ΔΗΛΩΝΩ ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ ΟΠΑΔΟΣ της αντίληψης ότι το ελληνικό κράτος υπήρξε, στα διακόσια χρόνια της ανεξαρτησίας του, μια ιστορία επιτυχίας. Η διαδρομή από ένα φτωχό κράτος της Βαλκανικής σε ένα από τα πιο ανεπτυγμένα κράτη της Ευρώπης, που σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών του και τους εξασφαλίζει δημοκρατική διακυβέρνηση και καλή ποιότητα ζωής, παρά τις όποιες δυσκολίες, δεν χωρεί αμφισβήτηση.
Όμως, είναι επίσης αναμφισβήτητο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος έχει φτάσει κάποιες φορές στο χείλος του γκρεμού, έχει φλερτάρει με το άλμα στο κενό και την τελευταία στιγμή έχει κάνει πίσω, είτε από μόνο του είτε με τη βοήθεια των εταίρων του. Τι το έχει οδηγήσει σε αυτές τις κατά καιρούς κρίσεις είναι περίπλοκο να εξηγηθεί, διότι δεν υπάρχει μία απάντηση, παρότι συχνά επιρρίπτουμε την ευθύνη σε διαχρονικές σταθερές, όπως είναι η δήθεν διχόνοια της φυλής, ο ατίθασος ελληνικός λαός, οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά των πολιτικών ή η ξένη εξάρτηση.
Τίποτε από τα παραπάνω, ωστόσο, δεν εξηγεί μονοδιάστατα τις κατά καιρούς αποτυχίες μας, οι οποίες, σημειωτέον, δεν είναι μόνο ελληνική ιδιαιτερότητα. Δύσκολα θα βρούμε ευρωπαϊκό κράτος που να μην έχει βιώσει π.χ. κάποια εμφύλια σύγκρουση ή ξένη παρέμβαση. Εκείνο που είναι όντως ελληνική ιδιαιτερότητα είναι η τάση αυτοθυματοποίησης που ενίοτε μας χαρακτηρίζει, τυπικό δείγμα λαών που ζουν, κατά τα άλλα, μέσα από κρίσεις μεγαλείου.
Πιο σημαντικό από τις ίδιες τις κρίσεις του ίσως να είναι το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος κατάφερνε πάντοτε να επανακάμπτει και να επιστρέφει στην ανάπτυξη. Και κυρίως να επιλέγει, τελικά, τη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Δεν πρέπει να το θεωρούμε νομοτελειακή συνθήκη. Τα κράτη είναι κι αυτά οργανισμοί με παθογένειες που, χωρίς ισχυρή βούληση και καλές πολιτικές, μπορεί να μην υπερβούν ποτέ τα καρκινώματά τους και να πέσουν σε παρατεταμένο κώμα – τα ιστορικά παραδείγματα είναι πολλά. Τόσο οι ελίτ της, όμως, όσο και η ίδια η ελληνική κοινωνία, παρά τους διχασμούς της, δεν είχαν εν τέλει αντίληψη loser, όσο και αν η γκρίνια είναι ίδιόν τους.
Aυτό που εννοούμε με το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» μπορεί να αποκτήσει άλλο νόημα από το μεταφυσικό που συνήθως του δίνουμε. Δηλαδή μπορεί να κατανοηθεί ως η τάση του ελληνικού κράτους να μη θεωρεί μοίρα του την υπανάπτυξη, την εξάρτηση και τον αρρωστημένο διχασμό.
Η πρώτη μεγάλη κρίση του ελληνικού κράτους ήταν αρκετά παρατεταμένη, χοντρικά από το 1850 ως το 1875, και επιλύθηκε μόνο με την εμφάνιση ενός εκσυγχρονιστή και δυτικοτραφούς πολιτικού όπως ο Χ. Τρικούπης, που θα γινόταν για το ελληνικό πολιτικό σύστημα αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν game changer. Ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός θα αποτελούσε το πρώτο κεντρικό εκσυγχρονιστικό σχέδιο στην ιστορία του ελληνικού κράτους, θέτοντας τις απαραίτητες βάσεις για τη μετέπειτα ευόδωση της Μεγάλης Ιδέας.
Θα ακολουθούσε μια περίοδος μεγάλων παλινωδιών από το 1893 και μέχρι το 1909, με τη χρεοκοπία του κράτους και την υπαγωγή του στην ξένη επιτροπεία. Η χώρα σερνόταν στη διάλυση, χωρίς τίποτε να προμηνύει αισιοδοξία. Εδώ ήταν παραδόξως ο στρατός που θα ενεργούσε ως φορέας εκσυγχρονισμού, με το κίνημα στο Γουδί το 1909. Ως νέος game changer θα εμφανιζόταν τώρα ένας άφθαρτος επαναστάτης από την Κρήτη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που θα ηγούνταν ενός δεύτερου, αυτήν τη φορά αστικού, εκσυγχρονισμού, ενώ θα γινόταν και ο ηγέτης της επίτευξης της Μεγάλης Ιδέας με τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο τρίτος καταλύτης αλλαγών ήταν, μεταπολεμικά, ο Κ. Καραμανλής, που εμφανίστηκε σε μια κατεστραμμένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο Ελλάδα, και με το οικονομικό του πρόγραμμα, μέχρι τη δεκαετία του ’60, θα οδηγούσε την Ελλάδα από την υπανάπτυξη στις τάξεις του πρώτου κόσμου. Μετά το 1974, δε, θα γινόταν ο εγγυητής της βελούδινης μετάβασης από τη δικτατορία στην καλύτερη δημοκρατία που έχουμε ζήσει στην ιστορία μας.
