει έναν χυδαίο πόλεμο σε κάθε ιδέα συλλογικής αυτοπειθαρχίας και όταν χρησιμοποιείται για να κολακεύσει τις ανορθολογικές δοξασίες, δίνοντάς τους μάλιστα ίση αξία με την επιστημονική απόδειξη.
Αν, ωστόσο, η ελευθερία μετράει ηθικά και πολιτικά και αν, όπως έλεγε ο Καμί, είναι συνυφασμένη με την ευκαιρία να γίνει κανείς καλύτερος, πρέπει να δούμε ξανά το νόημά της μέσα στο χωνευτήρι αυτής της κρίσης. Γι’ αυτό όμως θα χρειαστεί να συνεχίσω σε ένα επόμενο κείμενο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.