Δεν θα περιελάμβανα τον Ανδρέα Παπανδρέου στους game changers, διότι –αυτός, ένας οικονομολόγος– αρνήθηκε συνειδητά να προχωρήσει στον οικονομικό εκσυγχρονισμό του κράτους που ήταν αναγκαίος για να παρακολουθήσει τις διεθνείς μεταλλάξεις της εποχής του. Κάτι που, αντιθέτως, θα προσπαθούσαν επιτυχημένα να πράξουν οι κυβερνήσεις Κ. Μητσοτάκη και Κ. Σημίτη τη δεκαετία του ’90, προετοιμάζοντας τη χώρα για το ευρώ, πριν περιπέσει σε μεταρρυθμιστική αδράνεια από το 2001 και για μία δεκαετία ως τη χρεοκοπία της.
Αποκεί και μετά θα φλέρταρε αγρίως με την καταστροφή, ειδικά το 2012 και το 2015, παίρνοντας σκληρά μαθήματα που, παρότι πανάκριβα, δεν αποδείχτηκαν άχρηστα, αν κρίνουμε από την ανταπόκρισή της στην πρόσφατη υγειονομική κρίση.
Έτσι, αυτό που εννοούμε με το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» μπορεί να αποκτήσει άλλο νόημα από το μεταφυσικό που συνήθως του δίνουμε. Δηλαδή μπορεί να κατανοηθεί ως η τάση του ελληνικού κράτους να μη θεωρεί μοίρα του την υπανάπτυξη, την εξάρτηση και τον αρρωστημένο διχασμό, ακριβώς επειδή τα έχει ζήσει κατά περιόδους και έχει βιώσει τις δεινές επιπτώσεις τους. Μια εγγενής τάση που, φυσικά, εξηγείται κυρίως εξαιτίας της σταθερής σύμπλευσης θεσμών και κοινωνίας με τη νεωτερικότητα και τις επιμέρους τροχιές της.
Και σήμερα, μετά από δέκα χρόνια μνημονίων και μια εν εξελίξει πανδημία; Προφανώς, δεν ισχύει ούτε τώρα καμία νομοτέλεια, ώστε η ανάκαμψη να θεωρείται εξασφαλισμένη, αν δεν υπάρξει ο απαιτούμενος συνδυασμός ικανών ελίτ, επεξεργασμένων σχεδίων και κοινωνικής νομιμοποίησης. Αλλά τα δείγματα. μετά από μια δεκαετία μεγάλης αμφιθυμίας ως προς τις μεταρρυθμίσεις, είναι θετικά. Κράτος και κοινωνία είναι και πάλι δεκτικά στα σχέδια εκσυγχρονισμού, κυρίως επειδή έχουμε πλέον την ιδιοκτησία τους.
Η μεγάλη πρόκληση τώρα έγκειται στο είδος του εκσυγχρονισμού που θα ακολουθήσουμε. Διότι δεν θα μοιάζει με εκείνον που γνωρίσαμε τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα. Αυτήν τη φορά πρόκειται για μια επανάσταση που διαφοροποιείται από τις προηγούμενες τρεις βιομηχανικές, διότι η τεχνολογία θα αλλάξει τόσο το κράτος, όσο και τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις, κάνοντας ένα ακόμα μεγαλύτερο άλμα στο μέλλον.
Υπάρχουν αρκετές διαφορές με τις προηγούμενες επαναστάσεις, αλλά ξεχωρίζει μία: αν μέχρι τώρα η Ελλάδα μπορούσε να μεταφέρει απλώς δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα και να τα προσαρμόζει στη δική της εμπειρία, τώρα το copy-paste δεν θα αρκεί. Θα απαιτηθεί πολύ δημιουργικότερη φαντασία και βαθμός πρωτοτυπίας αλλά και ταχύτητας από τα κράτη, αν θέλουν να προλαβαίνουν τις αλλαγές, που θα είναι καταιγιστικές και συχνά πρωτόφαντες, δηλαδή δεν θα έχουμε να στηριχτούμε σε παλιότερη εμπειρία.
Συνεπώς, θα πρέπει να σπάσουμε ισχυρά ταμπού και τη συνήθη αντίληψη ότι «αυτό δεν γίνεται στην Ελλάδα». Αντιθέτως, είδαμε ότι, με επιταχυντή την πανδημία, κατορθώθηκαν πράγματα αδιανόητα μέχρι χθες, όπως το άριστο στην οργάνωσή του πρόγραμμα του εθνικού εμβολιασμού. Μάλιστα, δεν αντιγράψαμε κανέναν σε αυτή την περίπτωση, ίσα-ίσα που πολλά προηγμένα κράτη ήταν εκείνα που θαύμασαν την αποτελεσματικότητα του ελληνικού. Και δεν βλέπω τι είναι εκείνο που μας εμποδίζει να γίνουμε εφεξής, από αντιγραφείς, πρότυπα των άλλων.
*Ο Δ.Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.